Στις εργασίες του ετήσιου Forum The State of Europe, που έλαβε χώρα στην Αθήνα (στην Παλαιά Βουλή και το ξενοδοχείο «Electra Palace») και συνδιοργανώθηκε από το Ευρωπαϊκό Χριστιανικό Πολιτικό Ίδρυμα και το Κέντρο Schuman για τις Ευρωπαϊκές Σπουδές στις 8 και 9 Μαΐου, συμμετείχε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος. Ο Σεβασμιώτατος εισηγήθηκε το θέμα «Χριστιανισμός και Ευρώπη».
Ολόκληρη η ομιλία έχει ως εξής:
Μόλις μερικά χρόνια πριν βρισκόταν στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος η συζήτηση για την ταυτότητα της Ευρώπης. Πολλές απόψεις εκφράστηκαν σχετικά με τη συμβολή και τη θέση του Χριστιανισμού στη διαμόρφωση του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κατά μια άποψη, οι Χριστιανικές Εκκλησίες συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση του ευρωπαϊκού ιδεώδους και την ειρηνική συνύπαρξη και ευημερία των λαών. Ωστόσο, πολλοί ήταν εκείνοι που επιθυμούσαν και εξακολουθούν να θέλουν να αφήσουν τον Χριστιανισμό έξω από το κάδρο της Ευρώπης, μεταπηδώντας συχνά, ιδίως κάτω από την επίδραση του πνεύματος του Διαφωτισμού και της Αναγεννήσεως, απευθείας στις αρχαιοελληνικές ρίζες της. Η όλη συζήτηση παραμένει ουσιαστικά εκκρεμής και πάντοτε επίκαιρη, χωρίς να έχει οδηγηθεί σε τελική λύση.
Στις μέρες μας, η Ευρώπη βρίσκεται για μια ακόμη φορά στη σύγχρονη ιστορία της σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Αυτή τη φορά, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος δεν βρίσκεται τόσο στην αναζήτηση των πνευματικών ριζών της ενωμένης Ευρώπης, αν και στο βάθος αυτή η συζήτηση προϋποτίθεται, όσο στον τρόπο και τα μέσα με τα οποία αυτή η ένωση θα ενδυναμωθεί και θα καταστεί βιώσιμη, στον τρόπο που οι λαοί της Ευρώπης θα υπερβούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, προκειμένου να αντικρίσουν το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Τα προβλήματα, που τώρα έρχονται στην επιφάνεια, ούτε άγνωστα είναι ούτε πρωτόγνωρα. Στην μακραίωνη ιστορία της η ευρωπαϊκή ήπειρος έχει αντιμετωπίσει άλλοτε με περισσότερη κι άλλοτε με λιγότερη επιτυχία τις εκάστοτε προκλήσεις των καιρών, είτε αποζητώντας την στήριξη και την αρωγή του Χριστιανισμού είτε αποποιούμενη τη χριστιανική ταυτότητά της, υιοθετώντας συχνά αυτοκαταστροφικές τάσεις (ας θυμηθούμε εδώ τους θρησκευτικούς και τους Παγκόσμιους Πολέμους), οι οποίες αποτέλεσαν τροχοπέδη στην πνευματική και κοινωνική συνοχή της. Σήμερα αυτή η ενότητα και συνοχή βρίσκεται και πάλι σε κίνδυνο. Οι αιτίες είναι πολλές: από τη μια μεριά οι επιταγές του ακραίου οικονομικού νεο-φιλελευθερισμού κλονίζουν τις αντοχές πολλών τοπικών κοινωνιών, οδηγώντας στο περιθώριο μεγάλες ομάδες πληθυσμών, ενώ την ίδια στιγμή οι πολιτικές σκοπιμότητες φαίνεται ότι θέτουν στο περιθώριο τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπινων ψυχών· από την άλλη ακραία φαινόμενα ξενοφοβίας σε ολάκερη την ευρωπαϊκή ήπειρο κάνουν εκ νέου την εμφάνισή τους, κτίζοντας και πάλι υψηλά τείχη μισαλλοδοξίας απέναντι σε κάθε μορφή διαφορετικότητας. Έχουμε τη γνώμη ότι αν αυτά αποτελούν τα κρίσιμα προβλήματα και διλήμματα που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη σήμερα, η συμβολή του Χριστιανισμού κρίνεται όχι απλώς ως σημαντική, αλλά ως άκρως επιβεβλημένη, καθώς μονάχα η αλήθεια του Ευαγγελίου μπορεί, όταν γονιμοποιηθεί αυθεντικά, να θέσει εκ νέου τον άνθρωπο στο επίκεντρο της πολιτικής, της οικονομίας, με λίγα λόγια της ίδιας της ζωής. Τι μπορεί λοιπόν να προσφέρει ο Χριστιανισμός στην Ευρώπη, προκειμένου η τελευταία να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται, ανακαλύπτοντας εκ νέου τις χριστιανικές αξίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε, έστω κι αν στο όνομα μιας δήθεν προόδου, αρνείται να αποδεχθεί;
Τόσο η σοβούσα οικονομική κρίση, όσο και τα ολοένα αυξανόμενα φαινόμενα ξενοφοβίας (ξεκινώντας από την Ελλάδα αλλά και σε ολάκερη σχεδόν την ευρωπαϊκή ήπειρο, συχνά και στις πλέον προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες), συνιστούν προβλήματα που συντελούν λιγότερο ή περισσότερο στην απανθρωποποίηση του ανθρώπου, υποτιμούν τη αξία και τη σπουδαιότητά του, ακυρώνουν την αξιοπρέπειά του, στο βαθμό που θέτουν σε αμφιβολία την ίδια την ταυτότητά του, κλονίζουν την ασφάλειά του και περιστέλλουν τις δυνατότητες μιας ειρηνικής και ήρεμης κοινωνικής συμβίωσης. Στο πλαίσιο αυτό ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με το πρόβλημα της ίδιας της επιβίωσής του, με μια βαθιά υπαρξιακή κρίση, καθώς στερείται συχνά χωρίς τη θέλησή του ή χωρίς να ευθύνεται ο ίδιος, των στοιχειωδών δικαιωμάτων (στην εργασία, την υγειονομική περίθαλψη, την παιδεία, την ισότητα, την αυτοδιάθεση κ.λπ.) που θα του προσπόριζαν τα μέσα και τις συνθήκες μιας αξιοπρεπούς και ανθρώπινης διαβίωσης. Ο πλούτος, το χρήμα, τα κοινωνικά αγαθά, η φυλή, η θρησκεία, η διαφορετικότητα, η κοινωνική θέση και καταγωγή για μια ακόμη φορά αντί να αποτελούν αφορμές για να έρθουν οι άνθρωποι πιο κοντά, προκειμένου να ζήσουν με κοινή επιδίωξη την οικοδόμηση ενός λαμπρού μέλλοντος, εξακολουθούν να αποτελούν αιτίες χωρισμού, διαιρέσεων, κοινωνικής αδικίας και στυγνής εκμετάλλευσης.
Ο Χριστιανισμός (και ιδιαίτερα η Ορθοδοξία μας) απέναντι στην κατάσταση αυτή έχει να αντιπροτείνει κάτι πολύ απλό: τον πολιτισμό του προσώπου. Εδώ δεν πρόκειται για το ατομικό Εγώ που επιβουλεύεται την κυριαρχία απέναντι στον κάθε άλλο, αλλά πρόκειται για μια ταυτότητα «που πηγάζει από μια σχέση», μια ταυτότητα που δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σε διαρκή και βαθιά σχέση με τον κάθε άλλο. Ο άνθρωπος ως πρόσωπο δεν κρίνεται με βάση την φυλετική και κοινωνική καταγωγή του ή την θρησκεία του, αλλά μονάχα από το γεγονός ότι είναι άνθρωπος που διαθέτει, ως κατ’εικόνα Θεού πλασμένος, ελευθερία και αγάπη ως συστατικά στοιχεία της υπάρξεώς του. Ο άνθρωπος του Χριστιανισμού (και της Ορθοδοξίας), στοιχούμενος στα βήματα του Ιησού Χριστού, δεν οικοδομείται με βάση κάποιες διαιρετικές και αποκλειστικές αξίες αλλά εξάπαντος θεμελιώνεται πάνω στην απροϋπόθετη και χωρίς περιορισμούς αγάπη και αλληλεγγύη προς όλους, προς τον κάθε άλλο άνθρωπο. Στην χριστιανική προοπτική της Ευρώπης, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να τεθούν σε παρένθεση για χάρη κάποιας πολιτικής ή ιδεολογικής σκοπιμότητας. Είναι προφανές ότι το ανθρωπολογικό πρότυπο του Χριστιανισμού βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στον αντίποδα του συγκαιρινού ανθρωπολογικού προτύπου, που προσδιορίζεται πρωτίστως από τους οικονομικούς δείκτες των αγορών ή στιγματίζεται με βάση τη διαφορετική καταγωγή και τη θρησκεία. Το πρόσωπο του χριστιανισμού, οι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του οποίου βρίσκονται αναμφίβολα πίσω από τις αμέτρητες ευρωπαϊκές διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ελευθερία και την ισότητα των λαών, είναι καιρός να βρεθεί και πάλι στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης, σε μια εποχή που η ανθρώπινη αξιοπρέπεια καταβαραθρώνεται. Ο Θεός και Λόγος του Θεού σαρκώθηκε, έπαθε και αναστήθηκε, προκειμένου ο άνθρωπος να υπερβεί μια για πάντα όλους εκείνους τους αρνητικούς όρους που τον κατακερματίζουν και βιάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Ο Σταυρός και η Ανάσταση συνιστούν ακριβώς το πλαίσιο, μέσα στο οποίο οικοδομείται το ανθρώπινο πρόσωπο στα όρια της χριστιανικής πίστης. Σταύρωση του παλαιού εγωκεντρικού, κυριαρχικού ανθρώπου, με σκοπό την Ανάσταση του αγαπητικού, αλληλέγγυου, ανοικτού και περιληπτικού τρόπου υπάρξεως του καινού εν Χριστώ ανθρώπου. Αυτό είναι το ανθρωπολογικό πρότυπο που προβάλλει η χριστιανική πίστη και θα μπορούσε να αποτελέσει τη λύση στο υπαρξιακό αδιέξοδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Είναι, επομένως, καιρός οι Χριστιανικές Εκκλησίες (ξεκινώντας από την Ορθοδοξία στην περίπτωση της Ελλάδας) να βγούν και πάλι στο προσκήνιο, προκειμένου να δώσουν τις κατάλληλες απαντήσεις στις επίκαιρες προκλήσεις και προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στις μέρες μας, πριν είναι αρκετά αργά για τη διατήρηση της ενότητας του ευρωπαϊκού λαού.
Ολόκληρη η ομιλία έχει ως εξής:
Μόλις μερικά χρόνια πριν βρισκόταν στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος η συζήτηση για την ταυτότητα της Ευρώπης. Πολλές απόψεις εκφράστηκαν σχετικά με τη συμβολή και τη θέση του Χριστιανισμού στη διαμόρφωση του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κατά μια άποψη, οι Χριστιανικές Εκκλησίες συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση του ευρωπαϊκού ιδεώδους και την ειρηνική συνύπαρξη και ευημερία των λαών. Ωστόσο, πολλοί ήταν εκείνοι που επιθυμούσαν και εξακολουθούν να θέλουν να αφήσουν τον Χριστιανισμό έξω από το κάδρο της Ευρώπης, μεταπηδώντας συχνά, ιδίως κάτω από την επίδραση του πνεύματος του Διαφωτισμού και της Αναγεννήσεως, απευθείας στις αρχαιοελληνικές ρίζες της. Η όλη συζήτηση παραμένει ουσιαστικά εκκρεμής και πάντοτε επίκαιρη, χωρίς να έχει οδηγηθεί σε τελική λύση.
Στις μέρες μας, η Ευρώπη βρίσκεται για μια ακόμη φορά στη σύγχρονη ιστορία της σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Αυτή τη φορά, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος δεν βρίσκεται τόσο στην αναζήτηση των πνευματικών ριζών της ενωμένης Ευρώπης, αν και στο βάθος αυτή η συζήτηση προϋποτίθεται, όσο στον τρόπο και τα μέσα με τα οποία αυτή η ένωση θα ενδυναμωθεί και θα καταστεί βιώσιμη, στον τρόπο που οι λαοί της Ευρώπης θα υπερβούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, προκειμένου να αντικρίσουν το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Τα προβλήματα, που τώρα έρχονται στην επιφάνεια, ούτε άγνωστα είναι ούτε πρωτόγνωρα. Στην μακραίωνη ιστορία της η ευρωπαϊκή ήπειρος έχει αντιμετωπίσει άλλοτε με περισσότερη κι άλλοτε με λιγότερη επιτυχία τις εκάστοτε προκλήσεις των καιρών, είτε αποζητώντας την στήριξη και την αρωγή του Χριστιανισμού είτε αποποιούμενη τη χριστιανική ταυτότητά της, υιοθετώντας συχνά αυτοκαταστροφικές τάσεις (ας θυμηθούμε εδώ τους θρησκευτικούς και τους Παγκόσμιους Πολέμους), οι οποίες αποτέλεσαν τροχοπέδη στην πνευματική και κοινωνική συνοχή της. Σήμερα αυτή η ενότητα και συνοχή βρίσκεται και πάλι σε κίνδυνο. Οι αιτίες είναι πολλές: από τη μια μεριά οι επιταγές του ακραίου οικονομικού νεο-φιλελευθερισμού κλονίζουν τις αντοχές πολλών τοπικών κοινωνιών, οδηγώντας στο περιθώριο μεγάλες ομάδες πληθυσμών, ενώ την ίδια στιγμή οι πολιτικές σκοπιμότητες φαίνεται ότι θέτουν στο περιθώριο τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπινων ψυχών· από την άλλη ακραία φαινόμενα ξενοφοβίας σε ολάκερη την ευρωπαϊκή ήπειρο κάνουν εκ νέου την εμφάνισή τους, κτίζοντας και πάλι υψηλά τείχη μισαλλοδοξίας απέναντι σε κάθε μορφή διαφορετικότητας. Έχουμε τη γνώμη ότι αν αυτά αποτελούν τα κρίσιμα προβλήματα και διλήμματα που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη σήμερα, η συμβολή του Χριστιανισμού κρίνεται όχι απλώς ως σημαντική, αλλά ως άκρως επιβεβλημένη, καθώς μονάχα η αλήθεια του Ευαγγελίου μπορεί, όταν γονιμοποιηθεί αυθεντικά, να θέσει εκ νέου τον άνθρωπο στο επίκεντρο της πολιτικής, της οικονομίας, με λίγα λόγια της ίδιας της ζωής. Τι μπορεί λοιπόν να προσφέρει ο Χριστιανισμός στην Ευρώπη, προκειμένου η τελευταία να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται, ανακαλύπτοντας εκ νέου τις χριστιανικές αξίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε, έστω κι αν στο όνομα μιας δήθεν προόδου, αρνείται να αποδεχθεί;
Τόσο η σοβούσα οικονομική κρίση, όσο και τα ολοένα αυξανόμενα φαινόμενα ξενοφοβίας (ξεκινώντας από την Ελλάδα αλλά και σε ολάκερη σχεδόν την ευρωπαϊκή ήπειρο, συχνά και στις πλέον προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες), συνιστούν προβλήματα που συντελούν λιγότερο ή περισσότερο στην απανθρωποποίηση του ανθρώπου, υποτιμούν τη αξία και τη σπουδαιότητά του, ακυρώνουν την αξιοπρέπειά του, στο βαθμό που θέτουν σε αμφιβολία την ίδια την ταυτότητά του, κλονίζουν την ασφάλειά του και περιστέλλουν τις δυνατότητες μιας ειρηνικής και ήρεμης κοινωνικής συμβίωσης. Στο πλαίσιο αυτό ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με το πρόβλημα της ίδιας της επιβίωσής του, με μια βαθιά υπαρξιακή κρίση, καθώς στερείται συχνά χωρίς τη θέλησή του ή χωρίς να ευθύνεται ο ίδιος, των στοιχειωδών δικαιωμάτων (στην εργασία, την υγειονομική περίθαλψη, την παιδεία, την ισότητα, την αυτοδιάθεση κ.λπ.) που θα του προσπόριζαν τα μέσα και τις συνθήκες μιας αξιοπρεπούς και ανθρώπινης διαβίωσης. Ο πλούτος, το χρήμα, τα κοινωνικά αγαθά, η φυλή, η θρησκεία, η διαφορετικότητα, η κοινωνική θέση και καταγωγή για μια ακόμη φορά αντί να αποτελούν αφορμές για να έρθουν οι άνθρωποι πιο κοντά, προκειμένου να ζήσουν με κοινή επιδίωξη την οικοδόμηση ενός λαμπρού μέλλοντος, εξακολουθούν να αποτελούν αιτίες χωρισμού, διαιρέσεων, κοινωνικής αδικίας και στυγνής εκμετάλλευσης.
Ο Χριστιανισμός (και ιδιαίτερα η Ορθοδοξία μας) απέναντι στην κατάσταση αυτή έχει να αντιπροτείνει κάτι πολύ απλό: τον πολιτισμό του προσώπου. Εδώ δεν πρόκειται για το ατομικό Εγώ που επιβουλεύεται την κυριαρχία απέναντι στον κάθε άλλο, αλλά πρόκειται για μια ταυτότητα «που πηγάζει από μια σχέση», μια ταυτότητα που δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σε διαρκή και βαθιά σχέση με τον κάθε άλλο. Ο άνθρωπος ως πρόσωπο δεν κρίνεται με βάση την φυλετική και κοινωνική καταγωγή του ή την θρησκεία του, αλλά μονάχα από το γεγονός ότι είναι άνθρωπος που διαθέτει, ως κατ’εικόνα Θεού πλασμένος, ελευθερία και αγάπη ως συστατικά στοιχεία της υπάρξεώς του. Ο άνθρωπος του Χριστιανισμού (και της Ορθοδοξίας), στοιχούμενος στα βήματα του Ιησού Χριστού, δεν οικοδομείται με βάση κάποιες διαιρετικές και αποκλειστικές αξίες αλλά εξάπαντος θεμελιώνεται πάνω στην απροϋπόθετη και χωρίς περιορισμούς αγάπη και αλληλεγγύη προς όλους, προς τον κάθε άλλο άνθρωπο. Στην χριστιανική προοπτική της Ευρώπης, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να τεθούν σε παρένθεση για χάρη κάποιας πολιτικής ή ιδεολογικής σκοπιμότητας. Είναι προφανές ότι το ανθρωπολογικό πρότυπο του Χριστιανισμού βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στον αντίποδα του συγκαιρινού ανθρωπολογικού προτύπου, που προσδιορίζεται πρωτίστως από τους οικονομικούς δείκτες των αγορών ή στιγματίζεται με βάση τη διαφορετική καταγωγή και τη θρησκεία. Το πρόσωπο του χριστιανισμού, οι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του οποίου βρίσκονται αναμφίβολα πίσω από τις αμέτρητες ευρωπαϊκές διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ελευθερία και την ισότητα των λαών, είναι καιρός να βρεθεί και πάλι στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης, σε μια εποχή που η ανθρώπινη αξιοπρέπεια καταβαραθρώνεται. Ο Θεός και Λόγος του Θεού σαρκώθηκε, έπαθε και αναστήθηκε, προκειμένου ο άνθρωπος να υπερβεί μια για πάντα όλους εκείνους τους αρνητικούς όρους που τον κατακερματίζουν και βιάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Ο Σταυρός και η Ανάσταση συνιστούν ακριβώς το πλαίσιο, μέσα στο οποίο οικοδομείται το ανθρώπινο πρόσωπο στα όρια της χριστιανικής πίστης. Σταύρωση του παλαιού εγωκεντρικού, κυριαρχικού ανθρώπου, με σκοπό την Ανάσταση του αγαπητικού, αλληλέγγυου, ανοικτού και περιληπτικού τρόπου υπάρξεως του καινού εν Χριστώ ανθρώπου. Αυτό είναι το ανθρωπολογικό πρότυπο που προβάλλει η χριστιανική πίστη και θα μπορούσε να αποτελέσει τη λύση στο υπαρξιακό αδιέξοδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Είναι, επομένως, καιρός οι Χριστιανικές Εκκλησίες (ξεκινώντας από την Ορθοδοξία στην περίπτωση της Ελλάδας) να βγούν και πάλι στο προσκήνιο, προκειμένου να δώσουν τις κατάλληλες απαντήσεις στις επίκαιρες προκλήσεις και προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στις μέρες μας, πριν είναι αρκετά αργά για τη διατήρηση της ενότητας του ευρωπαϊκού λαού.