Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
«᾿Απορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον θερμή προστασία, καί σήν βοήθειαν, δός μοι τῷ δούλῳ σου, τῷ ταπεινῷ καί ἀθλίῳ, τῷ τήν σήν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς».
(Σέ ὅλα βρῆκα ἀδιέξοδο, γι’ αὐτό μέ ὀδύνη σοῦ φωνάζω· πρόφθασε, (Παναγία), Σύ πού εἶσαι ἡ θερμή προστασία, καί δῶσε τή βοήθειά σου σ’ ἐμένα τό δοῦλο σου, πού εἶμαι ταπεινός καί ἄθλιος καί πού ἐπιζητῶ μέ ζῆλο τή δική σου ἐνίσχυση).
῾Ο ὑμνογράφος δέν ἔχει γράψει ἁπλῶς ἕνα ποίημα γιά νά δοκιμάσει ἴσως τίς δυνάμεις του καί στόν τομέα αὐτό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης καί γιά νά δώσει διέξοδο σέ κάποιες ἀνησυχίες ἤ σέ κάποιες ἐξάρσεις τῶν συναισθημάτων του μέσα στίς πολυποίκιλες ὑποχρεώσεις του ὡς βασιλιᾶ. Τό ποίημά του, καθώς σφραγίστηκε ἀπό τήν ἀποδοχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, φαίνεται ὅτι ξέφυγε ἀπό τά στενά ὅρια ἑνός ἀτομικοῦ πονήματος καί ἐξυψώθηκε σέ σύμβολο ἔκφρασης πανανθρωπίνων αἰσθημάτων. ᾿Εν προκειμένω, στούς παραπάνω στίχους - καί ὄχι μόνο σ’ αὐτούς - ὁ τόνος εἶναι δραματικός, γιατί ὁ ποιητής, ἐκ προσώπου συνόλου τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἀποτυπώνει μία μεγάλη ἀλήθεια· ὁ ἄνθρωπος ὅπου κι ἄν στραφεῖ στόν κόσμο τοῦτο, γιά νά βρεῖ τή χαρά καί τό νόημα τῆς ζωῆς, χωρίς Χριστό, προσκρούει σέ ἀδιέξοδο. Εἴτε ἄνθρωποι εἴτε χρήματα εἴτε διασκεδάσεις εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, στό τέλος ὅλα αὐτά ἀφήνουν τή στυφή γεύση τοῦ ἀνικανοποίητου τῆς καρδιᾶς. ῾Ο ὑμνογράφος λοιπόν γίνεται ἐκφραστής αὐτῆς τῆς ἀλγούσας καί ὀδυνωμένης καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, πού παντοῦ συναντᾶ τό ἀδιέξοδο. «᾿Απορήσας ἐκ πάντων ὀδυνηρῶς κράζω σοι...».
Θά τολμούσαμε νά παρομοιάσουμε τήν κατάσταση αὐτή μέ ἐκείνη πού βίωσε ὁ πρωτόπλαστος ᾿Αδάμ, ὅταν ἔχασε, λόγω ἐμμονῆς στήν ἁμαρτία, τή σχέση μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό. Στράφηκε τότε, μέσα στήν ἐναγώνια ἀναζήτησή του νά βρεῖ τή ζωή, στή γυναίκα του. Καί νομίζοντας ὅτι βρῆκε αὐτήν τή ζωή στό πρόσωπό της, τῆς δίνει τό ὄνομα· Ζωή, «Εὔα». ᾿Αντί τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος. Κι αὐτό βεβαίως ἦταν ἡ ἀπαρχή τῶν ἀδιεξόδων του.
῾Ο ὑμνογράφος ὅμως εἶναι πιστός καί ζεῖ τή σωτηρία πού ἔφερε ὁ Χριστός. Ξέρει ὅτι μόνον ᾿Εκεῖνος γεμίζει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, γιατί εἶναι ὁ Πατέρας καί ὁ Δημιουργός Του. Σάν τόν ἀπόστολο Πέτρο κι ἐκεῖνος ὁμολογεῖ· «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Σύ ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις». Γι’ αὐτό καί ἡ τραγικότητα τῆς φωνῆς του μεταβάλλεται σέ κραυγή ἀνακούφισης, δηλαδή ὅταν στό ἀδιέξοδο ἔχει βρεῖ τή διέξοδο καί τή λύση· ᾿Επικαλεῖται ᾿Εκεῖνον πού εἶναι ἡ σωτηρία, ἀλλά μέσω τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Οἱ ἁμαρτίες του, πού τόν κάνουν νά νιώθει ταπεινός καί ἄθλιος, τοῦ θέτουν ἐμπόδιο, ὥστε νά ριχτεῖ ἄμεσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ. ῾Η λύση γι’ αὐτόν εἶναι ἡ μεσιτεία τῆς Παναγίας. ῾Υπερβολή ἴσως καί πιθανόν μία ἔμμεση «ὑποβάθμιση» τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο. Διότι ὁ Χριστός εἶναι «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» ἀπό ἀπειρία ἀγάπης πρός αὐτόν. ᾿Αλλά εἴπαμε· ὁ Κύριος χαίρεται πάντοτε νά βλέπει αὐτό πού «ἀντανακλᾶ» τόν δικό Του τρόπο ζωῆς καί τό δικό Του ἦθος· τήν ταπείνωση. Κι αὐτό φανερώνει ὁ ὑμνογράφος, ὅταν «διστάζει» νά στραφεῖ ἄμεσα στόν Κύριο καί Θεό του, πραγματοποιώντας τό ὅμως μέ ἄλλον τρόπο· μέσω τῆς Θεοτόκου!
(Σέ ὅλα βρῆκα ἀδιέξοδο, γι’ αὐτό μέ ὀδύνη σοῦ φωνάζω· πρόφθασε, (Παναγία), Σύ πού εἶσαι ἡ θερμή προστασία, καί δῶσε τή βοήθειά σου σ’ ἐμένα τό δοῦλο σου, πού εἶμαι ταπεινός καί ἄθλιος καί πού ἐπιζητῶ μέ ζῆλο τή δική σου ἐνίσχυση).
῾Ο ὑμνογράφος δέν ἔχει γράψει ἁπλῶς ἕνα ποίημα γιά νά δοκιμάσει ἴσως τίς δυνάμεις του καί στόν τομέα αὐτό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης καί γιά νά δώσει διέξοδο σέ κάποιες ἀνησυχίες ἤ σέ κάποιες ἐξάρσεις τῶν συναισθημάτων του μέσα στίς πολυποίκιλες ὑποχρεώσεις του ὡς βασιλιᾶ. Τό ποίημά του, καθώς σφραγίστηκε ἀπό τήν ἀποδοχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, φαίνεται ὅτι ξέφυγε ἀπό τά στενά ὅρια ἑνός ἀτομικοῦ πονήματος καί ἐξυψώθηκε σέ σύμβολο ἔκφρασης πανανθρωπίνων αἰσθημάτων. ᾿Εν προκειμένω, στούς παραπάνω στίχους - καί ὄχι μόνο σ’ αὐτούς - ὁ τόνος εἶναι δραματικός, γιατί ὁ ποιητής, ἐκ προσώπου συνόλου τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἀποτυπώνει μία μεγάλη ἀλήθεια· ὁ ἄνθρωπος ὅπου κι ἄν στραφεῖ στόν κόσμο τοῦτο, γιά νά βρεῖ τή χαρά καί τό νόημα τῆς ζωῆς, χωρίς Χριστό, προσκρούει σέ ἀδιέξοδο. Εἴτε ἄνθρωποι εἴτε χρήματα εἴτε διασκεδάσεις εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, στό τέλος ὅλα αὐτά ἀφήνουν τή στυφή γεύση τοῦ ἀνικανοποίητου τῆς καρδιᾶς. ῾Ο ὑμνογράφος λοιπόν γίνεται ἐκφραστής αὐτῆς τῆς ἀλγούσας καί ὀδυνωμένης καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, πού παντοῦ συναντᾶ τό ἀδιέξοδο. «᾿Απορήσας ἐκ πάντων ὀδυνηρῶς κράζω σοι...».
Θά τολμούσαμε νά παρομοιάσουμε τήν κατάσταση αὐτή μέ ἐκείνη πού βίωσε ὁ πρωτόπλαστος ᾿Αδάμ, ὅταν ἔχασε, λόγω ἐμμονῆς στήν ἁμαρτία, τή σχέση μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό. Στράφηκε τότε, μέσα στήν ἐναγώνια ἀναζήτησή του νά βρεῖ τή ζωή, στή γυναίκα του. Καί νομίζοντας ὅτι βρῆκε αὐτήν τή ζωή στό πρόσωπό της, τῆς δίνει τό ὄνομα· Ζωή, «Εὔα». ᾿Αντί τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος. Κι αὐτό βεβαίως ἦταν ἡ ἀπαρχή τῶν ἀδιεξόδων του.
῾Ο ὑμνογράφος ὅμως εἶναι πιστός καί ζεῖ τή σωτηρία πού ἔφερε ὁ Χριστός. Ξέρει ὅτι μόνον ᾿Εκεῖνος γεμίζει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, γιατί εἶναι ὁ Πατέρας καί ὁ Δημιουργός Του. Σάν τόν ἀπόστολο Πέτρο κι ἐκεῖνος ὁμολογεῖ· «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Σύ ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις». Γι’ αὐτό καί ἡ τραγικότητα τῆς φωνῆς του μεταβάλλεται σέ κραυγή ἀνακούφισης, δηλαδή ὅταν στό ἀδιέξοδο ἔχει βρεῖ τή διέξοδο καί τή λύση· ᾿Επικαλεῖται ᾿Εκεῖνον πού εἶναι ἡ σωτηρία, ἀλλά μέσω τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Οἱ ἁμαρτίες του, πού τόν κάνουν νά νιώθει ταπεινός καί ἄθλιος, τοῦ θέτουν ἐμπόδιο, ὥστε νά ριχτεῖ ἄμεσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ. ῾Η λύση γι’ αὐτόν εἶναι ἡ μεσιτεία τῆς Παναγίας. ῾Υπερβολή ἴσως καί πιθανόν μία ἔμμεση «ὑποβάθμιση» τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο. Διότι ὁ Χριστός εἶναι «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» ἀπό ἀπειρία ἀγάπης πρός αὐτόν. ᾿Αλλά εἴπαμε· ὁ Κύριος χαίρεται πάντοτε νά βλέπει αὐτό πού «ἀντανακλᾶ» τόν δικό Του τρόπο ζωῆς καί τό δικό Του ἦθος· τήν ταπείνωση. Κι αὐτό φανερώνει ὁ ὑμνογράφος, ὅταν «διστάζει» νά στραφεῖ ἄμεσα στόν Κύριο καί Θεό του, πραγματοποιώντας τό ὅμως μέ ἄλλον τρόπο· μέσω τῆς Θεοτόκου!
κυκλοφορείται από τις εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ».
(τηλ.: 210 9310605).
(τηλ.: 210 9310605).