Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Το Ζ' Τσακώνικο Συνέδριο τιμά τους απόδημους Τσάκωνες. Το εξώφυλλο του προγράμματος κοσμείται με δυο διαφορετικές αλλά σπουδαίες προσωπικότητες των γραμμάτων μας, τον Γιώργο Σαραντάρη και τον Κώστα Ουράνη. Ο Ουράνης γεννήθηκε το 1890 στο Λεωνίδιο και απεβίωσε στην Αθήνα στις 12 Ιουλίου του 1953. Ήταν κοσμοπολίτης και σωστά χαρακτηρίστηκε "φιλαπόδημος". Του άρεσαν τα ταξίδια, η γνωριμία με τον κόσμο. Ο Γιώργος Σαραντάρης ήταν απόδημος Έλληνας τέταρτης γενιάς. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 19 Απριλίου του 1908, μεγάλωσε στην Ιταλία, ήρθε από την ξενιτιά στην Ελλάδα για να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό και δεν ξανάφυγε, παρά μόνο για λίγες ημέρες στην Ιταλία, για να κηδέψει τον πατέρα του. Εκούσια θυσιάστηκε για την Ελλάδα. Ενώ ήταν φιλάσθενη και ασθενική φύση με αυξημένη μυωπία, πήγε και πολέμησε στην πρώτη γραμμή τους φασίστες ιταλούς στην Πίνδο, με αποτέλεσμα βαριά να ασθενήσει. Τον μετέφεραν στην Αθήνα, όπου και απεβίωσε ειρηνικά στις 25 Φεβρουαρίου του 1941. Ο Ουράνης ήταν ρομαντικός, λυρικός ποιητής, ο Σαραντάρης περισσότερο με υπαρξιακές, φιλοσοφικές αναζητήσεις. Και οι δυο τιμάνε την Τσακωνιά και αξίζουν κι εμείς να τους τιμάμε.
Στη σημερινή μου εισήγηση θα ασχοληθώ με τα νεότερα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνά μου, μετά την έκδοση του βιβλίου μου "Γιώργος Σαραντάρης: Ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος". Όπως σημείωσα ο ποιητής ήταν απόδημος τέταρτης γενιάς στην Ιταλία. Ο πρώτος πρόγονός του που έφυγε για την Ιταλία ήταν ο Κωνσταντίνος Σαραντάρης. Έως τώρα οι βιογράφοι του Σαραντάρη γράφουν πως έφυγε από τον Πραστό περί το 1810. Από την έρευνά μου, για την οποία θα μιλήσω στη συνέχεια, καταλήγω ότι γεννήθηκε στον Πραστό περί το 1800 κι έφυγε από το Λεωνίδιο για την Ιταλία σε νεαρή ηλικία, πριν από τον αγώνα της αποτινάξεως του οθωμανικού ζυγού. Ο Κωνσταντίνος Σαραντάρης ήταν το τρίτο στη σειρά αγόρι από τα πέντε του Γεωργίου Σαραντάρη. Ο πρωτότοκος αδελφός του, Νικόλαος Σαραντάρης, ήταν αγωνιστής του 1821. Ο "Πρόμαχος" καπετάν Γεωργάκης Μιχαλάκης του επέδωσε Πιστοποιητικό, στο οποίο αναφέρει:
" Πιστοποιώ ότι ο κ. Νικόλαος Γεωργίου Σαραντάρης εκ της επαρχίας Πρασιών και κάτοικος του δήμου Λιμναίου υπηρέτησε την πατρίδα στρατιωτικώς υπό τας διαταγάς μου από το έτος 1821 μέχρι του 1828 επί κεφαλής τινών στρατιωτών. Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας κατά των εχθρών, οίον εις την μονεμβασίας πολιορκίαν, εις την Τριπολιτζάν, εις τας του δράμαλη κατά την αργολίδα και κόρινθον, εις τρίκορφα και άλλα διάφορα μέρη κατά των αρράβων. Έδειξεν εις όλον αυτό το διάστημα υπακοήν εις τας διαταγάς μου προθυμίαν και τιμιότητα. Όθεν κατ' αίτησίν του και χάριν της αληθείας του δίδεται η απόδειξίς μου αύτη δια να του χρησιμεύση όπου ανήκει. Την 20 Μαρτίου 1836. Εν Λεωνιδίω. Ο πρόμαχος Γιοργάκης Μηχαλάκης".
Από το πιστοποιητικό, που διέσωσε ο Παναγιώτης Σαραντάρης, πρώτος εξάδελφος του ποιητή, φαίνεται ότι ο Νικόλαος Σαραντάρης είχε γεννηθεί πριν το 1800.
Οι πληροφορίες που επίσης κυριαρχούσαν ήταν πως ο Κωνσταντίνος Σαραντάρης κατοίκησε στο Λιβόρνο και ότι εκεί ανέπτυξε εμπορική επιχείρηση και πλούτισε. Από την επιτόπια έρευνα μου στην εν λόγω πόλη της Τοσκάνης διαπίστωσα ότι δεν είχε καμία σχέση με αυτήν ο Κων. Σαραντάρης. Η θεωρία για το Λιβόρνο είχε καθιερωθεί στην οικογένεια γιατί διασώθηκε διαβατήριο της συζύγου του Κων. Σαραντάρη, Ελένης Φοσερό, που από το Λιβόρνο το 1844 είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα και μέσω Νάπολης, Ζακύνθου και Πατρών είχε έρθει στο Λεωνίδιο. Για εμένα παρέμενε λογικά σχεδόν αδύνατο ο Κων. Σαραντάρης να ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και να είχε την έδρα της επιχείρησης του στη Δυτική Ακτή της Ιταλίας. Το συμβόλαιο που υπέγραψε το 1844 στο Ελληνικό Προξενείο της Τεργέστης για την κατασκευή εμπορικού πλοίου στο Γαλαξείδι καθώς και μια δυσανάγνωστη αναγραφή του ονόματός του στα Αρχεία της Τεργέστης, που τότε ήταν ακόμη υπό τον έλεγχο της Αυστρο - Ουγγαρίας, μου ενίσχυσε την πεποίθηση ότι θα έπρεπε να συνεχίσω την έρευνα μου στην Τεργέστη. Όμως κι εκεί δεν προέκυψαν περισσότερα στοιχεία και συνέχισα την έρευνά μου.
Εξετάζοντας ζωγραφικό πίνακα που βρέθηκε κατά την επίσκεψή μου στο αρχοντικό της οικογένειας Σαραντάρη στο Μονταπόνε (κωμόπολη στην περιφέρεια της Ανκόνα, όπου είχαν εγκατασταθεί ο ποιητής και η οικογένειά του περί το τέλος της δεκαετίας του 1910) παρατήρησα ότι ο προπάππος του ποιητή Κων. Σαραντάρης κρατούσε στα χέρια του επιταγή, που έγραφε πόλη εκδόσεως της την Ανκόνα. Ανακάλυψα επίσης διαβατήριο που είχε εκδοθεί το 1853 στην Ανκόνα για τον Γιώργο Σαραντάρη ( παππού του ποιητή) για να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Το πιο καθοριστικό όμως στοιχείο για το πού έζησε ο πρώτος Σαραντάρης στην Ιταλία ήταν το έγγραφο του Παραρτήματος στην Ανκόνα του Γενικού Αρχείου του Κράτους της Ιταλίας. Σύμφωνα με αυτό ο Κωνσταντίνος Σαραντάρης ήταν μόνιμος κάτοικος της Ανκόνα. Στην πόλη αυτή της ανατολικής ακτής της Ιταλίας έγινε απογραφή του πληθυσμού το 1857 και σ' αυτήν είναι καταχωρημένη με αύξοντα αριθμό 636, η οικογενειακή μερίδα του Κων. Σαραντάρη, στην οποία μέλη της αναφέρονται τα εξής:
- Κωνσταντίνος Σαραντάρης, ετών 44, Έμπορος.
- Ελενα Φοσερό, όνομα πατρός Γκουστάβο, ετών 44, σύζυγος.
- Ιωάννης Σαραντάρης, όνομα πατρός Νικόλαος, ετών 19.
- Μορέλλι Ανναμαρία, όνομα πατρός Αντόνιο, ετών 23, άγαμη, υπηρέτρια.
- Παραντσίνι Σεραφίνα, όνομα πατρός Τζιοβακίνο, ετών 24, άγαμη, υπηρέτρια.
Ο Ιωάννης Σαραντάρης, που αναφέρεται στην απογραφή, ήταν πρώτος ανεψιός του Κωνσταντίνου Σαραντάρη, υιός του πρωτότοκου αδελφού του Νικολάου. Ο Κων. Σαραντάρης το 1857 δήλωσε ηλικία 44 ετών, που σημαίνει πως είχε γεννηθεί το 1813. Λόγω ελλείψεως χαρτιού γεννήσεως από την Ελλάδα ασφαλώς έκρυψε μερικά χρόνια…
Ο Κωνσταντίνος Σαραντάρης ήταν άτεκνος και κάλεσε από το Λεωνίδιο τα ανίψια του και μεταξύ τους αδέλφια Παναγιώτη και Ιωάννη Σαραντάρη για να τους αναθέσει τη συνέχεια της επιχείρησης. Αυτοί δημιούργησαν την επιχείρηση "Ανίψια Κωνσταντίνου Σαραντάρη", μετέφεραν την έδρα της επιχείρησης στη Μπολόνια, όπου και εγκαταστάθηκαν και συνέχισαν με επιτυχία τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας. Άτεκνοι και αυτοί, όπως ο θείος τους, κάλεσαν με τη σειρά τους τα ανίψια τους και μεταξύ τους αδέλφια Δημήτριο - πατέρα του ποιητή -, και Ιωάννη, -πατέρα του παρόντος στο Συνέδριο Παναγιώτη Σαραντάρη, αρχιτέκτονος, που ζει μόνιμα στο Λεωνίδιο -, για να συνεχίσουν την επιχείρηση. Ο ποιητής μεγάλωσε στην Μπολόνια και όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα στην επιχείρηση μετοίκησε, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του, στο Μονταπόνε, από όπου ήρθε, το 1931, στην Ελλάδα.
Συνοπτικά τα χαρακτηριστικά της οικογένειας Σαραντάρη, μεταναστών για τέσσερις γενιές στην Ιταλία, ήσαν:
Πρώτον, δεν ξέχασαν ποτέ την Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα τους, το Λεωνίδιον Κυνουρίας.
Δεύτερον, στο σπίτι τους μιλούσαν πάντα τα ελληνικά και δεν διέκοψαν ποτέ τους δεσμούς τους με τις ρίζες τους.
Τρίτον, όλα τα άρρενα μέλη της οικογένειας είχαν λάβει την ιταλική υπηκοότητα αλλά επέλεγαν να υπηρετήσουν στον ελληνικό στρατό. Και
Τέταρτον, τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη της οικογένειας ήθελαν οι νεότεροι τους να σπουδάσουν στην Ιταλία και προς τούτο τους παρείχαν τα οικονομικά μέσα και κάθε άλλη διευκόλυνση. Οι περισσότεροι όμως δεν τα κατάφεραν. Εξαίρεση αποτέλεσαν και τελείωσαν ανώτατη σχολή μόνο δύο: ο ποιητής, που τέλειωσε τα Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Ματσεράτα και ο πρώτος του εξάδελφος και παρών σήμερα στο Συνέδριο αρχιτέκτων Παναγιώτης Σαραντάρης, που τελείωσε το Πολυτεχνείο της Φλωρεντίας. Σύμφωνα με τα αρχεία του Πανεπιστημίου της Μπολόνια από εκεί πέρασαν τα ακόλουθα μέλη της οικογένειας Σαραντάρη:
1. Ιωάννης Σαραντάρης, ο πατέρας του παρόντος Παναγιώτη Σαραντάρη. Τα έτη 1906-1907 φοίτησε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, που προφανώς δεν του άρεσε και μετεγγράφηκε στη Γεωπονική Σχολή, όπου έκανε ένα έτος (1911-1912), αλλά πάλι δεν του πήγε και πήρε μετεγγραφή για τη Σχολή των Θετικών Επιστημών (Μαθηματικών, Φυσικής και Φυσιογνωσίας), όπου φοίτησε το έτος 1913-1914, χωρίς και αυτή να την τελειώσει.
2. Ανδρέας Σαραντάρης, που ήταν από τον κλάδο της οικογένειας Σαραντάρη, που κατοικούσε στο Γύθειο. Το έτος 1908-1909 παρακολούθησε ως ακροατής τα μαθήματα του πρώτου έτους στη Γεωπονική Σχολή και δεν συνέχισε. Ως ανέκδοτο και ως χαρακτηριστικό του χαρακτήρα του στην οικογένεια λεγόταν ο διάλογος του με τον καθηγητή της ζωολογίας από τον οποίο εξαρτιόταν η είσοδός του στο πανεπιστήμιο. Στην εξέταση ρωτήθηκε να αναφέρει ένα ιοβόλο ερπετό και είπε την οχιά. Ο καθηγητής του είπε "μπράβο" και του ζήτησε να του πει άλλο ένα. Τότε εκείνος με φυσικότητα απάντησε " άλλη μια οχιά…". Και φυσικά δεν πέρασε στις εξετάσεις.
3. Νικόλαος Σαραντάρης. Ήταν ο άτυχος της οικογένειας. Στο ακαδημαϊκό έτος 1879-1880 ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νάπολι και πέρασε με επιτυχία στο δεύτερο έτος. Για λόγους υγείας σταμάτησε την εκεί σπουδή του και στις 20 Φεβρουαρίου του 1902 ενεγράφη στο 2ο έτος της αντίστοιχης Σχολής του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, χωρίς να μπορέσει να συνεχίσει. Απεβίωσε στις 19 Αυγούστου του ιδίου έτους.
4. Ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης τελείωσε κανονικά και χωρίς καθυστέρηση το Πανεπιστήμιο. Έως το 3ο έτος φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μπολόνια και όταν η οικογένεια μετακόμισε στο Μονταπόνε συνέχισε και τελείωσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ματσεράτα.
Εκτός από τους απόδημους στην Ιταλία, έχομε και τους απόδημους της οικογένειας Σαραντάρη στην Κωνσταντινούπολη. Να σημειώσουμε ότι ο πατέρας του ποιητή, Δημήτριος Σαραντάρης παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη την Ματθίλδη Γούλελου, το γένος Σωτήρου, επίσης καταγόμενη από το Λεωνίδιο, της οποίας η οικογένεια είχε εγκατασταθεί στην Βασιλεύουσα. Σημειώνουμε επίσης ότι στην Κωνσταντινούπολη γεννήθηκε ο Γιώργος Σαραντάρης. Επίσης ο αδελφός του Δημητρίου και πατέρας του παρόντος Παναγιώτη παντρεύτηκε την επίσης Κωνσταντινουπολίτισσα Ιουλία Περσίδου, που καταγόταν από οικογένεια της Πόλης που οι ρίζες της εκεί χάνονται στον χρόνο. Ο παππούς των δύο πρώτων εξαδέλφων - του ποιητή Γιώργου και του παρόντος αρχιτέκτονα Παναγιώτη - είχε παντρευτεί την Ελένη Παπαδοπούλου, της οποίας ο πατέρας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, ήταν επίσης Τσάκωνας - από τον Άγιο Ανδρέα Κυνουρίας -, είχε σπουδάσει ιατρός στην τότε περίφημη Ρωσική Ιατρική Σχολή του Χαρκόβου ( πόλη τώρα της Ουκρανίας) και κατείχε σημαντική θέση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έως την επικράτηση των Νεοτούρκων. Για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο ο Παναγιώτης Σαραντάρης διασώζει οθωμανικά έγγραφα, των οποίων η μετάφραση ήταν δύσκολη, λόγω της πολυπλοκότητας της γραφής - ανάμιξη οθωμανικών με αραβικά και περσικά. Ο καθηγητής κ. Νίκος Ουζούνογλου, πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών, μέσω γνωστών του καθηγητών της Κωνσταντινούπολης μας έδωσε συνοπτικά το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών.
Το πρώτο έχει ημερομηνία 4 Ιουνίου 1866, επί της εποχής του Σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ. Απευθύνεται προς τον Νομάρχη Αδριανουπόλεως Χουρσίτ πασά και τον Υπονομάρχη Ραιδεστού Μεχμέτ Ρουστού πασά και τους αναφέρει ότι ο Γεώργιος Νικολάου Παπαδόπουλος (προ-παππούς του ποιητή και του Παναγιώτη Σαραντάρη) αναλαμβάνει Υποπρόξενος στο Ελληνικό Υποπροξενείο της Ραιδεστού (πόλεως της Θράκης στην Προποντίδα, με έντονο το ελληνικό στοιχείο), στη θέση του Δημήτρη Φλωσκινίδη. Στην αρχή του φιρμανίου υπάρχουν σε υπερβολικό βαθμό φιλοφονήσεις υπέρ των δύο Οθωμανών αξιωματούχων ( προσαγορεύσεις, παράσημα, τίτλοι κ.λ.π.). Στη συνέχεια αναφέρονται οι αρμοδιότητες του Υποπροξένου και πιο συγκεκριμένα ότι συμμετέχει εκ μέρους του Ελληνικού κράτους σε υποθέσεις διαφορών που εμπλέκονται Έλληνες υπήκοοι. Στην περίπτωση διένεξης μεταξύ Ελλήνων υπηκόων, όπως στην περίπτωση και των άλλων Ευρωπαϊκών κρατών, αυτές εκδικάζονται από τον ίδιο τον Υποπρόξενο της Ελλάδος στη Ραιδεστό. Επίσης αναγράφονται διαδικαστικά θέματα και οι αρμοδιότητες του Υποπροξένου στον εκτελωνισμό αγαθών από και προς την Ελλάδα.
Το δεύτερο έγγραφο έχει ημερομηνία 2 Νοεμβρίου 1865, προέρχεται από την Οθωμανική Κυβέρνηση, απευθύνεται στην Υπονομαρχία Ραιδεστού και αντίγραφο εστάλη στον Έλληνα Υποπρόξενο Γεώργιο Παπαδόπουλο. Αναφέρει ότι υπάρχουν πληροφορίες πως σε κάποιους Έλληνες κατοίκους της περιοχής Σερμετλί απαγορεύεται η συλλογή σταφυλιών, έως ότου εξοφλήσουν τις οφειλές τους προς το Οθωμανικό Θησαυροφυλάκιο και ότι στην Υψηλή Πύλη έφτασαν παράπονα των Ελλήνων της Ραιδεστού, ότι σαπίζουν τα σταφύλια τους και καταστρέφεται η παραγωγή τους και με σάπια σταφύλια αδυνατούν να εξοφλήσουν τις οφειλές τους. Με το έγγραφο δίδεται στην Υπονομαρχία Ραιδεστού η εντολή να επιτραπεί στους Έλληνες να μαζέψουν τα σταφύλια τους, για να μπορέσουν να ξοφλήσουν τα χρέη τους.
Το τρίτο έγγραφο έχει ημερομηνία 7 Οκτωβρίου 1868 και απευθύνεται στον ίδιο τον Έλληνα Υπήκοο Γεώργιο Παπαδόπουλο, Υποπρόξενο της Ελλάδος στη Ραιδεστό. Γράφει:
"Αξιότιμε κύριε, μας έχει αναφερθεί ότι τρεις Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι και οικοπεδούχοι στο Σερμετλί της περιοχής Ραιδεστού μίλησαν προσβλητικά για το Υψηλό (Οθωμανικό) Κράτος λέγοντας ακατανόμαστες λέξεις. Πρέπει να προβείτε στις απαραίτητες ενέργειες κατ' αυτών, καθώς δεν γίνονται δεκτές τέτοιου τύπου συμπεριφορές".
Τα τρία αυτά οθωμανικά έγγραφα δείχνουν με σαφήνεια τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι υπό τον οθωμανικό ζυγό οι Έλληνες και την περίτεχνη μετάθεση ευθυνών στην Ελλάδα, για τη συμπεριφορά των Ελλήνων έναντι των οθωμανών δυναστών.
Ο κλάδος των Κωνσταντινουπολιτών της οικογένειας Σαραντάρη ήρθε στην Ελλάδα πριν από την καταστροφή, αλλά υπό πολύ δύσκολες περιστάσεις, αφού μέλος της υπηρετούσε ως αξιωματικός στον οθωμανικό στρατό και με την έναρξη των διωγμών των νεοτούρκων σε βάρος των Χριστιανών, Ελλήνων, Αρμενίων και Ρωμιών Ασσυρίων, πληροφορηθείς ότι θα συνελαμβάνοντο ο ίδιος και η οικογένειά του και θα εκτελούντο διέφυγαν στην Ελλάδα, κουβαλώντας μόνο την αρχοντιά της καταγωγής τους και τίποτε άλλο….
Όλοι οι απόδημοι Έλληνες της οικογένειας του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη και ο κλάδος που έζησε στην Ιταλία και αυτός που έζησε στην Κωνσταντινούπολη αγαπούσαν την Πατρίδα και το απέδειξαν όχι στα λόγια, αλλά με τη ζωή τους.
Θα καταλήξω το λόγο με λίγα ψήγματα από τα όσα έγραψε ο Γιώργος Σαραντάρης, ως δροσοσταλιά στον ζόφο που ζούμε. Πρώτα ένα ποίημα του:
ΑΗΔΟΝΟΛΑΛΙΑ
Η Ελλάδα
Έχει λαλιά που όμορφα θα ταξιδέψει
Αηδονολαλιά ωραία μου πατρίδα
Πάνω σ’ εσένα πέταξα
Και πήγα όπου πάει
Η προσευχή σου
Πήγα με τον αετό
Και με το περιστέρι
Με την πέρδικα
Και με το χελιδόνι
Και πήγα πιο μπροστά
Να σηκώσω σημαία
Να κεντήσω τ’ άλογο
Που θα μας φέρει πέρα.
( Από την ποιητική συλλογή « Στους φίλους μιας άλλης χαράς» - 1940
Και μια σκέψη από φιλοσοφικό του δοκίμιο:
« Νομίζω πως η σημερινή Ελλάδα μπορεί να κρίνει το λεγόμενο δυτικό πολιτισμό. Μπορεί και πρέπει να κρίνει τον τέτοιο πολιτισμό, αν θελήσει να σωθεί από την επιρροή που η ίδια Ευρώπη εξάσκησε πάνω μας έναν ολάκερο αιώνα, κ’ επιθυμήσει να βρει την καθαρότητα μιας παρθενικής θέας και το αυτούσιο κάλλος της δικής μας χώρας και των ανθρώπων της, κριτήριο αλήθειας για όλους τους ανθρώπους της γης».
( Από τον πρόλογο του φιλοσοφικού δοκιμίου «Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης» - 1937).
Σας ευχαριστώ. -
* Εισήγηση στο Ζ' Τσακώνικο Συνέδριο ( 26-27 Σεπτεμβρίου 2013)
Στη σημερινή μου εισήγηση θα ασχοληθώ με τα νεότερα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνά μου, μετά την έκδοση του βιβλίου μου "Γιώργος Σαραντάρης: Ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος". Όπως σημείωσα ο ποιητής ήταν απόδημος τέταρτης γενιάς στην Ιταλία. Ο πρώτος πρόγονός του που έφυγε για την Ιταλία ήταν ο Κωνσταντίνος Σαραντάρης. Έως τώρα οι βιογράφοι του Σαραντάρη γράφουν πως έφυγε από τον Πραστό περί το 1810. Από την έρευνά μου, για την οποία θα μιλήσω στη συνέχεια, καταλήγω ότι γεννήθηκε στον Πραστό περί το 1800 κι έφυγε από το Λεωνίδιο για την Ιταλία σε νεαρή ηλικία, πριν από τον αγώνα της αποτινάξεως του οθωμανικού ζυγού. Ο Κωνσταντίνος Σαραντάρης ήταν το τρίτο στη σειρά αγόρι από τα πέντε του Γεωργίου Σαραντάρη. Ο πρωτότοκος αδελφός του, Νικόλαος Σαραντάρης, ήταν αγωνιστής του 1821. Ο "Πρόμαχος" καπετάν Γεωργάκης Μιχαλάκης του επέδωσε Πιστοποιητικό, στο οποίο αναφέρει:
" Πιστοποιώ ότι ο κ. Νικόλαος Γεωργίου Σαραντάρης εκ της επαρχίας Πρασιών και κάτοικος του δήμου Λιμναίου υπηρέτησε την πατρίδα στρατιωτικώς υπό τας διαταγάς μου από το έτος 1821 μέχρι του 1828 επί κεφαλής τινών στρατιωτών. Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας κατά των εχθρών, οίον εις την μονεμβασίας πολιορκίαν, εις την Τριπολιτζάν, εις τας του δράμαλη κατά την αργολίδα και κόρινθον, εις τρίκορφα και άλλα διάφορα μέρη κατά των αρράβων. Έδειξεν εις όλον αυτό το διάστημα υπακοήν εις τας διαταγάς μου προθυμίαν και τιμιότητα. Όθεν κατ' αίτησίν του και χάριν της αληθείας του δίδεται η απόδειξίς μου αύτη δια να του χρησιμεύση όπου ανήκει. Την 20 Μαρτίου 1836. Εν Λεωνιδίω. Ο πρόμαχος Γιοργάκης Μηχαλάκης".
Από το πιστοποιητικό, που διέσωσε ο Παναγιώτης Σαραντάρης, πρώτος εξάδελφος του ποιητή, φαίνεται ότι ο Νικόλαος Σαραντάρης είχε γεννηθεί πριν το 1800.
Οι πληροφορίες που επίσης κυριαρχούσαν ήταν πως ο Κωνσταντίνος Σαραντάρης κατοίκησε στο Λιβόρνο και ότι εκεί ανέπτυξε εμπορική επιχείρηση και πλούτισε. Από την επιτόπια έρευνα μου στην εν λόγω πόλη της Τοσκάνης διαπίστωσα ότι δεν είχε καμία σχέση με αυτήν ο Κων. Σαραντάρης. Η θεωρία για το Λιβόρνο είχε καθιερωθεί στην οικογένεια γιατί διασώθηκε διαβατήριο της συζύγου του Κων. Σαραντάρη, Ελένης Φοσερό, που από το Λιβόρνο το 1844 είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα και μέσω Νάπολης, Ζακύνθου και Πατρών είχε έρθει στο Λεωνίδιο. Για εμένα παρέμενε λογικά σχεδόν αδύνατο ο Κων. Σαραντάρης να ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και να είχε την έδρα της επιχείρησης του στη Δυτική Ακτή της Ιταλίας. Το συμβόλαιο που υπέγραψε το 1844 στο Ελληνικό Προξενείο της Τεργέστης για την κατασκευή εμπορικού πλοίου στο Γαλαξείδι καθώς και μια δυσανάγνωστη αναγραφή του ονόματός του στα Αρχεία της Τεργέστης, που τότε ήταν ακόμη υπό τον έλεγχο της Αυστρο - Ουγγαρίας, μου ενίσχυσε την πεποίθηση ότι θα έπρεπε να συνεχίσω την έρευνα μου στην Τεργέστη. Όμως κι εκεί δεν προέκυψαν περισσότερα στοιχεία και συνέχισα την έρευνά μου.
Εξετάζοντας ζωγραφικό πίνακα που βρέθηκε κατά την επίσκεψή μου στο αρχοντικό της οικογένειας Σαραντάρη στο Μονταπόνε (κωμόπολη στην περιφέρεια της Ανκόνα, όπου είχαν εγκατασταθεί ο ποιητής και η οικογένειά του περί το τέλος της δεκαετίας του 1910) παρατήρησα ότι ο προπάππος του ποιητή Κων. Σαραντάρης κρατούσε στα χέρια του επιταγή, που έγραφε πόλη εκδόσεως της την Ανκόνα. Ανακάλυψα επίσης διαβατήριο που είχε εκδοθεί το 1853 στην Ανκόνα για τον Γιώργο Σαραντάρη ( παππού του ποιητή) για να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Το πιο καθοριστικό όμως στοιχείο για το πού έζησε ο πρώτος Σαραντάρης στην Ιταλία ήταν το έγγραφο του Παραρτήματος στην Ανκόνα του Γενικού Αρχείου του Κράτους της Ιταλίας. Σύμφωνα με αυτό ο Κωνσταντίνος Σαραντάρης ήταν μόνιμος κάτοικος της Ανκόνα. Στην πόλη αυτή της ανατολικής ακτής της Ιταλίας έγινε απογραφή του πληθυσμού το 1857 και σ' αυτήν είναι καταχωρημένη με αύξοντα αριθμό 636, η οικογενειακή μερίδα του Κων. Σαραντάρη, στην οποία μέλη της αναφέρονται τα εξής:
- Κωνσταντίνος Σαραντάρης, ετών 44, Έμπορος.
- Ελενα Φοσερό, όνομα πατρός Γκουστάβο, ετών 44, σύζυγος.
- Ιωάννης Σαραντάρης, όνομα πατρός Νικόλαος, ετών 19.
- Μορέλλι Ανναμαρία, όνομα πατρός Αντόνιο, ετών 23, άγαμη, υπηρέτρια.
- Παραντσίνι Σεραφίνα, όνομα πατρός Τζιοβακίνο, ετών 24, άγαμη, υπηρέτρια.
Ο Ιωάννης Σαραντάρης, που αναφέρεται στην απογραφή, ήταν πρώτος ανεψιός του Κωνσταντίνου Σαραντάρη, υιός του πρωτότοκου αδελφού του Νικολάου. Ο Κων. Σαραντάρης το 1857 δήλωσε ηλικία 44 ετών, που σημαίνει πως είχε γεννηθεί το 1813. Λόγω ελλείψεως χαρτιού γεννήσεως από την Ελλάδα ασφαλώς έκρυψε μερικά χρόνια…
Ο Κωνσταντίνος Σαραντάρης ήταν άτεκνος και κάλεσε από το Λεωνίδιο τα ανίψια του και μεταξύ τους αδέλφια Παναγιώτη και Ιωάννη Σαραντάρη για να τους αναθέσει τη συνέχεια της επιχείρησης. Αυτοί δημιούργησαν την επιχείρηση "Ανίψια Κωνσταντίνου Σαραντάρη", μετέφεραν την έδρα της επιχείρησης στη Μπολόνια, όπου και εγκαταστάθηκαν και συνέχισαν με επιτυχία τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας. Άτεκνοι και αυτοί, όπως ο θείος τους, κάλεσαν με τη σειρά τους τα ανίψια τους και μεταξύ τους αδέλφια Δημήτριο - πατέρα του ποιητή -, και Ιωάννη, -πατέρα του παρόντος στο Συνέδριο Παναγιώτη Σαραντάρη, αρχιτέκτονος, που ζει μόνιμα στο Λεωνίδιο -, για να συνεχίσουν την επιχείρηση. Ο ποιητής μεγάλωσε στην Μπολόνια και όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα στην επιχείρηση μετοίκησε, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του, στο Μονταπόνε, από όπου ήρθε, το 1931, στην Ελλάδα.
Συνοπτικά τα χαρακτηριστικά της οικογένειας Σαραντάρη, μεταναστών για τέσσερις γενιές στην Ιταλία, ήσαν:
Πρώτον, δεν ξέχασαν ποτέ την Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα τους, το Λεωνίδιον Κυνουρίας.
Δεύτερον, στο σπίτι τους μιλούσαν πάντα τα ελληνικά και δεν διέκοψαν ποτέ τους δεσμούς τους με τις ρίζες τους.
Τρίτον, όλα τα άρρενα μέλη της οικογένειας είχαν λάβει την ιταλική υπηκοότητα αλλά επέλεγαν να υπηρετήσουν στον ελληνικό στρατό. Και
Τέταρτον, τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη της οικογένειας ήθελαν οι νεότεροι τους να σπουδάσουν στην Ιταλία και προς τούτο τους παρείχαν τα οικονομικά μέσα και κάθε άλλη διευκόλυνση. Οι περισσότεροι όμως δεν τα κατάφεραν. Εξαίρεση αποτέλεσαν και τελείωσαν ανώτατη σχολή μόνο δύο: ο ποιητής, που τέλειωσε τα Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Ματσεράτα και ο πρώτος του εξάδελφος και παρών σήμερα στο Συνέδριο αρχιτέκτων Παναγιώτης Σαραντάρης, που τελείωσε το Πολυτεχνείο της Φλωρεντίας. Σύμφωνα με τα αρχεία του Πανεπιστημίου της Μπολόνια από εκεί πέρασαν τα ακόλουθα μέλη της οικογένειας Σαραντάρη:
1. Ιωάννης Σαραντάρης, ο πατέρας του παρόντος Παναγιώτη Σαραντάρη. Τα έτη 1906-1907 φοίτησε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, που προφανώς δεν του άρεσε και μετεγγράφηκε στη Γεωπονική Σχολή, όπου έκανε ένα έτος (1911-1912), αλλά πάλι δεν του πήγε και πήρε μετεγγραφή για τη Σχολή των Θετικών Επιστημών (Μαθηματικών, Φυσικής και Φυσιογνωσίας), όπου φοίτησε το έτος 1913-1914, χωρίς και αυτή να την τελειώσει.
2. Ανδρέας Σαραντάρης, που ήταν από τον κλάδο της οικογένειας Σαραντάρη, που κατοικούσε στο Γύθειο. Το έτος 1908-1909 παρακολούθησε ως ακροατής τα μαθήματα του πρώτου έτους στη Γεωπονική Σχολή και δεν συνέχισε. Ως ανέκδοτο και ως χαρακτηριστικό του χαρακτήρα του στην οικογένεια λεγόταν ο διάλογος του με τον καθηγητή της ζωολογίας από τον οποίο εξαρτιόταν η είσοδός του στο πανεπιστήμιο. Στην εξέταση ρωτήθηκε να αναφέρει ένα ιοβόλο ερπετό και είπε την οχιά. Ο καθηγητής του είπε "μπράβο" και του ζήτησε να του πει άλλο ένα. Τότε εκείνος με φυσικότητα απάντησε " άλλη μια οχιά…". Και φυσικά δεν πέρασε στις εξετάσεις.
3. Νικόλαος Σαραντάρης. Ήταν ο άτυχος της οικογένειας. Στο ακαδημαϊκό έτος 1879-1880 ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νάπολι και πέρασε με επιτυχία στο δεύτερο έτος. Για λόγους υγείας σταμάτησε την εκεί σπουδή του και στις 20 Φεβρουαρίου του 1902 ενεγράφη στο 2ο έτος της αντίστοιχης Σχολής του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, χωρίς να μπορέσει να συνεχίσει. Απεβίωσε στις 19 Αυγούστου του ιδίου έτους.
4. Ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης τελείωσε κανονικά και χωρίς καθυστέρηση το Πανεπιστήμιο. Έως το 3ο έτος φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μπολόνια και όταν η οικογένεια μετακόμισε στο Μονταπόνε συνέχισε και τελείωσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ματσεράτα.
Εκτός από τους απόδημους στην Ιταλία, έχομε και τους απόδημους της οικογένειας Σαραντάρη στην Κωνσταντινούπολη. Να σημειώσουμε ότι ο πατέρας του ποιητή, Δημήτριος Σαραντάρης παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη την Ματθίλδη Γούλελου, το γένος Σωτήρου, επίσης καταγόμενη από το Λεωνίδιο, της οποίας η οικογένεια είχε εγκατασταθεί στην Βασιλεύουσα. Σημειώνουμε επίσης ότι στην Κωνσταντινούπολη γεννήθηκε ο Γιώργος Σαραντάρης. Επίσης ο αδελφός του Δημητρίου και πατέρας του παρόντος Παναγιώτη παντρεύτηκε την επίσης Κωνσταντινουπολίτισσα Ιουλία Περσίδου, που καταγόταν από οικογένεια της Πόλης που οι ρίζες της εκεί χάνονται στον χρόνο. Ο παππούς των δύο πρώτων εξαδέλφων - του ποιητή Γιώργου και του παρόντος αρχιτέκτονα Παναγιώτη - είχε παντρευτεί την Ελένη Παπαδοπούλου, της οποίας ο πατέρας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, ήταν επίσης Τσάκωνας - από τον Άγιο Ανδρέα Κυνουρίας -, είχε σπουδάσει ιατρός στην τότε περίφημη Ρωσική Ιατρική Σχολή του Χαρκόβου ( πόλη τώρα της Ουκρανίας) και κατείχε σημαντική θέση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έως την επικράτηση των Νεοτούρκων. Για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο ο Παναγιώτης Σαραντάρης διασώζει οθωμανικά έγγραφα, των οποίων η μετάφραση ήταν δύσκολη, λόγω της πολυπλοκότητας της γραφής - ανάμιξη οθωμανικών με αραβικά και περσικά. Ο καθηγητής κ. Νίκος Ουζούνογλου, πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών, μέσω γνωστών του καθηγητών της Κωνσταντινούπολης μας έδωσε συνοπτικά το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών.
Το πρώτο έχει ημερομηνία 4 Ιουνίου 1866, επί της εποχής του Σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ. Απευθύνεται προς τον Νομάρχη Αδριανουπόλεως Χουρσίτ πασά και τον Υπονομάρχη Ραιδεστού Μεχμέτ Ρουστού πασά και τους αναφέρει ότι ο Γεώργιος Νικολάου Παπαδόπουλος (προ-παππούς του ποιητή και του Παναγιώτη Σαραντάρη) αναλαμβάνει Υποπρόξενος στο Ελληνικό Υποπροξενείο της Ραιδεστού (πόλεως της Θράκης στην Προποντίδα, με έντονο το ελληνικό στοιχείο), στη θέση του Δημήτρη Φλωσκινίδη. Στην αρχή του φιρμανίου υπάρχουν σε υπερβολικό βαθμό φιλοφονήσεις υπέρ των δύο Οθωμανών αξιωματούχων ( προσαγορεύσεις, παράσημα, τίτλοι κ.λ.π.). Στη συνέχεια αναφέρονται οι αρμοδιότητες του Υποπροξένου και πιο συγκεκριμένα ότι συμμετέχει εκ μέρους του Ελληνικού κράτους σε υποθέσεις διαφορών που εμπλέκονται Έλληνες υπήκοοι. Στην περίπτωση διένεξης μεταξύ Ελλήνων υπηκόων, όπως στην περίπτωση και των άλλων Ευρωπαϊκών κρατών, αυτές εκδικάζονται από τον ίδιο τον Υποπρόξενο της Ελλάδος στη Ραιδεστό. Επίσης αναγράφονται διαδικαστικά θέματα και οι αρμοδιότητες του Υποπροξένου στον εκτελωνισμό αγαθών από και προς την Ελλάδα.
Το δεύτερο έγγραφο έχει ημερομηνία 2 Νοεμβρίου 1865, προέρχεται από την Οθωμανική Κυβέρνηση, απευθύνεται στην Υπονομαρχία Ραιδεστού και αντίγραφο εστάλη στον Έλληνα Υποπρόξενο Γεώργιο Παπαδόπουλο. Αναφέρει ότι υπάρχουν πληροφορίες πως σε κάποιους Έλληνες κατοίκους της περιοχής Σερμετλί απαγορεύεται η συλλογή σταφυλιών, έως ότου εξοφλήσουν τις οφειλές τους προς το Οθωμανικό Θησαυροφυλάκιο και ότι στην Υψηλή Πύλη έφτασαν παράπονα των Ελλήνων της Ραιδεστού, ότι σαπίζουν τα σταφύλια τους και καταστρέφεται η παραγωγή τους και με σάπια σταφύλια αδυνατούν να εξοφλήσουν τις οφειλές τους. Με το έγγραφο δίδεται στην Υπονομαρχία Ραιδεστού η εντολή να επιτραπεί στους Έλληνες να μαζέψουν τα σταφύλια τους, για να μπορέσουν να ξοφλήσουν τα χρέη τους.
Το τρίτο έγγραφο έχει ημερομηνία 7 Οκτωβρίου 1868 και απευθύνεται στον ίδιο τον Έλληνα Υπήκοο Γεώργιο Παπαδόπουλο, Υποπρόξενο της Ελλάδος στη Ραιδεστό. Γράφει:
"Αξιότιμε κύριε, μας έχει αναφερθεί ότι τρεις Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι και οικοπεδούχοι στο Σερμετλί της περιοχής Ραιδεστού μίλησαν προσβλητικά για το Υψηλό (Οθωμανικό) Κράτος λέγοντας ακατανόμαστες λέξεις. Πρέπει να προβείτε στις απαραίτητες ενέργειες κατ' αυτών, καθώς δεν γίνονται δεκτές τέτοιου τύπου συμπεριφορές".
Τα τρία αυτά οθωμανικά έγγραφα δείχνουν με σαφήνεια τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι υπό τον οθωμανικό ζυγό οι Έλληνες και την περίτεχνη μετάθεση ευθυνών στην Ελλάδα, για τη συμπεριφορά των Ελλήνων έναντι των οθωμανών δυναστών.
Ο κλάδος των Κωνσταντινουπολιτών της οικογένειας Σαραντάρη ήρθε στην Ελλάδα πριν από την καταστροφή, αλλά υπό πολύ δύσκολες περιστάσεις, αφού μέλος της υπηρετούσε ως αξιωματικός στον οθωμανικό στρατό και με την έναρξη των διωγμών των νεοτούρκων σε βάρος των Χριστιανών, Ελλήνων, Αρμενίων και Ρωμιών Ασσυρίων, πληροφορηθείς ότι θα συνελαμβάνοντο ο ίδιος και η οικογένειά του και θα εκτελούντο διέφυγαν στην Ελλάδα, κουβαλώντας μόνο την αρχοντιά της καταγωγής τους και τίποτε άλλο….
Όλοι οι απόδημοι Έλληνες της οικογένειας του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη και ο κλάδος που έζησε στην Ιταλία και αυτός που έζησε στην Κωνσταντινούπολη αγαπούσαν την Πατρίδα και το απέδειξαν όχι στα λόγια, αλλά με τη ζωή τους.
Θα καταλήξω το λόγο με λίγα ψήγματα από τα όσα έγραψε ο Γιώργος Σαραντάρης, ως δροσοσταλιά στον ζόφο που ζούμε. Πρώτα ένα ποίημα του:
ΑΗΔΟΝΟΛΑΛΙΑ
Η Ελλάδα
Έχει λαλιά που όμορφα θα ταξιδέψει
Αηδονολαλιά ωραία μου πατρίδα
Πάνω σ’ εσένα πέταξα
Και πήγα όπου πάει
Η προσευχή σου
Πήγα με τον αετό
Και με το περιστέρι
Με την πέρδικα
Και με το χελιδόνι
Και πήγα πιο μπροστά
Να σηκώσω σημαία
Να κεντήσω τ’ άλογο
Που θα μας φέρει πέρα.
( Από την ποιητική συλλογή « Στους φίλους μιας άλλης χαράς» - 1940
Και μια σκέψη από φιλοσοφικό του δοκίμιο:
« Νομίζω πως η σημερινή Ελλάδα μπορεί να κρίνει το λεγόμενο δυτικό πολιτισμό. Μπορεί και πρέπει να κρίνει τον τέτοιο πολιτισμό, αν θελήσει να σωθεί από την επιρροή που η ίδια Ευρώπη εξάσκησε πάνω μας έναν ολάκερο αιώνα, κ’ επιθυμήσει να βρει την καθαρότητα μιας παρθενικής θέας και το αυτούσιο κάλλος της δικής μας χώρας και των ανθρώπων της, κριτήριο αλήθειας για όλους τους ανθρώπους της γης».
( Από τον πρόλογο του φιλοσοφικού δοκιμίου «Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης» - 1937).
Σας ευχαριστώ. -
* Εισήγηση στο Ζ' Τσακώνικο Συνέδριο ( 26-27 Σεπτεμβρίου 2013)