Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στο επίκεντρο της Β΄ Ιερατικής Συνάξεως της Μητροπόλεως Δημητριάδος

Πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας η Β΄ Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος για
το τρέχον Ιεραποστολικό έτος. Στη Σύναξη, η οποία είχε ως κεντρικό θέμα «Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος», συμμετείχε το σύνολο των Κληρικών της Τοπικής Εκκλησίας, με επικεφαλής τον Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο.



Πρώτος ομιλητής ήταν ο κ. Ιωάννης Μπάκας, Λέκτορας του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Ιστορία και Θεολογία της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου». Ο ομιλητής αναφέρθηκε στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκλήθηκε η Σύνοδος, προκειμένου να γίνουν κατανοητές τόσο οι Εκκλ/κές, όσο και οι πολιτικές συγκυρίες της εποχής.

Στη συνέχεια εισήλθε στο Θεολογικό έργο της Συνόδου, στο επίκεντρο του οποίου ήταν οι αιρετικές δοξασίες του Αρείου. «Το όνομα του Αρείου όρισε τη θεολογική διαμάχη που αναστάτωσε την Ανατολική Εκκλησία. Ο Άρειος ... δίδασκε ότι ο Θεός αποτελούσε αιώνια και αδιαίρετη μονάδα. Επιθυμώντας να δημιουργήσει το σύμπαν, ο Θεός έκανε ένα Υιό από το τίποτα, προικισμένο με τον Λόγο Του. Ο Υιός, ως εκ τούτου, δεν ήταν ούτε συναΐδιος, ούτε ομοούσιος με τον Πατέρα, αλλά πλάσμα του Θεού...» Ο κ. Μπάκας επεσήμανε ότι «Ο Άρειος, προσπάθησε να ερμηνεύσει την πίστη της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού με τις προϋποθέσεις τόσο του ιουδαϊσμού όσο και της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης. Επέμεινε ότι ο Υιός και Λόγος του Πατρός, που εμφανίστηκε ως άνθρωπος, δεν ήταν της ίδιας ποιότητας θεός, όπως ο Πατέρας, ότι ήταν ένας κατώτερος θεός, ένας ενδιάμεσος μεταξύ του Πατέρα και των υπόλοιπων δημιουργημάτων, υπέκειτο δηλ. και αυτός στην κατηγορία του χρόνου, καθώς ήταν κάποια εποχή που δεν υπήρχε και τον δημιούργησε ο Θεός Πατέρας, για να τον χρησιμοποιήσει ως όργανο του, ώστε να δημιουργήσει όλα τα υπόλοιπα όντα της δημιουργίας.... Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Άρειος, στα πλαίσια του κηρύγματος - ερμηνείας της Αγίας Γραφής, πρότεινε μια ερμηνεία της πίστης, όχι με βάση την ερμηνεία του μυστηρίου της θείας Οικονομίας, των θεοφανειών δηλ. του Λόγου του Θεού ασάρκως στους προφήτες και τους πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης και της ενανθρωπήσεώς του στην Καινή Διαθήκη, που συνοψίζεται στο γεγονός ότι ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτεται στους αγίους τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης, αλλά μια ερμηνεία που βασιζόταν στην επιλεκτική χρήση κάποιων χωρίων από την Αγία Γραφή, όπου ο Λόγος παρουσιαζόταν ως μια υπόσταση, ύπαρξη, κατώτερη από τον Θεό Πατέρα...».
Ακολούθως, ο ομιλητής αναφέρθηκε στον τρόπο αντιμετώπισης των θέσεων του Αρείου από τους Πατέρες της Συνόδου: «Οι πατέρες της Νίκαιας υπερασπίστηκαν, ιδίως με τον όρο «ομοούσιος» για τον Υιό και Λόγο, τη βαπτισματική ομολογία και τη διάκριση των προσώπων της αγίας Τριάδας από την υπόλοιπη δημιουργία, συγχρόνως, όμως, έδωσαν και το στίγμα της παρεχόμενης από την Εκκλησία σωτηρίας, μιας σωτηρίας που πηγάζει από τον Θεό, δηλ, τον ενανθρωπήσαντα Λόγο, που είναι ταυτούσιος με τον Πατέρα και δεν ανήκει στην τάξη των κτιστών όντων. Επομένως, η παρεχόμενη από την Εκκλησία σωτηρία είναι άκτιστη, είναι θεραπευτική, διανέμεται εξίσου προς όλους τους ανθρώπους, γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι είναι παιδιά του αυτού Θεού, όπως και όλα τα πλάσματα της δημιουργίας. Είναι μια σωτηρία θεραπευτική και όχι εξωτερική, ηθική-μηχανιστική, απαιτεί εσωτερική αλλοίωση, αγαθότητα και ελεύθερη αποδοχή και όχι συμμόρφωση σε κάποιους εξωτερικούς κανόνες, που, αν κάποιος τους τηρήσει, αυτομάτως και σώζεται.

Είναι σαφές γιατί οι πατέρες της Νίκαιας επικέντρωσαν την ερμηνεία της πίστης στον όρο «ομοούσιος»: δεν ήταν μια φιλονικία για μια λέξη, πράγμα που θα φαινόταν κάτι ανόητο, ήταν πάνω απ' όλα η ανατροπή μιας ηθικιστικής ερμηνείας της σωτηρίας, που παρείχε τόσο το ιουδαϊκό ιερατείο όσο και τα θεουργικά δρώμενα της αρχαίας θρησκείας. Αν ο Χριστός, ως Υιός και Λόγος του Θεού, ήταν κτίσμα κι όχι Θεός ταυτούσιος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, ήταν δηλ. απλός άνθρωπος, που χρειαζόταν κι αυτός τελείωση μετά από προκοπή, όπως υποστήριζε ο Άρειος, δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί τη σωτηρία των άλλων κτιστών όντων, δεν θα μπορούσε να χαρίσει σ' όλους αδιακρίτως τη δωρεά μιας νέας ζωής αγάπης και συμφιλίωσης...».

Ο κ. Μπάκας αναφέρθηκε στη συνέχεια, στο ζήτημα της ερμηνείας της Αγίας Γραφής, που απασχόλησε την Σύνοδο. «Είναι βέβαιο ότι οι αρειανοί επέμειναν προσχηματικά στην κατά λέξη χρήση αγιογραφικών όρων, για να μην αποδεχτούν τον όρο «ομοούσιος» για τον Υιό, γιατί με αυτόν δηλωνόταν η ταυτουσιότητα Πατρός και Υιού, παρότι οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν συγχρόνως τα κλασικά γραμματειακά είδη και τους ελληνικούς εκφραστικούς τρόπους. Η λεκτική προσκόλληση στα λεκτικά σχήματα της Γραφής, ανεξάρτητα από τα συμφραζόμενα και το συνολικό νόημα, δημιούργησε ένα επίπλαστο τρόπο αλήθευσης, που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονόμασαν τεχνολογία..» Ο ομιλητής παρατήρησε ότι η Σύνοδος αντιτάχθηκε στην ως άνω προσέγγιση της Γραφής: «Με το σύμβολο της Νίκαιας προβάλλει ένα βασικό ερμηνευτικό σχήμα της Πατερικής παράδοσης, σύμφωνα με το οποίο η δεδομένη αποκάλυψη του Θεού, την οποία διενεργεί ο Λόγος και η οποία καταγράφεται από τους προφήτες και τους απόστολους, ερμηνεύεται από τους φορείς εκείνους της εκκλησιαστικής κοινότητας που έχουν την ίδια θεοτική εμπειρία με τους προφήτες και τους αποστόλους, Έτσι η Αγία Γραφή αντιμετωπίζεται ως καταγραφή, ιστορία γεγονότων και προσώπων και όχι ως λεκτικό ιερό στερεότυπο, λ.χ. όπως οι χρησμοί και τα θεουργικά κείμενα του αρχαίου κόσμου. Η διάκριση Αγία Γραφή (αποκάλυψη) - ερμηνεία της αποκαλύψεως πρόσφερε δυναμικότητα στο κήρυγμα και τις ερμηνευτικές διατυπώσεις της Εκκλησίας, καθώς οι πατέρες κατόρθωσαν να αφομοιώσουν όλα τα δεδομένα της ανθρώπινης ιστορίας και του πολιτισμού, εντάσσοντάς τα στην ιστορία της θείας οικονομίας. Το σύμβολο, λοιπόν, της Νίκαιας... συνιστά ουσιαστικά υπέρβαση του γράμματος και αποδοχή του προφητικού και αποστολικού κηρύγματος για το πρόσωπο του Χριστού και του αγίου Πνεύματος...».

Ο κ. Μπάκας αναφέρθηκε επιγραμματικά στους βασικούς Κανόνες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, μεταξύ των οποίων ο 20ός, «η κατακλείδα του Κανόνα είναι άκρως σημαντική, γιατί καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας κάθε συνόδου, καθώς προβλέπει το πλαίσιο λήψης των αποφάσεων διά της ψήφου των πλειόνων, δηλ. των περισσότερων. Βρισκόμαστε στις αρχές διαμόρφωσης του λεγόμενου συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας, το οποίο συνιστά την πιο δημοκρατική έκφραση της συλλογικής πράξης σ' όλη την περίοδο του εκκλησιαστικού βίου μέχρι σήμερα...».

Δεύτερος ομιλητής ήταν ο κ. Σταύρος Γιαγκάζογλου, Σύμβουλος Α΄ του Υπουργείου Παιδείας και Δ/ντής του περιοδικού «Θεολογία», ο οποίος μίλησε με θέμα «Το δόγμα της Αγίας Τριάδος και η σημασία του για την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας».

Ο ομιλητής χαρακτήρισε το Δόγμα της Αγίας Τριάδος, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά,«σωτηριολογικό, καθότι, αν ο Θεός δεν είναι Τριαδικός, δεν υπάρχει σωτηρία». Σημείωσε ότι το Μυστήριο της Τριάδος «εγγράφεται στην αποκάλυψη του Θεού προς την ανθρωπότητα, που είναι το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, που εκπληρώνεται στο πρόσωπο του Χριστού. Στον Χριστό αποκαλύπτεται το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος, ως εμπειρική πραγματικότητα του Θεού».

Στη συνέχεια ο κ. Γιαγκάζογλου αναφέρθηκε στην συμβολή της Παλαιάς Διαθήκης στην κατανόηση του Μυστηρίου της Τριάδος. «Η Π.Δ. διαδραμάτισε ρόλο παιδαγωγίας και προπαρασκευής για την υποδοχή του Χριστολογικού γεγονότος. Έτσι οι Πατέρες είδαν την Π.Δ. ως τον συναρπαστικό διάλογο Θεού – Ισραήλ (ανθρωπότητας). Ο ρόλος του Ισραήλ ήταν να βοηθήσει την οικούμενη να δεχθεί την σωτηρία. Κι εμείς, ως Χριστιανοί, είμαστε στα χνάρια του Χριστού, όταν ανοιγόμαστε στον κόσμο. Η Π.Δ. είναι η σταδιακή αποκάλυψη του Θεού για την σωτηρία του κόσμου».

Κατά τον ομιλητή, «η ιστορική πορεία του Ισραήλ είναι η προϊστορία του Χριστού και της Εκκλησίας, που καταλήγει στη Θεοτόκο, την γέφυρα μεταξύ του παλαιού και του νέου Ισραήλ. Την ίδια στιγμή ο Χριστός είναι το κεντρικό θέμα και ο σταθερός προσανατολισμός της Π.Δ.».

Ο κ. Γιαγκάζογλου τόνισε ότι «το Δόγμα της Αγίας Τριάδος σκιαγραφείται στην Π.Δ. (δημιουργία του κόσμου, προτυπώσεις του Χριστού, παρεμβάσεις του Αγίου Πνεύματος διά των Προφητών). Τελικά, η Π.Δ. είναι η αποκάλυψη του Μυστηρίου της Αγίας Τρίοδος. Το Τριαδικό δόγμα ενεργείται διά των Προφητών σταδιακά, είναι παιδαγωγία που κρατά αιώνες».

Στη συνέχεια ο ομιλητής αναφέρθηκε στην πραγματικότητα της Καινής Διαθήκης, «όπου η Εκκλησία, εμφανιζόμενη στην ιστορία εκφράζει την πίστη της. Με την Πεντηκοστή ο Χριστός υποδηλώνει την παρουσία Του στην Εκκλησία, έως της συντελείας του αιώνος, εν ετέρα μορφή, στο πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος. Ο Παράκλητος χαρίζει στην Εκκλησία την Μυστηριακή παρουσία του Χριστού. Έρχεται για να κάνει όσα έκανε ο Χριστός να μην αφορούν γενικά την ανθρωπότητα, αλλά ένα έκαστο των ανθρώπων. Η Πεντηκοστή συνιστά προσωπική σχέση με τον Χριστό, καθώς γινόμαστε μέλη του ενός Σώματος του Χριστού».

Στη συνέχεια ο κ. Γιαγκάζογλου τόνισε ότι «το Δόγμα της Αγίας Τριάδος έχει Εκκλ/κή και λατρευτική εφαρμογή, είναι το περιεχόμενο της εμπειρίας της εν Χριστώ ζωής και της Θείας Λατρείας, καθώς βιώνεται στο κέντρο της Λατρείας, στην Θεία Ευχαριστία...».

Τέλος, ο ομιλητής κάλεσε «να ξεπερνούμε την δικανική και σχολαστική νοοτροπία που προέρχεται από τη Δύση. Η Ορθοδοξία δεν είναι ιδεολογία, είναι βίωμα στη Λατρεία της... Τα δόγματα έχουν αποφασιστική σημασία για την αλήθεια και την ύπαρξή μας, αποκαλύπτουν καίριες και οριακές αλήθειες, από τις οποίες εξαρτάται η ύπαρξή μας. Το δόγμα της Αγίας Τριάδος ομιλεί για το Είναι του Θεού, για τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός ταυτίζεται με την κοινωνία των Θείων προσώπων, το ήθος της οποίας είναι ταυτόσημο με την αλήθεια της ουσίας του Θεού, που είναι η αγάπη. Γι’ αυτό όλη η ποιμαντική μας προσπάθεια πρέπει να στηρίζεται στο Μυστήριο της ενότητας και ετερότητας των προσώπων της Αγίας Τριάδος».

Αμέσως μετά τον λόγο πήρε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, ο οποίος συμπληρωματικά επεσήμανε ότι «όλο το έργο της Εκκλησίας, έργο ενότητας και φιλανθρωπίας, γίνεται γιατί πιστεύουμε στην Αγία Τριάδα. Η πίστη μας δοκιμάζεται σ’ αυτά τα πεδία. Επειδή πιστεύουμε σ’ Αυτήν ενεργούμε μέσα στην κοινωνία. Αν εκτραπούμε απ’ αυτήν την πίστη θα εκπέσουμε σε κοσμικό κοινωνικό οργανισμό».

Ακολούθησε γόνιμος διάλογος με την συμμετοχή πολλών Κληρικών.






Πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας η Β΄ Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος για το τρέχον Ιεραποστολικό έτος. Στη Σύναξη, η οποία είχε ως κεντρικό θέμα «Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος», συμμετείχε το σύνολο των Κληρικών της Τοπικής Εκκλησίας, με επικεφαλής τον Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο.

Πρώτος ομιλητής ήταν ο κ. Ιωάννης Μπάκας, Λέκτορας του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Ιστορία και Θεολογία της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου». Ο ομιλητής αναφέρθηκε στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκλήθηκε η Σύνοδος, προκειμένου να γίνουν κατανοητές τόσο οι Εκκλ/κές, όσο και οι πολιτικές συγκυρίες της εποχής.

Στη συνέχεια εισήλθε στο Θεολογικό έργο της Συνόδου, στο επίκεντρο του οποίου ήταν οι αιρετικές δοξασίες του Αρείου. «Το όνομα του Αρείου όρισε τη θεολογική διαμάχη που αναστάτωσε την Ανατολική Εκκλησία. Ο Άρειος ... δίδασκε ότι ο Θεός αποτελούσε αιώνια και αδιαίρετη μονάδα. Επιθυμώντας να δημιουργήσει το σύμπαν, ο Θεός έκανε ένα Υιό από το τίποτα, προικισμένο με τον Λόγο Του. Ο Υιός, ως εκ τούτου, δεν ήταν ούτε συναΐδιος, ούτε ομοούσιος με τον Πατέρα, αλλά πλάσμα του Θεού...» Ο κ. Μπάκας επεσήμανε ότι «Ο Άρειος, προσπάθησε να ερμηνεύσει την πίστη της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού με τις προϋποθέσεις τόσο του ιουδαϊσμού όσο και της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης. Επέμεινε ότι ο Υιός και Λόγος του Πατρός, που εμφανίστηκε ως άνθρωπος, δεν ήταν της ίδιας ποιότητας θεός, όπως ο Πατέρας, ότι ήταν ένας κατώτερος θεός, ένας ενδιάμεσος μεταξύ του Πατέρα και των υπόλοιπων δημιουργημάτων, υπέκειτο δηλ. και αυτός στην κατηγορία του χρόνου, καθώς ήταν κάποια εποχή που δεν υπήρχε και τον δημιούργησε ο Θεός Πατέρας, για να τον χρησιμοποιήσει ως όργανο του, ώστε να δημιουργήσει όλα τα υπόλοιπα όντα της δημιουργίας.... Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Άρειος, στα πλαίσια του κηρύγματος - ερμηνείας της Αγίας Γραφής, πρότεινε μια ερμηνεία της πίστης, όχι με βάση την ερμηνεία του μυστηρίου της θείας Οικονομίας, των θεοφανειών δηλ. του Λόγου του Θεού ασάρκως στους προφήτες και τους πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης και της ενανθρωπήσεώς του στην Καινή Διαθήκη, που συνοψίζεται στο γεγονός ότι ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτεται στους αγίους τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης, αλλά μια ερμηνεία που βασιζόταν στην επιλεκτική χρήση κάποιων χωρίων από την Αγία Γραφή, όπου ο Λόγος παρουσιαζόταν ως μια υπόσταση, ύπαρξη, κατώτερη από τον Θεό Πατέρα...».

Ακολούθως, ο ομιλητής αναφέρθηκε στον τρόπο αντιμετώπισης των θέσεων του Αρείου από τους Πατέρες της Συνόδου: «Οι πατέρες της Νίκαιας υπερασπίστηκαν, ιδίως με τον όρο «ομοούσιος» για τον Υιό και Λόγο, τη βαπτισματική ομολογία και τη διάκριση των προσώπων της αγίας Τριάδας από την υπόλοιπη δημιουργία, συγχρόνως, όμως, έδωσαν και το στίγμα της παρεχόμενης από την Εκκλησία σωτηρίας, μιας σωτηρίας που πηγάζει από τον Θεό, δηλ, τον ενανθρωπήσαντα Λόγο, που είναι ταυτούσιος με τον Πατέρα και δεν ανήκει στην τάξη των κτιστών όντων. Επομένως, η παρεχόμενη από την Εκκλησία σωτηρία είναι άκτιστη, είναι θεραπευτική, διανέμεται εξίσου προς όλους τους ανθρώπους, γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι είναι παιδιά του αυτού Θεού, όπως και όλα τα πλάσματα της δημιουργίας. Είναι μια σωτηρία θεραπευτική και όχι εξωτερική, ηθική-μηχανιστική, απαιτεί εσωτερική αλλοίωση, αγαθότητα και ελεύθερη αποδοχή και όχι συμμόρφωση σε κάποιους εξωτερικούς κανόνες, που, αν κάποιος τους τηρήσει, αυτομάτως και σώζεται.

Είναι σαφές γιατί οι πατέρες της Νίκαιας επικέντρωσαν την ερμηνεία της πίστης στον όρο «ομοούσιος»: δεν ήταν μια φιλονικία για μια λέξη, πράγμα που θα φαινόταν κάτι ανόητο, ήταν πάνω απ' όλα η ανατροπή μιας ηθικιστικής ερμηνείας της σωτηρίας, που παρείχε τόσο το ιουδαϊκό ιερατείο όσο και τα θεουργικά δρώμενα της αρχαίας θρησκείας. Αν ο Χριστός, ως Υιός και Λόγος του Θεού, ήταν κτίσμα κι όχι Θεός ταυτούσιος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, ήταν δηλ. απλός άνθρωπος, που χρειαζόταν κι αυτός τελείωση μετά από προκοπή, όπως υποστήριζε ο Άρειος, δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί τη σωτηρία των άλλων κτιστών όντων, δεν θα μπορούσε να χαρίσει σ' όλους αδιακρίτως τη δωρεά μιας νέας ζωής αγάπης και συμφιλίωσης...».

Ο κ. Μπάκας αναφέρθηκε στη συνέχεια, στο ζήτημα της ερμηνείας της Αγίας Γραφής, που απασχόλησε την Σύνοδο. «Είναι βέβαιο ότι οι αρειανοί επέμειναν προσχηματικά στην κατά λέξη χρήση αγιογραφικών όρων, για να μην αποδεχτούν τον όρο «ομοούσιος» για τον Υιό, γιατί με αυτόν δηλωνόταν η ταυτουσιότητα Πατρός και Υιού, παρότι οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν συγχρόνως τα κλασικά γραμματειακά είδη και τους ελληνικούς εκφραστικούς τρόπους. Η λεκτική προσκόλληση στα λεκτικά σχήματα της Γραφής, ανεξάρτητα από τα συμφραζόμενα και το συνολικό νόημα, δημιούργησε ένα επίπλαστο τρόπο αλήθευσης, που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονόμασαν τεχνολογία..» Ο ομιλητής παρατήρησε ότι η Σύνοδος αντιτάχθηκε στην ως άνω προσέγγιση της Γραφής: «Με το σύμβολο της Νίκαιας προβάλλει ένα βασικό ερμηνευτικό σχήμα της Πατερικής παράδοσης, σύμφωνα με το οποίο η δεδομένη αποκάλυψη του Θεού, την οποία διενεργεί ο Λόγος και η οποία καταγράφεται από τους προφήτες και τους απόστολους, ερμηνεύεται από τους φορείς εκείνους της εκκλησιαστικής κοινότητας που έχουν την ίδια θεοτική εμπειρία με τους προφήτες και τους αποστόλους, Έτσι η Αγία Γραφή αντιμετωπίζεται ως καταγραφή, ιστορία γεγονότων και προσώπων και όχι ως λεκτικό ιερό στερεότυπο, λ.χ. όπως οι χρησμοί και τα θεουργικά κείμενα του αρχαίου κόσμου. Η διάκριση Αγία Γραφή (αποκάλυψη) - ερμηνεία της αποκαλύψεως πρόσφερε δυναμικότητα στο κήρυγμα και τις ερμηνευτικές διατυπώσεις της Εκκλησίας, καθώς οι πατέρες κατόρθωσαν να αφομοιώσουν όλα τα δεδομένα της ανθρώπινης ιστορίας και του πολιτισμού, εντάσσοντάς τα στην ιστορία της θείας οικονομίας. Το σύμβολο, λοιπόν, της Νίκαιας... συνιστά ουσιαστικά υπέρβαση του γράμματος και αποδοχή του προφητικού και αποστολικού κηρύγματος για το πρόσωπο του Χριστού και του αγίου Πνεύματος...».

Ο κ. Μπάκας αναφέρθηκε επιγραμματικά στους βασικούς Κανόνες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, μεταξύ των οποίων ο 20ός, «η κατακλείδα του Κανόνα είναι άκρως σημαντική, γιατί καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας κάθε συνόδου, καθώς προβλέπει το πλαίσιο λήψης των αποφάσεων διά της ψήφου των πλειόνων, δηλ. των περισσότερων. Βρισκόμαστε στις αρχές διαμόρφωσης του λεγόμενου συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας, το οποίο συνιστά την πιο δημοκρατική έκφραση της συλλογικής πράξης σ' όλη την περίοδο του εκκλησιαστικού βίου μέχρι σήμερα...».

Δεύτερος ομιλητής ήταν ο κ. Σταύρος Γιαγκάζογλου, Σύμβουλος Α΄ του Υπουργείου Παιδείας και Δ/ντής του περιοδικού «Θεολογία», ο οποίος μίλησε με θέμα «Το δόγμα της Αγίας Τριάδος και η σημασία του για την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας».

Ο ομιλητής χαρακτήρισε το Δόγμα της Αγίας Τριάδος, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά,«σωτηριολογικό, καθότι, αν ο Θεός δεν είναι Τριαδικός, δεν υπάρχει σωτηρία». Σημείωσε ότι το Μυστήριο της Τριάδος «εγγράφεται στην αποκάλυψη του Θεού προς την ανθρωπότητα, που είναι το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, που εκπληρώνεται στο πρόσωπο του Χριστού. Στον Χριστό αποκαλύπτεται το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος, ως εμπειρική πραγματικότητα του Θεού».

Στη συνέχεια ο κ. Γιαγκάζογλου αναφέρθηκε στην συμβολή της Παλαιάς Διαθήκης στην κατανόηση του Μυστηρίου της Τριάδος. «Η Π.Δ. διαδραμάτισε ρόλο παιδαγωγίας και προπαρασκευής για την υποδοχή του Χριστολογικού γεγονότος. Έτσι οι Πατέρες είδαν την Π.Δ. ως τον συναρπαστικό διάλογο Θεού – Ισραήλ (ανθρωπότητας). Ο ρόλος του Ισραήλ ήταν να βοηθήσει την οικούμενη να δεχθεί την σωτηρία. Κι εμείς, ως Χριστιανοί, είμαστε στα χνάρια του Χριστού, όταν ανοιγόμαστε στον κόσμο. Η Π.Δ. είναι η σταδιακή αποκάλυψη του Θεού για την σωτηρία του κόσμου».

Κατά τον ομιλητή, «η ιστορική πορεία του Ισραήλ είναι η προϊστορία του Χριστού και της Εκκλησίας, που καταλήγει στη Θεοτόκο, την γέφυρα μεταξύ του παλαιού και του νέου Ισραήλ. Την ίδια στιγμή ο Χριστός είναι το κεντρικό θέμα και ο σταθερός προσανατολισμός της Π.Δ.».

Ο κ. Γιαγκάζογλου τόνισε ότι «το Δόγμα της Αγίας Τριάδος σκιαγραφείται στην Π.Δ. (δημιουργία του κόσμου, προτυπώσεις του Χριστού, παρεμβάσεις του Αγίου Πνεύματος διά των Προφητών). Τελικά, η Π.Δ. είναι η αποκάλυψη του Μυστηρίου της Αγίας Τρίοδος. Το Τριαδικό δόγμα ενεργείται διά των Προφητών σταδιακά, είναι παιδαγωγία που κρατά αιώνες».

Στη συνέχεια ο ομιλητής αναφέρθηκε στην πραγματικότητα της Καινής Διαθήκης, «όπου η Εκκλησία, εμφανιζόμενη στην ιστορία εκφράζει την πίστη της. Με την Πεντηκοστή ο Χριστός υποδηλώνει την παρουσία Του στην Εκκλησία, έως της συντελείας του αιώνος, εν ετέρα μορφή, στο πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος. Ο Παράκλητος χαρίζει στην Εκκλησία την Μυστηριακή παρουσία του Χριστού. Έρχεται για να κάνει όσα έκανε ο Χριστός να μην αφορούν γενικά την ανθρωπότητα, αλλά ένα έκαστο των ανθρώπων. Η Πεντηκοστή συνιστά προσωπική σχέση με τον Χριστό, καθώς γινόμαστε μέλη του ενός Σώματος του Χριστού».

Στη συνέχεια ο κ. Γιαγκάζογλου τόνισε ότι «το Δόγμα της Αγίας Τριάδος έχει Εκκλ/κή και λατρευτική εφαρμογή, είναι το περιεχόμενο της εμπειρίας της εν Χριστώ ζωής και της Θείας Λατρείας, καθώς βιώνεται στο κέντρο της Λατρείας, στην Θεία Ευχαριστία...».

Τέλος, ο ομιλητής κάλεσε «να ξεπερνούμε την δικανική και σχολαστική νοοτροπία που προέρχεται από τη Δύση. Η Ορθοδοξία δεν είναι ιδεολογία, είναι βίωμα στη Λατρεία της... Τα δόγματα έχουν αποφασιστική σημασία για την αλήθεια και την ύπαρξή μας, αποκαλύπτουν καίριες και οριακές αλήθειες, από τις οποίες εξαρτάται η ύπαρξή μας. Το δόγμα της Αγίας Τριάδος ομιλεί για το Είναι του Θεού, για τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός ταυτίζεται με την κοινωνία των Θείων προσώπων, το ήθος της οποίας είναι ταυτόσημο με την αλήθεια της ουσίας του Θεού, που είναι η αγάπη. Γι’ αυτό όλη η ποιμαντική μας προσπάθεια πρέπει να στηρίζεται στο Μυστήριο της ενότητας και ετερότητας των προσώπων της Αγίας Τριάδος».

Αμέσως μετά τον λόγο πήρε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, ο οποίος συμπληρωματικά επεσήμανε ότι «όλο το έργο της Εκκλησίας, έργο ενότητας και φιλανθρωπίας, γίνεται γιατί πιστεύουμε στην Αγία Τριάδα. Η πίστη μας δοκιμάζεται σ’ αυτά τα πεδία. Επειδή πιστεύουμε σ’ Αυτήν ενεργούμε μέσα στην κοινωνία. Αν εκτραπούμε απ’ αυτήν την πίστη θα εκπέσουμε σε κοσμικό κοινωνικό οργανισμό».

Ακολούθησε γόνιμος διάλογος με την συμμετοχή πολλών Κληρικών.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...