Στα πλαίσια ανάδειξης θεμάτων της Ψαλτικής Τέχνης η "Πεμπτουσία" συνομίλησε και έλαβε αποκλειστική συνέντευξη από τον Καθηγητή και Χοράρχη της Ψαλτικής Τέχνης, Φίλιππο Οικονόμου. Πρόκειται για έναν εκ των μεγάλων συγχρόνων μελετητών της βυζαντινής μουσικής το έργο του οποίου έτυχε διεθνούς αναγνώρισης και καταξίωσης. Στη συνέντευξη του αναλύει θέματα που απασχολούν την επιστημονική μουσικολογική κοινότητα αλλά και θέματα της ψαλτικής πρακτικής.
Πεμπτουσία: Ερώτηση 1η
Μιλώντας σήμερα για ύφος τι εννοούμε τι προσδιορίζουμε με αυτό τον όρο έχει σχέση με το ρεπερτόριο το μαθηματάριο; είναι στοιχείο δομικό και τεχνικό του βυζαντινού μέλους και όταν αναφερόμαστε σε ύφος Πατριαρχικό ύφος αγιορείτικο τι εννοούμε;
Φίλ. Οικονόμου: Απάντηση
Όταν ομιλούμε για ύφος, στην ψαλμωδία, αναφερόμαστε σε ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό γνώρισμα της απαγγελίας μιας μελωδίας, που συνδέεται άμεσα με τον τρόπο προφοράς και εκφώνησης και γενικά της απόδοσης του μέλους. Έχει άμεση σχέση με την ευκρίνεια, τη διαύγεια και την τεχνική της εμμελούς εκφώνησης του ψάλματος.
Για καλύτερη κατανόηση του πράγματος μπορούμε να παραλληλίσουμε το ύφος στην ψαλμωδία με τη ρητορική απαγγελία των γλωσσικών κειμένων. Όπως δηλαδή διακρίνουμε μορφές στη ρητορική προφορά και απαγγελία των γλωσσικών κειμένων, έτσι διακρίνουμε και μορφές στην προφορά και ψαλμώδηση των μουσικών κειμένων. Γι’ αυτό σήμερα υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία μορφών του ύφους.
Η «Πατριαρχική Σχολή» της ψαλτικής παράδοσης της Κωνσταντινούπολης προβάλλει « το της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας εξέχον και μεγαλοπρεπές ύφος» το επιλεγόμενο «Πατριαρχικό ύφος», το οποίο διαδοχικά καλλιεργήθηκε και κληροδοτήθηκε στους νεότερους από τους παλαιότερους αοίδιμους πρωτοψάλτες και λαμπαδαρίους του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Οι Αγιορείτες ψαλμωδοί υποστηρίζουν ότι, « σεβασμό στην ψαλτική παράδοση και συνεπώς διατήρηση γνήσιας παραδοσιακής ψαλμωδίας» , έχουμε μόνο με το «Αγιορείτικο» ύφος , αφού, όπως λένε, στο Άγιον Όρος υπάρχει μία αδιάκοπη και συνεχής φωνητική και γραπτή παράδοση, τόσο στη σημειογραφία όσο και την ερμηνεία των βυζαντινών μαθημάτων.
Επίσης έχουμε και άλλες μορφές όπως π.χ. το «Σμυρναίικο ύφος», το «Αθηναϊκό ύφος», το «των Θεσσαλονικαίων ύφος», κ. λπ.
Ασφαλώς το ύφος είναι « δομικό και τεχνικό στοιχείο του βυζαντινού μέλους», αλλά το ουσιώδες ερώτημα που προβάλλει είναι: «Ποιο είναι το αντιπροσωπευτικό, για τη ψαλτική τέχνη, ψαλτικό ύφος ερμηνείας και σωστής απόδοσης των βυζαντινών εκκλησιαστικών μαθημάτων;» Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι ο προσδιορισμός του ύφους, σε μια ψαλμωδία, με σαφήνεια και απόλυτη ακρίβεια, είναι υποκειμενικός και δύσκολος, αν όχι αδύνατος. Απλώς διδάσκεται και μεταδίδεται μόνο «δια ζώσης» από στόμα σ’ αφτί και από γενιά σε γενιά. Γι’ αυτό και οι μεγάλοι μουσικοδιδάσκαλοι και πρωτοψάλτες απέφυγαν και δεν επεχείρησαν να το προσδιορίσουν με τη βυζαντινή σημειογραφία. Ο Κων/νος ο Βυζάντιος και ο Θεόδωρος Φωκαέας γράφουν χαρακτηριστικά για το ύφος ότι: «…αδύνατον είναι να εκφραστεί δια της γραφής, διότι είναι Αήρ…»! Γι’ αυτό σήμερα επικρατεί σύγχυση και ακαταληψία γύρω από το πράγμα.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι εκείνο που χαρακτηρίζει τον κορυφαίο ερμηνευτή, είναι το «Πατριαρχικό ύφος», χωρίς όμως να έχουν τη δυνατότητα να το προσδιορίσουν και να το περιγράψουν, με συνέπεια να το αποδίδουν σε όλους ανεξαιρέτως τους καταξιωμένους και διακεκριμένους, κατά τη γενική κρίση και αντίληψη, μεγάλους πρωτοψάλτες. Αν όμως είναι έτσι, τότε πώς μπορεί κανείς να προσομοιάσει το ύφος ψαλμωδίας π. χ. του Χαρ. Ταλιαδώρου και του Σπ. Περιστέρη, ή του Αθ. Καραμάνη και του Δημ. Σουρλαντζή, ή του Δημ. Νεραντζή και του Κων. Τασόπουλου ή του Ιάκ. Ναυπλιώτη και του Λεων. Αστέρη ή του Θρ. Στανίτσα και του Μαν. Χατζημάρκου κ. λπ. ; Όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι, κορυφαίοι ψαλμωδοί, έψαλλαν ή ψάλλουν με Πατριαρχικό ύφος; Αν όχι, τότε πώς θεωρούνται, και είναι πράγματι, κορυφαίοι ερμηνευτές της ψαλτικής τέχνης;
Προσωπικά πιστεύω ότι το «αντιπροσωπευτικό ψαλτικό ύφος» δεν έχει «σφραγίδα και ταμπέλα» αλλά είναι εκείνο που εμπνέει θεοσέβεια, μυσταγωγία και ευλάβεια, πίστη και σεβασμό στις ιερές μας παραδόσεις. Είναι, τέλος, εκείνο που υποβάλλει και υποβοηθάει τον προσευχόμενο πιστό στην προσευχή του και μπορούμε να του δώσουμε το όνομα: «Εκκλησιαστικό ύφος».
Πεμπτουσία: Ερώτηση 2η
Αναφέρετε στα γραπτά σας για το λατρευτικό χαρακτήρα των κλασσικών μαθημάτων και την ελληνικότητα του ήθους τι εννοούμε ήθος στη μουσική είναι η ειδοποιός διαφορά των βυζαντινής μουσικής από άλλα είδη μουσικής;
Φίλ. Οικονόμου: Απάντηση
Στους Ι. Ναούς και κατά τη διάρκεια μιας ιερής ακολουθίας, βασικός στόχος της μουσικής είναι να φέρει τον προσευχόμενο σε κατάσταση έκστασης, κατάνυξης και «προσομιλίας» με το Θεό, να τον οδηγήσει σε υπερβατικά επίπεδα, ώστε η ψυχή του πιστού να δεχθεί, ως αρμονικός δέκτης, με θαυμαστό συντονισμό τη μελωδία, συνυφασμένη άρρηκτα με το λόγο, για να κατανοηθεί και να δημιουργήσει τα ανάλογα συναισθήματα. Η μουσική δηλαδή μέσα στους Ι. Ν. αποτελεί ένα «εμμελές κήρυγμα». Τη θαυμαστή αυτή δύναμη τη διαθέτει μόνο η Βυζαντινή μουσική, η οποία την ξεχωρίζει και την τοποθετεί σε περίοπτη θέση στη λειτουργικότητα του λατρευτικού χώρου της Ορθόδοξης εκκλησίας. Από τη δύναμη αυτή πηγάζει και ο λατρευτικός χαρακτήρας των βυζαντινών μαθημάτων.
Η ποικιλία των ήχων με τους οποίους ψάλλονται τα εξαίσια μαθήματα των θεόπνευστων υμνογράφων, έχει τον ιδιαίτερο σκοπό τη γέννηση, κάθε φορά, στις ψυχές των προσευχόμενων, διαφορετικών συναισθημάτων όπως αυτά προσδιορίζονται από τα κείμενα που ψάλλονται. Αυτή η ικανότητα προσδιορίζει και το λεγόμενο ήθος του κάθε ήχου. Κάθε ήχος αποδίδει και διαχέει , διαφορετικά αισθητικά ακούσματα που επιδρούν στις ψυχές των πιστών και γεννούν, όπως είπαμε και προηγούμενα, τα ανάλογα συναισθήματα. Γενικά όμως όλα τα μονόφωνα βυζαντινά μαθήματα έχουν το κοινό γνώρισμα να προσιδιάζουν και να αποδίδουν νοήματα και να γεννούν συναισθήματα με ελληνικό χαρακτήρα, που είναι βασικό γνώρισμα της αρχαιοελληνικής μουσικής. Η αρχαιοελληνική μουσική, από την οποία πήγασε η πρωτοεκκλησιαστική μουσική, με το απέριττο κάλος της και ειδικότερα οι Πλατωνικές αντιλήψεις σχετικά με το ήθος της μουσικής, ταυτίζονταν, ευθύς εξ αρχής, με το χριστιανικό πνεύμα.. Η συνύφανση εξάλλου μελωδίας και λόγου, όπως προανέφερα, είναι Ελληνική άποψη που χαρακτηρίζει τα βυζαντινά μαθήματα, με την πιο αυστηρή της μάλιστα μορφή, που είναι η καθαρά φωνητική μουσική. Γι αυτό και στα γραπτά μου κείμενα επισημαίνω, σε κάθε περίπτωση, την Ελληνικότητα του ήθους της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής μουσικής.
Πεμπτουσία: Ερώτηση 3η
Το τελευταίο καιρό πολλοί δάσκαλοι προτείνουν τρόπους ερμηνείας μαθήματα παλαιά, μια επαφή με τους παλαιούς μελοποιούς, συστήνονται χορωδίες πώς κρίνετε την όλη προσπάθεια για το παρόν και μέλλον της βυζαντινής μουσικής είστε αισιόδοξος;
Φίλ. Οικονόμου: Απάντηση
Ο περἰφημος Άρχοντας πρωτοψάλτης της Μ. του Χ. Ε. Γεώργιος Βιολάκης υποστήριζε ότι: «…πάντα τα εις την Εκκλησίαν ημών αρμόζοντα άσματα και μέλη εποιήθησαν υπό των Αρχαίων της Βυζαντινής εποχής μουσικών, ημείς δε οφείλομεν να ψάλλωμαν πιστώς και ερρύθμως ταύτα και ουχί να μελοποιώμεν νέα…». Ωστόσο έχω την πεποίθηση ότι το λειτουργικό σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας έχει πράγματι θαυμαστό πλούτο και μεγάλη ποικιλία δομής, ώστε να προσφέρεται για προεκτάσεις και νέες δημιουργίες. Η ψαλτική τέχνη, ως ζωντανή τέχνη παρακολουθεί διαχρονικά τη ζωή και τη συνεχή επέκταση της Ορθοδοξίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να παραμείνει στάσιμη και ανεξέλικτη. Αρκεί οι νέες δημιουργίες να χαρακτηρίζονται από το σεβασμό και την προσήλωση στις παραδοσιακές επιταγές και να βασίζονται και να πηγάζουν από το μυστηριακό πνεύμα και το λατρευτικό χαρακτήρα της όλης λειτουργικής διαδικασίας, μέσα στο ναό, στην οποία θα συμμετάσχουν και την οποία θα υπηρετήσουν.
Στις μέρες μας υπάρχει πράγματι μια εντυπωσιακή παραγωγικότητα νέων μελοποιήσεων και ένας μεγάλος αριθμός μουσικών βιβλίων με νέες μελοποιήσεις έχει εκδοθεί και κυκλοφορεί στον ψαλτικό κόσμο. Ορισμένα απ’ αυτά είναι εναρμονισμένα με το παραπάνω πνεύμα που περιέγραψα. Στα περισσότερα όμως διακρίνει κανείς την τάση των νέων μελοποιών για πρωτότυπες μελισματικές γραμμές και νεοφανείς θέσεις. Η μουσική αυτή αντίληψη για την ψαλτική μας τέχνη είναι εσφαλμένη. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι κάθε τι καινούργιο και πρωτότυπο είναι οπωσδήποτε σημαντικό και αξιόλογο και συνεπώς κατάλληλο και αποδεκτό από την Ορθόδοξη λειτουργική μας ζωή. Φρονώ ότι η δημιουργική ικανότητα των νέων μελοποιών πρέπει να στραφεί προς την απλότητα που χαρακτηρίζει τις μουσικές συνθέσεις των παλαιών μεγάλων μελουργών της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Στην έννοια αυτή της «κλασσικής απλότητας» αντιτίθεται και αντιπαλεύει έντονα το «πνεύμα» της εποχής μας επηρεασμένο από την επαναστατική στροφή και τάση της παγκόσμιας μουσικής αντίληψης και τεχνοτροπίας προς τον μοντερνισμό, σε εκτεταμένες, δηλαδή, πολυπλοκότητες και μελωδικούς σχηματισμούς.
Ωστόσο είμαι αισιόδοξος και βέβαιος ότι, παρά τις δύσκολες αυτές συνθήκες, μελλοντικά η αξία της απλότητας των παλαιών κλασσικών μαθημάτων θα καταστεί καθολικό αξίωμα και πίστη για τους λειτουργούς της Εκκλησίας μας και θα έχει τα ανάλογα ευεργετικά αποτελέσματα από κάθε άποψη.
Πεμπτουσία: Ερώτηση 4η
Πιστεύετε ότι σήμερα η βυζαντινή μουσική διέφυγε τον κίνδυνο του εκδυτικισμού ή των εξ ανατολών επιδράσεων πόσο δεκτική είναι η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική σε επιρροές και επαφές με άλλους πολιτισμούς; μπορείτε να μας κάνετε μια ανάλυση για το θέμα;
Φίλ. Οικονόμου: Απάντηση
Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική μας μουσική, παρ’ όλες τις δοκιμασίες, επιβουλές και ποικίλες εξωτερικές επιδράσεις, που κατά καιρούς δέχτηκε, στάθηκε ακλόνητη και μοναδική λειτουργική μουσική της Ορθοδοξίας. Οι βυζαντινές μελωδίες αποτέλεσαν και αποτελούν βίωμα αιώνων ριζωμένο στις ψυχές των Ορθοδόξων Χριστιανών. Με αδιάκοπους και συνεχείς αγώνες, η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει με σοβαρότητα και αποτελεσματικότητα όλους τους κλυδωνισμούς και τις επιβουλές που άρχισαν να εμφανίζονται τον 4ο , κιόλας, μ. Χ. αιώνα, και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας. Ωστόσο, στη μακρά αυτή περίοδο φυσικό ήταν να δεχθεί «ξενότροπα μουσικά ψήγματα» και επιδράσεις άλλων μουσικών πολιτισμών, με τη μορφή αλληλοδανισμού, κυρίως εξ Ανατολών αλλά και εκ Δυσμών. Πιστεύω όμως ότι το «μουσικό οικοδόμημα» της λατρευτικής μας μουσικής είναι βαθιά και στέρεα δομημένο και ότι δεν είναι δεκτικό ουσιαστικών εξωτερικών νοθευτικών επιδράσεων και αλλοιώσεων.
Θα ήθελα όμως με την ευκαιρία αυτή να επισημάνω αυτό που σε πολλές περιπτώσεις έχω τονίσει σε πολλά γραπτά μου κείμενα. Ο κίνδυνος από επιρροές και επαφές με άλλους μουσικούς πολιτισμούς, ουσιαστικά έχει πλέον εκλείψει. Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική μας μουσική, δοκιμάστηκε επί δύο, περίπου, αιώνες τώρα και όχι μόνο δεν εκφυλίστηκε, αλλά εξακολουθεί να έχει την αίγλη που είχε εκείνη τη βυζαντινή εποχή και να αποτελεί την κορωνίδα και προμετωπίδα της Ορθόδοξης εκκλησίας μας Ο μόνος ουσιαστικός κίνδυνος αλλοτρίωσης, που αντιμετωπίζει σήμερα η Εκκλησιαστική μας μουσική, είναι «εσωτερικός»! Οι ίδιοι οι φορείς και λειτουργοί της αποτελούν την μεγαλύτερη απειλή της. «Ειδικοί» και «Επαΐοντες» (που είναι εν αφθονία στις μέρες μας!) με υπέρμετρο ενδιαφέρον «ερευνούν» και ασχολούνται θεωρητικά με τη μουσική μας και, όχι μόνο αποκτούν άποψη, αλλά προσπαθούν, με κάθε τρόπο, τελείως αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα, να την προωθήσουν και να την επιβάλουν. Άλλοι, αυτοαποκαλούμενοι «μεγάλοι ερμηνευτές και ψαλμωδοί» δεν αρκούνται μόνο στην «εμπορευματοποίηση» της ιερής μουσικής μας, αλλά εισάγουν και χρησιμοποιούν στη λειτουργική πράξη και μηχανικά μέσα και ισοκράτες. Δεν λείπουν επίσης και πλείστα όσα «παράτυπα» και «αντικανονικά» συμβαίνουν πάνω στα ιερά αναλόγια, όπου μέχρι και «ψαλτοτράγουδα» και «παραλλαγές Πα Βου Γα Δι» ή οκτάηχους πολυελέους με αισθητικό ακρόαμα γνήσιας κοσμικής μουσικής σε μορφή «τραγουδιών» έχουμε ακούσει. Μερικοί μάλιστα «προοδευτικότεροι», αγνοούντες και ούτε καν υποψιαζόμενοι τους λόγους και τους στόχους, που ανάγκασαν τους Θείους Πατέρες της Ορθοδοξίας να απαγορεύσουν τις πολυφωνίες και τα όργανα από την Εκκλησία, «πρόσφεραν» τα ιερά αναλόγια και κατακλύστηκαν από τετραφωνίες και καντάδες. Εν ονόματι των αισθήσεων, εμπρησμός της αγιότητας, του μυστηρίου και της προσευχής.! Όλα αυτά διαστρεβλώνουν, υποβαθμίζουν, παραμορφώνουν και αλλοτριώνουν τη λειτουργική μας μουσική, η οποία, δυστυχώς, με τη μορφή αυτή μεταδίδεται στους νεότερους
Δεν επιθυμώ, όμως να επεκταθώ πάνω στο θέμα αυτό, το οποίο θεωρώ αρκετά σοβαρό, αλλά, εν κατακλείδι, θέλω να τονίσω ότι, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπάρχει διαρκής επαγρύπνηση και διαρκής εγρήγορση από « φυλακής έτι πρωίας μέχρι νυκτός καθ’ ημέραν», ώστε, κάθε προσπάθεια επιβουλής και καινοτομικής ενέργειας, να καταστέλλεται « εν τη γενέσει της ».
Πεμπτουσία: Ερώτηση 5η
Συμβουλές προς τους νεωτέρους που μαθαίνουν Βυζαντινή μουσική; τι να προσέξουν; πώς να προσεγγίσουν τη βυζαντινή μουσική;
Φίλ. Οικονόμου: Απάντηση
Οι νέοι μας αποτελούν το θεμέλιο και την ελπίδα του έθνους μας. Όλοι οι νέοι μας
Το ερώτημά σας, αν και είναι εξειδικευμένο και αναφέρεται στους νέους που μαθαίνουν βυζαντινή μουσική, εν τούτοις το ρήμα «προσεγγίσουν», που χρησιμοποιείτε μου επιτρέπει να επεκταθώ λίγο και να αναφερθώ γενικότερα στο θέμα αυτό της προσέγγισης των νέων στην εκκλησιαστική μας μουσική.
Είναι ιερό χρέος όλων, πολιτείας, γονέων, δασκάλων, εκκλησίας να σκύψουν πάνω στους νέους ανθρώπους με σκοπό και στόχο, εκτός των άλλων, τον εθισμό τους προς την Ελληνική μουσική και τα Ελληνικά μουσικά ακούσματα φωνής και οργάνων.
Τα παιδαγωγικά προγράμματα της πολιτείας να έχουν στόχο την καλλιέργεια της αγάπης των νέων προς τα γνήσια Δημοτικά και λαϊκά μας τραγούδια ώστε να κατανοήσουν την μεγάλη τους σημασία για την Πατρίδα μας και να τους εμφυσήσουν έτσι την αγάπη στους θησαυρούς του μουσικού Ελληνισμού. Να αναβαθμισθεί η διδασκαλία της μουσικής και στις δύο βαθμίδες Εκπ/σης και να διδάσκεται συστηματικά σε επιστημονική βάση και όχι περιθωριακά συγκριτικά με την Ευρωπαϊκή.
Σοβαρή μέριμνα της Εκκλησίας να είναι η προσέλκυση των νέων στους Ι. Ναούς, ώστε να γίνουν κοινωνοί των μυστηριακών τελετουργιών της Ορθοδοξίας, να βιώσουν τις ιδιαίτερες στιγμές τους, και να «γευτούν» ψυχικά γνήσιες παναρμόνιες βυζαντινές μελωδίες μέσα σε μυσταγωγικό λατρευτικό τελετουργικό κλίμα. Η παραδοσιακή λειτουργική μουσική της Εκκλησίας μας αποτελεί, αναμφίβολα, ουσιώδη μορφή προσέγγισης των νέων ανθρώπων στη γνήσια Ελληνική μουσική. Να θεραπεύσει τις πολλές «τελετουργικές αναρχίες», που πολλές φορές παρατηρούνται, και να επαναφέρει τη λειτουργική πράξη στις παραδοσιακές της μορφές, σε όλους τους Ι. Ναούς, με καθολική υποχρέωση την τήρηση των ιερών κανόνων με βάση ένα και μοναδικό λειτουργικό «τυπικό» των ιερών ακολουθιών.
Οι γονείς να προσαρμόσουν τις μουσικές τους προτιμήσεις και ευαισθησίες στα γνήσια Ελληνικά ακούσματα. Ο θαυμασμός που καλλιεργείται, πολλές φορές, στην οικογένεια για τραγουδιστές και τραγούδια με μελωδίες και στίχους χαμηλής στάθμης και γενικά μουσικές μοντέρνες και ξένες προς τα ελληνικά ήθη και έθιμα, αποπροσανατολίζουν τους νέους και εμποδίζουν ή και ματαιώνουν την ένταξή τους σε μουσική ατμόσφαιρα με στοιχεία ευεργετικού ήθους.
Πολλά ακόμη πρέπει να οργανωθούν και να λειτουργήσουν, ώστε να προσελκυσθούν οι νέοι και να κατευθυνθούν στο σωστό και γνήσιο δρόμο της ελληνικής μουσικής αγωγής και παιδείας. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας διαφεύγει ότι οι νέοι άνθρωποι σήμερα είναι πιο αυθόρμητοι από τις παλαιότερες εποχές. Δυσανασχετούν με την προσποίηση, την παραποίηση και αν υποπτευθούν υποκρισία, αλλοίωση και ψεύδος, απμακρύνονται! Πολλοί ταλαντούχοι νέοι τρέπονται προς άλλους δρόμους και άλλες κατευθύνσεις, με τις γνωστές βλαπτικές γι’ αυτούς, την Εκκλησία και την Πατρίδα μας, συνέπειες
Τέλος, όσον αφορά τους νέους που με ζήλο και αγάπη, από μικρή πολλές φορές ηλικία, έχουν στραφεί και διδάσκονται να μάθουν τη Βυζαντινή Εκκλησιαστική μουσική και φιλοδοξούν να υπηρετήσουν την ψαλτική τέχνη στο ιερό αναλόγιο, έχω να τους συμβουλεύσω τα παρακάτω:
α. Να παραμείνουν πιστοί και σταθεροί στην αγάπη τους για τη μουσική που μαθαίνουν.
β. Να γνωρίσουν σε βάθος την υμνογραφία και υμνολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Η βαθιά αυτή γνώση θα τους βοηθήσει ώστε, το θρησκευτικό τους συναίσθημα, να εκδηλώνεται έντονα και σε όλη του την ορμή.
γ. Η μάθηση, σε Σχολή ή καταξιωμένο μουσικοδιδάσκαλο, να είναι ουσιαστική και σε βάθος και όχι επιφανειακή χωρίς βαθιά κατανόηση των διαφόρων λεπτομερειών, με σκοπό μόνο την εξασφάλιση ενός πτυχίου ή διπλώματος με υποτυπώδεις, στο τέλος των σπουδών τους, εξετάσεις, κατά τις οποίες πολλές φορές η εξεταστική επιτροπή, αποφεύγει ή δεν έχει τη δυνατότητα, λεπτομερειακού ελέγχου των μουσικών γνώσεων των εξεταζομένων.
δ. Προκειμένου, ένας νέος, να αξιοποιήσει τις γνώσεις του και το φωνητικό του τάλαντο στο ιερό αναλόγιο, να μεριμνήσει ώστε να έχει πολλά «ψαλμικά ακούσματα» καταξιωμένων ψαλμωδών. Αυτό είναι απαραίτητο για την ψαλτική του σταδιοδρομία, δεδομένου ότι η ψαλτική μας τέχνη είναι, κατά κύριο λόγο, φωνητική-ακουστική παράδοση και η μουσική γνώση και παιδεία δεν αρκεί μόνη της.
ε. Να μαθητεύσει- μετά τις μουσικές του σπουδές ή παράλληλα με αυτές- κοντά σε αναγνωρισμένο ιεροψάλτη, πάνω στο ιερό αναλόγιο, ώστε να διδαχθεί στην πράξη όλα τα μυστικά της ψαλτικής τέχνης και το λειτουργικό τυπικό των ιερών ακολουθιών και να διαμορφώσει το ψαλτικό του ύφος. Τέλος
ς. Να πλουτίσει τον μουσικό του κόσμο με ακούσματα γνήσιων δημοτικών-λαϊκών τραγουδιών και παραδοσιακών μουσικών οργάνων.
Πεμπτουσία: Ερώτηση 1η
Μιλώντας σήμερα για ύφος τι εννοούμε τι προσδιορίζουμε με αυτό τον όρο έχει σχέση με το ρεπερτόριο το μαθηματάριο; είναι στοιχείο δομικό και τεχνικό του βυζαντινού μέλους και όταν αναφερόμαστε σε ύφος Πατριαρχικό ύφος αγιορείτικο τι εννοούμε;
Φίλ. Οικονόμου: Απάντηση
Όταν ομιλούμε για ύφος, στην ψαλμωδία, αναφερόμαστε σε ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό γνώρισμα της απαγγελίας μιας μελωδίας, που συνδέεται άμεσα με τον τρόπο προφοράς και εκφώνησης και γενικά της απόδοσης του μέλους. Έχει άμεση σχέση με την ευκρίνεια, τη διαύγεια και την τεχνική της εμμελούς εκφώνησης του ψάλματος.
Για καλύτερη κατανόηση του πράγματος μπορούμε να παραλληλίσουμε το ύφος στην ψαλμωδία με τη ρητορική απαγγελία των γλωσσικών κειμένων. Όπως δηλαδή διακρίνουμε μορφές στη ρητορική προφορά και απαγγελία των γλωσσικών κειμένων, έτσι διακρίνουμε και μορφές στην προφορά και ψαλμώδηση των μουσικών κειμένων. Γι’ αυτό σήμερα υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία μορφών του ύφους.
Η «Πατριαρχική Σχολή» της ψαλτικής παράδοσης της Κωνσταντινούπολης προβάλλει « το της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας εξέχον και μεγαλοπρεπές ύφος» το επιλεγόμενο «Πατριαρχικό ύφος», το οποίο διαδοχικά καλλιεργήθηκε και κληροδοτήθηκε στους νεότερους από τους παλαιότερους αοίδιμους πρωτοψάλτες και λαμπαδαρίους του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Οι Αγιορείτες ψαλμωδοί υποστηρίζουν ότι, « σεβασμό στην ψαλτική παράδοση και συνεπώς διατήρηση γνήσιας παραδοσιακής ψαλμωδίας» , έχουμε μόνο με το «Αγιορείτικο» ύφος , αφού, όπως λένε, στο Άγιον Όρος υπάρχει μία αδιάκοπη και συνεχής φωνητική και γραπτή παράδοση, τόσο στη σημειογραφία όσο και την ερμηνεία των βυζαντινών μαθημάτων.
Επίσης έχουμε και άλλες μορφές όπως π.χ. το «Σμυρναίικο ύφος», το «Αθηναϊκό ύφος», το «των Θεσσαλονικαίων ύφος», κ. λπ.
Ασφαλώς το ύφος είναι « δομικό και τεχνικό στοιχείο του βυζαντινού μέλους», αλλά το ουσιώδες ερώτημα που προβάλλει είναι: «Ποιο είναι το αντιπροσωπευτικό, για τη ψαλτική τέχνη, ψαλτικό ύφος ερμηνείας και σωστής απόδοσης των βυζαντινών εκκλησιαστικών μαθημάτων;» Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι ο προσδιορισμός του ύφους, σε μια ψαλμωδία, με σαφήνεια και απόλυτη ακρίβεια, είναι υποκειμενικός και δύσκολος, αν όχι αδύνατος. Απλώς διδάσκεται και μεταδίδεται μόνο «δια ζώσης» από στόμα σ’ αφτί και από γενιά σε γενιά. Γι’ αυτό και οι μεγάλοι μουσικοδιδάσκαλοι και πρωτοψάλτες απέφυγαν και δεν επεχείρησαν να το προσδιορίσουν με τη βυζαντινή σημειογραφία. Ο Κων/νος ο Βυζάντιος και ο Θεόδωρος Φωκαέας γράφουν χαρακτηριστικά για το ύφος ότι: «…αδύνατον είναι να εκφραστεί δια της γραφής, διότι είναι Αήρ…»! Γι’ αυτό σήμερα επικρατεί σύγχυση και ακαταληψία γύρω από το πράγμα.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι εκείνο που χαρακτηρίζει τον κορυφαίο ερμηνευτή, είναι το «Πατριαρχικό ύφος», χωρίς όμως να έχουν τη δυνατότητα να το προσδιορίσουν και να το περιγράψουν, με συνέπεια να το αποδίδουν σε όλους ανεξαιρέτως τους καταξιωμένους και διακεκριμένους, κατά τη γενική κρίση και αντίληψη, μεγάλους πρωτοψάλτες. Αν όμως είναι έτσι, τότε πώς μπορεί κανείς να προσομοιάσει το ύφος ψαλμωδίας π. χ. του Χαρ. Ταλιαδώρου και του Σπ. Περιστέρη, ή του Αθ. Καραμάνη και του Δημ. Σουρλαντζή, ή του Δημ. Νεραντζή και του Κων. Τασόπουλου ή του Ιάκ. Ναυπλιώτη και του Λεων. Αστέρη ή του Θρ. Στανίτσα και του Μαν. Χατζημάρκου κ. λπ. ; Όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι, κορυφαίοι ψαλμωδοί, έψαλλαν ή ψάλλουν με Πατριαρχικό ύφος; Αν όχι, τότε πώς θεωρούνται, και είναι πράγματι, κορυφαίοι ερμηνευτές της ψαλτικής τέχνης;
Προσωπικά πιστεύω ότι το «αντιπροσωπευτικό ψαλτικό ύφος» δεν έχει «σφραγίδα και ταμπέλα» αλλά είναι εκείνο που εμπνέει θεοσέβεια, μυσταγωγία και ευλάβεια, πίστη και σεβασμό στις ιερές μας παραδόσεις. Είναι, τέλος, εκείνο που υποβάλλει και υποβοηθάει τον προσευχόμενο πιστό στην προσευχή του και μπορούμε να του δώσουμε το όνομα: «Εκκλησιαστικό ύφος».
Πεμπτουσία: Ερώτηση 2η
Αναφέρετε στα γραπτά σας για το λατρευτικό χαρακτήρα των κλασσικών μαθημάτων και την ελληνικότητα του ήθους τι εννοούμε ήθος στη μουσική είναι η ειδοποιός διαφορά των βυζαντινής μουσικής από άλλα είδη μουσικής;
Φίλ. Οικονόμου: Απάντηση
Στους Ι. Ναούς και κατά τη διάρκεια μιας ιερής ακολουθίας, βασικός στόχος της μουσικής είναι να φέρει τον προσευχόμενο σε κατάσταση έκστασης, κατάνυξης και «προσομιλίας» με το Θεό, να τον οδηγήσει σε υπερβατικά επίπεδα, ώστε η ψυχή του πιστού να δεχθεί, ως αρμονικός δέκτης, με θαυμαστό συντονισμό τη μελωδία, συνυφασμένη άρρηκτα με το λόγο, για να κατανοηθεί και να δημιουργήσει τα ανάλογα συναισθήματα. Η μουσική δηλαδή μέσα στους Ι. Ν. αποτελεί ένα «εμμελές κήρυγμα». Τη θαυμαστή αυτή δύναμη τη διαθέτει μόνο η Βυζαντινή μουσική, η οποία την ξεχωρίζει και την τοποθετεί σε περίοπτη θέση στη λειτουργικότητα του λατρευτικού χώρου της Ορθόδοξης εκκλησίας. Από τη δύναμη αυτή πηγάζει και ο λατρευτικός χαρακτήρας των βυζαντινών μαθημάτων.
Η ποικιλία των ήχων με τους οποίους ψάλλονται τα εξαίσια μαθήματα των θεόπνευστων υμνογράφων, έχει τον ιδιαίτερο σκοπό τη γέννηση, κάθε φορά, στις ψυχές των προσευχόμενων, διαφορετικών συναισθημάτων όπως αυτά προσδιορίζονται από τα κείμενα που ψάλλονται. Αυτή η ικανότητα προσδιορίζει και το λεγόμενο ήθος του κάθε ήχου. Κάθε ήχος αποδίδει και διαχέει , διαφορετικά αισθητικά ακούσματα που επιδρούν στις ψυχές των πιστών και γεννούν, όπως είπαμε και προηγούμενα, τα ανάλογα συναισθήματα. Γενικά όμως όλα τα μονόφωνα βυζαντινά μαθήματα έχουν το κοινό γνώρισμα να προσιδιάζουν και να αποδίδουν νοήματα και να γεννούν συναισθήματα με ελληνικό χαρακτήρα, που είναι βασικό γνώρισμα της αρχαιοελληνικής μουσικής. Η αρχαιοελληνική μουσική, από την οποία πήγασε η πρωτοεκκλησιαστική μουσική, με το απέριττο κάλος της και ειδικότερα οι Πλατωνικές αντιλήψεις σχετικά με το ήθος της μουσικής, ταυτίζονταν, ευθύς εξ αρχής, με το χριστιανικό πνεύμα.. Η συνύφανση εξάλλου μελωδίας και λόγου, όπως προανέφερα, είναι Ελληνική άποψη που χαρακτηρίζει τα βυζαντινά μαθήματα, με την πιο αυστηρή της μάλιστα μορφή, που είναι η καθαρά φωνητική μουσική. Γι αυτό και στα γραπτά μου κείμενα επισημαίνω, σε κάθε περίπτωση, την Ελληνικότητα του ήθους της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής μουσικής.
Πεμπτουσία: Ερώτηση 3η
Το τελευταίο καιρό πολλοί δάσκαλοι προτείνουν τρόπους ερμηνείας μαθήματα παλαιά, μια επαφή με τους παλαιούς μελοποιούς, συστήνονται χορωδίες πώς κρίνετε την όλη προσπάθεια για το παρόν και μέλλον της βυζαντινής μουσικής είστε αισιόδοξος;
Φίλ. Οικονόμου: Απάντηση
Ο περἰφημος Άρχοντας πρωτοψάλτης της Μ. του Χ. Ε. Γεώργιος Βιολάκης υποστήριζε ότι: «…πάντα τα εις την Εκκλησίαν ημών αρμόζοντα άσματα και μέλη εποιήθησαν υπό των Αρχαίων της Βυζαντινής εποχής μουσικών, ημείς δε οφείλομεν να ψάλλωμαν πιστώς και ερρύθμως ταύτα και ουχί να μελοποιώμεν νέα…». Ωστόσο έχω την πεποίθηση ότι το λειτουργικό σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας έχει πράγματι θαυμαστό πλούτο και μεγάλη ποικιλία δομής, ώστε να προσφέρεται για προεκτάσεις και νέες δημιουργίες. Η ψαλτική τέχνη, ως ζωντανή τέχνη παρακολουθεί διαχρονικά τη ζωή και τη συνεχή επέκταση της Ορθοδοξίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να παραμείνει στάσιμη και ανεξέλικτη. Αρκεί οι νέες δημιουργίες να χαρακτηρίζονται από το σεβασμό και την προσήλωση στις παραδοσιακές επιταγές και να βασίζονται και να πηγάζουν από το μυστηριακό πνεύμα και το λατρευτικό χαρακτήρα της όλης λειτουργικής διαδικασίας, μέσα στο ναό, στην οποία θα συμμετάσχουν και την οποία θα υπηρετήσουν.
Στις μέρες μας υπάρχει πράγματι μια εντυπωσιακή παραγωγικότητα νέων μελοποιήσεων και ένας μεγάλος αριθμός μουσικών βιβλίων με νέες μελοποιήσεις έχει εκδοθεί και κυκλοφορεί στον ψαλτικό κόσμο. Ορισμένα απ’ αυτά είναι εναρμονισμένα με το παραπάνω πνεύμα που περιέγραψα. Στα περισσότερα όμως διακρίνει κανείς την τάση των νέων μελοποιών για πρωτότυπες μελισματικές γραμμές και νεοφανείς θέσεις. Η μουσική αυτή αντίληψη για την ψαλτική μας τέχνη είναι εσφαλμένη. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι κάθε τι καινούργιο και πρωτότυπο είναι οπωσδήποτε σημαντικό και αξιόλογο και συνεπώς κατάλληλο και αποδεκτό από την Ορθόδοξη λειτουργική μας ζωή. Φρονώ ότι η δημιουργική ικανότητα των νέων μελοποιών πρέπει να στραφεί προς την απλότητα που χαρακτηρίζει τις μουσικές συνθέσεις των παλαιών μεγάλων μελουργών της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Στην έννοια αυτή της «κλασσικής απλότητας» αντιτίθεται και αντιπαλεύει έντονα το «πνεύμα» της εποχής μας επηρεασμένο από την επαναστατική στροφή και τάση της παγκόσμιας μουσικής αντίληψης και τεχνοτροπίας προς τον μοντερνισμό, σε εκτεταμένες, δηλαδή, πολυπλοκότητες και μελωδικούς σχηματισμούς.
Ωστόσο είμαι αισιόδοξος και βέβαιος ότι, παρά τις δύσκολες αυτές συνθήκες, μελλοντικά η αξία της απλότητας των παλαιών κλασσικών μαθημάτων θα καταστεί καθολικό αξίωμα και πίστη για τους λειτουργούς της Εκκλησίας μας και θα έχει τα ανάλογα ευεργετικά αποτελέσματα από κάθε άποψη.
Πεμπτουσία: Ερώτηση 4η
Πιστεύετε ότι σήμερα η βυζαντινή μουσική διέφυγε τον κίνδυνο του εκδυτικισμού ή των εξ ανατολών επιδράσεων πόσο δεκτική είναι η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική σε επιρροές και επαφές με άλλους πολιτισμούς; μπορείτε να μας κάνετε μια ανάλυση για το θέμα;
Φίλ. Οικονόμου: Απάντηση
Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική μας μουσική, παρ’ όλες τις δοκιμασίες, επιβουλές και ποικίλες εξωτερικές επιδράσεις, που κατά καιρούς δέχτηκε, στάθηκε ακλόνητη και μοναδική λειτουργική μουσική της Ορθοδοξίας. Οι βυζαντινές μελωδίες αποτέλεσαν και αποτελούν βίωμα αιώνων ριζωμένο στις ψυχές των Ορθοδόξων Χριστιανών. Με αδιάκοπους και συνεχείς αγώνες, η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει με σοβαρότητα και αποτελεσματικότητα όλους τους κλυδωνισμούς και τις επιβουλές που άρχισαν να εμφανίζονται τον 4ο , κιόλας, μ. Χ. αιώνα, και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας. Ωστόσο, στη μακρά αυτή περίοδο φυσικό ήταν να δεχθεί «ξενότροπα μουσικά ψήγματα» και επιδράσεις άλλων μουσικών πολιτισμών, με τη μορφή αλληλοδανισμού, κυρίως εξ Ανατολών αλλά και εκ Δυσμών. Πιστεύω όμως ότι το «μουσικό οικοδόμημα» της λατρευτικής μας μουσικής είναι βαθιά και στέρεα δομημένο και ότι δεν είναι δεκτικό ουσιαστικών εξωτερικών νοθευτικών επιδράσεων και αλλοιώσεων.
Θα ήθελα όμως με την ευκαιρία αυτή να επισημάνω αυτό που σε πολλές περιπτώσεις έχω τονίσει σε πολλά γραπτά μου κείμενα. Ο κίνδυνος από επιρροές και επαφές με άλλους μουσικούς πολιτισμούς, ουσιαστικά έχει πλέον εκλείψει. Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική μας μουσική, δοκιμάστηκε επί δύο, περίπου, αιώνες τώρα και όχι μόνο δεν εκφυλίστηκε, αλλά εξακολουθεί να έχει την αίγλη που είχε εκείνη τη βυζαντινή εποχή και να αποτελεί την κορωνίδα και προμετωπίδα της Ορθόδοξης εκκλησίας μας Ο μόνος ουσιαστικός κίνδυνος αλλοτρίωσης, που αντιμετωπίζει σήμερα η Εκκλησιαστική μας μουσική, είναι «εσωτερικός»! Οι ίδιοι οι φορείς και λειτουργοί της αποτελούν την μεγαλύτερη απειλή της. «Ειδικοί» και «Επαΐοντες» (που είναι εν αφθονία στις μέρες μας!) με υπέρμετρο ενδιαφέρον «ερευνούν» και ασχολούνται θεωρητικά με τη μουσική μας και, όχι μόνο αποκτούν άποψη, αλλά προσπαθούν, με κάθε τρόπο, τελείως αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα, να την προωθήσουν και να την επιβάλουν. Άλλοι, αυτοαποκαλούμενοι «μεγάλοι ερμηνευτές και ψαλμωδοί» δεν αρκούνται μόνο στην «εμπορευματοποίηση» της ιερής μουσικής μας, αλλά εισάγουν και χρησιμοποιούν στη λειτουργική πράξη και μηχανικά μέσα και ισοκράτες. Δεν λείπουν επίσης και πλείστα όσα «παράτυπα» και «αντικανονικά» συμβαίνουν πάνω στα ιερά αναλόγια, όπου μέχρι και «ψαλτοτράγουδα» και «παραλλαγές Πα Βου Γα Δι» ή οκτάηχους πολυελέους με αισθητικό ακρόαμα γνήσιας κοσμικής μουσικής σε μορφή «τραγουδιών» έχουμε ακούσει. Μερικοί μάλιστα «προοδευτικότεροι», αγνοούντες και ούτε καν υποψιαζόμενοι τους λόγους και τους στόχους, που ανάγκασαν τους Θείους Πατέρες της Ορθοδοξίας να απαγορεύσουν τις πολυφωνίες και τα όργανα από την Εκκλησία, «πρόσφεραν» τα ιερά αναλόγια και κατακλύστηκαν από τετραφωνίες και καντάδες. Εν ονόματι των αισθήσεων, εμπρησμός της αγιότητας, του μυστηρίου και της προσευχής.! Όλα αυτά διαστρεβλώνουν, υποβαθμίζουν, παραμορφώνουν και αλλοτριώνουν τη λειτουργική μας μουσική, η οποία, δυστυχώς, με τη μορφή αυτή μεταδίδεται στους νεότερους
Δεν επιθυμώ, όμως να επεκταθώ πάνω στο θέμα αυτό, το οποίο θεωρώ αρκετά σοβαρό, αλλά, εν κατακλείδι, θέλω να τονίσω ότι, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπάρχει διαρκής επαγρύπνηση και διαρκής εγρήγορση από « φυλακής έτι πρωίας μέχρι νυκτός καθ’ ημέραν», ώστε, κάθε προσπάθεια επιβουλής και καινοτομικής ενέργειας, να καταστέλλεται « εν τη γενέσει της ».
Πεμπτουσία: Ερώτηση 5η
Συμβουλές προς τους νεωτέρους που μαθαίνουν Βυζαντινή μουσική; τι να προσέξουν; πώς να προσεγγίσουν τη βυζαντινή μουσική;
Φίλ. Οικονόμου: Απάντηση
Οι νέοι μας αποτελούν το θεμέλιο και την ελπίδα του έθνους μας. Όλοι οι νέοι μας
Το ερώτημά σας, αν και είναι εξειδικευμένο και αναφέρεται στους νέους που μαθαίνουν βυζαντινή μουσική, εν τούτοις το ρήμα «προσεγγίσουν», που χρησιμοποιείτε μου επιτρέπει να επεκταθώ λίγο και να αναφερθώ γενικότερα στο θέμα αυτό της προσέγγισης των νέων στην εκκλησιαστική μας μουσική.
Είναι ιερό χρέος όλων, πολιτείας, γονέων, δασκάλων, εκκλησίας να σκύψουν πάνω στους νέους ανθρώπους με σκοπό και στόχο, εκτός των άλλων, τον εθισμό τους προς την Ελληνική μουσική και τα Ελληνικά μουσικά ακούσματα φωνής και οργάνων.
Τα παιδαγωγικά προγράμματα της πολιτείας να έχουν στόχο την καλλιέργεια της αγάπης των νέων προς τα γνήσια Δημοτικά και λαϊκά μας τραγούδια ώστε να κατανοήσουν την μεγάλη τους σημασία για την Πατρίδα μας και να τους εμφυσήσουν έτσι την αγάπη στους θησαυρούς του μουσικού Ελληνισμού. Να αναβαθμισθεί η διδασκαλία της μουσικής και στις δύο βαθμίδες Εκπ/σης και να διδάσκεται συστηματικά σε επιστημονική βάση και όχι περιθωριακά συγκριτικά με την Ευρωπαϊκή.
Σοβαρή μέριμνα της Εκκλησίας να είναι η προσέλκυση των νέων στους Ι. Ναούς, ώστε να γίνουν κοινωνοί των μυστηριακών τελετουργιών της Ορθοδοξίας, να βιώσουν τις ιδιαίτερες στιγμές τους, και να «γευτούν» ψυχικά γνήσιες παναρμόνιες βυζαντινές μελωδίες μέσα σε μυσταγωγικό λατρευτικό τελετουργικό κλίμα. Η παραδοσιακή λειτουργική μουσική της Εκκλησίας μας αποτελεί, αναμφίβολα, ουσιώδη μορφή προσέγγισης των νέων ανθρώπων στη γνήσια Ελληνική μουσική. Να θεραπεύσει τις πολλές «τελετουργικές αναρχίες», που πολλές φορές παρατηρούνται, και να επαναφέρει τη λειτουργική πράξη στις παραδοσιακές της μορφές, σε όλους τους Ι. Ναούς, με καθολική υποχρέωση την τήρηση των ιερών κανόνων με βάση ένα και μοναδικό λειτουργικό «τυπικό» των ιερών ακολουθιών.
Οι γονείς να προσαρμόσουν τις μουσικές τους προτιμήσεις και ευαισθησίες στα γνήσια Ελληνικά ακούσματα. Ο θαυμασμός που καλλιεργείται, πολλές φορές, στην οικογένεια για τραγουδιστές και τραγούδια με μελωδίες και στίχους χαμηλής στάθμης και γενικά μουσικές μοντέρνες και ξένες προς τα ελληνικά ήθη και έθιμα, αποπροσανατολίζουν τους νέους και εμποδίζουν ή και ματαιώνουν την ένταξή τους σε μουσική ατμόσφαιρα με στοιχεία ευεργετικού ήθους.
Πολλά ακόμη πρέπει να οργανωθούν και να λειτουργήσουν, ώστε να προσελκυσθούν οι νέοι και να κατευθυνθούν στο σωστό και γνήσιο δρόμο της ελληνικής μουσικής αγωγής και παιδείας. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας διαφεύγει ότι οι νέοι άνθρωποι σήμερα είναι πιο αυθόρμητοι από τις παλαιότερες εποχές. Δυσανασχετούν με την προσποίηση, την παραποίηση και αν υποπτευθούν υποκρισία, αλλοίωση και ψεύδος, απμακρύνονται! Πολλοί ταλαντούχοι νέοι τρέπονται προς άλλους δρόμους και άλλες κατευθύνσεις, με τις γνωστές βλαπτικές γι’ αυτούς, την Εκκλησία και την Πατρίδα μας, συνέπειες
Τέλος, όσον αφορά τους νέους που με ζήλο και αγάπη, από μικρή πολλές φορές ηλικία, έχουν στραφεί και διδάσκονται να μάθουν τη Βυζαντινή Εκκλησιαστική μουσική και φιλοδοξούν να υπηρετήσουν την ψαλτική τέχνη στο ιερό αναλόγιο, έχω να τους συμβουλεύσω τα παρακάτω:
α. Να παραμείνουν πιστοί και σταθεροί στην αγάπη τους για τη μουσική που μαθαίνουν.
β. Να γνωρίσουν σε βάθος την υμνογραφία και υμνολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Η βαθιά αυτή γνώση θα τους βοηθήσει ώστε, το θρησκευτικό τους συναίσθημα, να εκδηλώνεται έντονα και σε όλη του την ορμή.
γ. Η μάθηση, σε Σχολή ή καταξιωμένο μουσικοδιδάσκαλο, να είναι ουσιαστική και σε βάθος και όχι επιφανειακή χωρίς βαθιά κατανόηση των διαφόρων λεπτομερειών, με σκοπό μόνο την εξασφάλιση ενός πτυχίου ή διπλώματος με υποτυπώδεις, στο τέλος των σπουδών τους, εξετάσεις, κατά τις οποίες πολλές φορές η εξεταστική επιτροπή, αποφεύγει ή δεν έχει τη δυνατότητα, λεπτομερειακού ελέγχου των μουσικών γνώσεων των εξεταζομένων.
δ. Προκειμένου, ένας νέος, να αξιοποιήσει τις γνώσεις του και το φωνητικό του τάλαντο στο ιερό αναλόγιο, να μεριμνήσει ώστε να έχει πολλά «ψαλμικά ακούσματα» καταξιωμένων ψαλμωδών. Αυτό είναι απαραίτητο για την ψαλτική του σταδιοδρομία, δεδομένου ότι η ψαλτική μας τέχνη είναι, κατά κύριο λόγο, φωνητική-ακουστική παράδοση και η μουσική γνώση και παιδεία δεν αρκεί μόνη της.
ε. Να μαθητεύσει- μετά τις μουσικές του σπουδές ή παράλληλα με αυτές- κοντά σε αναγνωρισμένο ιεροψάλτη, πάνω στο ιερό αναλόγιο, ώστε να διδαχθεί στην πράξη όλα τα μυστικά της ψαλτικής τέχνης και το λειτουργικό τυπικό των ιερών ακολουθιών και να διαμορφώσει το ψαλτικό του ύφος. Τέλος
ς. Να πλουτίσει τον μουσικό του κόσμο με ακούσματα γνήσιων δημοτικών-λαϊκών τραγουδιών και παραδοσιακών μουσικών οργάνων.