Το Ψυχής Δρόμοι, είναι μία εξαμηνιαία έκδοση, ένα νέο περιοδικό με στόχο την ανάπτυξη της σχέσης και τον διάλογο των Ψυχολογικών Eπιστημών με την Θεολογία και την Θρησκευτικότητα. Σκοπός του περιοδικού είναι η προώθηση της σκέψης και της έρευνας, ο διάλογος των ανθρώπων που υπηρετούν τους δύο χώρους και η αμοιβαία ευαισθητοποίησή τους, η εκπαίδευση σε ευαισθησίες και δεξιότητες. Με επιστημονικά άρθρα Ελλήνων και ξένων ερευνητών θα επιχειρήσει να φανερώσει το ευρύ πεδίο συνάντησης των δύο αυτών χώρων, να προωθήσει τη συνεργασία τους και την αλληλεπίδρασή τους. Μέσα από τα θέματά του, επιδιώκεται η άντληση και από πρόσφατο στοχασμό και από σημαντικά έργα του παρελθόντος τα οποία είχαν παραμείνει άγνωστα στον τόπο μας. Φιλοξενούνται οι προβληματισμοί τόσο των ορθόδοξων θεολόγων και κλινικών, όσο και των άλλων χριστιανών που προηγήθηκαν κατά πολύ ως προς τη συνάντησή τους με τις ψυχολογικές επιστήμες.
Διαβάζοντας το τεύχος σταθήκαμε ιδιαίτερα σε τρία πολύ ενδιαφέροντα κείμενα.
Το πρώτο ήταν του Leonard Horwitz, ψυχολόγου και ψυχαναλυτή, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Missouri, με θέμα «Η ικανότητα για συγχώρηση». Διαβάζοντας το κείμενο αυτό διαπιστώνουμε το πόσο σύνθετο θέμα είναι η καλλιέργεια της δυνατότητας και της ικανότητας ενός ανθρώπου να συγχωρεί, από ψυχολογικής πλευράς. Ο επιστήμονας αυτός, αφήνοντας κατά μέρος τις όποιες δυνατότητες προσφέρει η πίστη στον άνθρωπο, καταγράφει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο καθένας που νιώθει την ανάγκη να υπερβεί τον εγωκεντρισμό του και να παράσχει την συγχώρεση αληθινά στον άλλο. Μας έκανε εντύπωση η ανάλυση σχετικά τον ορισμό της συγχώρεσης ως της ικανότητας του θύματος να αφήσει πίσω τους λογισμούς και την αίσθηση της προσβολής που έχει υποστεί, όπως επίσης και την απόθεση της επιθυμίας για εκδίκηση. Ο συντάκτης του κειμένου επισημαίνει ότι «συγχωρώ δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και ξεχνώ», όμως είναι σπουδαίο, και αυτό δείχνει και την ικανότητα του ανθρώπου να συνάπτει σχέσεις, να μπορούμε να παραιτούμαστε στην ψυχή μας από τις έμμονες πικρίες έναντι κάποιων άλλων, ακόμη κι αν αυτό δεν μεταφράζεται σε προφανείς συμπεριφορές.
Το κείμενο αυτό βοηθά έναν πνευματικό- εξομολόγο στην χάραξη μίας ποιμαντικής στρατηγικής, η οποία χωρίς να αφίσταται της δύναμης που η πίστη και η αγάπη προσφέρουν, βλέπει τον άνθρωπο και στις αληθινές του διαστάσεις, χωρίς την μεταμορφωτική πνοή της χάριτος του Θεού και βοηθά ώστε να γίνει ο συνδυασμός που θα δώσει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
Το δεύτερο κείμενο ήταν της Πανωραίας Κουφογιάννη, επίκουρης καθηγήτριας στο τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα «Υπερβαίνοντας τον φόβο του θανάτου. Οι απόψεις της υπαρξιακής ψυχολογίας του Irvin Yalom υπό το φως της εκκλησιαστικής παράδοσης». Η συντάκτρια του κειμένου προσπάθησε να παρουσιάσει όψεις της προβληματικής του σπουδαίου σύγχρονου ψυχιάτρου, ο οποίος έχει ιδιαίτερη απήχηση μέσω των πεζογραφημάτων του στο ελληνικό κοινό, πάνω στο θέμα της υπέρβασης του φόβου του θανάτου. Με αφορμή την επικούρεια φιλοσοφία την οποία ακολουθεί ο Yalom, όπως επίσης και την βασική του αντίληψη ότι στόχος του ανθρώπου είναι να μην φτάσει στο θάνατο έχοντας κενά στις επιθυμίες του, μία «αβίωτη ζωή», όπως ο ίδιος αναφέρει, διότι «όσο λιγότερο έχω ζήσει τη ζωή μου, τόσο μεγαλύτερο το άγχος του θανάτου», η κ. Κουφογιάννη παραθέτει τις κύριες συνιστώσες της χριστιανικής αντίληψης για το θάνατο ως πέρασμα στην ανάσταση και ως ευκαιρία μετανοίας και πορείας αγάπης στη ζωή, που θα μας κάνει να υπερβούμε τον εαυτό μας εν Χριστώ.
Η ανάλυση πάντως αφήνει ανοιχτά και άλλα θέματα που έχουν να κάνουν με την δυνατότητα της ορθόδοξης θεολογίας να προσεγγίσει τον στοχασμό σύγχρονων διανοητών και να επισημάνει τα σημεία συνάντησης μαζί τους, με σκοπό να μην αφήνεται ένα πεδίο που ο σύγχρονος άνθρωπος επιθυμεί να προσεγγίσει χωρίς την μαρτυρία της θεολογίας. Θα ήταν ευχής έργον λοιπόν για την συντακτική ομάδα του περιοδικού να προχωρήσει σε έναν πιο πλήρη διάλογο με τον στοχασμό του Yalom και τη ίδια στιγμή να δει όχι μόνο επιστημονικά, αλλά και θεολογικά, την εκλαϊκευμένη ψυχολογία που ψυχίατροι όπως ο Αργεντινός Χόρχε Μπουκάι περνούν στο ευρύ κοινό.
Το τρίτο κείμενο είναι δύο κριτικές παρουσιάσεις- σχόλια με θέμα «Εγκέφαλος και Θρησκευτική εμπειρία» που συνέταξαν οι Παναγιώτης Μήτσιας, τακτικός καθηγητής της Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Wayne του Ντητρόιτ, και David Hogue, καθηγητής της Ποιμαντικής Θεολογίας στο Garrett Evangelical Theological Seminary. Αναφέρονται σε έρευνες του AndrewNewberg, καθηγητή στην Ιατρική Σχολή και στο Πανεπιστήμιο Thomas Jefferson. Θεωρείται ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη μελέτη των θρησκευτικών και πνευματικών εμπειριών υπό το πρίσμα των Νευροεπιστημών, ένα πεδίο που ονομάζουμε Νευροθεολογία.
Στο Ψυχής Δρόμοι παρουσιάζεται και μία συνέντευξη που έδωσε ο ερευνητής στον δημοσιογράφο Steve Paulson, το 2006, στην οποία επισημαίνεται ότι «η τεχνολογία μπορεί σίγουρα να μας πει τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μας όταν βιώνουμε μία θρησκευτική ή πνευματική κατάσταση. Οι απεικονίσεις όμως μέσα από τιε εγκεφαλικές τομογραφίες δεν μπορούν να μας αποδείξουν αν αυτή η εμπειρία ήταν αληθινά αντικειμενική, αν δηλαδή ο Θεός ήταν πράγματι στο δωμάτιο και επικοινωνούσε μαζί με όσους καταγράφονταν σε κατάσταση προσευχής. Ανακαλύφθηκε ότι οι Φραγκισκανές μοναχές που προσεύχονταν ενεργοποιούσαν διάφορα σημαντικά τμήματα του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια της προσευχής, όπως ο μετωπιαίος και ο βρεγματικός λοβός, στους οποίους φάνηκε ότι οι μοναχές έχασαν την αίσθηση του εαυτού τους, απορροφημένες από την προσευχή, και μάλιστα δίνοντας έμφαση στα γλωσσικά τμήματα του εγκεφάλου, δηλαδή στον λόγο τον οποίο είχαν κατά νουν την ώρα της προσευχής. Αντίστοιχες εμπειρίες είχαν και Βουδιστές μοναχοί, μόνο που εκείνοι ενεργοποιούσαν τα τμήματα του εγκεφάλου που είχαν σχέση με την όραση, γιατί εστίαζαν σε οπτική εικόνα, σε ένα ιερό αντικείμενο που είχαν στο μυαλό τους».
Οι σχολιαστές της έρευνας επισημαίνουν ότι «στηρίζεται η πεποίθηση ότι η πνευματική εμπειρία είναι πραγματική και υπαρκτή και σε αυτήν συμμετέχει ο όλος άνθρωπος, με σώμα και ψυχή, με όλες του τις ιδιαίτερες δυνατότητες και ικανότητες», ενώ «συνειδητοποιούμε ότι το σώμα είναι η έδρα του πνευματικού μας εαυτού» και ότι μπορούμε να βιώσουμε μέσα από την ολότητά μας την κοινωνία με το Θεό.
Θα είχε ενδιαφέρον καθώς προφανώς αυτές οι έρευνες θα συνεχιστούν, να γίνει συσχετισμός των αποτελεσμάτων τους με την ησυχαστική θεολογία και την μεταμόρφωση μέσα από την κοινωνία με τον Θεό του σύνολου ανθρώπου, την οποία πρεσβεύει η ορθόδοξη παράδοση. Το περιοδικό πάντως, με την παράθεση της έρευνας και των σχολίων, μας δίνει μία λαμπρή αφορμή εμβάθυνσης στον τρόπο της ορθόδοξης παράδοσης.
Άλλα ενδιαφέροντα κείμενα είναι του James Jones, «Γιατί η θρησκεία γίνεται βίαιη; Μια ψυχαναλυτική εξερεύνηση της θρησκευτικής τρομοκρατίας», του Angelo Brusco, Προς μια προφητική συμβουλευτική και του Don Browning, «Η Ψυχολογία στην υπηρεσία της Εκκλησίας», όπως επίσης και Malgorzata Tatala, «Η ανάπτυξη της προσευχής σε εφήβους και νέους»και του π. Γεωργίου Γανωτή, «Μπαμπά, γιατί δεν βλέπω το Χριστό;». Δεν λείπουν και οι συναντήσεις πάνω σε θέματα ποιμαντικής και ψυχοθεραπευτικής αντιμετώπισης περιστατικών και συμπεριφορών που χρειάζονται συνδυασμό προσέγγισης. Στο τεύχος αυτό οι Εμμανουήλ Kαναβάκης και π. Theodore Dorrance σχολιάζουν μία μεταστροφή στην πίστη, η οποία οδήγησε σε απόλυτες αντιλήψεις τον μεταστραφέντα, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, ενώ οι Αναστασία Ζαλοκώστα και π. Σωφρόνιος Γκουτζίνης συζητούν πάνω στην περίπτωση ενός γάμου που βρίσκεται σε κίνδυνο από τα τυχερά παιγνίδια.
Είναι σπουδαία η προσπάθεια του Διευθυντή Σύνταξης π. Βασιλείου Θερμού και της συντακτικής ομάδας του περιοδικού και αξίζει να διαβαστεί από όλους, ιδιαιτέρως όμως από την πλευρά των κληρικών και των θεολόγων που θέλουν να έχουν μία επαφή όχι μόνο με την επιστήμη, αλλά και με τη σύγχρονη πραγματικότητα που αναφέρεται στον άνθρωπο.
Διαβάζοντας το τεύχος σταθήκαμε ιδιαίτερα σε τρία πολύ ενδιαφέροντα κείμενα.
Το πρώτο ήταν του Leonard Horwitz, ψυχολόγου και ψυχαναλυτή, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Missouri, με θέμα «Η ικανότητα για συγχώρηση». Διαβάζοντας το κείμενο αυτό διαπιστώνουμε το πόσο σύνθετο θέμα είναι η καλλιέργεια της δυνατότητας και της ικανότητας ενός ανθρώπου να συγχωρεί, από ψυχολογικής πλευράς. Ο επιστήμονας αυτός, αφήνοντας κατά μέρος τις όποιες δυνατότητες προσφέρει η πίστη στον άνθρωπο, καταγράφει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο καθένας που νιώθει την ανάγκη να υπερβεί τον εγωκεντρισμό του και να παράσχει την συγχώρεση αληθινά στον άλλο. Μας έκανε εντύπωση η ανάλυση σχετικά τον ορισμό της συγχώρεσης ως της ικανότητας του θύματος να αφήσει πίσω τους λογισμούς και την αίσθηση της προσβολής που έχει υποστεί, όπως επίσης και την απόθεση της επιθυμίας για εκδίκηση. Ο συντάκτης του κειμένου επισημαίνει ότι «συγχωρώ δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και ξεχνώ», όμως είναι σπουδαίο, και αυτό δείχνει και την ικανότητα του ανθρώπου να συνάπτει σχέσεις, να μπορούμε να παραιτούμαστε στην ψυχή μας από τις έμμονες πικρίες έναντι κάποιων άλλων, ακόμη κι αν αυτό δεν μεταφράζεται σε προφανείς συμπεριφορές.
Το κείμενο αυτό βοηθά έναν πνευματικό- εξομολόγο στην χάραξη μίας ποιμαντικής στρατηγικής, η οποία χωρίς να αφίσταται της δύναμης που η πίστη και η αγάπη προσφέρουν, βλέπει τον άνθρωπο και στις αληθινές του διαστάσεις, χωρίς την μεταμορφωτική πνοή της χάριτος του Θεού και βοηθά ώστε να γίνει ο συνδυασμός που θα δώσει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
Το δεύτερο κείμενο ήταν της Πανωραίας Κουφογιάννη, επίκουρης καθηγήτριας στο τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα «Υπερβαίνοντας τον φόβο του θανάτου. Οι απόψεις της υπαρξιακής ψυχολογίας του Irvin Yalom υπό το φως της εκκλησιαστικής παράδοσης». Η συντάκτρια του κειμένου προσπάθησε να παρουσιάσει όψεις της προβληματικής του σπουδαίου σύγχρονου ψυχιάτρου, ο οποίος έχει ιδιαίτερη απήχηση μέσω των πεζογραφημάτων του στο ελληνικό κοινό, πάνω στο θέμα της υπέρβασης του φόβου του θανάτου. Με αφορμή την επικούρεια φιλοσοφία την οποία ακολουθεί ο Yalom, όπως επίσης και την βασική του αντίληψη ότι στόχος του ανθρώπου είναι να μην φτάσει στο θάνατο έχοντας κενά στις επιθυμίες του, μία «αβίωτη ζωή», όπως ο ίδιος αναφέρει, διότι «όσο λιγότερο έχω ζήσει τη ζωή μου, τόσο μεγαλύτερο το άγχος του θανάτου», η κ. Κουφογιάννη παραθέτει τις κύριες συνιστώσες της χριστιανικής αντίληψης για το θάνατο ως πέρασμα στην ανάσταση και ως ευκαιρία μετανοίας και πορείας αγάπης στη ζωή, που θα μας κάνει να υπερβούμε τον εαυτό μας εν Χριστώ.
Η ανάλυση πάντως αφήνει ανοιχτά και άλλα θέματα που έχουν να κάνουν με την δυνατότητα της ορθόδοξης θεολογίας να προσεγγίσει τον στοχασμό σύγχρονων διανοητών και να επισημάνει τα σημεία συνάντησης μαζί τους, με σκοπό να μην αφήνεται ένα πεδίο που ο σύγχρονος άνθρωπος επιθυμεί να προσεγγίσει χωρίς την μαρτυρία της θεολογίας. Θα ήταν ευχής έργον λοιπόν για την συντακτική ομάδα του περιοδικού να προχωρήσει σε έναν πιο πλήρη διάλογο με τον στοχασμό του Yalom και τη ίδια στιγμή να δει όχι μόνο επιστημονικά, αλλά και θεολογικά, την εκλαϊκευμένη ψυχολογία που ψυχίατροι όπως ο Αργεντινός Χόρχε Μπουκάι περνούν στο ευρύ κοινό.
Το τρίτο κείμενο είναι δύο κριτικές παρουσιάσεις- σχόλια με θέμα «Εγκέφαλος και Θρησκευτική εμπειρία» που συνέταξαν οι Παναγιώτης Μήτσιας, τακτικός καθηγητής της Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Wayne του Ντητρόιτ, και David Hogue, καθηγητής της Ποιμαντικής Θεολογίας στο Garrett Evangelical Theological Seminary. Αναφέρονται σε έρευνες του AndrewNewberg, καθηγητή στην Ιατρική Σχολή και στο Πανεπιστήμιο Thomas Jefferson. Θεωρείται ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη μελέτη των θρησκευτικών και πνευματικών εμπειριών υπό το πρίσμα των Νευροεπιστημών, ένα πεδίο που ονομάζουμε Νευροθεολογία.
Στο Ψυχής Δρόμοι παρουσιάζεται και μία συνέντευξη που έδωσε ο ερευνητής στον δημοσιογράφο Steve Paulson, το 2006, στην οποία επισημαίνεται ότι «η τεχνολογία μπορεί σίγουρα να μας πει τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μας όταν βιώνουμε μία θρησκευτική ή πνευματική κατάσταση. Οι απεικονίσεις όμως μέσα από τιε εγκεφαλικές τομογραφίες δεν μπορούν να μας αποδείξουν αν αυτή η εμπειρία ήταν αληθινά αντικειμενική, αν δηλαδή ο Θεός ήταν πράγματι στο δωμάτιο και επικοινωνούσε μαζί με όσους καταγράφονταν σε κατάσταση προσευχής. Ανακαλύφθηκε ότι οι Φραγκισκανές μοναχές που προσεύχονταν ενεργοποιούσαν διάφορα σημαντικά τμήματα του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια της προσευχής, όπως ο μετωπιαίος και ο βρεγματικός λοβός, στους οποίους φάνηκε ότι οι μοναχές έχασαν την αίσθηση του εαυτού τους, απορροφημένες από την προσευχή, και μάλιστα δίνοντας έμφαση στα γλωσσικά τμήματα του εγκεφάλου, δηλαδή στον λόγο τον οποίο είχαν κατά νουν την ώρα της προσευχής. Αντίστοιχες εμπειρίες είχαν και Βουδιστές μοναχοί, μόνο που εκείνοι ενεργοποιούσαν τα τμήματα του εγκεφάλου που είχαν σχέση με την όραση, γιατί εστίαζαν σε οπτική εικόνα, σε ένα ιερό αντικείμενο που είχαν στο μυαλό τους».
Οι σχολιαστές της έρευνας επισημαίνουν ότι «στηρίζεται η πεποίθηση ότι η πνευματική εμπειρία είναι πραγματική και υπαρκτή και σε αυτήν συμμετέχει ο όλος άνθρωπος, με σώμα και ψυχή, με όλες του τις ιδιαίτερες δυνατότητες και ικανότητες», ενώ «συνειδητοποιούμε ότι το σώμα είναι η έδρα του πνευματικού μας εαυτού» και ότι μπορούμε να βιώσουμε μέσα από την ολότητά μας την κοινωνία με το Θεό.
Θα είχε ενδιαφέρον καθώς προφανώς αυτές οι έρευνες θα συνεχιστούν, να γίνει συσχετισμός των αποτελεσμάτων τους με την ησυχαστική θεολογία και την μεταμόρφωση μέσα από την κοινωνία με τον Θεό του σύνολου ανθρώπου, την οποία πρεσβεύει η ορθόδοξη παράδοση. Το περιοδικό πάντως, με την παράθεση της έρευνας και των σχολίων, μας δίνει μία λαμπρή αφορμή εμβάθυνσης στον τρόπο της ορθόδοξης παράδοσης.
Άλλα ενδιαφέροντα κείμενα είναι του James Jones, «Γιατί η θρησκεία γίνεται βίαιη; Μια ψυχαναλυτική εξερεύνηση της θρησκευτικής τρομοκρατίας», του Angelo Brusco, Προς μια προφητική συμβουλευτική και του Don Browning, «Η Ψυχολογία στην υπηρεσία της Εκκλησίας», όπως επίσης και Malgorzata Tatala, «Η ανάπτυξη της προσευχής σε εφήβους και νέους»και του π. Γεωργίου Γανωτή, «Μπαμπά, γιατί δεν βλέπω το Χριστό;». Δεν λείπουν και οι συναντήσεις πάνω σε θέματα ποιμαντικής και ψυχοθεραπευτικής αντιμετώπισης περιστατικών και συμπεριφορών που χρειάζονται συνδυασμό προσέγγισης. Στο τεύχος αυτό οι Εμμανουήλ Kαναβάκης και π. Theodore Dorrance σχολιάζουν μία μεταστροφή στην πίστη, η οποία οδήγησε σε απόλυτες αντιλήψεις τον μεταστραφέντα, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, ενώ οι Αναστασία Ζαλοκώστα και π. Σωφρόνιος Γκουτζίνης συζητούν πάνω στην περίπτωση ενός γάμου που βρίσκεται σε κίνδυνο από τα τυχερά παιγνίδια.
Είναι σπουδαία η προσπάθεια του Διευθυντή Σύνταξης π. Βασιλείου Θερμού και της συντακτικής ομάδας του περιοδικού και αξίζει να διαβαστεί από όλους, ιδιαιτέρως όμως από την πλευρά των κληρικών και των θεολόγων που θέλουν να έχουν μία επαφή όχι μόνο με την επιστήμη, αλλά και με τη σύγχρονη πραγματικότητα που αναφέρεται στον άνθρωπο.