Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Ένα ζευγάρι νεόνυμφοι μετά το Μύστήριο...

Του Κωνσταντίνου Γανωτή*
Τί ὡραία σκηνή! ῞Ενα ζευγάρι νεόνυμφοι μετὰ τὸ μυστήριο καὶ τὰ συγχαρητήρια πιασμένοι ἀπ’ τὸ χέρι κατεβαίνουν τὰ σκαλιὰ τῆς ἐκκλησίας καὶ πηγαίνουν νὰ κατοικήσουν στὸ σπιτικό τους. Εἶναι πιὰ οἱ δυό τους μιὰ οἰκογένεια. ῾Η ἀγάπη, ποὺ ἔχουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, κυριεύει ὁλόκληρη τὴν ψυχή τους, τὰ ὄνειρά τους γιὰ τὸ μέλλον, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο ποὺ βλέπουν τὸν ἄλλον κόσμο. ῞Ολος ὁ κόσμος τοὺς φαίνεται ὄμορφος, ἡ ἀγάπη τους ἁπλώνεται σὲ ὅ,τι τοὺς περιβάλλει.

᾿Απὸ δυὸ ἄτομα, ποὺ ἦταν πρὶν ἀπὸ λίγο, ἔγιναν τώρα μιὰ οἰκογένεια, μιὰ οἰκογένεια δυὸ προσώπων, ποὺ εἶναι ἑνωμένα μὲ τὴν ἀγάπη τους σὲ ἕνα καινούργιο πρόσωπο, τὴν οἰκογένεια.

Στὴν παλιὰ παραδοσιακὴ κοινωνία, καὶ τὰ πρόσωπα τῆς νέας οἰκογένειας ἦταν γνωστὰ καὶ ἀγαπητὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ οἰκογένεια ποὺ τοὺς ἔφεραν στὸν κόσμο ὡς κοινωνικὸ πρόσωπο. ῎Ετσι ἡ καινούργια οἰκογένεια ἀκτινοβολοῦσε καὶ ἀντλοῦσε καὶ ἀγάπη καὶ ἀναγνώριση καὶ ἐκτίμηση ἀπὸ τὴν κοινωνία. Καὶ ὅπως συνέβαινε καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ γάμο, ἡ νέα οἰκογένεια ἐξακολουθεῖ νὰ τρέφεται μὲ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς κοινωνίας, νὰ συμμετέχει δηλαδὴ στὴ θρησκευτική, ἐθνικὴ καὶ κάθε ἄλλη ζωὴ τῆς κοινωνίας. ῎Ετσι ἡ καινούργια οἰκογένεια γίνεται ἕνα καράβι, ποὺ ταξιδεύει ἀνάμεσα σὲ μιὰν ἀρμάδα τραγουδώντας ἀπὸ τὸ αἴσθημα ἀσφάλειας, ποὺ ἀναπνέει. Γίνεται ἕνα δεντράκι ποὺ φύεται καὶ αὐξάνει, γιὰ νὰ γίνει ἕνας μεγάλος πλάτανος στὴν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ.

Κι ὅμως δὲν θ’ ἀργήσει νὰ καταλάβει ἡ οἰκογένεια πὼς εἶναι ἕνα μαντρὶ κυκλωμένο ἀπὸ ἄγριους λύκους. Οἱ ἀτίθασες ἐπιθυμίες τους ἀπὸ μέσα καὶ ὁ φθόνος τοῦ κόσμου ἀπ’ ἔξω, οἱ δυσκολίες αὐτῆς τῆς ζωῆς, κάνουν τὸ καράβι νὰ κινδυνεύει, τὸ δεντράκι νὰ σαρώνεται ἀπ’ τοὺς ἀνέμους.

Τότε εἶναι ποὺ ἀνακαλύπτουν ὁ ἕνας τὰ ἐλαττώματα τοῦ ἄλλου. ῾Ο καθένας τὰ θεωρεῖ μάλιστα ὡς προσωπικὲς ἐπιθέσεις ἐναντίον του καὶ συχνὰ ἀναλαμβάνει τὴν πρωτοβουλία νὰ πατάξει τὸ ἐλάττωμα τοῦ ἅλλου. ῎Ετσι ἀρχίζουν οἱ γκρίνιες καὶ ἡ «διάσταση» ἀνάμεσα στὸ ζευγάρι. Καὶ σὲ λίγο ἔρχεται συχνὰ καὶ τὸ διαζύγιο.

Καὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔχει πάντα στὴν καρδιά του τὸν Παράδεισο. ῎Ετσι κάθε χαρὰ τὴν αἰσθάνεται αἰώνια καὶ ἀσφαλῆ. Δὲν ὑποπτεύεται τὸ κακό, ἀκόμα κι ὅταν ὁ ἴδιος εἶναι κακός! Γι’ αὐτὸ ὅλοι εὔχονται στὰ ζευγάρια «βίον ἀνθόσπαρτον», καὶ τὰ ἴδια τὰ ζευγάρια τὸ πιστεύουν καὶ τὸ προσδοκοῦν. Κι ὅμως ὁ Θεὸς βγάζοντας τοὺς Πρωτόπλαστους ἀπ’ τὸν Παράδεισο τοὺς προειδοποίησε γιὰ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, γιὰ ἱδρῶτες καὶ πόνους καὶ ὑποταγές. Καὶ μαζὶ μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ζοφερὰ τοὺς εὐαγγελίστηκε τὴ συντριβὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ διαβόλου καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴ γυναίκα. Δηλαδὴ τοὺς εὐαγγελίστηκε τὸ τέρμα τῶν δακρύων καὶ τὴν ἐπάνοδο τῶν ἀνθρώπων στὸν Παράδεισο, καὶ μάλιστα ἕναν παράδεισο τώρα χωρὶς φίδια καὶ διαβόλους. Καὶ ἡ προειδοποίηση ἐπαληθεύεται στὴ ζωή μας. Πῶς ὅμως οἰκονομεῖ ὁ Θεὸς τὸν τελικὸ θρίαμβο τῶν πλασμάτων του;

Μᾶς ἔδωσε ἀπὸ πολὺ παλιὰ ἕνα μεγαλειώδη καὶ συνταρακτικὸ συμβολισμὸ τοῦ τρόπου τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Αὐτὸς εἶναι ὁ κατακλυσμός. ῎Εβαλε τοὺς εὐσεβεῖς, τὴν οἰκογένεια τοῦ Νῶε, μέσα στὴν κιβωτὸ καὶ τοὺς ἔσωσε. ῾Υποσχέθηκε ὅμως ὕστερα πὼς δὲν θὰ ξανακάνει κατακλυσμὸ καὶ τὸ ἐπιβεβαίωσε μὲ τὸ οὐράνιο τόξο.

Αὐτὸ ποὺ συμβόλιζε ἡ Κιβωτὸς τοῦ Νῶε ἔγινε πραγματικότητα πενήντα μέρες μετὰ τὴν ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν Πεντηκοστή. Εἶναι ἡ ἵδρυση τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ᾿Εκκλησία σώζει τὸν κόσμο, ποὺ θέλει νὰ σωθεῖ, καθὼς ἡ ἴδια εἶναι μιὰ οἰκογένεια ὡς μητέρα, ποὺ γεννάει τὰ τέκνα της ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, τὴ μήτρα τῆς ᾿Εκκλησίας μὲ πατέρα τὸν Τριαδικὸ Θεὸ σύμφωνα καὶ μὲ τὸ λόγο τοῦ εὐαγγελιστῆ ᾿Ιωάννη· «καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι».

Αὐτὸ βέβαια εἶναι πολὺ μεγάλη εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ μπαίνουν στὴν κιβωτὸ τῆς σωτηρίας καὶ γι’ αὐτὸ οἱ πιστοὶ συνέθεσαν χιλιάδες τραγούδια, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴ χαρά τους καὶ ἑκατομμύρια πιστοὶ ἔγιναν μάρτυρες τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ Χριστιανοὶ ἔφτιαξαν κοινότητες, κοινότητες ἀγαπητικές, προσομοιώσεις τῆς κιβωτοῦ τοῦ Νῶε! Καρδιὰ τῆς κάθε χριστιανικῆς κοινότητας εἶναι ὁ ναὸς καὶ ὁρατὸς Χριστὸς ὁ ἐφημέριος στὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου.

Γιὰ νὰ ζήσει ὅμως αὐτὴ ἡ κοινότητα καὶ νὰ λειτουργήσει σωστά, πρέπει οἱ πιστοὶ νὰ εἶναι πιστοί, δηλ. νὰ ἔχουν νιώσει ὅτι μέσα στὴν ᾿Εκκλησία εἶναι ὁ Παράδεισος κι ἔξω ἀπ’ αὐτὴν ἐλλοχεὺει ἡ κόλαση. Βέβαια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπισκοπεῖ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία, ἀλλὰ ὁ χριστιανὸς μόνο μέσα στὴν ᾿Εκκλησία αἰσθάνεται ἀσφάλεια.

Κι ὅμως οἱ πιστοὶ χρόνο μὲ τὸ χρόνο ἔδειχναν ν’ ἀναπαύονται περισσότερο μέσα στὸν κόσμο. ᾿Ασφάλισαν τὰ εἰσοδήματά τους καὶ τὶς περιουσίες τους στὶς ἀσφαλιστικὲς ἑταιρεῖες. ᾿Αντὶ τοῦ ῎Αρτου καὶ τοῦ Οἴνου προτίμησαν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ἀπὸ τὰ σοῦπερ μάρκετ καὶ τὰ καπηλιὰ καὶ «συσχηματίστηκαν τῷ αἰῶνι τούτῳ». Καὶ ἔτσι ὁ ναὸς ἔχει ὅλο καὶ περισσότερα ἄδεια καθίσματα. ῍Αν τώρα τολμήσει κανεὶς νὰ πιάσει ἀπ’ τὸ χέρι καὶ νὰ συμβουλέψει κανένα βαπτισμένο ἀδελφό, θ’\ἀκούσει τὴν παγερὴ διαμαρτυρία·

- Τί θέλετε, κύριε;

᾿Απὸ ἀδελφοὶ γίναμε κύριοι!

Αὐτὸ ποὺ περιγράψαμε πιὸ πάνω λέγεται ἐκκοσμίκευση τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ἐκκοσμίκευση ἐκρύωσε τὶς σχέσεις ἱερέων καὶ πιστῶν, καὶ πιστῶν μεταξύ τους, ἀφάνισε τὴν κοινὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν καὶ τοὺς ὑπέταξε σ’ αὐτὸ ποὺ τὸ λέμε «κοινὸν νοῦν». ῾Ο κοινὸς νοῦς εἶναι ἡ φιλοσοφία, ποὺ ἑνώνει τὶς πλατιὲς μάζες καὶ μιὰ τέτοια φιλοσοφία ἐκφράζει ὅλες τὶς ἀδυναμίες, ὅλες τὶς εὐκολίες, ὅλες τὶς ἐπιδερμικὲς θεωρίες, γιατὶ μόνον αὐτὲς γίνονται δεκτὲς ἀπ’ ὅλους. Καὶ μέσα σ’ ὅλους μπλέκονται καὶ οἱ χριστιανοὶ μ’ εὐχαρίστηση.

Καὶ γιὰ νὰ κοιμίσομε τίςϜ τύψεις μας, περιορίσαμε τὴν κοινότητα τῶν βαπτισμένων χριστιανῶν στὸ ναό, κι ἐκεῖ «ἐκπληρώνουμε τὰ θρησκευτικά μας καθήκοντα», ὅπως στὴν οἰκονομικὴ ᾿Εφορία ἐκπληρώνομε τὶς φορολογικές μας ὑποχρεώσεις! Στὸ ναὸ καταθέτομε τὸ εὐλαβὲς χασομέρι μας, τὴν ὀρθοστασία μας, τὸ κερί μας, τὸ κέρμα τοῦ δίσκου, τὴν ὑπομονετικὴ ἀνοχὴ τοῦ κηρύγματος καὶ μὲ τὸ ἀντίδωρο στὸ στόμα ἐξαφανιζόμαστε σχεδὸν χωρὶς νὰ χαιρετίσομε κανένα, γιατὶ κανένας δὲν θὰ μᾶς λείψει ὅλη τὴν ἑβδομάδα.

Κάποιοι ἀπὸ μᾶς, κυρίως γυναῖκες, κάνουν καὶ ἐθελοντικὴ προσφορά, μαγειρεύουν γιὰ τοὺς φτωχοὺς τῆς ἐνορίας καὶ ἔρχονται οἱ φτωχοί, ἄγνωστοι σὲ ὅλους μας, παίρνουν τὸ φαγάκι τῆς ἀγάπης καὶ φεύγουν· στὴν θεία Λειτουργία δὲν ἔρχονται, γιατὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ἀδελφοί μας, εἶναι οἱ φτωχοί, ἄλλη κάστα.

Καὶ βέβαια ἡ «ἀγάπη» μας καλύπτει τὰ ἔξοδα τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς «εὐπρέπειας τοῦ οἴκου», ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀκρίβεια σκοπὸ ἔχει νὰ σκεπάσει τὶς ἐνοχές μας, σὰν τὴ διατροφή, ποὺ δίνουν οἱ χωρισμένοι μπαμπάδες γιὰ τὰ παιδιά τους.

Καὶ περιμένομε ὅλοι τὸ «ἐν εἰρήνῃ προέλθωμεν», ὄχι γιὰ νὰ βγάλομε τὴ λειτουργία ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ νὰ τὴ διαδώσομε στὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ξεχάσομε μιὰ βδομάδα. Καὶ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα θὰ πολεμήσομε μὲ θηρία πειρασμῶν καὶ θλίψεων, θἄχομε ἀλλαγὲς μεγάλες καὶ μικρὲς στὴ ζωή μας καὶ θὰ τὶς περάσομε χωρὶς τὴν ἀναφορά μας στὴν ᾿Εκκλησία.

Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν καὶ τὰ Μυστήρια καὶ ἡ ὑποτιθέμενη ἐνορία συμμετέχει στὴ χαρὰ τοῦ γάμου, τῆς βάφτισης καὶ στὴ λύπη τῆς κηδείας. ῾Ο πιστὸς, ὅμως, ποὺ ἀνοίγει μιὰ δουλειά, μαγαζί, ἰατρεῖο, ὁ νέος ποὺ πετυχαίνει σὲ διαγωνισμούς, ποὺ παίρνει πτυχίο, ποὺ κάνει μιὰ ἐπιτυχία, τὸ ἀνακοινώνει στοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους καὶ τὸ γιορτάζει μαζί τους. ῎Αρα οἱ «ἀδελφοί» του στὴν ᾿Εκκλησία δὲν εἶναι οὔτε συγγενεῖς οὔτε φίλοι!...

Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ θλίψεις μας εἶναι συντριπτικὲς καὶ οἱ χαρές μας ρηχές. ῞Οταν βρεθοῦμε σὲ μιὰ δοκιμασία, λέμε «Θεέ μου, γιατί;» καὶ ὁ Θεὸς συνήθως δὲν μᾶς ἀπαντάει· ἂν λέγαμε ὅμως μαζὶ μὲ τὴν ἐνορία μας «Θεέ μας, γιατί;», ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἀπαντοῦσε μὲ τὶς προσευχὲς τόσων ἀδελφῶν μας. Καὶ οἱ χαρές μας μέσα στὰ συγχαρητήρια τῆς ἐνορίας καὶ μέσα στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀπὸ ἐπιτυχίες καὶ εὐτυχίες τοῦ κόσμου τούτου, θὰ γίνονταν προγεύσεις τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

᾿Ακόμα καὶ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ δὲν τὴ θέλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος χωρισμένη ἀπὸ τὸ κοινὸ βίωμα τῆς ἐνορίας. Στοὺς Κορινθίους, ποὺ εἶχαν πέσει στὸν πειρασμὸ νὰ βάζουν στόχους δικούς τους, ἀπευθύνει λόγους εἰρηνικοὺς «χωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε», σὰν νὰ τοὺς ἐλέγχει· Πῶς μπορεῖτε νὰ κάνετε ὁποιαδήποτε πρόοδο καὶ εὐτυχία ἔξω ἀπὸ τὸ κοινὸ αἴσθημα, τὴν κοινὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας, τῶν δασκάλων καὶ τῶν ἀδελφῶν σας;

Στὴ δομὴ τῆς ᾿Εκκλησίας ὑπάρχουν θεσμοθετημένα, γραφτὰ καὶ ἄγραφτα, ὅλα τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα, ποὺ ὀργανώνουν τὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας σὲ ἐνοριακή. ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία, ποὺ συγκεντρώνει τοὺς πάντες ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς «δι’ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντας», ἐκτὸς ἀπὸ τὸ «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες», ποὺ προσφέρει σὲ ὅλους τὴν οὐράνια τροφή, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὁμαδικὴ προσευχὴ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ ῾Ιερὸν Εὐχολόγιον περιέχει εὐχὲς γιὰ κάθε φάση τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν. Καὶ γιὰ τὴ σπορὰ καὶ γιὰ τὸ θερισμὸ καὶ γιὰ τὸν τρύγο, γιὰ θεμελίωση οἴκου καὶ γιὰ ναυπήγηση σκάφους καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα. Κάποια ἀπ’ αὐτὰ, τηροῦνται ἀκόμη σποραδικά, ἄλλα τυπικά, ἄλλα συνειδητά. Τὰ Μυστήρια ὅμως, ποὺ γίνονται ἀπὸ κάποιους πιστοὺς ἐρήμην τῆς ἐνορίας, δὲν παρηγοροῦν πολὺ καὶ συχνὰ τὰ αἰσθανόμαστε σὰν μαγεία. Τί παρηγοριὰ εἶναι ὅμως οἱ ἑκατοντάδες πιάτα μὲ τὰ κόλλυβα τὰ ψυχοσάββατα, ποὺ εἶναι πραγματικὴ ἐνοριακὴ πράξη, γιατὶ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ μοιραστεῖ ἕνα μέρος τοὐλάχιστον στοὺς πιστοὺς, γιὰ νὰ συγχωρέσουν. Δὲν συγχωρεῖ μόνο ὁ Θεός, συγχωρεῖ καὶ ἡ ᾿Εκκλησία, συγχωρεῖ καὶ ἡ ἐνορία. Μὲ τὴ συνηγορία τῆς ἐνορίας ὁ κάθε ἐνορίτης παρουσιάζεται στὸ βῆμα τοῦ Κριτοῦ.

῾Οπωσδήποτε ὅμως μιὰ οἰκογένεια, εἴτε φυσικὴ εἴτε πνευματική, ὅπως εἶναι ἡ ἐνορία, ἔχει σὰν ἀφετηρία καὶ βάση τὸν πατέρα, δηλ. τὸν ἐφημέριο. ῾Ο ἐφημέριος πρέπει νὰ ἔχει μεγάλη καρδιά, νὰ χωρεῖ προσωπικὰ ὁ κάθε ἐνορίτης του μέσα σ’ αὐτὴν μὲ τὰ προβλήματά του. Χρειαζόμαστε ἱερεῖς θερμούς, ἀφοσιωμένους καὶ μεγαλόψυχους. ῍Αν τοὺς ἀξίζαμε κι ἂν τὸ ζητούσαμε στὶς προσευχές μας, ὁ Θεὸς θὰ μᾶς τοὺς ἔδινε.

Τώρα ἱερεῖς καὶ πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας χρησιμοποιοῦμε οἱ μὲν τοὺς δὲ ὡς ἄλλοθι.

Βέβαια δὲν ἔχει χαθεῖ τελείως τὸ σχῆμα καὶ τὸ ἦθος τῆς ἐνορίας. ᾿Ιδιαίτερα σὲ περιόδους θλίψης ἢ καὶ κατανυκτικές, ὅπως εἶναι οἱ σαρακοστές, πάει νὰ ἀναβιώσει τὸ ἐνοριακὸ πνεῦμα. Τὸ κοσμικὸ πνεῦμα ὅμως, ποὺ μᾶς πνίγει ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές, ἀκόμα κι ἀπὸ μέσα μας μὲ τὶς ἐπιθυμίες, ἀποχρωματίζει τὴν ἐνορία, τὴν ἐκφυλίζει σὲ περιστασιακὸ πλήρωμα τοῦ ναοῦ μὲ πρόσωπα ἄγνωστα μεταξύ τους. Κι ὅταν ἀτονεῖ ἡ ἐνορία, ὁ Θεὸς γίνεται ἀτομικός μας καὶ τὸν βλέπομε μέσα ἀπὸ τὶς ἐνοχές μας καὶ τὶς ὑποκρισίες μας, γιατὶ δὲν μᾶς περιβάλλει ἡ ἀγαπητικὴ κοινότητα, ποὺ εἶναι ἡ μόνη ποὺ ἐκφράζει τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου Του.

Πρέπει νὰ γνωριστοῦμε μεταξύ μας καὶ νὰ βροῦμε ὁ καθένας τὸ πρόσωπό του στὴν καρδιὰ τοῦ ἄλλου. Τώρα ἔχομε ἁπλῶς "γνωστὲς" φυσιογνωμίες μέσα μας. Πρέπει αὐτὲς οἱ φυσιογνωμίες νὰ συμπληρωθοῦν καὶ μὲ ὀνόματα καὶ μὲ συμπάθεια καὶ μὲ ἐκτίμηση καὶ μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη. Πρέπει ὁ πόνος τοῦ κάθε ἐνορίτη νὰ γίνει πόνος τῆς ἐνορίας, ὅπως καὶ ἡ χαρὰ τοῦ ἐνορίτη νὰ γίνει χαρὰ ὅλων μας, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια μας νὰ γίνουν κοινά. Τότε μόνο θὰ ἀποτελοῦμε ἐνορία καὶ θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ ὅτι τότε μόνο θὰ ἀποτελοῦμε ᾿Εκκλησία.

Τὸ σχῆμα ἀλλὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς ἐνορίας τὰ διασώζουν σήμερα τὰ μοναστήρια. Γι’ αὐτὸ κλείνονται μέσα σὲ μάντρα, γιὰ νὰ κάνουν εὐκολότερη τὴν ἑνότητά τους οἱ μοναχοί. ῞Ολοι κλείνονται μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἡγουμένου, συμπροσεύχονται καὶ συνεργάζονται, ἔχουν τὰ κελλιά τους γιὰ ἄσκηση καὶ ἀνάπαυση, ἀλλὰ ὁ νοῦς τους εἶναι ὅλων στραμμένος στὸ καθολικό, ὅπου γίνονται ὅλοι μιὰ ἀγκαλιὰ καὶ συναυλίζονται μὲ τοὺς ῾Αγίους καὶ μὲ τοὺς ᾿Αγγέλους καὶ τρέφονται μὲ οὐράνια τροφή.

Αὐτὸ τὸ μάθημα ζωῆς, ποὺ μᾶς δίνουν τὰ μοναστήρια, πρέπει νὰ τὸ ἀντιγράψομε καὶ στὴν ἐνοριακὴ ζωή. Βέβαια εἶναι δυσκολότερο νὰ πετύχει τὸ πείραμα μέσα στὴν πλημμύρα τοῦ κόσμου μὲ τὸ κοσμικὸ φρόνημα. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ προσδοκώμενα ἀποτελέσματα εἶναι λιγότερα. Λιγότερα βέβαια ἀντικειμενικά, ἀλλὰ ἂν τὰ ἐκτιμήσομε σὲ σχέση μὲ τὶς συνθῆκες, εἶναι τεράστια. ῍Ας δοκιμάσομε νὰ ἐφαρμόσομε τὴν τακτικὴ συμμετοχὴ στὴν ἐνοριακὴ λατρεία, ἑσπερινό, ἀπόδειπνα, ὄρθρους, λειτουργίες, καὶ θὰ ἰδοῦμε ὅτι γιὰ μᾶς τοὺς λαϊκοὺς καὶ κοσμικοὺς ἀποτελεῖ ἄθλο ἡ ἐπιτυχὴς συμμόρφωση καὶ μόνο σ’ αὐτὴν τὴν τακτική. ῎Ετσι θὰ εἶναι καὶ τὰ ἄλλα. ῍Ας ἐπιχειρήσομε ἔστω καὶ μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, τὴν Κυριακή, νὰ τρῶμε ὅλοι οἱ συνενορίτες σ’ ἕνα τραπέζι, γιὰ νὰ καθήσομε κι ἐμεῖς ὁ ἕνας ἀπέναντι στὸν ἄλλον καὶ νὰ γνωριστοῦμε. ῍Ας ὀργανώσομε ἐπισκέψεις σὲ ἀσθενοῦντες, πενθοῦντες, ταλαιπωρουμένους συνενορίτες μας. Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ μαζὶ μ’ αὐτὰ ποὺ ἤδη γίνονται, ὅπως οἱ αἱμοδοσίες, οἱ ἐπισκέψεις σὲ φυλακὲς καὶ ἄλλα τέτοια, θὰ μᾶς κάνουν ἐνορία. Κι ἂν γίνομε ἐνορία, θὰ γίνομε καὶ ᾿Εκκλησία.


Από το βιβλίο «ΧΑΝΩ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ "» του Κωνσταντίνου Γανωτή
που κυκλοφορείται από τις εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ».
(τηλ.: 210 9310605).

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...