Μητροπολίτου Μαρωνοίας και Κομοτηνής κ. Παντελεήμονος
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἡ σημερινὴ ὑμνολογικὴ ἀναφορὰ τῆς Ἐκκλησίας μας στὴν σπουδαιοτάτη ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῆς Μεταστάσεώς της ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό, προσφέρει ἀμέτρητες δυνατότητες στοὺς χριστιανούς, νὰ προσεγγίσουν τὸ πρόσωπο τῆς Θεομήτορος, ἀντλῶντας διδακτικὰ καὶ σωτήρια μηνύματα γιὰ τὴν ζωή τους.
Κι ἐμεῖς, συνεπῶς, ἂν ἐπιχειρήσουμε νὰ ἐξετάσουμε μὲ θεολογικὴ ἀκρίβεια τὴν πρώτη ὠδὴ τοῦ Κανόνα τῆς ἑορτῆς, θὰ σταθοῦμε σὲ τρία σημεῖα, τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ μᾶς μεταδώσουν νάματα ὀρθόδοξης βιοτῆς καὶ χριστιανικῆς πίστεως.
Τὸ πρῶτο σημεῖο σημασιολογοῦν οἱ λέξεις «πάντας» καὶ «πιστούς». Αὐτές, περιγράφουν δύο ἀπὸ τὶς βασικότερες προϋποθέσεις, γιὰ νὰ βιώνουμε ὡς γνήσιοι χριστιανοὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ πίστη. Ἡ ἐμπιστοσύνη δηλαδὴ στὴν σωτηριώδη ἀξία τῆς διατυπωμένης ἀνὰ τοὺς αἰῶνας διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ὁποία ἔχει θεμέλιο λίθο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, στὸ ὄνομα τοῦ Ὁποίου ὑποτάσσονται ἀναπόδραστα ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ὁρατοῦ καὶ τοῦ ἀοράτου κόσμου. Ὁ πιστός, λοιπόν, εἶναι ὁ γνήσιος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Ἑρμηνεύει τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς καὶ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου ὑπὸ τὸ πρῖσμα τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος. Δὲν θέλγεται ἀπὸ τὸ φθαρτό, τὸ φανταχτερὸ καὶ ἐφήμερο, ἀλλὰ ἰχνηλατεῖ στὴν ἀγωνιστικὴ πορεία τῶν ἁγίων πρὸς τὰ ἄφθαρτα καὶ τὰ αἰώνια. Καὶ βεβαίως δὲν πορεύεται ἀποκομμένος, ἀλλὰ συστοιχούμενος μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Τοῦτο δηλώνεται μὲ τὴν λέξη «πάντας», ἡ ὁποία τίθεται ὡς κριτήριο τῆς γνήσιας πνευματικῆς ζωῆς. Πάντες οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μερισμός, ὁ ἀποκλεισμός, ἡ αὐτονομημένη πορεία συνιστοῦν παθογενῆ ἐκδηλώματα τῆς ὀρθόδοξης πίστης.
Τὸ δεύτερο σημεῖο, ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὰ προηγούμενα, σημασιολογεῖται μὲ τὸ ρῆμα «συνηγάγετο». Ἡ πίστη στὸν Χριστό, ὅπως καὶ ἡ σωτηρία, εἶναι πράξη συλλογική. Κατανοεῖται καὶ βιώνεται ὡς «σύναξη», συγκέντρωση, δηλαδή, ὅλων τῶν πιστῶν μέσα στὴν Κιβωτὸ τῆς σωτηρίας, τὴν Ἐκκλησία καὶ γύρω ἀπὸ τὸ ἱερό της θυσιαστήριο, ὅπου κλῆρος καὶ λαὸς συλλειτουργοῦν στὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν».
Τὸ τρῖτο σημεῖο, στὸ ὁποῖο ἀξίζει νὰ ἑστιάσουμε, περιγράφεται ἀπὸ τὶς λέξεις «πρὸς εὐφροσύνην». Ἡ σύναξη ὅλων τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἔχει σκοπὸ τὴν πνευματική τους ἀγαλλίαση καὶ εὐφροσύνη. Πόσο διαφορετικὴ προσέγγιση τοῦ θανάτου, πόσο αἰσιόδοξη προοπτικὴ προσφέρει ὁ θεολόγος-ὑμνωδὸς στοὺς χριστιανοὺς μὲ αὐτὴ τὴν λέξη, ἀντιπαραβάλλοντας τὴν χαρὰ ἀπὸ τὴν Μετάσταση τῆς Παναγίας μας, τοῦ τρόπου, δηλαδή, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Θεοτόκος ἐκοιμήθη, ἀνέστη καὶ ἀνελήφθη σωματικῶς -κατὰ τὴν ἱερή μας Παράδοση- ἀπέναντι στὴν ἀπελπισία, τὸν ἀγνωστικισμὸ καὶ τὴν ἀθεΐα ποὺ προσπαθοῦν νὰ κυριαρχήσουν στὶς «προοδευτικές» τάχα κοινωνίες μας;
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὀρθόδοξος Δεκαπενταύγουστος εἶναι τὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ μᾶς προσκαλεῖ νὰ ὑπερβοῦμε τὸ περιοριστικὸ πλαίσιο τῆς λογικότητας, διότι στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι». Μᾶς παρακινεῖ, νὰ φωτίσουμε τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας μὲ τὴν ποιότητα τῆς πίστεως, τοῦ ἀγώνα καὶ τῆς ὑπομονῆς, διὰ τῶν ὁποίων κατέστη ἡ Μαριὰμ «τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Μᾶς ζητεῖ, νὰ ἐργαστοῦμε «πάντες» μὲ ἑνότητα πίστεως καὶ καθαρότητα φρονήματος, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, γιὰ τὴν σωτηρία «ἑαυτῶν καὶ ἀλλήλων» ὑπερβαίνοντας πάσης φύσεως προσωπικὲς ἤ κοινωνικὲς κρίσεις. Μᾶς διδάσκει, τέλος, νὰ μὴ φοβούμαστε τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς ἐπίγειας πορείας μας, τὸν βιολογικὸ θάνατο, διότι αὐτὸς ἀποτελεῖ προθάλαμο στὴν αἰωνιότητα.
Ἀρκεῖ νὰ ἐμπιστευτοῦμε στὴν Παναγία μας «τὴν πᾶσαν ἐλπίδα» μας, ὥστε νὰ γίνει ἡ δική μας γέφυρα πρὸς τὸν οὐρανό. Ἀρκεῖ, νὰ ζοῦμε συνεχῶς τὴν βεβαιότητα τοῦ λόγου τοῦ ἱεροῦ ὑμνωδοῦ, ὅτι «ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπε», ἀλλὰ πρεσβεύει ἀδιαλείπτως, ὡς δοξαστικὴ Μυρσίνη στὸν νοητὸ Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου του κόσμου.
Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα.
Διάπυρος πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ Φωτὸς εὐχέτης.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ
Ἡ σημερινὴ ὑμνολογικὴ ἀναφορὰ τῆς Ἐκκλησίας μας στὴν σπουδαιοτάτη ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῆς Μεταστάσεώς της ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό, προσφέρει ἀμέτρητες δυνατότητες στοὺς χριστιανούς, νὰ προσεγγίσουν τὸ πρόσωπο τῆς Θεομήτορος, ἀντλῶντας διδακτικὰ καὶ σωτήρια μηνύματα γιὰ τὴν ζωή τους.
Κι ἐμεῖς, συνεπῶς, ἂν ἐπιχειρήσουμε νὰ ἐξετάσουμε μὲ θεολογικὴ ἀκρίβεια τὴν πρώτη ὠδὴ τοῦ Κανόνα τῆς ἑορτῆς, θὰ σταθοῦμε σὲ τρία σημεῖα, τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ μᾶς μεταδώσουν νάματα ὀρθόδοξης βιοτῆς καὶ χριστιανικῆς πίστεως.
Τὸ πρῶτο σημεῖο σημασιολογοῦν οἱ λέξεις «πάντας» καὶ «πιστούς». Αὐτές, περιγράφουν δύο ἀπὸ τὶς βασικότερες προϋποθέσεις, γιὰ νὰ βιώνουμε ὡς γνήσιοι χριστιανοὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ πίστη. Ἡ ἐμπιστοσύνη δηλαδὴ στὴν σωτηριώδη ἀξία τῆς διατυπωμένης ἀνὰ τοὺς αἰῶνας διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ὁποία ἔχει θεμέλιο λίθο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, στὸ ὄνομα τοῦ Ὁποίου ὑποτάσσονται ἀναπόδραστα ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ὁρατοῦ καὶ τοῦ ἀοράτου κόσμου. Ὁ πιστός, λοιπόν, εἶναι ὁ γνήσιος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Ἑρμηνεύει τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς καὶ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου ὑπὸ τὸ πρῖσμα τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος. Δὲν θέλγεται ἀπὸ τὸ φθαρτό, τὸ φανταχτερὸ καὶ ἐφήμερο, ἀλλὰ ἰχνηλατεῖ στὴν ἀγωνιστικὴ πορεία τῶν ἁγίων πρὸς τὰ ἄφθαρτα καὶ τὰ αἰώνια. Καὶ βεβαίως δὲν πορεύεται ἀποκομμένος, ἀλλὰ συστοιχούμενος μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Τοῦτο δηλώνεται μὲ τὴν λέξη «πάντας», ἡ ὁποία τίθεται ὡς κριτήριο τῆς γνήσιας πνευματικῆς ζωῆς. Πάντες οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μερισμός, ὁ ἀποκλεισμός, ἡ αὐτονομημένη πορεία συνιστοῦν παθογενῆ ἐκδηλώματα τῆς ὀρθόδοξης πίστης.
Τὸ δεύτερο σημεῖο, ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὰ προηγούμενα, σημασιολογεῖται μὲ τὸ ρῆμα «συνηγάγετο». Ἡ πίστη στὸν Χριστό, ὅπως καὶ ἡ σωτηρία, εἶναι πράξη συλλογική. Κατανοεῖται καὶ βιώνεται ὡς «σύναξη», συγκέντρωση, δηλαδή, ὅλων τῶν πιστῶν μέσα στὴν Κιβωτὸ τῆς σωτηρίας, τὴν Ἐκκλησία καὶ γύρω ἀπὸ τὸ ἱερό της θυσιαστήριο, ὅπου κλῆρος καὶ λαὸς συλλειτουργοῦν στὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν».
Τὸ τρῖτο σημεῖο, στὸ ὁποῖο ἀξίζει νὰ ἑστιάσουμε, περιγράφεται ἀπὸ τὶς λέξεις «πρὸς εὐφροσύνην». Ἡ σύναξη ὅλων τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἔχει σκοπὸ τὴν πνευματική τους ἀγαλλίαση καὶ εὐφροσύνη. Πόσο διαφορετικὴ προσέγγιση τοῦ θανάτου, πόσο αἰσιόδοξη προοπτικὴ προσφέρει ὁ θεολόγος-ὑμνωδὸς στοὺς χριστιανοὺς μὲ αὐτὴ τὴν λέξη, ἀντιπαραβάλλοντας τὴν χαρὰ ἀπὸ τὴν Μετάσταση τῆς Παναγίας μας, τοῦ τρόπου, δηλαδή, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Θεοτόκος ἐκοιμήθη, ἀνέστη καὶ ἀνελήφθη σωματικῶς -κατὰ τὴν ἱερή μας Παράδοση- ἀπέναντι στὴν ἀπελπισία, τὸν ἀγνωστικισμὸ καὶ τὴν ἀθεΐα ποὺ προσπαθοῦν νὰ κυριαρχήσουν στὶς «προοδευτικές» τάχα κοινωνίες μας;
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὀρθόδοξος Δεκαπενταύγουστος εἶναι τὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ μᾶς προσκαλεῖ νὰ ὑπερβοῦμε τὸ περιοριστικὸ πλαίσιο τῆς λογικότητας, διότι στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι». Μᾶς παρακινεῖ, νὰ φωτίσουμε τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας μὲ τὴν ποιότητα τῆς πίστεως, τοῦ ἀγώνα καὶ τῆς ὑπομονῆς, διὰ τῶν ὁποίων κατέστη ἡ Μαριὰμ «τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Μᾶς ζητεῖ, νὰ ἐργαστοῦμε «πάντες» μὲ ἑνότητα πίστεως καὶ καθαρότητα φρονήματος, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, γιὰ τὴν σωτηρία «ἑαυτῶν καὶ ἀλλήλων» ὑπερβαίνοντας πάσης φύσεως προσωπικὲς ἤ κοινωνικὲς κρίσεις. Μᾶς διδάσκει, τέλος, νὰ μὴ φοβούμαστε τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς ἐπίγειας πορείας μας, τὸν βιολογικὸ θάνατο, διότι αὐτὸς ἀποτελεῖ προθάλαμο στὴν αἰωνιότητα.
Ἀρκεῖ νὰ ἐμπιστευτοῦμε στὴν Παναγία μας «τὴν πᾶσαν ἐλπίδα» μας, ὥστε νὰ γίνει ἡ δική μας γέφυρα πρὸς τὸν οὐρανό. Ἀρκεῖ, νὰ ζοῦμε συνεχῶς τὴν βεβαιότητα τοῦ λόγου τοῦ ἱεροῦ ὑμνωδοῦ, ὅτι «ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπε», ἀλλὰ πρεσβεύει ἀδιαλείπτως, ὡς δοξαστικὴ Μυρσίνη στὸν νοητὸ Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου του κόσμου.
Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα.
Διάπυρος πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ Φωτὸς εὐχέτης.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ