Γενική Ιερατική Σύναξη διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολις Κερκύρας την Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013 στο Πνευματικό της Κέντρο, με ομιλητή τον Πρωτ. Βασίλειο Θερμό, Δρ. Θεολογίας, Παιδοψυχίατρο και συγγραφέα, με θέμα «Ο ποιμένας μπροστά σε ειδικές μορφές οικογενειών (χρόνιο νόσημα, μονογονεϊκές, θάνατος γονέα ή παιδιού, άτεκνα ζευγάρια)».
Ο ομιλητής επεσήμανε ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η οικογένεια δίδει και την ταυτότητα στα πρόσωπα-μέλη της. Ότι υπάρχει ένα πρόσωπο-κλειδί στη ζωή της οικογένειας που είναι εκείνος «ο σημαντικός άλλος», η παρουσία ή η απουσία του οποίου σημαδεύει την οικογένεια. Όταν υπάρχει κρίση, δοκιμασία ή έλλειψη του σημαντικού άλλου τότε στην ουσία βλάπτεται ή απειλείται να βλαφθεί η ακεραιότητα της οικογένειας και τότε τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας βιώνουν την έλλειψη της ακεραιότητας στον ψυχισμό τους. Κύριο χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσης της δοκιμασίας είναι η επιθετικότητα. Δεν είναι ανάγκη αυτή να εκφράζεται μόνο με τη βία. Η επιθετικότητα έχει να κάνει και με τον σιωπηλό θυμό, ο οποίος εκφράζεται με την κατάθλιψη, την απογοήτευση, ακόμη και την άρνηση του Θεού. Όταν η επιθετικότητα εκφράζεται, στη συνέχεια τα μέλη της δοκιμαζόμενης οικογένειας μπορεί να οδηγούνται στην μετάνοια για την στάση τους. Η επιθετικότητα όμως επανέρχεται.
Ο ομιλητής επεσήμανε ότι είναι βασική αρχή η ανάγκη για συμπαράσταση από την πλευρά του ποιμένα. Ο ιερέας είναι εκφραστής του σώματος του Χριστού και όταν πάσχει ένα μέλος του σώματος τότε όλο το σώμα υποφέρει. Στηριγμένος στην βασική αυτή ποιμαντική αρχή ο ιερέας οφείλει να βοηθήσει στην αναπλήρωση όσο το δυνατόν του ψυχολογικού κενού, της απουσίας της ακεραιότητας στην ψυχοσύνθεση των μελών της δοκιμαζόμενης οικογένειας όχι δια του εαυτού του, αλλά προβάλλοντας τον Θεό, ο Οποίος μπορεί να γίνει η οδός της θεραπείας των ανθρώπινων τραυμάτων. Το σημαντικότερο έχει να κάνει με το μήνυμα της σωτηρίας. Ο ιερέας δεν μπορεί να παραθεωρεί το γεγονός ότι η παρουσία του είναι υποστηρικτική στις δοκιμασίες, αλλά η κύρια αποστολή του έγκειται στο να μπορέσει να βοηθήσει τους δοκιμαζόμενους να κατανοήσουν την σημασία της σωτηρίας ως του γεγονότος που καθιστά τη ζωή μας μοναδική.
Στην αμφισβήτηση που η λύπη ή ο θυμός φέρει, ο ιερέας οφείλει να μη δείχνει αποστροφή προς τον πονεμένο-τραυματισμένο και στη σχέση του με τους ανθρώπους και στη σχέση του με το Θεό άνθρωπο. Κι εδώ έγκειται ένα λάθος το οποίο γίνεται. Κάποιες φορές ο ιερέας, έχοντας στο νου του μία εσφαλμένη, φαντασιακή εικόνα για το Θεό, όπως ο ίδιος ο ιερέας τον θεωρεί ότι είναι, μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω τραύμα στον δοκιμαζόμενο. Είναι άλλο η ανάγκη για μετάνοια και στήριξη στη ζωή της δοκιμαζόμενης οικογένειας και άλλο η αίσθηση ότι όλα οφείλονται σε τιμωρία του Θεού.
Γιʼ αυτό και τελικά ο ποιμένας καλείται να συνειδητοποιήσει στην διακονία του τον αληθινό Θεό, «καθώς εστί». Η αυτογνωσία του ποιμένα, όπως και η γνήσια πνευματική και μυστηριακή ζωή βοηθούν τον ιερέα να γίνει περισσότερο δεκτικός του πόνου των ανθρώπων, οι οποίοι εφόσον πιστεύουν, απευθύνονται στον ιερέα με μια φυσικότητα, για να πάρουν δύναμη προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις της ζωής τους. Οι ασθενείς ζητούν τη θεραπεία. Οι άτεκνοι την προσευχή. Οι πενθούντες την παρηγορία. Αυτά όλα ο ιερέας δεν πρέπει να τα παραθεωρεί. Είναι αιτήματα που έρχονται φυσικά και αυθόρμητα. Πάνω σʼ αυτά όμως καλείται να χτίσει την οδό της πίστης, με πόνο και αγάπη για τον άνθρωπο.
Προσφωνώντας τον ομιλητή ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος τόνισε την ανάγκη οι ιερείς να προσεγγίζουν με αγάπη, αλλά και την ίδια στιγμή με επίγνωση τους πληγωμένους ανθρώπους. Να είναι παρόντες στον πόνο τους, όχι όμως μόνο συναισθηματικά, γιατί αυτό μπορεί να επιφέρει τον κίνδυνο απομάκρυνσης από την ουσία της ιερατικής διακονίας, αλλά πνευματικά. Ο ιερέας είναι ο εκφραστής της ελπίδας της πίστης, τόνισε ο κ. Νεκτάριος και καλείται με την πνευματική μόρφωση, αλλά και την αξιοποίηση των γνώσεων που η επιστήμη παρέχει να οργανώσει ένα ολοκληρωμένο ποιμαντικό πρόγραμμα, το οποίο θα ανακουφίσει τον κάθε πάσχοντα. Πρωτίστως όμως οι άνθρωποι χρειάζεται να αισθάνονται τον ιερέα παρόντα στη δοκιμασία. Έτοιμο να ακούσει ακόμη και την αγωνία και την αμφισβήτηση, για να βοηθήσει τον άνθρωπο να εμπιστευθεί το Θεό και την πρόνοιά Του. Αυτό είναι τελικά το ζητούμενο της ποιμαντικής. Η εξατομικευμένη συνάντηση και καθοδήγηση των ανθρώπων, με γνώμονα την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας, στην οποία ενσωματώνεται κάθε άλλη γνώση. Ευχαρίστησε τον ομιλητή, ο οποίος έδωσε πολύτιμα μηνύματα στους ιερείς της τοπικής Εκκλησίας και τόνισε ότι το έργο του π. Βασιλείου είναι σημαντικό για την διάνοιξη νέων ποιμαντικών δρόμων.
Ακολούθησε ενδιαφέρων διάλογος με την συμμετοχή πολλών κληρικών.
Ο ομιλητής επεσήμανε ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η οικογένεια δίδει και την ταυτότητα στα πρόσωπα-μέλη της. Ότι υπάρχει ένα πρόσωπο-κλειδί στη ζωή της οικογένειας που είναι εκείνος «ο σημαντικός άλλος», η παρουσία ή η απουσία του οποίου σημαδεύει την οικογένεια. Όταν υπάρχει κρίση, δοκιμασία ή έλλειψη του σημαντικού άλλου τότε στην ουσία βλάπτεται ή απειλείται να βλαφθεί η ακεραιότητα της οικογένειας και τότε τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας βιώνουν την έλλειψη της ακεραιότητας στον ψυχισμό τους. Κύριο χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσης της δοκιμασίας είναι η επιθετικότητα. Δεν είναι ανάγκη αυτή να εκφράζεται μόνο με τη βία. Η επιθετικότητα έχει να κάνει και με τον σιωπηλό θυμό, ο οποίος εκφράζεται με την κατάθλιψη, την απογοήτευση, ακόμη και την άρνηση του Θεού. Όταν η επιθετικότητα εκφράζεται, στη συνέχεια τα μέλη της δοκιμαζόμενης οικογένειας μπορεί να οδηγούνται στην μετάνοια για την στάση τους. Η επιθετικότητα όμως επανέρχεται.
Ο ομιλητής επεσήμανε ότι είναι βασική αρχή η ανάγκη για συμπαράσταση από την πλευρά του ποιμένα. Ο ιερέας είναι εκφραστής του σώματος του Χριστού και όταν πάσχει ένα μέλος του σώματος τότε όλο το σώμα υποφέρει. Στηριγμένος στην βασική αυτή ποιμαντική αρχή ο ιερέας οφείλει να βοηθήσει στην αναπλήρωση όσο το δυνατόν του ψυχολογικού κενού, της απουσίας της ακεραιότητας στην ψυχοσύνθεση των μελών της δοκιμαζόμενης οικογένειας όχι δια του εαυτού του, αλλά προβάλλοντας τον Θεό, ο Οποίος μπορεί να γίνει η οδός της θεραπείας των ανθρώπινων τραυμάτων. Το σημαντικότερο έχει να κάνει με το μήνυμα της σωτηρίας. Ο ιερέας δεν μπορεί να παραθεωρεί το γεγονός ότι η παρουσία του είναι υποστηρικτική στις δοκιμασίες, αλλά η κύρια αποστολή του έγκειται στο να μπορέσει να βοηθήσει τους δοκιμαζόμενους να κατανοήσουν την σημασία της σωτηρίας ως του γεγονότος που καθιστά τη ζωή μας μοναδική.
Στην αμφισβήτηση που η λύπη ή ο θυμός φέρει, ο ιερέας οφείλει να μη δείχνει αποστροφή προς τον πονεμένο-τραυματισμένο και στη σχέση του με τους ανθρώπους και στη σχέση του με το Θεό άνθρωπο. Κι εδώ έγκειται ένα λάθος το οποίο γίνεται. Κάποιες φορές ο ιερέας, έχοντας στο νου του μία εσφαλμένη, φαντασιακή εικόνα για το Θεό, όπως ο ίδιος ο ιερέας τον θεωρεί ότι είναι, μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω τραύμα στον δοκιμαζόμενο. Είναι άλλο η ανάγκη για μετάνοια και στήριξη στη ζωή της δοκιμαζόμενης οικογένειας και άλλο η αίσθηση ότι όλα οφείλονται σε τιμωρία του Θεού.
Γιʼ αυτό και τελικά ο ποιμένας καλείται να συνειδητοποιήσει στην διακονία του τον αληθινό Θεό, «καθώς εστί». Η αυτογνωσία του ποιμένα, όπως και η γνήσια πνευματική και μυστηριακή ζωή βοηθούν τον ιερέα να γίνει περισσότερο δεκτικός του πόνου των ανθρώπων, οι οποίοι εφόσον πιστεύουν, απευθύνονται στον ιερέα με μια φυσικότητα, για να πάρουν δύναμη προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις της ζωής τους. Οι ασθενείς ζητούν τη θεραπεία. Οι άτεκνοι την προσευχή. Οι πενθούντες την παρηγορία. Αυτά όλα ο ιερέας δεν πρέπει να τα παραθεωρεί. Είναι αιτήματα που έρχονται φυσικά και αυθόρμητα. Πάνω σʼ αυτά όμως καλείται να χτίσει την οδό της πίστης, με πόνο και αγάπη για τον άνθρωπο.
Προσφωνώντας τον ομιλητή ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος τόνισε την ανάγκη οι ιερείς να προσεγγίζουν με αγάπη, αλλά και την ίδια στιγμή με επίγνωση τους πληγωμένους ανθρώπους. Να είναι παρόντες στον πόνο τους, όχι όμως μόνο συναισθηματικά, γιατί αυτό μπορεί να επιφέρει τον κίνδυνο απομάκρυνσης από την ουσία της ιερατικής διακονίας, αλλά πνευματικά. Ο ιερέας είναι ο εκφραστής της ελπίδας της πίστης, τόνισε ο κ. Νεκτάριος και καλείται με την πνευματική μόρφωση, αλλά και την αξιοποίηση των γνώσεων που η επιστήμη παρέχει να οργανώσει ένα ολοκληρωμένο ποιμαντικό πρόγραμμα, το οποίο θα ανακουφίσει τον κάθε πάσχοντα. Πρωτίστως όμως οι άνθρωποι χρειάζεται να αισθάνονται τον ιερέα παρόντα στη δοκιμασία. Έτοιμο να ακούσει ακόμη και την αγωνία και την αμφισβήτηση, για να βοηθήσει τον άνθρωπο να εμπιστευθεί το Θεό και την πρόνοιά Του. Αυτό είναι τελικά το ζητούμενο της ποιμαντικής. Η εξατομικευμένη συνάντηση και καθοδήγηση των ανθρώπων, με γνώμονα την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας, στην οποία ενσωματώνεται κάθε άλλη γνώση. Ευχαρίστησε τον ομιλητή, ο οποίος έδωσε πολύτιμα μηνύματα στους ιερείς της τοπικής Εκκλησίας και τόνισε ότι το έργο του π. Βασιλείου είναι σημαντικό για την διάνοιξη νέων ποιμαντικών δρόμων.
Ακολούθησε ενδιαφέρων διάλογος με την συμμετοχή πολλών κληρικών.