Του Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Κατούνη*
Μέ τήν περικοπή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου προσδιορίζουμε οἱ πιστοί τή σχέση μέ τόν ἀληθινό Θεό καί τήν ξεχωρίζουμε ἀπό τή σχέση μ’ ἕναν ψεύτικο «θεό», κατασκευασμένο ἀπό μᾶς. ῞Εναν τέτοιο ἀνύπαρκτο «θεό» πῆγε νά λατρεύσει στό Ναό ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς. ῞Ενα «θεό» κομμένο καί ραμμένο στά δικά του μέτρα καί ὑπάκουο ὑπηρέτη τοῦ δικοῦ του ἐγωισμοῦ. ῞Οταν ἡ φυσική ἀνάγκη τῆς ψυχῆς νά προσεγγίσει τό «θεῖο» δημιουργεῖ θεότητες, τότε ἔχουμε τή θρησκεία. Μόνο πού αὐτές οἱ θεότητες εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα καί εἴδωλα. Αὐτό συμβαίνει μέ τόν φαρισαϊσμό.
῾Ο φαρισαϊσμός διαφέρει ἀπό τήν ὑποκρισία. ῾Ο ὑποκριτής εἶναι ἀνήθικος καί παρουσιάζεται ὡς ἠθικός, εἶναι ψεύτης καί παρουσιάζεται ὡς ἀληθινός, εἶναι κάτι καί παρουσιάζεται ὡς κάτι ἄλλο. ᾿Εν τούτοις ὅμως πιστεύει στόν ἀληθινό Θεό. ῎Ετσι ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας, ὅταν μετανοήσει. Στό φαρισαϊσμό συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. ῎Εχουμε τή θεοποίηση τοῦ ἐγωισμοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος πιστεύει μόνο στόν ἑαυτό του. Δέν λατρεύει τό Θεό, ἀλλά τόν ἀπορρίπτει! Σέ ἀντικατάσταση δημιουργεῖ ἕναν καινούργιο δικό του «θεό». Καλεῖ λοιπόν αὐτόν τόν καινούργιο «θεό» νά λατρεύσει καί νά προσκυνήσει τόν ἄνθρωπο. ῾Η ὑπεροψία του γκρεμίζει τήν παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί μετατρέπει τήν πίστη καί τό βίωμα τῆς χάριτος σέ θρησκεία. Στόν φαρισαϊσμό ὁ ἄνθρωπος φτάνει στήν ὕβρη. Καθαιρεῖ τό Θεό καί θεοποιεῖ τόν ἑαυτό του. Δέν εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, διότι αὐτός εἶναι τό κάτι ἄλλο. Δέν εἶναι ἁμαρτωλός καί κρυφά ἀνήθικος ὅπως ὁ ὑποκριτής. Δέν χρειάζεται νά φορέσει προσωπεῖο καί μάσκα, γιά νά προσποιηθεῖ κάτι ψεύτικο. Εἶναι ἀληθινά ἐνάρετος, ἐλεήμων καί νηστευτής. Τό μόνο στοιχεῖο πού τοῦ λείπει εἶναι ἡ ταπείνωση. ῎Εχει χάσει τήν ταπείνωσή του ἀνεπαίσθητα, σιωπηλά, χωρίς καί ὁ ἴδιος νά τό καταλάβει. ᾿Εγκλωβίστηκε στόν ἐγωισμό τῆς εὐσέβειας ἀθόρυβα καί ἴσως μετά ἀπό πολλά χρόνια πνευματικοῦ ἀγώνα. ᾿Αντικατέστησε τό Θεό μέ τή θρησκεία ὕστερα ἀπό μεγάλο διάστημα μέσα στήν ᾿Εκκλησία. Ναυάγησε μέσα στό λιμάνι καί ἀσθένησε μέσα στό νοσοκομεῖο. Βρῆκε τόν ᾿Ιατρό ἀλλά ἔχασε τό φάρμακο. ῾Ο ἀληθινός Θεός εἶναι ἄβολος γιά ὅποιον ἐγκλωβίστηκε στόν φαρισαϊσμό, διότι ὁ Θεός θέλει τόν ἄνθρωπο ἀληθινό, ἁπλό καί ταπεινό. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ξεβολεύει τόν ἄνθρωπο πού καλλιεργεῖ ἕναν μυστικό ἐγωισμό ἀκόμη καί μέσα στίς πράξεις τῆς εὐλαβείας.
῾Ο φαρισαϊσμός εἶναι ἀσθένεια τῶν εὐσεβῶν. ῾Ο ἀσεβής καί ἄπιστος δέν κινδυνεύει. Εἶναι λάθος νά νομίζει ὁ πιστός πώς ὅσο πλησιάζει στό Θεό τόσο αὐξάνεται ἡ ἀξία του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἶναι λάθος ἐπίσης νά νομίζει πώς θά προσεγγίσει τό Θεό μέ «ἀξιοπρέπεια»! ῞Οποιος φυλάσσει τήν ἀξιοπρέπειά του δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό Θεό. ῾Ο φαρισαϊσμός στηρίζεται σέ μία μεγάλη ἀνασφάλεια. ῞Οταν φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος νά παραδεχθεῖ τήν ἀναξιότητά του, τότε χτίζει τό φαρισαϊσμό. ῞Οταν φοβᾶται νά ἀποδεχθεῖ τήν ἀναπηρία του, τότε ἁρπάζει τά σάπια δεκανίκια τοῦ ἐγωισμοῦ.
῾Ο Θεός μᾶς θέλει κοντά Του «ξυπόλητους». Σέ κάθ’ ἕναν πού ἐπιθυμεῖ νά Τόν γνωρίσει ἀληθινά τοῦ λέει· «μή ἐγγίσῃς ὧδε. λύσαι τό ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γάρ τόπος, ἐν ᾧ σύ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί», ὅπως εἶπε στόν Μωυσῆ μπροστά στή φλεγομένη βάτο. ῾Ο Φαρισαῖος ἔχασε τό Θεό, ὄχι ἐπειδή τοῦ ἔλειπε ἡ ἀρετή, ἀλλά ἐπειδή τοῦ ἔλειπε ἡ ταπείνωση. ᾿Αρνήθηκε νά λύσει τά «ὑποδήματά» του μπροστά στό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, γιατί τό δικό του μεγαλεῖο τό ἔβλεπε σάν πιό σημαντικό ἀπό κάθε τι ἄλλο.
Μέσα στό φαρισαϊσμό ὁ ἄνθρωπος, ἐκτός ἀπό τό Θεό, χάνει τό συνάνθρωπό του ἀλλά καί τόν ἑαυτό του. Μέσα στήν ψευδαίσθηση τῆς ἀρετῆς του ἀναπτύσσει μία δαιμονική ὑπεροψία πού τόν κάνει ἀντιπαθητικό στούς ἄλλους καί τοῦ κλείνει τήν προοπτική τῆς αὐτογνωσίας. Κρίνει, διχάζει, προσβάλλει, ἀπορρίπτει, χλευάζει, πληγώνει, προσωποληπτεῖ, περιαυτολογεῖ, κομπορρημονεῖ καί αὐτοδικαιώνεται. ῾Ο ἐγωισμός φουσκώνει τόσο πολύ στήν καρδιά του, ὥστε διώχνει ὅλους τούς ἄλλους ἔξω. ᾿Αφοῦ χάνει τούς διπλανούς του, χάνει καί τό Θεό του. ῞Οταν μέσα του χωροῦν μόνον τά δικά του κατορθώματα καί ὁ ἐγωισμός του, δέ γίνεται νά χωρέσει καί ὁ Θεός. ῾Η ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ συνανθρώπου τόν ὁδηγεῖ καί στήν ἄγνοια τοῦ ἑαυτοῦ του. ῎Ετσι καταντάει ἕνας γελοῖος αὐτοδιαφημιζόμενος θίασος, ἕνας παλιάτσος, πού μέ τά καμώματα καί τούς θεατρινισμούς του δυσφημίζει τό Εὐαγγέλιο καί τήν ᾿Εκκλησία. Γίνεται ἕνα ζωντανό ἐμπόδιο σωτηρίας.
῾Η μόνη διαφυγή ἀπό τήν κατάσταση τοῦ φαρισαϊσμοῦ εἶναι ἡ ἀληθινή ταπείνωση. Ν’ ἀποφεύγει ὁ πιστός νά ὁμιλεῖ γιά τόν ἑαυτό του γενικῶς καί μάλιστα νά ὑψηγορεῖ. Μέ ταπείνωση ν’ ἀνοίγει ἀγαπητικά τήν καρδιά του στούς ἄλλους, χωρίς διακρίσεις. ῾Η ταπεινή του ἀγάπη θά μαγνητίσει τήν εὐλογία καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, διότι «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται» καί ὁ Θεός «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν».
῾Ο φαρισαϊσμός διαφέρει ἀπό τήν ὑποκρισία. ῾Ο ὑποκριτής εἶναι ἀνήθικος καί παρουσιάζεται ὡς ἠθικός, εἶναι ψεύτης καί παρουσιάζεται ὡς ἀληθινός, εἶναι κάτι καί παρουσιάζεται ὡς κάτι ἄλλο. ᾿Εν τούτοις ὅμως πιστεύει στόν ἀληθινό Θεό. ῎Ετσι ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας, ὅταν μετανοήσει. Στό φαρισαϊσμό συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. ῎Εχουμε τή θεοποίηση τοῦ ἐγωισμοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος πιστεύει μόνο στόν ἑαυτό του. Δέν λατρεύει τό Θεό, ἀλλά τόν ἀπορρίπτει! Σέ ἀντικατάσταση δημιουργεῖ ἕναν καινούργιο δικό του «θεό». Καλεῖ λοιπόν αὐτόν τόν καινούργιο «θεό» νά λατρεύσει καί νά προσκυνήσει τόν ἄνθρωπο. ῾Η ὑπεροψία του γκρεμίζει τήν παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί μετατρέπει τήν πίστη καί τό βίωμα τῆς χάριτος σέ θρησκεία. Στόν φαρισαϊσμό ὁ ἄνθρωπος φτάνει στήν ὕβρη. Καθαιρεῖ τό Θεό καί θεοποιεῖ τόν ἑαυτό του. Δέν εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, διότι αὐτός εἶναι τό κάτι ἄλλο. Δέν εἶναι ἁμαρτωλός καί κρυφά ἀνήθικος ὅπως ὁ ὑποκριτής. Δέν χρειάζεται νά φορέσει προσωπεῖο καί μάσκα, γιά νά προσποιηθεῖ κάτι ψεύτικο. Εἶναι ἀληθινά ἐνάρετος, ἐλεήμων καί νηστευτής. Τό μόνο στοιχεῖο πού τοῦ λείπει εἶναι ἡ ταπείνωση. ῎Εχει χάσει τήν ταπείνωσή του ἀνεπαίσθητα, σιωπηλά, χωρίς καί ὁ ἴδιος νά τό καταλάβει. ᾿Εγκλωβίστηκε στόν ἐγωισμό τῆς εὐσέβειας ἀθόρυβα καί ἴσως μετά ἀπό πολλά χρόνια πνευματικοῦ ἀγώνα. ᾿Αντικατέστησε τό Θεό μέ τή θρησκεία ὕστερα ἀπό μεγάλο διάστημα μέσα στήν ᾿Εκκλησία. Ναυάγησε μέσα στό λιμάνι καί ἀσθένησε μέσα στό νοσοκομεῖο. Βρῆκε τόν ᾿Ιατρό ἀλλά ἔχασε τό φάρμακο. ῾Ο ἀληθινός Θεός εἶναι ἄβολος γιά ὅποιον ἐγκλωβίστηκε στόν φαρισαϊσμό, διότι ὁ Θεός θέλει τόν ἄνθρωπο ἀληθινό, ἁπλό καί ταπεινό. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ξεβολεύει τόν ἄνθρωπο πού καλλιεργεῖ ἕναν μυστικό ἐγωισμό ἀκόμη καί μέσα στίς πράξεις τῆς εὐλαβείας.
῾Ο φαρισαϊσμός εἶναι ἀσθένεια τῶν εὐσεβῶν. ῾Ο ἀσεβής καί ἄπιστος δέν κινδυνεύει. Εἶναι λάθος νά νομίζει ὁ πιστός πώς ὅσο πλησιάζει στό Θεό τόσο αὐξάνεται ἡ ἀξία του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἶναι λάθος ἐπίσης νά νομίζει πώς θά προσεγγίσει τό Θεό μέ «ἀξιοπρέπεια»! ῞Οποιος φυλάσσει τήν ἀξιοπρέπειά του δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό Θεό. ῾Ο φαρισαϊσμός στηρίζεται σέ μία μεγάλη ἀνασφάλεια. ῞Οταν φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος νά παραδεχθεῖ τήν ἀναξιότητά του, τότε χτίζει τό φαρισαϊσμό. ῞Οταν φοβᾶται νά ἀποδεχθεῖ τήν ἀναπηρία του, τότε ἁρπάζει τά σάπια δεκανίκια τοῦ ἐγωισμοῦ.
῾Ο Θεός μᾶς θέλει κοντά Του «ξυπόλητους». Σέ κάθ’ ἕναν πού ἐπιθυμεῖ νά Τόν γνωρίσει ἀληθινά τοῦ λέει· «μή ἐγγίσῃς ὧδε. λύσαι τό ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γάρ τόπος, ἐν ᾧ σύ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί», ὅπως εἶπε στόν Μωυσῆ μπροστά στή φλεγομένη βάτο. ῾Ο Φαρισαῖος ἔχασε τό Θεό, ὄχι ἐπειδή τοῦ ἔλειπε ἡ ἀρετή, ἀλλά ἐπειδή τοῦ ἔλειπε ἡ ταπείνωση. ᾿Αρνήθηκε νά λύσει τά «ὑποδήματά» του μπροστά στό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, γιατί τό δικό του μεγαλεῖο τό ἔβλεπε σάν πιό σημαντικό ἀπό κάθε τι ἄλλο.
Μέσα στό φαρισαϊσμό ὁ ἄνθρωπος, ἐκτός ἀπό τό Θεό, χάνει τό συνάνθρωπό του ἀλλά καί τόν ἑαυτό του. Μέσα στήν ψευδαίσθηση τῆς ἀρετῆς του ἀναπτύσσει μία δαιμονική ὑπεροψία πού τόν κάνει ἀντιπαθητικό στούς ἄλλους καί τοῦ κλείνει τήν προοπτική τῆς αὐτογνωσίας. Κρίνει, διχάζει, προσβάλλει, ἀπορρίπτει, χλευάζει, πληγώνει, προσωποληπτεῖ, περιαυτολογεῖ, κομπορρημονεῖ καί αὐτοδικαιώνεται. ῾Ο ἐγωισμός φουσκώνει τόσο πολύ στήν καρδιά του, ὥστε διώχνει ὅλους τούς ἄλλους ἔξω. ᾿Αφοῦ χάνει τούς διπλανούς του, χάνει καί τό Θεό του. ῞Οταν μέσα του χωροῦν μόνον τά δικά του κατορθώματα καί ὁ ἐγωισμός του, δέ γίνεται νά χωρέσει καί ὁ Θεός. ῾Η ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ συνανθρώπου τόν ὁδηγεῖ καί στήν ἄγνοια τοῦ ἑαυτοῦ του. ῎Ετσι καταντάει ἕνας γελοῖος αὐτοδιαφημιζόμενος θίασος, ἕνας παλιάτσος, πού μέ τά καμώματα καί τούς θεατρινισμούς του δυσφημίζει τό Εὐαγγέλιο καί τήν ᾿Εκκλησία. Γίνεται ἕνα ζωντανό ἐμπόδιο σωτηρίας.
῾Η μόνη διαφυγή ἀπό τήν κατάσταση τοῦ φαρισαϊσμοῦ εἶναι ἡ ἀληθινή ταπείνωση. Ν’ ἀποφεύγει ὁ πιστός νά ὁμιλεῖ γιά τόν ἑαυτό του γενικῶς καί μάλιστα νά ὑψηγορεῖ. Μέ ταπείνωση ν’ ἀνοίγει ἀγαπητικά τήν καρδιά του στούς ἄλλους, χωρίς διακρίσεις. ῾Η ταπεινή του ἀγάπη θά μαγνητίσει τήν εὐλογία καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, διότι «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται» καί ὁ Θεός «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν».
* ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ «ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ»