Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾Αὐτός ὁ γενναιότατος νεομάρτυς Κωνσταντίνος ὑπῆρξε γέννημα καί θρέμμα τῆς νήσου ῞Υδρας, οἱ δέ γονεῖς του, Μιχαλάκης καί Μαρίνα, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἦταν ἁπλοί καί μέτριας κατάστασης ἄνθρωποι. ῞Οταν ὁ Κωνσταντίνος ἔγινε δεκαοκτώ ἐτῶν, πῆγε στήν Ρόδο καί ἐπισκεπτόταν συχνά τό κονάκι τοῦ ἡγεμόνα τῆς Ρόδου Χασάν Καπετάν. Αὐτό ὅμως ὁδήγησε σέ τραγωδία τόν Κωνσταντίνο, γιατί ὁ ἡγεμόνας
βλέποντας τόν νέο προκομμένο καί ἔξυπνο ἔβαλε ὅλη τήν σπουδή του γιά νά διαστρέψει τήν γνώμη του καί νά τόν κάνει μουσουλμάνο. Καί πράγματι! Μέ διάφορες κολακεῖες καί μέ πολλά δῶρα ἔπεισε στό τέλος τόν ἁπαλό νέο καί ἀρνήθηκε δυστυχῶς τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ καί δέχτηκε τήν πλανεμένη θρησκεία τῶν ᾽Αγαρηνῶν. Τρία χρόνια βρισκόταν στήν πλάνη αὐτή ὁ Κωνσταντίνος ὑπηρετώντας τόν ἡγεμόνα καί ἀπολαμβάνοντας κάθε δόξα καί μεγάλη τιμή κοντά του.
Φαίνεται ὅμως πώς ὁ νέος αὐτός ἦταν ἀγαθῆς ψυχῆς, γι᾽ αὐτό καί δέν στάθηκε ἀναίσθητος μπροστά στό κακό πού ἔπραξε. Δέν ἔμεινε μέχρι τέλους στήν πτώση του, ἀλλά ἄρχισε ἀμέσως νά ἐλέγχεται ἀπό τήν συνείδησή του ἀκατάπαυστα, ἄρχισε νά λυπᾶται, νά ἀναστενάζει, νά κλαίει, νά θρηνεῖ γιά τό μέγα κακό πού ἔπαθε. Γι᾽ αὐτό καί ὅσα χρήματα τοῦ τύχαιναν, ὅλα τά μοίραζε ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς. ᾽Αγαποῦσε μάλιστα περισσότερο τούς χριστιανούς καί τιμοῦσε τούς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ μέ μεγάλη εὐλάβεια. Μία ἡμέρα δέ τόσο πολύ ἄναψε ἡ φωτιά τῆς θείας ἀγάπης μέσα του ὥστε ἀποφάσισε νά φανερωθεῖ καί νά ὁμολογήσει τήν πίστη πού ἀρνήθηκε, μπροστά στόν δικό του ἡγεμόνα. Κι ὄντως πρό πολλῶν χρόνων ὁ Κωνσταντίνος θά εἶχε λάβει τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἄν ὁ πνευματικός του πατέρας - στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε ὄλες τίς ἁμαρτίες του καί τοῦ ἀποκάλυψε τόν σκοπό του νά φανερωθεῖ - δέν τόν ἐμπόδιζε ἀπό τήν ἀπόφαση αὐτή, γιατί φοβήθηκε μήπως λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του δειλιάσει μπροστά στά βάσανα καί ἀρνηθεῖ γιά δεύτερη φορά τόν Χριστό. ῞Ομως τόν προέτρεψε νά πάει σέ ἄλλον τόπο καί ὅταν ἀνδρωθεῖ στήν ἡλικία τότε νά προχωρήσει στόν ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου.
῾Υπάκουσε ὁ υἱός τῆς ὑπακοῆς Κωνσταντίνος κι ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ὅλες τίς δόξες καί τίς τιμές πῆγε πρῶτα ἐπί τρία ἔτη στό λεγόμενο Κρίμι, ζώντας φανερά ὡς χριστιανός, κι ἔπειτα στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί τῆς πατριαρχείας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε´, ἐκζητώντας θερμά ἔμπειρο πνευματικό πρός θεραπεία τῆς πληγωμένης του ψυχῆς, κάτι πού τό ἐπέτυχε. Σ᾽ αὐτόν τόν πνευματικό λοιπόν ἐξομολογήθηκε μέ συντριμμένη καί κατανυγμένη καρδιά ὅλες τίς ἁμαρτίες του καί μάλιστα τήν πρός Χριστό ἄρνησή του, καί κλαίγοντας πικρά γιά τήν συμφορά του ζητάει διόρθωση. ῾Ο πνευματικός τόν ὁδήγησε στόν Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος χάρηκε γιά τήν καλή του ἐπιστροφή, ἐνῶ νουθετώντας τον πατρικά νά μήν ἀπελπίζεται καί νά ἐλπίζει μόνο στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ τόν ἀπέστειλε στό ῞Αγιον ῎Ορος γιά νά ἁρματωθεῖ μέ τίς εὐχές τῶν ἐκεῖ ὁσίων Πατέρων καί ἔτσι νά μπορέσει νά ἀντιπαλέψει καί νά νικήσει τόν διάβολο πού τόν εἶχε νικήσει προηγουμένως.
Στό ῞Αγιον ῎Ορος, στήν Μονή τῶν ᾽Ιβήρων συγκεκριμένα, ἔζησε ἐπί πέντε μῆνες, ὑπακούοντας στούς Πατέρες, ἐξομολογούμενος στούς πνευματικούς τῆς Μονῆς καί προστρέχοντας μέ κατάνυξη καί διάπυρη εὐλάβεια καθημερινά στήν Παναγία τήν Πορταΐτισσα, ἀπό τήν ὁποία ζητοῦσε νά τόν δυναμώσει καί νά ὑπομείνει ἀνδρείως ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης τοῦ Υἱοῦ της τό μαρτύριο πού πρό πολλοῦ μελετοῦσε καί ποθοῦσε. Γιατί δέν μποροῦσε νά εἰρηνεύσει τήν συνείδησή του ἐνθυμούμενος τόν λόγο τοῦ Κυρίου ῾ὅστις μέ ἀρνήσεται ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κἀγώ αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς᾽. ῾Ο λογισμός αὐτός τόν κατέτρωγε σάν σκουλήκι μέσα του καί τόν φλόγιζε νά πορευθεῖ στό μαρτύριο τόσο, ὥστε παρ᾽ ὅλες τίς ἐνστάσεις τῶν πνευματικῶν τῆς Μονῆς ἐκεῖνος εἶχε πάρει τήν ἀπόφαση λέγοντας: ῾ὅπου ἀρνήθηκα τόν Χριστόν μου, ἐκεῖ πάλι ἔχω νά τόν ὁμολογήσω᾽. Μέ τίς εὐχές τελικῶς τῶν πατέρων ἀνεχώρησε ἀπό τό ῎Ορος καί πῆγε κατευθεῖαν στήν Ρόδο.
Στήν Ρόδο βρῆκε πνευματικό καί ἐξομολογήθηκε τόν πόθο του. ᾽Αλλά παρ᾽ ὅλη τήν ἄρνηση τοῦ πνευματικοῦ, ὁ ὁποῖος κι αὐτός ὅπως οἱ ἄλλοι τοῦ ἔλεγε ὅτι ἀρκεῖ ἡ μετάνοιά του γιά τόν Κύριο, ἐκεῖνος τελικῶς μέ φλόγα στήν ψυχή του καί βαθύ ἔρωτα γιά τόν Χριστό προσευχήθηκε σ᾽ Αὐτόν, ζητώντας Του τήν βοήθεια γιά τήν πορεία στό μαρτύριο. Μπροστά πιά στόν ἡγεμόνα τῆς Ρόδου Χασάν Καπετάνου, τόν παλαιό κύριό του, ὁμολογεῖ τό ποιός εἶναι, καταθέτοντας τήν μαρτυρία του γιά τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό ὡς τόν ἀληθινό Θεό καί καλώντας τόν ἡγεμόνα νά μετανοήσει κι αὐτός γιά νά βρεῖ τήν σωτηρία του ἀπό τόν Κύριο. ῾Η ἀντίδραση τοῦ Χασάν Καπετάνου ἦταν ἡ ἀναμενόμενη: ἐνῶ στήν ἀρχή αἰφνιδιάζεται, γιατί δέν μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει τόν παλαιό προστατευόμενο του πού φορᾶ τώρα καλογερικά ροῦχα, στήν συνέχεια τόν καλεῖ νά συνέλθει, τοῦ ὑπόσχεται καί πάλι τά παλαιά μεγαλεῖα του, ἐνῶ καταλήγει σέ ἀπειλές καί βασανιστήρια μπροστά στήν ἐπιμονή τοῦ Κωνσταντίνου.
Τά βασανιστήρια καί ὁ ἐγκλεισμός στήν φυλακή συνεχίζονται, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐμφανίζεται στόν ἅγιο μάρτυρα νά τοῦ θεραπεύσει ἐπανειλημμένως τίς πληγές, κάτι πού γίνεται ἀντιληπτό ἀπό πολλούς. Στήν πρόσκληση μάλιστα πού ἀπευθύνει στό τέλος ὁ ἅγιος πρός τόν ἡγεμόνα, νά γίνει χριστιανός ἀκολουθώντας καί τούς δικούς του γονεῖς – γιατί προερχόταν ἀπό χριστιανική οἰκογένεια ὁ Χασάν - ἐκεῖνος μανιασμένος δίνει τήν ἐντολή τῆς ὁριστικῆς καταδίκης του: νά πεθάνει διά στραγγαλισμοῦ (ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ἅγιος εἶχε ἀπορρίψει ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἑλλήνων νά τόν ἀπελευθερώσουν). ῾Ο στραγγαλισμός του συνοδεύθηκε ἀπό τραγικό τέλος τῶν δημίων του, ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας παρεχώρησε τό δικαίωμα νά παραλάβουν τό νεκρό καί βασανισμένο σῶμα του οἱ χριστιανοί ὥστε νά τό ἐνταφιάσουν κατά τά ἔθιμά τους.
Τά θαύματα πού ἔκτοτε ἔγιναν καί γίνονται εἴτε μέ τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων λειψάνων του καί τῆς θήκης αὐτῶν εἴτε καί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του εἶναι πάμπολλα. ῾Η μητέρα τοῦ ἁγίου ἐν τέλει προσερχόμενη στήν Ρόδο σάν ἐλάφι διψασμένο, γιατί ἔμαθε ὅτι ἐκεῖ ἐνταφιάστηκε ὁ ἅγιος υἱός της, ἔφερε τό ἅγιο λείψανό του στήν πατρίδα της καί πατρίδα τοῦ ἁγίου, κάτι πού συνεχίζεται μέχρι καί σήμερα᾽.
῾Ο ἅγιος ἔνδοξος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Κωνσταντίνος ἀνήκει στήν χορεία τῶν νεομαρτύρων, ἐκείνων δηλαδή τῶν μαρτύρων πού μαρτύρησαν κατά τά νεώτερα χρόνια, ἰδίως τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπό τούς ᾽Αγαρηνούς κυριάρχους, χωρίς νά θεωροῦνται γι᾽ αὐτό λιγότερο ἅγιοι ἀπό ὅ,τι οἱ παλαιοί καί μεγάλοι μάρτυρες τῆς πρώτης ἐποχῆς τῆς ᾽Εκκλησίας. Κι εἶναι ἀπό τά πρῶτα πού ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου, μεγάλος νεώτερος κι αὐτός πατέρας τῆς ᾽Εκκλησίας ὅσιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης. ῾Δεῦτε ὁ μελισσών Μαρτύρων - λέγει γιά παράδειγμα σ᾽ ἕνα ἀπόστιχο τοῦ μικροῦ ἑσπερινοῦ - τόν τοῖς χρόνοις ἔσχατον, ἀλλ᾽ ἀθλήσει ὑμῖν ἴσον φανέντα, φαιδρῶς προϋπαντήσατε᾽ (᾽Εμπρός ὁ μελισσώνας τῶν μαρτύρων προϋπαντῆστε μέ χαρά αὐτόν πού φάνηκε στά τελευταῖα χρόνια, ἀλλ᾽ εἶναι ἴσος μέ ἐσᾶς κατά τήν ἄθληση). Κι ἀλλοῦ (ὠδή ς᾽): ῾᾽Εγένου μάρτυς μέν ὕστερος τοῖς χρόνοις, Κωνσταντῖνε ἀοίδιμε, τοῖς δέ παλαίσμασι καί θαυμασίοις οὐχ ὕστερος, ἀλλά τοῖς πάλαι Μάρτυσιν ἰσοστάσιος᾽(῎Εζησες, μάρτυς ἀοίδιμε Κωνσταντίνε, στούς νεώτερους χρόνους, ἀλλά ἔγινες ἰσοστάσιος μέ τούς παλαιούς μάρτυρες ὡς πρός τά παλαίσματα καί τά θαυμάσια). Πρόκειται πράγματι γιά μία ἀλήθεια πού ἐπανειλημμένως τονίζει ὁ ὅσιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε ἐπισταμένως καί ἐπιστημόνως μέ τούς νέους μάρτυρες, τόσο πού στό ὀγκῶδες βιβλίο του γι᾽ αὐτούς σημειώνει ἤδη ἀπό τόν Πρόλογο ὅτι σέ τίποτε δέν ὑπολείπονται οἱ νεώτεροι ἀπό τούς παλαιούς, γι᾽ αὐτό κατά τήν ᾽Εκκλησία θεωροῦνται ὡς μία συνέχεια, ὡς μία συνεχόμενη γραμμή, γεγονός πού ἀποδεικνύει τήν διαχρονική ταυτότητα τῆς ᾽Εκκλησίας μέ τόν ἁγιοπνευματικό χαρακτήρα της.
Τό ἰδιάζον μέ τόν ἅγιο Κωνσταντίνο τόν ῾Υδραῖο εἶναι ὅτι ἀνήκει μέν στούς νεομάρτυρες, ἀλλά στούς λεγόμενους ἀρνησίχριστους ἀπό αὐτούς, δηλαδή σ᾽ ἐκείνους πού ἀρνήθηκαν σέ κάποια φάση τῆς ζωῆς τους τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἀλλά στήν συνέχεια μετανόησαν καί θέλησαν μέ τήν ζωή τους νά ξεπλύνουν τό μίασμα τῆς ἄρνησής τους. Κι ἐδῶ δημιουργήθηκε ἕνα διπλό ζήτημα. ᾽Αφενός τό ἄν ἡ ᾽Εκκλησία θά δεχόταν τήν ῾εἰσπήδησιν᾽ στό μαρτύριο, τήν θεληματική δηλαδή καί αὐτόκλητη ἐπιδίωξη τοῦ μαρτυρίου, κάτι πού εἶχε καταδικαστεῖ στήν πρώτη ᾽Εκκλησία, ἀφετέρου τό ἄν μπορεῖ ἕνας ἀρνητής τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καί μετανοημένος ἀργότερα, νά ἐνταχθεῖ στίς δέλτους τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας καί νά τιμᾶται καί νά γεραίρεται ὅπως οἱ ἄλλοι γνωστοί μάρτυρες. ῾Ο ὅσιος Νικόδημος λοιπόν δίνει ἀπάντηση καί στά δύο.
Τό εἰσπηδητικό λεγόμενο μαρτύριο, καταδικασμένο μέν καταρχήν, γίνεται ἀποδεκτό στήν πράξη ἀπό τήν ᾽Εκκλησία, ἐφόσον συντρέχουν οἱ κατάλληλες συνθῆκες: ἔχει ὑπάρξει ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό χριστιανό, ὑπάρχει ἔπειτα ἡ βαθειά μετάνοιά του καί ἡ βεβαιωμένη ἀπόφασή του νά ξεπλύνει τήν ἄρνηση μέ τό αἷμα του καί μάλιστα στόν τόπο πού ἀρνήθηκε τήν πίστη του, ἔχει προηγηθεῖ γι᾽ αὐτό ἡ κατάλληλη ἑτοιμασία του ἀπό συγκεκριμένους πνευματικούς, τούς λεγόμενους ῾ἀλεῖπτες᾽(πνευματικούς γυμναστές καί καθοδηγητές), οἱ ὁποῖοι δυναμώνουν τόν ὑποψήφιο μάρτυρα μέ τήν καθοδήγησή τους ὥστε νά μή δειλιάσει καί ἀρνηθεῖ γιά δεύτερη φορά τόν Κύριο. ῾Ο ὅσιος Νικόδημος μάλιστα ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς μεγάλους αὐτούς ἀλεῖπτες πού ἔγιναν μάρτυρες καί τῆς μετάνοιας καί τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ πόθου τέτοιων ἀνθρώπων.
Κι ἀπό τήν ἄλλη: ὁ ἴδιος ὅσιος εἶναι ὁ κατεξοχήν ὑποστηρικτής τῆς ἁγιότητας αὐτῶν τῶν νεομαρτύρων, φέρνοντας τό κατεξοχήν καί πιό ἰσχυρό ἐπιχείρημα πού ὑπάρχει: τήν ἐπιβεβαίωσή τους ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. ῞Οπου ὁ Θεός ἐπιβραβεύει μέ τά θαύματα καί μέ τήν εὐωδία, λέει, ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά ἀρνηθεῖ; Γι᾽ αὐτό καί χρησιμοποιεῖ πολύ σκληρή γλῶσσα γιά τούς ἀντιτιθέμενους στήν ἁγιότητα τῶν ἀρνησιχρίστων μαρτύρων, μιλώντας μέ τά παραδείγματα τῆς ἱστορίας: πρῶτος ἀρνησίχριστος ὑπῆρξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ποιός ἀρνεῖται τήν ἁγιότητα καί τήν ἀποστολικότητά του; Κι ἀκόμη τόν ἅγιο ᾽Ιάκωβο τόν Πέρση. Ποιός ἐπίσης θά ἀρνηθεῖ τήν βεβαιωμένη ἁγιότητά του καί τήν παρρησία συνεπῶς πού ἔχει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
Λίγα παραδείγματα: ῾Πῶς ἐξείπω τῆς σῆς καρδίας τό μεγαλόψυχον, ἤ πῶς τούς ἀθλητικούς σου ἀγῶνας κατ᾽ ἀξίαν εὐφημήσω, Κωνσταντῖνε ἀδαμάντινε; Νικῶσι γάρ λόγους βροτῶν καί τάς παρ᾽᾽Αγγέλων εὐφημίας μόνας ἐκδέχονται᾽ (Πῶς νά μιλήσω γιά τήν μεγαλοψυχία τῆς καρδιᾶς σου ἤ πῶς νά δοξολογήσω ἄξια τούς ἀθλητικούς σου ἀγῶνες, Κωνσταντίνε ἀδαμάντινε; Διότι αὐτά νικοῦν τά λόγια τῶν ἀνθρώπων καί κάνουν ἀποδεκτές μόνες τίς ἀγγελικές δοξολογίες) (δοξαστικό μικροῦ ἑσπερινοῦ).
῾Ποίοις ἀθλητικοῖς ἔπεσιν ἐπαινέσωμεν τόν Κωνσταντῖνον...τόν δι᾽ οὗ ὁ τρώσας τό πρίν Σατάν ἀντιτέτρωται καί εἰς τέλος καταπεπάτηται᾽ (῾Μέ ποιά ἀθλητικά λόγια θά ἐπαινέσουμε τόν Κωνσταντίνο...αὐτόν διά τοῦ ὁποίου ὁ Σατανᾶς πού τόν πλήγωσε προηγουμένως ἀντιπληγώθηκε καί τελικῶς καταπατήθηκε) (στιχηρό ἑσπερινοῦ).
῾Τίς μή δοξάσει, τίς μή ἀξίως ἐπαινέσει, Κωνσταντῖνον Νεομάρτυρα, ὅν ῾Αγία Τριάς ἐδόξασε; ...Αἰσχυνέσθωσαν οὖν οἱ λαλοῦντες ἄδικα εἰς τό ὕψος τῆς αὐτοῦ ἁγιότητος, καί στόματα ἐμφραγήτω τῶν ἀντιλεγόντων τῇ ψήφῳ τῆς Παναγίας Τριάδος᾽ (Ποιός δέν θά δοξάσει, ποιός δέν θά ἐπαινέσει ἄξια τόν νεομάρτυρα Κωνσταντίνο, τόν ὁποῖο δόξασε ἡ ἁγία Τριάδα; ...῎Ας ντραποῦν λοιπόν αὐτοί πού μιλοῦν ἄδικα γιά τό ὕψος τῆς ἁγιότητάς του καί ἄς κλείσουν τά στόματα αὐτῶν πού ἀντιλέγουν σέ ὅ,τι ψήφισε ἡ Παναγία Τριάδα) (ἀπό τήν λιτή τοῦ ἑσπερινοῦ).
῾῾Ο ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς... εἰ καί πρός καιρόν παρεχώρησε πεσεῖν σε εἰς τό μέγα τῆς ἀρνήσεως πτῶμα, ὡς καί Πέτρον τόν κορυφαῖον ᾽Απόστολον, καί ᾽Ιάκωβον τόν Πέρσην...ἀλλ᾽ οὖν διά τῆς αὐτοῦ χάριτος, ὥσπερ ἐκείνους, οὕτω καί σέ ταχέως πάλιν ἐκ τοῦ πτώματος ἤγειρε...καί στεφάνοις δόξης ὡς αὐτοῦ νεομάρτυρα ἐστεφάνωσε᾽ (῾Ο Κύριος πού βλέπει τό βάθος τῆς καρδιᾶς...ἄν καί πρός καιρόν παραχώρησε νά πέσεις στήν μεγάλη πτώση τῆς ἄρνησης, ὅπως καί τόν Πέτρο τόν κορυφαῖο ἀπόστολο καί ᾽Ιάκωβο τόν Πέρση...ἀλλ᾽ ὅμως μέ τήν χάρη Του, ὅπως ἐκείνους, ἔτσι κι ἐσένα σήκωσε καί πάλι γρήγορα ἀπό τήν πτώση...καί σέ στεφάνωσε σάν νεομάρτυρά Του μέ τούς στεφάνους τῆς δόξας) (οἶκος συναξαρίου ὄρθρου).
Εἶναι περιττό βεβαίως νά ὑπενθυμίσουμε δύο ἀκόμη πράγματα: πρῶτον, ὅτι ἡ δύναμη τῆς μετανοίας καί ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου ἦταν καρπός πρωτίστως τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού βρῆκε ἀνταπόκριση ἀπό τήν καλή διάθεση τοῦ ἁγίου. ῞Ο,τι μεγαλειῶδες συνέβη δηλαδή στόν ἅγιο Κωνσταντίνο μετά τήν πτώση τῆς ἄρνησής του ὀφείλετο πρωτίστως στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ μας καί ὄχι σέ ἕνα περίσσευμα δικῶν του ἐνεργειῶν. Τί καλό ἄλλωστε μπορεῖ νά ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι ἀπό μόνοι μας; Κάθε τι καλό ῾ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν Φώτων᾽ (ἅγιος ᾽Ιάκωβος). ῾῾Ως ἥλιος λαμπρός...ἡ μνήμη σου, στερρέ Κωνσταντῖνε ἐπέστη...καί εἰς αἴνεσιν ἤγειρε τοῦ νευρώσαντός Σε ἐν τοῖς ἄθλοις᾽ (῾Η μνήμη σου, δυνατέ Κωνσταντίνε φάνηκε σάν λαμπρός ἥλιος...καί μᾶς ξεσήκωσε νά δοξολογήσουμε Αὐτόν πού σοῦ ἔδωσε τήν δύναμη στούς ἄθλους σου) (κάθισμα ὄρθρου). Καί δεύτερον, ποιητικό αἴτιο τοῦ ὅλου μαρτυρίου – μετανοίας καί ἀπόφασης θανάτου – μέ τό δεδομένο τῆς ὑποκινούσης χάρης τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἁγίου πρός τόν Κύριο. ῎Οχι μόνο ἡ ἐκ Θεοῦ δύναμη, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ὑπάρξει ὅ,τι καλό στήν ἐπί γῆς πορεία του. Χωρίς τήν ἀγάπη ὡς ἀνταπόκριση στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τίποτε δέν ἔχει ἰδιαίτερο νόημα κι οὔτε ἀφήνει κάποιο σοβαρό στίγμα τῶν ἰχνῶν τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο τοῦτο. ῾Ο ὅσιος ὑμνογράφος ἰδιαιτέρως τό τονίζει: ῾῎Ιδε νέος στερρόψυχος, ἴδε μάρτυς περίδοξος, ἴδε πῶς ὡς πρόβατον ἡμερώτατον ὁ Κωνσταντῖνος παρέδωκεν ἑαυτόν εἰς θάνατον δι᾽ ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ᾽ (Κοίτα ὁ δυνατός στήν ψυχή νέος, κοίτα ὁ ἔνδοξος μάρτυρας, κοίτα πῶς σάν πρόβατο ἡμερότατο ὁ Κωνσταντίνος παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά θάνατο λόγω τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ) (στιχηρό ἑσπερινοῦ).
Ἡ ἀγάπη του αὐτή μάλιστα γιά τόν Χριστό κάνει τόν ὅσιο Νικόδημο νά τόν παραλληλίζει μέ τόν ἅγιο τῆς παράδοσης, τόν θερμουργό στήν πίστη καί τόν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ ἅγιο ᾽Ιγνάτιο τόν θεοφόρο. ῾Ο λυρισμός τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου γίνεται λυρισμός καί τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου διά γραφίδος τοῦ ὁσίου ὑμνογράφου: ῾Τόν ἱερόν καί θεοφόρον ᾽Ιγνάτιον, Κωνσταντῖνε μάρτυς, ἐκμιμούμενος, διά Χριστόν, ὤν ἐν τῇ φυλακῇ τοῖς σοῖς συμπολίταις, μή ἐμποδίσητε ἔγραφες, ἀλλά ἄφετε θανεῖν με, δι᾽ ἀγάπην Χριστοῦ μου, τοῦ Σταυρόν δι᾽ ἐμέ ὑπομείναντος᾽ (Κωνσταντίνε μάρτυρα, μιμούμενος τόν ἱερό καί θεοφόρο ᾽Ιγνάτιο, ἔγραφες καθώς ἤσουν στήν φυλακή γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ στούς συμπολίτες σου: μή μέ ἐμποδίσετε, ἀλλά ἀφῆστε με νά πεθάνω γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου, Αὐτοῦ πού ὑπέμεινε γιά μένα τόν Σταυρό) (ὠδή δ´). Κι ἀκόμη ἐπί πλέον στό ἴδιο μῆκος κύματος: ῾Τί μοι χρυσός, τί μοι ὁ πλοῦτος ἀντέλεγες, τοῖς τυράννοις; Τί μοι τά ἐπίκηρα τῶν ἀγαθῶν, ἅ μοι δαψιλῶς προτείνετε, πλάνοι, ἀπατεῶνες καί ἄφρονες, Χριστός μοι ἀντί πάντων ὁ ἐμός ἔρως πέλει, ἐφετόν καί τερπνόν τό ἀκρότατον᾽ (Ποιό εἶναι γιά μένα τό χρυσάφι, ποιός εἶναι γιά μένα ὁ πλοῦτος, ἔδινες ὡς ἀπάντηση στούς τυράννους; Τί εἶναι γιά μένα τά φθαρτά ἀγαθά πού πλούσια μοῦ προτείνετε, πλάνοι, ἀπατεῶνες καί ἄφρονες; ῾Ο Χριστός εἶναι γιά μένα ἔναντι ὅλων ὁ ἔρωτάς μου, ὁ πιό μεγάλος καί ὡραῖος πόθος) (ὠδή δ´).
῾Ο ἅγιος Νικόδημος προβάλλει τόν νεομάρτυρα ὡς παράδειγμα ὅλων τῶν ἀρνησιχρίστων, λόγω τῆς μετανοίας πού ἐπέδειξε. ῾Νομίμως παράδειγμα πολύαθλε γεγένησαι, καί ὁλοκαρδίου μετανοίας, ἀρνησιχρίστοις πᾶσιν ὁ βίος σου. ῞Οπου γάρ ἠρνήσω τόν Χριστόν, ἐκεῖ πάλιν ῞Αγιε ἀνδρικῶς ὡμολόγησας᾽ (Μέ νόμιμο τρόπο ἔγινες παράδειγμα, πολύαθλε, κι ὁ βίος σου ἔγινε τύπος ὁλοκάρδιας μετάνοιας σέ ὅλους αὐτούς πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό. Διότι ὅπου ἀρνήθηκες τόν Χριστό, ἐκεῖ πάλι, ἅγιε, Τόν ὁμολόγησες μέ ἀνδρικό τρόπο) (ὠδή ε´). ᾽Αλλά ἀρνησίχριστοι δέν εἶναι μόνον αὐτοί πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό τήν ἐποχή τῶν ὅποιων διωγμῶν. ᾽Αρνησίχριστοι γινόμαστε κι ἐμεῖς, κάθε φορά πού ἀρνούμαστε νά ὑπακούσουμε στίς ἅγιες ἐντολές Του καί μάλιστα αὐτήν τῆς ἀγάπης. ῞Οταν γιά παράδειγμα δέν συγχωρῶ ἕναν συνάνθρωπό μου πού μέ ἀδίκησε, δέν γίνομαι κι ἐγώ ἀρνησίχριστος, ἀφοῦ ἀθετῶ τήν ἐντολή Του; Λοιπόν γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως εἶναι παράδειγμα μετανοίας ὁ ἅγιος Κωνσταντίνος καί τόν γεραίρουμε καί τόν δοξολογοῦμε ὅπου γῆς κι ἄν βρισκόμαστε.
Κατεξοχήν βεβαίως ὅμως τιμᾶται καί γεραίρεται στήν ῞Υδρα καί στήν Ρόδο. Στήν ῞Υδρα γιατί αὐτή βλάστησε ἕνα τέτοιο παλληκάρι καί κατέχει τό λείψανό του. Στήν Ρόδο γιατί ἁγιάσθηκε ἀπό τό σεπτό αἷμα του λόγω τοῦ μαρτυρίου του. Οἱ ὕμνοι ἐδῶ τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου γίνονται ἀληθινά ἐμβατήρια. ῾᾽Αγάλλου πνευματικῶς ἡ νῆσος ῞Υδρα καί χόρευε, βλαστήσασα εὐκλεῶς Κωνσταντῖνον Μάρτυρα, καί τούτου κατέχουσα Λείψανον τό θεῖον ὥσπερ πλοῦτον ἀδαπάνητον᾽ (Νῆσος ῞Υδρα, νά ἀγάλλεσαι πνευματικά καί νά χορεύεις, γιατί βλάστησες μέ ἔνδοξο τρόπο τόν μάρτυρα Κωνσταντίνο καί κατέχεις τό θεῖο λείψανό του σάν ἀδαπάνητο πλοῦτο) (ὠδή ς´). ῾Καί σύ δέ Ρόδος καυχῶ καί ὕμνους θείους παιάνιζε, ἁγιασθεῖσα σεπτοῦ αἵματος τοῖς ρεύμασι, Κωνσταντίνου Μάρτυρος, καί αὐτοῦ ἰδοῦσα τό στερρότατον Μαρτύριον᾽ (Καί σύ Ρόδος, νά καυχᾶσαι καί νά παιανίζεις θείους ὕμνους, γιατί ἁγιάσθηκες ἀπό τά ρεύματα τοῦ σεπτοῦ αἵματος τοῦ Μάρτυρα Κωνσταντίνου, καί γιατί εἶδες τό σπουδαῖο καί σταθερό μαρτύριό του) (ὠδή ς´).
Ταῖς αὐτοῦ πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς.
βλέποντας τόν νέο προκομμένο καί ἔξυπνο ἔβαλε ὅλη τήν σπουδή του γιά νά διαστρέψει τήν γνώμη του καί νά τόν κάνει μουσουλμάνο. Καί πράγματι! Μέ διάφορες κολακεῖες καί μέ πολλά δῶρα ἔπεισε στό τέλος τόν ἁπαλό νέο καί ἀρνήθηκε δυστυχῶς τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ καί δέχτηκε τήν πλανεμένη θρησκεία τῶν ᾽Αγαρηνῶν. Τρία χρόνια βρισκόταν στήν πλάνη αὐτή ὁ Κωνσταντίνος ὑπηρετώντας τόν ἡγεμόνα καί ἀπολαμβάνοντας κάθε δόξα καί μεγάλη τιμή κοντά του.
Φαίνεται ὅμως πώς ὁ νέος αὐτός ἦταν ἀγαθῆς ψυχῆς, γι᾽ αὐτό καί δέν στάθηκε ἀναίσθητος μπροστά στό κακό πού ἔπραξε. Δέν ἔμεινε μέχρι τέλους στήν πτώση του, ἀλλά ἄρχισε ἀμέσως νά ἐλέγχεται ἀπό τήν συνείδησή του ἀκατάπαυστα, ἄρχισε νά λυπᾶται, νά ἀναστενάζει, νά κλαίει, νά θρηνεῖ γιά τό μέγα κακό πού ἔπαθε. Γι᾽ αὐτό καί ὅσα χρήματα τοῦ τύχαιναν, ὅλα τά μοίραζε ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς. ᾽Αγαποῦσε μάλιστα περισσότερο τούς χριστιανούς καί τιμοῦσε τούς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ μέ μεγάλη εὐλάβεια. Μία ἡμέρα δέ τόσο πολύ ἄναψε ἡ φωτιά τῆς θείας ἀγάπης μέσα του ὥστε ἀποφάσισε νά φανερωθεῖ καί νά ὁμολογήσει τήν πίστη πού ἀρνήθηκε, μπροστά στόν δικό του ἡγεμόνα. Κι ὄντως πρό πολλῶν χρόνων ὁ Κωνσταντίνος θά εἶχε λάβει τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἄν ὁ πνευματικός του πατέρας - στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε ὄλες τίς ἁμαρτίες του καί τοῦ ἀποκάλυψε τόν σκοπό του νά φανερωθεῖ - δέν τόν ἐμπόδιζε ἀπό τήν ἀπόφαση αὐτή, γιατί φοβήθηκε μήπως λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του δειλιάσει μπροστά στά βάσανα καί ἀρνηθεῖ γιά δεύτερη φορά τόν Χριστό. ῞Ομως τόν προέτρεψε νά πάει σέ ἄλλον τόπο καί ὅταν ἀνδρωθεῖ στήν ἡλικία τότε νά προχωρήσει στόν ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου.
῾Υπάκουσε ὁ υἱός τῆς ὑπακοῆς Κωνσταντίνος κι ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ὅλες τίς δόξες καί τίς τιμές πῆγε πρῶτα ἐπί τρία ἔτη στό λεγόμενο Κρίμι, ζώντας φανερά ὡς χριστιανός, κι ἔπειτα στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί τῆς πατριαρχείας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε´, ἐκζητώντας θερμά ἔμπειρο πνευματικό πρός θεραπεία τῆς πληγωμένης του ψυχῆς, κάτι πού τό ἐπέτυχε. Σ᾽ αὐτόν τόν πνευματικό λοιπόν ἐξομολογήθηκε μέ συντριμμένη καί κατανυγμένη καρδιά ὅλες τίς ἁμαρτίες του καί μάλιστα τήν πρός Χριστό ἄρνησή του, καί κλαίγοντας πικρά γιά τήν συμφορά του ζητάει διόρθωση. ῾Ο πνευματικός τόν ὁδήγησε στόν Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος χάρηκε γιά τήν καλή του ἐπιστροφή, ἐνῶ νουθετώντας τον πατρικά νά μήν ἀπελπίζεται καί νά ἐλπίζει μόνο στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ τόν ἀπέστειλε στό ῞Αγιον ῎Ορος γιά νά ἁρματωθεῖ μέ τίς εὐχές τῶν ἐκεῖ ὁσίων Πατέρων καί ἔτσι νά μπορέσει νά ἀντιπαλέψει καί νά νικήσει τόν διάβολο πού τόν εἶχε νικήσει προηγουμένως.
Στό ῞Αγιον ῎Ορος, στήν Μονή τῶν ᾽Ιβήρων συγκεκριμένα, ἔζησε ἐπί πέντε μῆνες, ὑπακούοντας στούς Πατέρες, ἐξομολογούμενος στούς πνευματικούς τῆς Μονῆς καί προστρέχοντας μέ κατάνυξη καί διάπυρη εὐλάβεια καθημερινά στήν Παναγία τήν Πορταΐτισσα, ἀπό τήν ὁποία ζητοῦσε νά τόν δυναμώσει καί νά ὑπομείνει ἀνδρείως ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης τοῦ Υἱοῦ της τό μαρτύριο πού πρό πολλοῦ μελετοῦσε καί ποθοῦσε. Γιατί δέν μποροῦσε νά εἰρηνεύσει τήν συνείδησή του ἐνθυμούμενος τόν λόγο τοῦ Κυρίου ῾ὅστις μέ ἀρνήσεται ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κἀγώ αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς᾽. ῾Ο λογισμός αὐτός τόν κατέτρωγε σάν σκουλήκι μέσα του καί τόν φλόγιζε νά πορευθεῖ στό μαρτύριο τόσο, ὥστε παρ᾽ ὅλες τίς ἐνστάσεις τῶν πνευματικῶν τῆς Μονῆς ἐκεῖνος εἶχε πάρει τήν ἀπόφαση λέγοντας: ῾ὅπου ἀρνήθηκα τόν Χριστόν μου, ἐκεῖ πάλι ἔχω νά τόν ὁμολογήσω᾽. Μέ τίς εὐχές τελικῶς τῶν πατέρων ἀνεχώρησε ἀπό τό ῎Ορος καί πῆγε κατευθεῖαν στήν Ρόδο.
Στήν Ρόδο βρῆκε πνευματικό καί ἐξομολογήθηκε τόν πόθο του. ᾽Αλλά παρ᾽ ὅλη τήν ἄρνηση τοῦ πνευματικοῦ, ὁ ὁποῖος κι αὐτός ὅπως οἱ ἄλλοι τοῦ ἔλεγε ὅτι ἀρκεῖ ἡ μετάνοιά του γιά τόν Κύριο, ἐκεῖνος τελικῶς μέ φλόγα στήν ψυχή του καί βαθύ ἔρωτα γιά τόν Χριστό προσευχήθηκε σ᾽ Αὐτόν, ζητώντας Του τήν βοήθεια γιά τήν πορεία στό μαρτύριο. Μπροστά πιά στόν ἡγεμόνα τῆς Ρόδου Χασάν Καπετάνου, τόν παλαιό κύριό του, ὁμολογεῖ τό ποιός εἶναι, καταθέτοντας τήν μαρτυρία του γιά τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό ὡς τόν ἀληθινό Θεό καί καλώντας τόν ἡγεμόνα νά μετανοήσει κι αὐτός γιά νά βρεῖ τήν σωτηρία του ἀπό τόν Κύριο. ῾Η ἀντίδραση τοῦ Χασάν Καπετάνου ἦταν ἡ ἀναμενόμενη: ἐνῶ στήν ἀρχή αἰφνιδιάζεται, γιατί δέν μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει τόν παλαιό προστατευόμενο του πού φορᾶ τώρα καλογερικά ροῦχα, στήν συνέχεια τόν καλεῖ νά συνέλθει, τοῦ ὑπόσχεται καί πάλι τά παλαιά μεγαλεῖα του, ἐνῶ καταλήγει σέ ἀπειλές καί βασανιστήρια μπροστά στήν ἐπιμονή τοῦ Κωνσταντίνου.
Τά βασανιστήρια καί ὁ ἐγκλεισμός στήν φυλακή συνεχίζονται, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐμφανίζεται στόν ἅγιο μάρτυρα νά τοῦ θεραπεύσει ἐπανειλημμένως τίς πληγές, κάτι πού γίνεται ἀντιληπτό ἀπό πολλούς. Στήν πρόσκληση μάλιστα πού ἀπευθύνει στό τέλος ὁ ἅγιος πρός τόν ἡγεμόνα, νά γίνει χριστιανός ἀκολουθώντας καί τούς δικούς του γονεῖς – γιατί προερχόταν ἀπό χριστιανική οἰκογένεια ὁ Χασάν - ἐκεῖνος μανιασμένος δίνει τήν ἐντολή τῆς ὁριστικῆς καταδίκης του: νά πεθάνει διά στραγγαλισμοῦ (ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ἅγιος εἶχε ἀπορρίψει ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἑλλήνων νά τόν ἀπελευθερώσουν). ῾Ο στραγγαλισμός του συνοδεύθηκε ἀπό τραγικό τέλος τῶν δημίων του, ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας παρεχώρησε τό δικαίωμα νά παραλάβουν τό νεκρό καί βασανισμένο σῶμα του οἱ χριστιανοί ὥστε νά τό ἐνταφιάσουν κατά τά ἔθιμά τους.
Τά θαύματα πού ἔκτοτε ἔγιναν καί γίνονται εἴτε μέ τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων λειψάνων του καί τῆς θήκης αὐτῶν εἴτε καί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του εἶναι πάμπολλα. ῾Η μητέρα τοῦ ἁγίου ἐν τέλει προσερχόμενη στήν Ρόδο σάν ἐλάφι διψασμένο, γιατί ἔμαθε ὅτι ἐκεῖ ἐνταφιάστηκε ὁ ἅγιος υἱός της, ἔφερε τό ἅγιο λείψανό του στήν πατρίδα της καί πατρίδα τοῦ ἁγίου, κάτι πού συνεχίζεται μέχρι καί σήμερα᾽.
῾Ο ἅγιος ἔνδοξος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Κωνσταντίνος ἀνήκει στήν χορεία τῶν νεομαρτύρων, ἐκείνων δηλαδή τῶν μαρτύρων πού μαρτύρησαν κατά τά νεώτερα χρόνια, ἰδίως τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπό τούς ᾽Αγαρηνούς κυριάρχους, χωρίς νά θεωροῦνται γι᾽ αὐτό λιγότερο ἅγιοι ἀπό ὅ,τι οἱ παλαιοί καί μεγάλοι μάρτυρες τῆς πρώτης ἐποχῆς τῆς ᾽Εκκλησίας. Κι εἶναι ἀπό τά πρῶτα πού ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου, μεγάλος νεώτερος κι αὐτός πατέρας τῆς ᾽Εκκλησίας ὅσιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης. ῾Δεῦτε ὁ μελισσών Μαρτύρων - λέγει γιά παράδειγμα σ᾽ ἕνα ἀπόστιχο τοῦ μικροῦ ἑσπερινοῦ - τόν τοῖς χρόνοις ἔσχατον, ἀλλ᾽ ἀθλήσει ὑμῖν ἴσον φανέντα, φαιδρῶς προϋπαντήσατε᾽ (᾽Εμπρός ὁ μελισσώνας τῶν μαρτύρων προϋπαντῆστε μέ χαρά αὐτόν πού φάνηκε στά τελευταῖα χρόνια, ἀλλ᾽ εἶναι ἴσος μέ ἐσᾶς κατά τήν ἄθληση). Κι ἀλλοῦ (ὠδή ς᾽): ῾᾽Εγένου μάρτυς μέν ὕστερος τοῖς χρόνοις, Κωνσταντῖνε ἀοίδιμε, τοῖς δέ παλαίσμασι καί θαυμασίοις οὐχ ὕστερος, ἀλλά τοῖς πάλαι Μάρτυσιν ἰσοστάσιος᾽(῎Εζησες, μάρτυς ἀοίδιμε Κωνσταντίνε, στούς νεώτερους χρόνους, ἀλλά ἔγινες ἰσοστάσιος μέ τούς παλαιούς μάρτυρες ὡς πρός τά παλαίσματα καί τά θαυμάσια). Πρόκειται πράγματι γιά μία ἀλήθεια πού ἐπανειλημμένως τονίζει ὁ ὅσιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε ἐπισταμένως καί ἐπιστημόνως μέ τούς νέους μάρτυρες, τόσο πού στό ὀγκῶδες βιβλίο του γι᾽ αὐτούς σημειώνει ἤδη ἀπό τόν Πρόλογο ὅτι σέ τίποτε δέν ὑπολείπονται οἱ νεώτεροι ἀπό τούς παλαιούς, γι᾽ αὐτό κατά τήν ᾽Εκκλησία θεωροῦνται ὡς μία συνέχεια, ὡς μία συνεχόμενη γραμμή, γεγονός πού ἀποδεικνύει τήν διαχρονική ταυτότητα τῆς ᾽Εκκλησίας μέ τόν ἁγιοπνευματικό χαρακτήρα της.
Τό ἰδιάζον μέ τόν ἅγιο Κωνσταντίνο τόν ῾Υδραῖο εἶναι ὅτι ἀνήκει μέν στούς νεομάρτυρες, ἀλλά στούς λεγόμενους ἀρνησίχριστους ἀπό αὐτούς, δηλαδή σ᾽ ἐκείνους πού ἀρνήθηκαν σέ κάποια φάση τῆς ζωῆς τους τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἀλλά στήν συνέχεια μετανόησαν καί θέλησαν μέ τήν ζωή τους νά ξεπλύνουν τό μίασμα τῆς ἄρνησής τους. Κι ἐδῶ δημιουργήθηκε ἕνα διπλό ζήτημα. ᾽Αφενός τό ἄν ἡ ᾽Εκκλησία θά δεχόταν τήν ῾εἰσπήδησιν᾽ στό μαρτύριο, τήν θεληματική δηλαδή καί αὐτόκλητη ἐπιδίωξη τοῦ μαρτυρίου, κάτι πού εἶχε καταδικαστεῖ στήν πρώτη ᾽Εκκλησία, ἀφετέρου τό ἄν μπορεῖ ἕνας ἀρνητής τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καί μετανοημένος ἀργότερα, νά ἐνταχθεῖ στίς δέλτους τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας καί νά τιμᾶται καί νά γεραίρεται ὅπως οἱ ἄλλοι γνωστοί μάρτυρες. ῾Ο ὅσιος Νικόδημος λοιπόν δίνει ἀπάντηση καί στά δύο.
Τό εἰσπηδητικό λεγόμενο μαρτύριο, καταδικασμένο μέν καταρχήν, γίνεται ἀποδεκτό στήν πράξη ἀπό τήν ᾽Εκκλησία, ἐφόσον συντρέχουν οἱ κατάλληλες συνθῆκες: ἔχει ὑπάρξει ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό χριστιανό, ὑπάρχει ἔπειτα ἡ βαθειά μετάνοιά του καί ἡ βεβαιωμένη ἀπόφασή του νά ξεπλύνει τήν ἄρνηση μέ τό αἷμα του καί μάλιστα στόν τόπο πού ἀρνήθηκε τήν πίστη του, ἔχει προηγηθεῖ γι᾽ αὐτό ἡ κατάλληλη ἑτοιμασία του ἀπό συγκεκριμένους πνευματικούς, τούς λεγόμενους ῾ἀλεῖπτες᾽(πνευματικούς γυμναστές καί καθοδηγητές), οἱ ὁποῖοι δυναμώνουν τόν ὑποψήφιο μάρτυρα μέ τήν καθοδήγησή τους ὥστε νά μή δειλιάσει καί ἀρνηθεῖ γιά δεύτερη φορά τόν Κύριο. ῾Ο ὅσιος Νικόδημος μάλιστα ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς μεγάλους αὐτούς ἀλεῖπτες πού ἔγιναν μάρτυρες καί τῆς μετάνοιας καί τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ πόθου τέτοιων ἀνθρώπων.
Κι ἀπό τήν ἄλλη: ὁ ἴδιος ὅσιος εἶναι ὁ κατεξοχήν ὑποστηρικτής τῆς ἁγιότητας αὐτῶν τῶν νεομαρτύρων, φέρνοντας τό κατεξοχήν καί πιό ἰσχυρό ἐπιχείρημα πού ὑπάρχει: τήν ἐπιβεβαίωσή τους ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. ῞Οπου ὁ Θεός ἐπιβραβεύει μέ τά θαύματα καί μέ τήν εὐωδία, λέει, ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά ἀρνηθεῖ; Γι᾽ αὐτό καί χρησιμοποιεῖ πολύ σκληρή γλῶσσα γιά τούς ἀντιτιθέμενους στήν ἁγιότητα τῶν ἀρνησιχρίστων μαρτύρων, μιλώντας μέ τά παραδείγματα τῆς ἱστορίας: πρῶτος ἀρνησίχριστος ὑπῆρξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ποιός ἀρνεῖται τήν ἁγιότητα καί τήν ἀποστολικότητά του; Κι ἀκόμη τόν ἅγιο ᾽Ιάκωβο τόν Πέρση. Ποιός ἐπίσης θά ἀρνηθεῖ τήν βεβαιωμένη ἁγιότητά του καί τήν παρρησία συνεπῶς πού ἔχει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
Λίγα παραδείγματα: ῾Πῶς ἐξείπω τῆς σῆς καρδίας τό μεγαλόψυχον, ἤ πῶς τούς ἀθλητικούς σου ἀγῶνας κατ᾽ ἀξίαν εὐφημήσω, Κωνσταντῖνε ἀδαμάντινε; Νικῶσι γάρ λόγους βροτῶν καί τάς παρ᾽᾽Αγγέλων εὐφημίας μόνας ἐκδέχονται᾽ (Πῶς νά μιλήσω γιά τήν μεγαλοψυχία τῆς καρδιᾶς σου ἤ πῶς νά δοξολογήσω ἄξια τούς ἀθλητικούς σου ἀγῶνες, Κωνσταντίνε ἀδαμάντινε; Διότι αὐτά νικοῦν τά λόγια τῶν ἀνθρώπων καί κάνουν ἀποδεκτές μόνες τίς ἀγγελικές δοξολογίες) (δοξαστικό μικροῦ ἑσπερινοῦ).
῾Ποίοις ἀθλητικοῖς ἔπεσιν ἐπαινέσωμεν τόν Κωνσταντῖνον...τόν δι᾽ οὗ ὁ τρώσας τό πρίν Σατάν ἀντιτέτρωται καί εἰς τέλος καταπεπάτηται᾽ (῾Μέ ποιά ἀθλητικά λόγια θά ἐπαινέσουμε τόν Κωνσταντίνο...αὐτόν διά τοῦ ὁποίου ὁ Σατανᾶς πού τόν πλήγωσε προηγουμένως ἀντιπληγώθηκε καί τελικῶς καταπατήθηκε) (στιχηρό ἑσπερινοῦ).
῾Τίς μή δοξάσει, τίς μή ἀξίως ἐπαινέσει, Κωνσταντῖνον Νεομάρτυρα, ὅν ῾Αγία Τριάς ἐδόξασε; ...Αἰσχυνέσθωσαν οὖν οἱ λαλοῦντες ἄδικα εἰς τό ὕψος τῆς αὐτοῦ ἁγιότητος, καί στόματα ἐμφραγήτω τῶν ἀντιλεγόντων τῇ ψήφῳ τῆς Παναγίας Τριάδος᾽ (Ποιός δέν θά δοξάσει, ποιός δέν θά ἐπαινέσει ἄξια τόν νεομάρτυρα Κωνσταντίνο, τόν ὁποῖο δόξασε ἡ ἁγία Τριάδα; ...῎Ας ντραποῦν λοιπόν αὐτοί πού μιλοῦν ἄδικα γιά τό ὕψος τῆς ἁγιότητάς του καί ἄς κλείσουν τά στόματα αὐτῶν πού ἀντιλέγουν σέ ὅ,τι ψήφισε ἡ Παναγία Τριάδα) (ἀπό τήν λιτή τοῦ ἑσπερινοῦ).
῾῾Ο ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς... εἰ καί πρός καιρόν παρεχώρησε πεσεῖν σε εἰς τό μέγα τῆς ἀρνήσεως πτῶμα, ὡς καί Πέτρον τόν κορυφαῖον ᾽Απόστολον, καί ᾽Ιάκωβον τόν Πέρσην...ἀλλ᾽ οὖν διά τῆς αὐτοῦ χάριτος, ὥσπερ ἐκείνους, οὕτω καί σέ ταχέως πάλιν ἐκ τοῦ πτώματος ἤγειρε...καί στεφάνοις δόξης ὡς αὐτοῦ νεομάρτυρα ἐστεφάνωσε᾽ (῾Ο Κύριος πού βλέπει τό βάθος τῆς καρδιᾶς...ἄν καί πρός καιρόν παραχώρησε νά πέσεις στήν μεγάλη πτώση τῆς ἄρνησης, ὅπως καί τόν Πέτρο τόν κορυφαῖο ἀπόστολο καί ᾽Ιάκωβο τόν Πέρση...ἀλλ᾽ ὅμως μέ τήν χάρη Του, ὅπως ἐκείνους, ἔτσι κι ἐσένα σήκωσε καί πάλι γρήγορα ἀπό τήν πτώση...καί σέ στεφάνωσε σάν νεομάρτυρά Του μέ τούς στεφάνους τῆς δόξας) (οἶκος συναξαρίου ὄρθρου).
Εἶναι περιττό βεβαίως νά ὑπενθυμίσουμε δύο ἀκόμη πράγματα: πρῶτον, ὅτι ἡ δύναμη τῆς μετανοίας καί ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου ἦταν καρπός πρωτίστως τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού βρῆκε ἀνταπόκριση ἀπό τήν καλή διάθεση τοῦ ἁγίου. ῞Ο,τι μεγαλειῶδες συνέβη δηλαδή στόν ἅγιο Κωνσταντίνο μετά τήν πτώση τῆς ἄρνησής του ὀφείλετο πρωτίστως στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ μας καί ὄχι σέ ἕνα περίσσευμα δικῶν του ἐνεργειῶν. Τί καλό ἄλλωστε μπορεῖ νά ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι ἀπό μόνοι μας; Κάθε τι καλό ῾ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν Φώτων᾽ (ἅγιος ᾽Ιάκωβος). ῾῾Ως ἥλιος λαμπρός...ἡ μνήμη σου, στερρέ Κωνσταντῖνε ἐπέστη...καί εἰς αἴνεσιν ἤγειρε τοῦ νευρώσαντός Σε ἐν τοῖς ἄθλοις᾽ (῾Η μνήμη σου, δυνατέ Κωνσταντίνε φάνηκε σάν λαμπρός ἥλιος...καί μᾶς ξεσήκωσε νά δοξολογήσουμε Αὐτόν πού σοῦ ἔδωσε τήν δύναμη στούς ἄθλους σου) (κάθισμα ὄρθρου). Καί δεύτερον, ποιητικό αἴτιο τοῦ ὅλου μαρτυρίου – μετανοίας καί ἀπόφασης θανάτου – μέ τό δεδομένο τῆς ὑποκινούσης χάρης τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἁγίου πρός τόν Κύριο. ῎Οχι μόνο ἡ ἐκ Θεοῦ δύναμη, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ὑπάρξει ὅ,τι καλό στήν ἐπί γῆς πορεία του. Χωρίς τήν ἀγάπη ὡς ἀνταπόκριση στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τίποτε δέν ἔχει ἰδιαίτερο νόημα κι οὔτε ἀφήνει κάποιο σοβαρό στίγμα τῶν ἰχνῶν τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο τοῦτο. ῾Ο ὅσιος ὑμνογράφος ἰδιαιτέρως τό τονίζει: ῾῎Ιδε νέος στερρόψυχος, ἴδε μάρτυς περίδοξος, ἴδε πῶς ὡς πρόβατον ἡμερώτατον ὁ Κωνσταντῖνος παρέδωκεν ἑαυτόν εἰς θάνατον δι᾽ ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ᾽ (Κοίτα ὁ δυνατός στήν ψυχή νέος, κοίτα ὁ ἔνδοξος μάρτυρας, κοίτα πῶς σάν πρόβατο ἡμερότατο ὁ Κωνσταντίνος παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά θάνατο λόγω τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ) (στιχηρό ἑσπερινοῦ).
Ἡ ἀγάπη του αὐτή μάλιστα γιά τόν Χριστό κάνει τόν ὅσιο Νικόδημο νά τόν παραλληλίζει μέ τόν ἅγιο τῆς παράδοσης, τόν θερμουργό στήν πίστη καί τόν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ ἅγιο ᾽Ιγνάτιο τόν θεοφόρο. ῾Ο λυρισμός τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου γίνεται λυρισμός καί τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου διά γραφίδος τοῦ ὁσίου ὑμνογράφου: ῾Τόν ἱερόν καί θεοφόρον ᾽Ιγνάτιον, Κωνσταντῖνε μάρτυς, ἐκμιμούμενος, διά Χριστόν, ὤν ἐν τῇ φυλακῇ τοῖς σοῖς συμπολίταις, μή ἐμποδίσητε ἔγραφες, ἀλλά ἄφετε θανεῖν με, δι᾽ ἀγάπην Χριστοῦ μου, τοῦ Σταυρόν δι᾽ ἐμέ ὑπομείναντος᾽ (Κωνσταντίνε μάρτυρα, μιμούμενος τόν ἱερό καί θεοφόρο ᾽Ιγνάτιο, ἔγραφες καθώς ἤσουν στήν φυλακή γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ στούς συμπολίτες σου: μή μέ ἐμποδίσετε, ἀλλά ἀφῆστε με νά πεθάνω γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου, Αὐτοῦ πού ὑπέμεινε γιά μένα τόν Σταυρό) (ὠδή δ´). Κι ἀκόμη ἐπί πλέον στό ἴδιο μῆκος κύματος: ῾Τί μοι χρυσός, τί μοι ὁ πλοῦτος ἀντέλεγες, τοῖς τυράννοις; Τί μοι τά ἐπίκηρα τῶν ἀγαθῶν, ἅ μοι δαψιλῶς προτείνετε, πλάνοι, ἀπατεῶνες καί ἄφρονες, Χριστός μοι ἀντί πάντων ὁ ἐμός ἔρως πέλει, ἐφετόν καί τερπνόν τό ἀκρότατον᾽ (Ποιό εἶναι γιά μένα τό χρυσάφι, ποιός εἶναι γιά μένα ὁ πλοῦτος, ἔδινες ὡς ἀπάντηση στούς τυράννους; Τί εἶναι γιά μένα τά φθαρτά ἀγαθά πού πλούσια μοῦ προτείνετε, πλάνοι, ἀπατεῶνες καί ἄφρονες; ῾Ο Χριστός εἶναι γιά μένα ἔναντι ὅλων ὁ ἔρωτάς μου, ὁ πιό μεγάλος καί ὡραῖος πόθος) (ὠδή δ´).
῾Ο ἅγιος Νικόδημος προβάλλει τόν νεομάρτυρα ὡς παράδειγμα ὅλων τῶν ἀρνησιχρίστων, λόγω τῆς μετανοίας πού ἐπέδειξε. ῾Νομίμως παράδειγμα πολύαθλε γεγένησαι, καί ὁλοκαρδίου μετανοίας, ἀρνησιχρίστοις πᾶσιν ὁ βίος σου. ῞Οπου γάρ ἠρνήσω τόν Χριστόν, ἐκεῖ πάλιν ῞Αγιε ἀνδρικῶς ὡμολόγησας᾽ (Μέ νόμιμο τρόπο ἔγινες παράδειγμα, πολύαθλε, κι ὁ βίος σου ἔγινε τύπος ὁλοκάρδιας μετάνοιας σέ ὅλους αὐτούς πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό. Διότι ὅπου ἀρνήθηκες τόν Χριστό, ἐκεῖ πάλι, ἅγιε, Τόν ὁμολόγησες μέ ἀνδρικό τρόπο) (ὠδή ε´). ᾽Αλλά ἀρνησίχριστοι δέν εἶναι μόνον αὐτοί πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό τήν ἐποχή τῶν ὅποιων διωγμῶν. ᾽Αρνησίχριστοι γινόμαστε κι ἐμεῖς, κάθε φορά πού ἀρνούμαστε νά ὑπακούσουμε στίς ἅγιες ἐντολές Του καί μάλιστα αὐτήν τῆς ἀγάπης. ῞Οταν γιά παράδειγμα δέν συγχωρῶ ἕναν συνάνθρωπό μου πού μέ ἀδίκησε, δέν γίνομαι κι ἐγώ ἀρνησίχριστος, ἀφοῦ ἀθετῶ τήν ἐντολή Του; Λοιπόν γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως εἶναι παράδειγμα μετανοίας ὁ ἅγιος Κωνσταντίνος καί τόν γεραίρουμε καί τόν δοξολογοῦμε ὅπου γῆς κι ἄν βρισκόμαστε.
Κατεξοχήν βεβαίως ὅμως τιμᾶται καί γεραίρεται στήν ῞Υδρα καί στήν Ρόδο. Στήν ῞Υδρα γιατί αὐτή βλάστησε ἕνα τέτοιο παλληκάρι καί κατέχει τό λείψανό του. Στήν Ρόδο γιατί ἁγιάσθηκε ἀπό τό σεπτό αἷμα του λόγω τοῦ μαρτυρίου του. Οἱ ὕμνοι ἐδῶ τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου γίνονται ἀληθινά ἐμβατήρια. ῾᾽Αγάλλου πνευματικῶς ἡ νῆσος ῞Υδρα καί χόρευε, βλαστήσασα εὐκλεῶς Κωνσταντῖνον Μάρτυρα, καί τούτου κατέχουσα Λείψανον τό θεῖον ὥσπερ πλοῦτον ἀδαπάνητον᾽ (Νῆσος ῞Υδρα, νά ἀγάλλεσαι πνευματικά καί νά χορεύεις, γιατί βλάστησες μέ ἔνδοξο τρόπο τόν μάρτυρα Κωνσταντίνο καί κατέχεις τό θεῖο λείψανό του σάν ἀδαπάνητο πλοῦτο) (ὠδή ς´). ῾Καί σύ δέ Ρόδος καυχῶ καί ὕμνους θείους παιάνιζε, ἁγιασθεῖσα σεπτοῦ αἵματος τοῖς ρεύμασι, Κωνσταντίνου Μάρτυρος, καί αὐτοῦ ἰδοῦσα τό στερρότατον Μαρτύριον᾽ (Καί σύ Ρόδος, νά καυχᾶσαι καί νά παιανίζεις θείους ὕμνους, γιατί ἁγιάσθηκες ἀπό τά ρεύματα τοῦ σεπτοῦ αἵματος τοῦ Μάρτυρα Κωνσταντίνου, καί γιατί εἶδες τό σπουδαῖο καί σταθερό μαρτύριό του) (ὠδή ς´).
Ταῖς αὐτοῦ πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς.