π. Κων. Ν. Καλλιανός
Ποτὲ ἄλλοτε ἡ Μνήμη δὲ λειτουργεῖ μὲ τόση εὐαισθησία ὅσο τὶς πάντερπνες ἡμέρες αὐτές, τὶς Μεγάλες δηλαδὴ μέρες τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς Πασχαλιᾶς. Γιατὶ τότε ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὰ βαθύτερα θησαυροφυλάκια, ὅπου μὲ ἱερότητα φυλάσσονται, οἱ ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ χτές, φορτωμένες χαρμολύπη καὶ στολισμένες μὲ τὰ πρόσωπα τὰ ἱερά, τῶν προγόνων καὶ φίλων τὰ πρόσωπα, ποὺ ταξίδεψαν πιὰ γιὰ τὸν κόσμο τὸν ἀληθινό: τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων.
Ἄλλη μιὰ Πασχαλιὰ πλησιάζει καὶ ἑτοιμαζόμαστε νὰ τὴν ὑποδεχτοῦμε, γιὰ νὰ ζήσουμε μὲν στιγμὲς πανίερες καὶ κορυφαῖες, ἀλλὰ καὶ νὰ θυμηθοῦμε: νὰ ξαναδοῦμε δηλαδή, μὲ ἱερὴ συγκίνηση Μορφὲς καὶ γεγονότα βαφτισμένα στὴν Κατάνυξη τῶν Ἠμερῶν καὶ στὸ θάλπος ποὺ διακρατοῦν. Γιατὶ αὐτὲς οἱ Ἡμέρες χαρίζουν μιὰν ἰδιοτυπη ἐπικοινωνία, καθὼς ψαύουν μὲ τὶς θεραπευτικές τους ἰκανότητες τὶς ψυχές μας καὶ φροντίζουν ὥστε νὰ γευτοῦν μὲ ἀπαράμιλλο τρόπο τὴν ἐπίσκεψη τῶν ὅσων ἀγαπήσαμε, συναναστραφήκαμε, χαρήκαμε ὡς δικούς μας ἀνθρώπους: φίλους ἤ συγγενεῖς.
Κάπου σὲ ἕνα πληγωμένο ἀπὸ τοὺς σεισμοὺς καὶ τὶς κατολισθήσεις χωριό, ποὺ δὲν εἶχε ἠλεκτρικὸ μήτε καὶ τὰ ἄλλα ἀγαθὰ τῶν ἐπαρχιῶν καὶ τῶν πόλεων, ζήσαμε τὶς πλέον κορυφαῖες καὶ ἀδιάψευστες Μεγαλοβδομάδες, χρωματισμένες μὲ ὅλη τὴν κατάνυξη, τὴν θεοσέβεια καὶ τὸν ἁγιοπνευματικὸ πλουτισμό. Ἦταν οἱ δικές μας Παιδικὲς Πασχαλιές στολισμένες μὲ ἄνθη ἁπλᾶ, ὅπως τοῦ Ἐπιταφίου, μὲ εὐωδιὲς χαρισματικὲς ποὺ ἁπλόχερα σκορποῦσε ἡ Ἄνοιξη, μὲ Νυμφίους, Ὄρθρους τῆς Μ. Πέμπτης ( Δώδεκα Εὐαγγέλια), Ἐπιταφίους Θρήνους κι Ἀναστάσεις, χωνεμένα σὲ γνήσιο φῶς ἀπό λαδοκαντηλα καὶ κεριά.
Τίποτε τὸ ἐξεζητημένο δὲν ὑπῆρχε στὴ μικρὴ Κοινωνία τοῦ χωριοῦ, ποὺ δὲν διέφερε σὲ πολλὰ ἀπ᾿ ὅσα μᾶς παραδίδει ὁ γείτονάς μας Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Κι ἐδῶ θυμᾶμαι μὲ συγκίνηση πὼς ὅταν πρωτοδιάβασα τὰ Σκαιθίτικα διηγήματα του νόμισα ὅτι ξαναζοῦσα αὐτὰ ποὺ εἶχα βιώσει στὸ μικρό κι ἀσήμαντο χωριό μου.
Τώρα ποὺ τὰ χρόνια πέρασαν, ἀφοῦ ξεπέρασα τὶς ἑξη δεκαετίες, καθὼς ἀνοίγεται καὶ πάλι ἡ Μεγαλοβδομάδα, νομίζω ὅτι θὰ ξανακούσω τοὺς συγχωριανοὺς μου νὰ ἀγγίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ τὸ κλαδὶ τῆς βαγιας καὶ νὰ εὔχονται «χρόνια πολλὰ καὶ καλὴ Ἀνάσταση». Θὰ δῶ τὸν παπα-Βαγγέλη νὰ λιτανέυει τὸ Νυμφίο, τὴ Σταύρωση, τὸν Ἐπιταφιο, ἐνῶ μὲ ραγισμένη φωνὴ θὰ λέει τὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τῶν Παθῶν. Τὸν μπάρμπα-Ἀλέκο τὸν Ξανθούλη νὰ ψάλλει κατανυξη καὶ βαθειὰ συγκίνηση, τὰ μικρὰ παιδιὰ νὰ πηγαίνουν πρωΐ-πρωΐ τὰ φρεσκοκομμένα ἄνθη, μὲ τὴ δροσιὰ τῆς νύχτας πάνω τους-λὲς κι εἶναι τὰ δάκρυα τῆς Κτίσεως γιὰ τὸ Χριστό-καὶ νὰ τὰ προσφέρουν ὥστε νὰ στολιστεῖ ὁ Ἐπιτάφιος...
Καὶ τὸ βραδυ θὰ γευτῶ τὴν εὐωδιὰ τοῦ γνήσιου ροδόσταμου στό, «Ἔρραναν τὸν Τάφο..», καθὼς ραντίεται τὸ Κουβούκλιο κι ὁ κόσμος.
Θὰ ἀνασάνω καὶ πάλι στὸ Ρέμα τὶς εὐωδιὲς ἀπὸ τοὺς ἀνθοὺς τῆς πορτοκαλιᾶς καὶ τῆς λεμονιᾶς συνταιριασμένους θαυμάσια μὲ τὴν περιέργη μοσχοβολιὰ τοῦ νοτισμένου χώματος καὶ τοῦ μαγιάτικου τριανταφυλλου τὴν εὐωδιαστὴ ἀναπνοή.
Μ. Παρασκευὴ θὰ γευτῶ τὸ ξυδι κι ὕστερα,τὸ μεσημέρι, τὸ τρυφερὸ μαρούλι ἀπό τὸν κῆπο τῆς θειᾶς Ἀναστασὼς καὶ τὰ βρασμένα μάραθα μὲ τὸ ξυδι...
Θὰ ξανακούσω τὸ «Ἄρατε Πύλας», θὰ γευτῶ τὸ πρωΐ τοῦ Μ. Σαββάτου τὴ Σιγή καὶ τὴν Ἀναμονὴ τῆς Ἀναστάσεως, κι ὕστερα τὸ βραάδυ θὰ ξαναζήσω στὸ μικρὸ ἐκεῖνο προαύλιο τῆς παλιᾶς μας Ἐκκλησιᾶς τὴν Ἀνασταση, τὴ φωτισμένη μὲ λαμπάδες μονάχα, δίχως μηχανὲς ν᾿ ἀλλοιώνουν τὴ φωνή, χωρὶς ἐπιδείξεις καὶ κομπασμούς, ἀλλὰ μονάχα μὲ μιὰ γνησιότητα πού δὲ μεταφέρεται στὸ χαρτί, ὅπως δὲ μεταγράφονται τὰ κορυφαῖα καὶ καὶ ζωντανά,ὄσο ἔχουμε τὰ μάτια μας ἀνοιχτά, βιώματα.
Μακάριοι ὅσοι γευτηκαν τὴν ἀρχοντιὰ τῆς ἁπλότητας καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς γνήσιας πίστης.
« Γλυκεῖα Πασχαλιὰ μήτηρ τῆς χαρᾶς...»( Ἀλ. Παπαδιαμάντης)
Ἄλλη μιὰ Πασχαλιὰ πλησιάζει καὶ ἑτοιμαζόμαστε νὰ τὴν ὑποδεχτοῦμε, γιὰ νὰ ζήσουμε μὲν στιγμὲς πανίερες καὶ κορυφαῖες, ἀλλὰ καὶ νὰ θυμηθοῦμε: νὰ ξαναδοῦμε δηλαδή, μὲ ἱερὴ συγκίνηση Μορφὲς καὶ γεγονότα βαφτισμένα στὴν Κατάνυξη τῶν Ἠμερῶν καὶ στὸ θάλπος ποὺ διακρατοῦν. Γιατὶ αὐτὲς οἱ Ἡμέρες χαρίζουν μιὰν ἰδιοτυπη ἐπικοινωνία, καθὼς ψαύουν μὲ τὶς θεραπευτικές τους ἰκανότητες τὶς ψυχές μας καὶ φροντίζουν ὥστε νὰ γευτοῦν μὲ ἀπαράμιλλο τρόπο τὴν ἐπίσκεψη τῶν ὅσων ἀγαπήσαμε, συναναστραφήκαμε, χαρήκαμε ὡς δικούς μας ἀνθρώπους: φίλους ἤ συγγενεῖς.
Κάπου σὲ ἕνα πληγωμένο ἀπὸ τοὺς σεισμοὺς καὶ τὶς κατολισθήσεις χωριό, ποὺ δὲν εἶχε ἠλεκτρικὸ μήτε καὶ τὰ ἄλλα ἀγαθὰ τῶν ἐπαρχιῶν καὶ τῶν πόλεων, ζήσαμε τὶς πλέον κορυφαῖες καὶ ἀδιάψευστες Μεγαλοβδομάδες, χρωματισμένες μὲ ὅλη τὴν κατάνυξη, τὴν θεοσέβεια καὶ τὸν ἁγιοπνευματικὸ πλουτισμό. Ἦταν οἱ δικές μας Παιδικὲς Πασχαλιές στολισμένες μὲ ἄνθη ἁπλᾶ, ὅπως τοῦ Ἐπιταφίου, μὲ εὐωδιὲς χαρισματικὲς ποὺ ἁπλόχερα σκορποῦσε ἡ Ἄνοιξη, μὲ Νυμφίους, Ὄρθρους τῆς Μ. Πέμπτης ( Δώδεκα Εὐαγγέλια), Ἐπιταφίους Θρήνους κι Ἀναστάσεις, χωνεμένα σὲ γνήσιο φῶς ἀπό λαδοκαντηλα καὶ κεριά.
Τίποτε τὸ ἐξεζητημένο δὲν ὑπῆρχε στὴ μικρὴ Κοινωνία τοῦ χωριοῦ, ποὺ δὲν διέφερε σὲ πολλὰ ἀπ᾿ ὅσα μᾶς παραδίδει ὁ γείτονάς μας Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Κι ἐδῶ θυμᾶμαι μὲ συγκίνηση πὼς ὅταν πρωτοδιάβασα τὰ Σκαιθίτικα διηγήματα του νόμισα ὅτι ξαναζοῦσα αὐτὰ ποὺ εἶχα βιώσει στὸ μικρό κι ἀσήμαντο χωριό μου.
Τώρα ποὺ τὰ χρόνια πέρασαν, ἀφοῦ ξεπέρασα τὶς ἑξη δεκαετίες, καθὼς ἀνοίγεται καὶ πάλι ἡ Μεγαλοβδομάδα, νομίζω ὅτι θὰ ξανακούσω τοὺς συγχωριανοὺς μου νὰ ἀγγίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ τὸ κλαδὶ τῆς βαγιας καὶ νὰ εὔχονται «χρόνια πολλὰ καὶ καλὴ Ἀνάσταση». Θὰ δῶ τὸν παπα-Βαγγέλη νὰ λιτανέυει τὸ Νυμφίο, τὴ Σταύρωση, τὸν Ἐπιταφιο, ἐνῶ μὲ ραγισμένη φωνὴ θὰ λέει τὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τῶν Παθῶν. Τὸν μπάρμπα-Ἀλέκο τὸν Ξανθούλη νὰ ψάλλει κατανυξη καὶ βαθειὰ συγκίνηση, τὰ μικρὰ παιδιὰ νὰ πηγαίνουν πρωΐ-πρωΐ τὰ φρεσκοκομμένα ἄνθη, μὲ τὴ δροσιὰ τῆς νύχτας πάνω τους-λὲς κι εἶναι τὰ δάκρυα τῆς Κτίσεως γιὰ τὸ Χριστό-καὶ νὰ τὰ προσφέρουν ὥστε νὰ στολιστεῖ ὁ Ἐπιτάφιος...
Καὶ τὸ βραδυ θὰ γευτῶ τὴν εὐωδιὰ τοῦ γνήσιου ροδόσταμου στό, «Ἔρραναν τὸν Τάφο..», καθὼς ραντίεται τὸ Κουβούκλιο κι ὁ κόσμος.
Θὰ ἀνασάνω καὶ πάλι στὸ Ρέμα τὶς εὐωδιὲς ἀπὸ τοὺς ἀνθοὺς τῆς πορτοκαλιᾶς καὶ τῆς λεμονιᾶς συνταιριασμένους θαυμάσια μὲ τὴν περιέργη μοσχοβολιὰ τοῦ νοτισμένου χώματος καὶ τοῦ μαγιάτικου τριανταφυλλου τὴν εὐωδιαστὴ ἀναπνοή.
Μ. Παρασκευὴ θὰ γευτῶ τὸ ξυδι κι ὕστερα,τὸ μεσημέρι, τὸ τρυφερὸ μαρούλι ἀπό τὸν κῆπο τῆς θειᾶς Ἀναστασὼς καὶ τὰ βρασμένα μάραθα μὲ τὸ ξυδι...
Θὰ ξανακούσω τὸ «Ἄρατε Πύλας», θὰ γευτῶ τὸ πρωΐ τοῦ Μ. Σαββάτου τὴ Σιγή καὶ τὴν Ἀναμονὴ τῆς Ἀναστάσεως, κι ὕστερα τὸ βραάδυ θὰ ξαναζήσω στὸ μικρὸ ἐκεῖνο προαύλιο τῆς παλιᾶς μας Ἐκκλησιᾶς τὴν Ἀνασταση, τὴ φωτισμένη μὲ λαμπάδες μονάχα, δίχως μηχανὲς ν᾿ ἀλλοιώνουν τὴ φωνή, χωρὶς ἐπιδείξεις καὶ κομπασμούς, ἀλλὰ μονάχα μὲ μιὰ γνησιότητα πού δὲ μεταφέρεται στὸ χαρτί, ὅπως δὲ μεταγράφονται τὰ κορυφαῖα καὶ καὶ ζωντανά,ὄσο ἔχουμε τὰ μάτια μας ἀνοιχτά, βιώματα.
Μακάριοι ὅσοι γευτηκαν τὴν ἀρχοντιὰ τῆς ἁπλότητας καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς γνήσιας πίστης.
« Γλυκεῖα Πασχαλιὰ μήτηρ τῆς χαρᾶς...»( Ἀλ. Παπαδιαμάντης)