Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη*
Κάθε απόπειρα να εντρυφήσω στην ευαγγελική περικοπή της παραβολής του Ασώτου Υιού[1], θύμιζε στην απερίσκεπτη διανοητική μου χλιαρότητα,
ως προσπάθεια να συντάξω την αυτοβιογραφία μου σε ακανόνιστα χρονικά πλαίσια, σε παραμέτρους αυστηρά εξομολογητικούς που προσιδιάζουν και περιστρέφονται γύρω από το βιβλικό «και έσονται οι πρώτοι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι», μια αυτοβιογραφία του πάνυ και όντως Ασώτου υιού, του μη δυναμένου να αντιληφθεί την υψοποιό χαρισματική κατάσταση της υιοθεσίας και της πατρικής θαλπωρής.
Η ευαγγελική περικοπή του Ασώτου Υιού[2] είναι το θεμέλιο και το κέντρο της ορθόδοξης πνευματικότητας. Άνευ της μετανοίας, ο άνθρωπος ζει και παρα-λειτουργεί «μία ζωή μη ευχαριστιακή εις έναν κόσμο μη ευχαριστιακόν»[3]. Επιστρέφει ο άνθρωπος στην ουσιοποιό πραγματικότητα και δια των αισθητών ερεθισμάτων προ-γεύεται την ολότητα και μεθιστάνει στα υπέρ-αισθητά, δηλαδή επανακτά την ουράνια υιοθεσία, διαμέσου πάντοτε της ειλικρινούς συντριβής και μετανοίας. Όσο ο πιστός καλλιεργεί εν μετανοία τον εαυτό του και καταπολεμά τα πάθη του, μεταμορφώνεται και η σχεσιακή του υπόσταση με την λοιπή κτίση. Καταλαμβάνει την αξιολογική εξ Ουρανού και πρωταρχική θέση του επί της αλόγου κτίσεως και ηγεμονεύει επ΄ αυτής καλώς καί θεοφιλώς καί φιλαρέτως. Σκοπός της δημιουργίας του κόσμου είναι η σωτηρία του ανθρώπου, τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, διαφορετικά, η έλλειψη μετανοίας θα συνοδεύει ζωή Ασώτου και θα προκαλεί πάντοτε και θα επιφέρει την αναρμονιστικότητα και την πανσπερμία των συγχύσεων στην ευλογημένη συνάφεια και σχέση ανθρώπου και κτίσης και θα οδηγεί σε άστοχες παρατηρήσεις και αποκαλύψεις ως η παρακάτω: «Μια νύχτα καθόμουν στην αυλή και κοίταζα τ΄άστρα. Ο έναστρος ουρανός! Ήταν για μένα πάντα το πιο σπαρακτικό, το πιο ανησυχαστικό θέαμα. Καμιά χαρά δε μου έδινε, τρόμο μονάχα. Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω χωρίς η καρδιά μου να κυριευτεί από πανικό»[4].
Ιδιαίτερη μνεία και αναφορά, έχω την αίσθηση, αξίζει να αφιερώσει καθείς και στον «πιστό» υιό της παραβολής, του οποίου η αγανάκτηση και το δίκαιον της απορίας χαρακτηρίζει και προκαλεί τη συμπάθεια ή την εύλογη δικαιολογημένη διαπίστωση του αναγνώστη. Άξιος απορίας και εύρωστος δικαωματικά είναι ο προβληματισμός του, καθώς αναρωτιέται ¨εκ του ασφαλούς¨, με ανθρώπινα σταθμά, με παροδικά κριτήρια, χοϊκά, χωματιένια θαρρώ ταιριάζει εδώ, μια και εκφράζει χωμάτινες προσδοκίες και μετεωρισμούς. Ο πρεσβύτερος υιός , αν και ανθρωπίνως δικαίως αναρωτιέται για την ορθότητα της πατρικής βουλήσεως και κρίσης, σφάλλει και παρεισφρύει σε ατραπούς μη-ανθρώπινους. Αδυνατεί να συμπεριλάβει διανοητικά την προσωρινότητα της κτισιακής του παρουσίας και επομένως απουσιάζει πνευματικά-κτισιακά από τον περιβάλλοντα κόσμο του, δεν υπάρχει, δεν αγαπά, δεν πολιτεύεται, δεν μετανοεί. «Μετάνοια εστί παύση της αμαρτίας», μας έλεγε χαριτωμένα ο μακαριστός γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός, γεγονός που ως πνευματικός μύωψ ο πρεσβύτερος υιός αδυνατεί να αισθανθεί και να κατανοήσει διότι, αν και ωσεί πρόσωπο παρών, απών εστί εκ της χορείας των αγαπώντων το Όνομά Του.
Ο νεώτερος υιός ταυτίζει την αγάπη του με την καλωσύνη του πατέρα. Ύψιστη τιμή η υιοθεσία και δη η ουράνια, η Πατρική και θεία, η μετέστια ουρανού και γης, ορατών και αοράτων , η υπερβαίνουσα αγγελικούς χορούς και τάγματα ασωμάτων, η διακρατήσασα και ενεργούσα επ΄αγαθώ εις τους αιώνας του σύμπαντος κόσμου. Σκέφτεσαι, εντρυφάς, μελετάς την ευαγγελική παραβολή του Σπλαχνικού Πατέρα. Άραγε, ποιός δεν αισθάνεται άσωτος; Καταλαβαίνεις γιατί σου ομιλώ και γράφω περί αυτοβιογραφίας; «…οπίσω έχασκε βαθύ και το κόνισμα της γλυκειάς Παρθένας, που είτανε αποπάνω, δε φαινότατε τώρα μέσα στο σκοτάδι – θα΄ χε φύγει»[5]. Η παραβολή μου και η παραβολή σου , η αυτοβιογραφία μας φίλε αναγνώστη, να μας θυμίζει εσαεί, ότι κάπου εκεί στο απέραντο σκοτάδι, στον απύθμενο οδυρμό των απογοητεύσεων και απαρνήσεών σου, είναι αλήθεια, κάποιο εικόνισμα είναι εκεί, είναι στη θέση του και σε περιμένει…
Παραπομπές:
1. Σχετικά με την παραβολική διδασκαλία βλ., Ricoeur Paul, Η αφηγηματική λειτουργία (μτφρ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος), εκδ. Καρδαμήτσα, Αθήνα 1990, Λυκούδη Δημητρίου, Μορφωτική και διδακτική θεμελίωση των αφηγήσεων των ευαγγελικών παραβολών, Αθήνα 2008, Maria Harris, From myth to parable, language and religious education, 1978.
2. Σχετικά με την παραβολή του Ασώτου Υιού βλ., Διονυσίου(πρ. Μητροπολίτου Εδέσσης και Πέλλης), Πεντήκοντα δύο ομιλίαι εις τα ιερά Ευαγγέλια τα κατά Κυριακήν αναγιγνωσκόμενα , Αποστολική Διακονία, Εν Αθήναις 1952, Καραβιδόπουλου Ιωάννου, Ο εύσπλαχνος Πατέρας, στο περιοδικό «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τεύχος 726, 1989, σελ. 104-110, Γώγου Γρηγορίου, Εκκλησιαστικοί Λόγοι, Εν Αθήναις 1865, σελ. 422-430, Παπακώστα Σεραφείμ(Αρχιμ), Αι Παραβολαί του Κυρίου, Ζωή, Αθήνα 1980, σελ. 89-132, Τρεμπέλα Π., Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Ζωή, Αθῆναι 1952, σελ. 449-464, Θεοκλήτου Φαρμακίδου(Αρχιμ), Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, Εν Αθήναις 1842, σελ. 309-317.
3. Schmemann Al., For the Life of the World, N.Y. 1962(ελληνική μετάφραση, Αθῆναι 1971).
4. Καζαντζάκη Νίκου, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 1982, σελ. 330.
5. Του Ιδίου, Σπασμένες Ψυχές, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2007, σελ. 111.
ως προσπάθεια να συντάξω την αυτοβιογραφία μου σε ακανόνιστα χρονικά πλαίσια, σε παραμέτρους αυστηρά εξομολογητικούς που προσιδιάζουν και περιστρέφονται γύρω από το βιβλικό «και έσονται οι πρώτοι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι», μια αυτοβιογραφία του πάνυ και όντως Ασώτου υιού, του μη δυναμένου να αντιληφθεί την υψοποιό χαρισματική κατάσταση της υιοθεσίας και της πατρικής θαλπωρής.
Η ευαγγελική περικοπή του Ασώτου Υιού[2] είναι το θεμέλιο και το κέντρο της ορθόδοξης πνευματικότητας. Άνευ της μετανοίας, ο άνθρωπος ζει και παρα-λειτουργεί «μία ζωή μη ευχαριστιακή εις έναν κόσμο μη ευχαριστιακόν»[3]. Επιστρέφει ο άνθρωπος στην ουσιοποιό πραγματικότητα και δια των αισθητών ερεθισμάτων προ-γεύεται την ολότητα και μεθιστάνει στα υπέρ-αισθητά, δηλαδή επανακτά την ουράνια υιοθεσία, διαμέσου πάντοτε της ειλικρινούς συντριβής και μετανοίας. Όσο ο πιστός καλλιεργεί εν μετανοία τον εαυτό του και καταπολεμά τα πάθη του, μεταμορφώνεται και η σχεσιακή του υπόσταση με την λοιπή κτίση. Καταλαμβάνει την αξιολογική εξ Ουρανού και πρωταρχική θέση του επί της αλόγου κτίσεως και ηγεμονεύει επ΄ αυτής καλώς καί θεοφιλώς καί φιλαρέτως. Σκοπός της δημιουργίας του κόσμου είναι η σωτηρία του ανθρώπου, τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, διαφορετικά, η έλλειψη μετανοίας θα συνοδεύει ζωή Ασώτου και θα προκαλεί πάντοτε και θα επιφέρει την αναρμονιστικότητα και την πανσπερμία των συγχύσεων στην ευλογημένη συνάφεια και σχέση ανθρώπου και κτίσης και θα οδηγεί σε άστοχες παρατηρήσεις και αποκαλύψεις ως η παρακάτω: «Μια νύχτα καθόμουν στην αυλή και κοίταζα τ΄άστρα. Ο έναστρος ουρανός! Ήταν για μένα πάντα το πιο σπαρακτικό, το πιο ανησυχαστικό θέαμα. Καμιά χαρά δε μου έδινε, τρόμο μονάχα. Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω χωρίς η καρδιά μου να κυριευτεί από πανικό»[4].
Ιδιαίτερη μνεία και αναφορά, έχω την αίσθηση, αξίζει να αφιερώσει καθείς και στον «πιστό» υιό της παραβολής, του οποίου η αγανάκτηση και το δίκαιον της απορίας χαρακτηρίζει και προκαλεί τη συμπάθεια ή την εύλογη δικαιολογημένη διαπίστωση του αναγνώστη. Άξιος απορίας και εύρωστος δικαωματικά είναι ο προβληματισμός του, καθώς αναρωτιέται ¨εκ του ασφαλούς¨, με ανθρώπινα σταθμά, με παροδικά κριτήρια, χοϊκά, χωματιένια θαρρώ ταιριάζει εδώ, μια και εκφράζει χωμάτινες προσδοκίες και μετεωρισμούς. Ο πρεσβύτερος υιός , αν και ανθρωπίνως δικαίως αναρωτιέται για την ορθότητα της πατρικής βουλήσεως και κρίσης, σφάλλει και παρεισφρύει σε ατραπούς μη-ανθρώπινους. Αδυνατεί να συμπεριλάβει διανοητικά την προσωρινότητα της κτισιακής του παρουσίας και επομένως απουσιάζει πνευματικά-κτισιακά από τον περιβάλλοντα κόσμο του, δεν υπάρχει, δεν αγαπά, δεν πολιτεύεται, δεν μετανοεί. «Μετάνοια εστί παύση της αμαρτίας», μας έλεγε χαριτωμένα ο μακαριστός γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός, γεγονός που ως πνευματικός μύωψ ο πρεσβύτερος υιός αδυνατεί να αισθανθεί και να κατανοήσει διότι, αν και ωσεί πρόσωπο παρών, απών εστί εκ της χορείας των αγαπώντων το Όνομά Του.
Ο νεώτερος υιός ταυτίζει την αγάπη του με την καλωσύνη του πατέρα. Ύψιστη τιμή η υιοθεσία και δη η ουράνια, η Πατρική και θεία, η μετέστια ουρανού και γης, ορατών και αοράτων , η υπερβαίνουσα αγγελικούς χορούς και τάγματα ασωμάτων, η διακρατήσασα και ενεργούσα επ΄αγαθώ εις τους αιώνας του σύμπαντος κόσμου. Σκέφτεσαι, εντρυφάς, μελετάς την ευαγγελική παραβολή του Σπλαχνικού Πατέρα. Άραγε, ποιός δεν αισθάνεται άσωτος; Καταλαβαίνεις γιατί σου ομιλώ και γράφω περί αυτοβιογραφίας; «…οπίσω έχασκε βαθύ και το κόνισμα της γλυκειάς Παρθένας, που είτανε αποπάνω, δε φαινότατε τώρα μέσα στο σκοτάδι – θα΄ χε φύγει»[5]. Η παραβολή μου και η παραβολή σου , η αυτοβιογραφία μας φίλε αναγνώστη, να μας θυμίζει εσαεί, ότι κάπου εκεί στο απέραντο σκοτάδι, στον απύθμενο οδυρμό των απογοητεύσεων και απαρνήσεών σου, είναι αλήθεια, κάποιο εικόνισμα είναι εκεί, είναι στη θέση του και σε περιμένει…
Παραπομπές:
1. Σχετικά με την παραβολική διδασκαλία βλ., Ricoeur Paul, Η αφηγηματική λειτουργία (μτφρ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος), εκδ. Καρδαμήτσα, Αθήνα 1990, Λυκούδη Δημητρίου, Μορφωτική και διδακτική θεμελίωση των αφηγήσεων των ευαγγελικών παραβολών, Αθήνα 2008, Maria Harris, From myth to parable, language and religious education, 1978.
2. Σχετικά με την παραβολή του Ασώτου Υιού βλ., Διονυσίου(πρ. Μητροπολίτου Εδέσσης και Πέλλης), Πεντήκοντα δύο ομιλίαι εις τα ιερά Ευαγγέλια τα κατά Κυριακήν αναγιγνωσκόμενα , Αποστολική Διακονία, Εν Αθήναις 1952, Καραβιδόπουλου Ιωάννου, Ο εύσπλαχνος Πατέρας, στο περιοδικό «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τεύχος 726, 1989, σελ. 104-110, Γώγου Γρηγορίου, Εκκλησιαστικοί Λόγοι, Εν Αθήναις 1865, σελ. 422-430, Παπακώστα Σεραφείμ(Αρχιμ), Αι Παραβολαί του Κυρίου, Ζωή, Αθήνα 1980, σελ. 89-132, Τρεμπέλα Π., Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Ζωή, Αθῆναι 1952, σελ. 449-464, Θεοκλήτου Φαρμακίδου(Αρχιμ), Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων, Εν Αθήναις 1842, σελ. 309-317.
3. Schmemann Al., For the Life of the World, N.Y. 1962(ελληνική μετάφραση, Αθῆναι 1971).
4. Καζαντζάκη Νίκου, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 1982, σελ. 330.
5. Του Ιδίου, Σπασμένες Ψυχές, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2007, σελ. 111.
* Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών