Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Όταν ο Χριστός ξεκίνησε το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου με το κήρυγμα του Ευαγγελίου κάλεσε τους πρώτους μαθητές να Τον ακολουθήσουν. Τον Πέτρο και τον Ανδρέα τους βρήκε να ψαρεύουν στη λίμνη της Γεννησαρέτ. Τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη τους βρήκε να τακτοποιούν τα δίχτυα τους (Ματθ. 4, 18-21). Όλοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του Κυρίου και αφού άφησαν την εργασία τους, Τον ακολούθησαν στο απολυτρωτικό Του έργο.
Τρία στοιχεία προκαλούν το ενδιαφέρον στην πρόσκληση που απηύθυνε ο Χριστός.
Το πρώτο έχει να κάνει με την συνεργασία των προσώπων, που είναι απαραίτητη για να διακηρυχθεί το Ευαγγέλιο. Ο Θεάνθρωπος Κύριος, ενώ είχε την παντοδυναμία μόνος Του να σώσει τον κόσμο, αλλά και να διαδώσει με τον δικό του τρόπο το Ευαγγέλιο απανταχού της γης, ζητά τη συνεργασία του ανθρώπου. Δείχνει έτσι όχι μόνο ότι και ο πιο υψηλός σκοπός δεν εκπληρώνεται μόνο από έναν, ακόμη κι αν είναι ο Ένας. Ο Χριστός μας δείχνει το παράδειγμα της συνάντησης, της αλληλοβοήθειας, της συσστράτευσης στην οδό του Ευαγγελίου και την ίδια στιγμή του ήθους της Εκκλησίας. Ότι στην Εκκλησία ο ένας, ανεξάρτητα από το πόσο χαρισματικός είναι, χρειάζεται και τους άλλους, για να μπορέσει να εκπληρώσει την αποστολή του. Κι αυτός ο δρόμος συνεπάγεται την εμπιστοσύνη. Γιατί συνεργασία χωρίς εμπιστοσύνη δε νοείται. Η πορεία της Εκκλησίας λοιπόν χρειάζεται πρόσωπα που συνεργάζονται με εμπιστοσύνη μεταξύ τους και όχι με ανταγωνισμό ή πνεύμα εξουσίας ο ένας απέναντι στον άλλο.
Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Χριστός βρήκε τους μαθητές Του να εργάζονται για να ζήσουν. Το Ευαγγέλιο απευθύνεται σε όλους. Όμως οι ράθυμοι και οκνηροί στη ζωή αυτή δεν είναι εύκολο να το οικειωθούν. Η πνευματική ζωή προϋποθέτει εργασία. Και ο άμαθος στην εργασία της διασφάλισης των αναγκών της ζωής είναι πολύ πιθανόν ότι δεν θα μπορεί να αποκτήσει και τα πνευματικά αγαθά. Ενίοτε κάποιοι θεωρούν την πνευματική εργασία ανώτερη από κάθε άλλης μορφής εργασία. Και είναι έτσι. Όμως η πνευματική δεν συνεπάγεται την περιφρόνηση της υλικής εργασίας, αλλά τον συνδυασμό και των δύο και πρωτίστως την αποφυγή του άγχους και της μέριμνας. Ας μην ξεχνούμε ότι μετά την Ανάσταση και πριν την Ανάληψη ο Χριστός συναντούσε τους μαθητές Του στη Γαλιλαία και τους έβρισκε να έχουν τραπεί ξανά σε εργασία για να εξασφαλίσουν τα του βίου τους. Η οδός του Ευαγγελίου θέλει προκομμένους ανθρώπους. Θέλει αυτούς που είναι πρόθυμοι να κοπιάσουν και για τον παρόντα και για τον αιώνιο κόσμο και χρόνο. Ο ράθυμος στα της ζωής είναι πιθανότατα ράθυμος και στα της πίστης. Γι’ αυτό και στον κατεξοχήν κοινοβιακό τρόπο της Εκκλησίας, που είναι τα μοναστήρια, η προσευχή συνοδεύεται από τα διακονήματα των μοναχών, ενώ δεν επιτρέπεται η οκνηρία.
Το τρίτο στοιχείο έχει να κάνει με την προθυμία των μαθητών να αποδεχθούν την πρόσκληση που ο Χριστός τους απευθύνει και την εγκατάλειψη κάθε ιδιοκτησίας, προκειμένου να Τον ακολουθήσουν. Οι μαθητές ένιωσαν ότι αυτά που μέχρι τότε τους ανήκαν δεν είχαν καμία σημασία. Το κάλεσμα της πίστης, το κάλεσμα του Θεού γεννά στον άνθρωπο μία άλλη αίσθηση. Δεν είναι όσα μας ανήκουν, τα κτήματά μας, η περιουσία μας, οι οικείοι μας, ο εαυτός μας ο ίδιος ό,τι σημαντικότερο. Το να ανήκουμε όμως στο Χριστό και στην αποστολή της διακηρύξεως του Ευαγγελίου απανταχού της γης, όπου οι δυνατότητές μας και τα χαρίσματά μας επιτρέπουν, είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή μας. «Του Θεού εσμέν» κι ας μην μας ανήκει τίποτε στον κόσμο. Γι’ αυτό και σε όποια δυσκολία μάς παρουσιάζεται στη ζωή, ας μην λησμονούμε ότι αν βιώνουμε την αγάπη του Θεού και δεν θέλουμε να χωριστούμε από αυτήν, τότε είμαστε «ως μηδέν έχοντες, αλλά και τα πάντα κατέχοντες» (Β’ Κορ.6,10).
Ζούμε σε μια εποχή από την οποία ο πολιτισμός μας στέρησε την αλληλεγγύη, την συνεργασία και την αλληλοβοήθεια και υπερτόνισε την αξία της αυτάρκειας του ενός. Ο ένας δεν μοιράζεται τα κέρδη του ούτε δέχεται να τα περιορίσει χάριν των πολλών. Την ίδια στιγμή δεν τον ενδιαφέρει η πρόοδος όλων, αλλά μόνο ο εαυτός του. Ταυτόχρονα, ο πολιτισμός στον οποίο ζούμε στηρίχτηκε και στηρίζεται στη λογική της διασκέδασης, της μετοχής στα αγαθά της εποχής, στον καταναλωτισμό, στην ευτυχία με δανεικά. Παράλληλα, υπερτόνισε ότι αξία έχει μόνο ό,τι είναι δικό μας και όχι ό,τι προσφέρει νόημα στον κόσμο και στη ζωή μας. Γι’ αυτό και ο Θεός και η πίστη έγιναν υποθέσεις ιδιωτικές. Δεν έχουν σημασία για τον δημόσιο βίο, ενώ ο άνθρωπος αξίζει όταν έχει αγαθά, τα οποία δεν πρέπει να στερηθεί για οποιονδήποτε λόγο. Αυτή η εποχή υποτίμησε και την αξία του Ευαγγελίου, της σωτηρίας, της αποστολής να φανερωθεί ο Χριστός και η Αλήθεια στον κόσμο και υποκατέστησε την οδό της Ζωής με την ατομική αυτάρκεια που δεν σώζει. Έτσι, η πρόσκληση του Χριστού και της Εκκλησίας για συνεργασία με εμπιστοσύνη, για εργασία και υλική και πνευματική, αλλά και για αποφυγή της προσκόλλησης στα αγαθά, με εκζήτηση του Θεού και της σωτηρίας, αποτελεί για όλους μας μία ευκαιρία αλλαγής και πορείας προς την αληθινή ζωή. Ας την αξιοποιήσουμε.
Τρία στοιχεία προκαλούν το ενδιαφέρον στην πρόσκληση που απηύθυνε ο Χριστός.
Το πρώτο έχει να κάνει με την συνεργασία των προσώπων, που είναι απαραίτητη για να διακηρυχθεί το Ευαγγέλιο. Ο Θεάνθρωπος Κύριος, ενώ είχε την παντοδυναμία μόνος Του να σώσει τον κόσμο, αλλά και να διαδώσει με τον δικό του τρόπο το Ευαγγέλιο απανταχού της γης, ζητά τη συνεργασία του ανθρώπου. Δείχνει έτσι όχι μόνο ότι και ο πιο υψηλός σκοπός δεν εκπληρώνεται μόνο από έναν, ακόμη κι αν είναι ο Ένας. Ο Χριστός μας δείχνει το παράδειγμα της συνάντησης, της αλληλοβοήθειας, της συσστράτευσης στην οδό του Ευαγγελίου και την ίδια στιγμή του ήθους της Εκκλησίας. Ότι στην Εκκλησία ο ένας, ανεξάρτητα από το πόσο χαρισματικός είναι, χρειάζεται και τους άλλους, για να μπορέσει να εκπληρώσει την αποστολή του. Κι αυτός ο δρόμος συνεπάγεται την εμπιστοσύνη. Γιατί συνεργασία χωρίς εμπιστοσύνη δε νοείται. Η πορεία της Εκκλησίας λοιπόν χρειάζεται πρόσωπα που συνεργάζονται με εμπιστοσύνη μεταξύ τους και όχι με ανταγωνισμό ή πνεύμα εξουσίας ο ένας απέναντι στον άλλο.
Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Χριστός βρήκε τους μαθητές Του να εργάζονται για να ζήσουν. Το Ευαγγέλιο απευθύνεται σε όλους. Όμως οι ράθυμοι και οκνηροί στη ζωή αυτή δεν είναι εύκολο να το οικειωθούν. Η πνευματική ζωή προϋποθέτει εργασία. Και ο άμαθος στην εργασία της διασφάλισης των αναγκών της ζωής είναι πολύ πιθανόν ότι δεν θα μπορεί να αποκτήσει και τα πνευματικά αγαθά. Ενίοτε κάποιοι θεωρούν την πνευματική εργασία ανώτερη από κάθε άλλης μορφής εργασία. Και είναι έτσι. Όμως η πνευματική δεν συνεπάγεται την περιφρόνηση της υλικής εργασίας, αλλά τον συνδυασμό και των δύο και πρωτίστως την αποφυγή του άγχους και της μέριμνας. Ας μην ξεχνούμε ότι μετά την Ανάσταση και πριν την Ανάληψη ο Χριστός συναντούσε τους μαθητές Του στη Γαλιλαία και τους έβρισκε να έχουν τραπεί ξανά σε εργασία για να εξασφαλίσουν τα του βίου τους. Η οδός του Ευαγγελίου θέλει προκομμένους ανθρώπους. Θέλει αυτούς που είναι πρόθυμοι να κοπιάσουν και για τον παρόντα και για τον αιώνιο κόσμο και χρόνο. Ο ράθυμος στα της ζωής είναι πιθανότατα ράθυμος και στα της πίστης. Γι’ αυτό και στον κατεξοχήν κοινοβιακό τρόπο της Εκκλησίας, που είναι τα μοναστήρια, η προσευχή συνοδεύεται από τα διακονήματα των μοναχών, ενώ δεν επιτρέπεται η οκνηρία.
Το τρίτο στοιχείο έχει να κάνει με την προθυμία των μαθητών να αποδεχθούν την πρόσκληση που ο Χριστός τους απευθύνει και την εγκατάλειψη κάθε ιδιοκτησίας, προκειμένου να Τον ακολουθήσουν. Οι μαθητές ένιωσαν ότι αυτά που μέχρι τότε τους ανήκαν δεν είχαν καμία σημασία. Το κάλεσμα της πίστης, το κάλεσμα του Θεού γεννά στον άνθρωπο μία άλλη αίσθηση. Δεν είναι όσα μας ανήκουν, τα κτήματά μας, η περιουσία μας, οι οικείοι μας, ο εαυτός μας ο ίδιος ό,τι σημαντικότερο. Το να ανήκουμε όμως στο Χριστό και στην αποστολή της διακηρύξεως του Ευαγγελίου απανταχού της γης, όπου οι δυνατότητές μας και τα χαρίσματά μας επιτρέπουν, είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή μας. «Του Θεού εσμέν» κι ας μην μας ανήκει τίποτε στον κόσμο. Γι’ αυτό και σε όποια δυσκολία μάς παρουσιάζεται στη ζωή, ας μην λησμονούμε ότι αν βιώνουμε την αγάπη του Θεού και δεν θέλουμε να χωριστούμε από αυτήν, τότε είμαστε «ως μηδέν έχοντες, αλλά και τα πάντα κατέχοντες» (Β’ Κορ.6,10).
Ζούμε σε μια εποχή από την οποία ο πολιτισμός μας στέρησε την αλληλεγγύη, την συνεργασία και την αλληλοβοήθεια και υπερτόνισε την αξία της αυτάρκειας του ενός. Ο ένας δεν μοιράζεται τα κέρδη του ούτε δέχεται να τα περιορίσει χάριν των πολλών. Την ίδια στιγμή δεν τον ενδιαφέρει η πρόοδος όλων, αλλά μόνο ο εαυτός του. Ταυτόχρονα, ο πολιτισμός στον οποίο ζούμε στηρίχτηκε και στηρίζεται στη λογική της διασκέδασης, της μετοχής στα αγαθά της εποχής, στον καταναλωτισμό, στην ευτυχία με δανεικά. Παράλληλα, υπερτόνισε ότι αξία έχει μόνο ό,τι είναι δικό μας και όχι ό,τι προσφέρει νόημα στον κόσμο και στη ζωή μας. Γι’ αυτό και ο Θεός και η πίστη έγιναν υποθέσεις ιδιωτικές. Δεν έχουν σημασία για τον δημόσιο βίο, ενώ ο άνθρωπος αξίζει όταν έχει αγαθά, τα οποία δεν πρέπει να στερηθεί για οποιονδήποτε λόγο. Αυτή η εποχή υποτίμησε και την αξία του Ευαγγελίου, της σωτηρίας, της αποστολής να φανερωθεί ο Χριστός και η Αλήθεια στον κόσμο και υποκατέστησε την οδό της Ζωής με την ατομική αυτάρκεια που δεν σώζει. Έτσι, η πρόσκληση του Χριστού και της Εκκλησίας για συνεργασία με εμπιστοσύνη, για εργασία και υλική και πνευματική, αλλά και για αποφυγή της προσκόλλησης στα αγαθά, με εκζήτηση του Θεού και της σωτηρίας, αποτελεί για όλους μας μία ευκαιρία αλλαγής και πορείας προς την αληθινή ζωή. Ας την αξιοποιήσουμε.
Πηγή εδώ