Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η Κυβέρνηση για να ισορροπήσει μεταξύ των αναγκών ή των απαιτήσεων από τη μία και της χωρίς αναταράξεις πορείας της Οικονομίας προς την έξοδο από τις μνημονιακές συνθήκες από την άλλη, αντιμετωπίζει πρόσθετες δυσκολίες. Πρόκειται για τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, να δικαιώσουν τις προσφυγές των δικαστικών και των ενστόλων. Η υλοποίηση των αποφάσεων αυτών επιβαρύνει το Δημόσιο με περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ και το ερώτημα είναι πού θα εξευρεθούν, αφού χρήματα δεν υπάρχουν. Οι χαμηλού εισοδήματος βετεράνοι της εργασίας βλέπουν ότι αυτοί πάλι, για πολλοστή φορά, θα «πληρώσουν το μάρμαρο» για τους δικαστικούς και τους ένστολους και οι πρόσφατες περικοπές στις επικουρικές τους συντάξεις προκαλούν την εύλογη πικρία τους.
Η οικονομική κρίση είναι σε εξέλιξη και το χρέος δυσβάσταχτο, οι δικαστικοί όμως έκριναν ότι οι μισθοί τους δεν πρέπει να θιγούν και στην ευνοϊκή απόφαση περιέλαβαν και τους ένστολους. Έτσι δεν είναι οι μόνοι ευνοημένοι. Η αίσθηση του πολίτη ότι η Πολιτεία είναι δίκαιη αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Σ’ αυτό το κλίμα δεν συμβάλλει η απόφαση των δικαστικών, οι οποίοι οπωσδήποτε γνωρίζουν ότι η οικονομική κατάσταση στη χώρα είναι συγκεκριμένη και όποιος δεν συμβάλλει, κατά το μέτρο των εισοδημάτων του, στο ξεπέρασμα της κρίσης, είναι ο «έξυπνος», που ζει σε βάρος των άλλων. Είναι ο «λουφαδόρος», όπως λέγεται στον Στρατό ο φαντάρος που αποφεύγει τη «φασίνα», αφήνοντας την στους υπόλοιπους, στους έντιμους, που δεν θέλουν να αδικούν τους συστρατιώτες τους.
Είναι μεγάλο θέμα ο πολίτης να κατέχει μια θέση στην εξουσία και να μην την χρησιμοποιεί υπέρ του και σε βάρος του συνόλου των πολιτών. Είναι πολύ σημαντικό σε μια δημοκρατική Πολιτεία στη σύγκρουση καθήκοντος και συμφέροντος ο δικαστής να έχει το σθένος να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να προτιμήσει αυτό που του υπαγορεύει η συνείδησή του και που μπορεί, με βάση το Νόμο, να τον αδικεί, παρά να κρίνει κατά το συμφέρον του. Σε περιπτώσεις κρίσης στην κοινωνία το σκάνδαλο στο λαό θάπρεπε για τον δικαστή να ζυγίζει περισσότερο από τη μισθολογική απώλεια. Ο Απόστολος Παύλος διακηρύσσει ότι δεν θα φάει ποτέ κρέας, που του επιτρέπεται, για να μη σκανδαλίσει τον αδελφό του. (Ρωμ. ιδ΄ 21).
Το θέμα της σχετικότητας της δικαστικής κρίσης και του επηρεασμού, που ενδέχεται αυτή να υποστεί, αντιμετωπίστηκε και στην Αρχαία Αθήνα. Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του γράφει ότι ο Νομοθέτης ψηφίζει Νόμο, με τον οποίο ρυθμίζει γενικά μια κατάσταση, ενώ ο δικαστής μπορεί να έχει «ίδιο συμφέρον από την έκβαση της δίκης και η κρίση του να μην είναι αντικειμενική, αλλά να επηρεάζεται από τα υποκειμενικά του αισθήματα». Η εφαρμογή της αδέκαστης δικαιοσύνης με ελευθερία είναι βασικό στοιχείο του Πολιτισμού μας. Για να υπάρχει δεν αρκεί το ήθος και η ικανότητα των δικαστών. Απαιτείται και η επικράτηση του καθήκοντος επί του συμφέροντος τους.
Η δικαιοσύνη σε κλίμα ελευθερίας αναφέρεται πολλές φορές στην Καινή Διαθήκη, 88 συγκεκριμένα. Χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει δικαιοσύνη, είναι καταναγκασμός. Η δικαιοσύνη, κατά τους ερμηνευτές καινοδιαθηκολόγους, είναι η εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Βιώνοντας ο πολίτης το θέλημα του Ιησού Χριστού δεν έχει ανάγκη το Νόμο. «Δικαίω νόμος ου κείται» (Α΄ Τιμ. θ΄ 9). Όταν ο Νόμος παραβιάζει το θέλημα του Θεού και η ανθρώπινη Δικαιοσύνη έρχεται να του επιβάλλει αυτή την παραβίαση, τότε είναι έτοιμος για το διωγμό και το μαρτύριο. Ο Χριστός δεν μακαρίζει μόνο τους «πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην», αλλά και εκείνους που διώκονται επειδή πορεύονται με βάση το θέλημα του Θεού, διαβεβαιώνοντας τους ότι σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία Του.
Η κατά Χριστόν δικαιοσύνη είναι τελείως ξένη προς τις θρησκείες και ιδεολογίες, όπως επίσης πλήρως αντίθετη προς την καπηλεία της διδασκαλίας της από αποκαλούμενους χριστιανούς. Αυτή στηρίζεται στην ειρήνη της ψυχής, στην αγάπη προς τους εχθρούς, και στην ελευθερία, η οποία, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Γαλάτες, γίνεται στόχος όσων επιδιώκουν να την καταργήσουν και να μετατρέψουν τον άνθρωπο σε δούλο (Γαλ. β΄ 4).
Η ανθρωπότητα, στην πλειονότητά της, δεν θέλει να εφαρμόσει τη διδασκαλία του Θεανθρώπου, ακόμη και το μέρος της, που θεωρείται ότι αποτελείται από χριστιανούς. Έχοντας μια ροπή προς την αυτοκαταστροφή περιθωριοποιεί τον Χριστό και ακολουθεί το δικό της θέλημα και τον δικό της δρόμο. Εφαρμόζοντας το του Πλαύτου «λύκος είναι ο άνθρωπος για το συνάνθρωπό του» έχει την κατά τον Χομπς ανάγκη ενός ισχυρού κράτους, που να επιβάλει τη δικαιοσύνη και τη γαλήνη στην κοινωνία. Όμως στον κρατικό μηχανισμό οι υπάλληλοι προέρχονται από την πλειονοψηφία των πολιτών (…) και επομένως είναι δύσκολο να επικρατήσει η ειρήνη στην κοινωνία.
Αν στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε χώρα, οι άνθρωποι πετύχαιναν από «ιδιώτες» να γίνουν «πολίτες» και είχαν την ευθύνη των πράξεών τους, δεν θα αφήνονταν να χειραγωγηθούν από κάθε δημαγωγό και ισχυρό της γης. Τότε θα είχαν μιαν ελπίδα να βρουν τον εαυτό τους, να καταλάβουν ότι «μια ζωή αστόχαστη δεν αξίζει να τη ζει ο άνθρωπος» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους). Αν πάλι αντιληφθούν το πόση χάρη έχει ο άνθρωπος όταν είναι άνθρωπος (Μένανδρος), αν ακολουθήσουν τον δρόμο που έδειξε ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη» του ( ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν) και κυρίως αν βιώσουν τη ζωή του Θεανθρώπου Ιησού και ακολουθήσουν τη διδασκαλία Του, τότε υπάρχει ελπίδα για μια δίκαιη κοινωνία.-
Η οικονομική κρίση είναι σε εξέλιξη και το χρέος δυσβάσταχτο, οι δικαστικοί όμως έκριναν ότι οι μισθοί τους δεν πρέπει να θιγούν και στην ευνοϊκή απόφαση περιέλαβαν και τους ένστολους. Έτσι δεν είναι οι μόνοι ευνοημένοι. Η αίσθηση του πολίτη ότι η Πολιτεία είναι δίκαιη αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Σ’ αυτό το κλίμα δεν συμβάλλει η απόφαση των δικαστικών, οι οποίοι οπωσδήποτε γνωρίζουν ότι η οικονομική κατάσταση στη χώρα είναι συγκεκριμένη και όποιος δεν συμβάλλει, κατά το μέτρο των εισοδημάτων του, στο ξεπέρασμα της κρίσης, είναι ο «έξυπνος», που ζει σε βάρος των άλλων. Είναι ο «λουφαδόρος», όπως λέγεται στον Στρατό ο φαντάρος που αποφεύγει τη «φασίνα», αφήνοντας την στους υπόλοιπους, στους έντιμους, που δεν θέλουν να αδικούν τους συστρατιώτες τους.
Είναι μεγάλο θέμα ο πολίτης να κατέχει μια θέση στην εξουσία και να μην την χρησιμοποιεί υπέρ του και σε βάρος του συνόλου των πολιτών. Είναι πολύ σημαντικό σε μια δημοκρατική Πολιτεία στη σύγκρουση καθήκοντος και συμφέροντος ο δικαστής να έχει το σθένος να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να προτιμήσει αυτό που του υπαγορεύει η συνείδησή του και που μπορεί, με βάση το Νόμο, να τον αδικεί, παρά να κρίνει κατά το συμφέρον του. Σε περιπτώσεις κρίσης στην κοινωνία το σκάνδαλο στο λαό θάπρεπε για τον δικαστή να ζυγίζει περισσότερο από τη μισθολογική απώλεια. Ο Απόστολος Παύλος διακηρύσσει ότι δεν θα φάει ποτέ κρέας, που του επιτρέπεται, για να μη σκανδαλίσει τον αδελφό του. (Ρωμ. ιδ΄ 21).
Το θέμα της σχετικότητας της δικαστικής κρίσης και του επηρεασμού, που ενδέχεται αυτή να υποστεί, αντιμετωπίστηκε και στην Αρχαία Αθήνα. Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του γράφει ότι ο Νομοθέτης ψηφίζει Νόμο, με τον οποίο ρυθμίζει γενικά μια κατάσταση, ενώ ο δικαστής μπορεί να έχει «ίδιο συμφέρον από την έκβαση της δίκης και η κρίση του να μην είναι αντικειμενική, αλλά να επηρεάζεται από τα υποκειμενικά του αισθήματα». Η εφαρμογή της αδέκαστης δικαιοσύνης με ελευθερία είναι βασικό στοιχείο του Πολιτισμού μας. Για να υπάρχει δεν αρκεί το ήθος και η ικανότητα των δικαστών. Απαιτείται και η επικράτηση του καθήκοντος επί του συμφέροντος τους.
Η δικαιοσύνη σε κλίμα ελευθερίας αναφέρεται πολλές φορές στην Καινή Διαθήκη, 88 συγκεκριμένα. Χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει δικαιοσύνη, είναι καταναγκασμός. Η δικαιοσύνη, κατά τους ερμηνευτές καινοδιαθηκολόγους, είναι η εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Βιώνοντας ο πολίτης το θέλημα του Ιησού Χριστού δεν έχει ανάγκη το Νόμο. «Δικαίω νόμος ου κείται» (Α΄ Τιμ. θ΄ 9). Όταν ο Νόμος παραβιάζει το θέλημα του Θεού και η ανθρώπινη Δικαιοσύνη έρχεται να του επιβάλλει αυτή την παραβίαση, τότε είναι έτοιμος για το διωγμό και το μαρτύριο. Ο Χριστός δεν μακαρίζει μόνο τους «πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην», αλλά και εκείνους που διώκονται επειδή πορεύονται με βάση το θέλημα του Θεού, διαβεβαιώνοντας τους ότι σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία Του.
Η κατά Χριστόν δικαιοσύνη είναι τελείως ξένη προς τις θρησκείες και ιδεολογίες, όπως επίσης πλήρως αντίθετη προς την καπηλεία της διδασκαλίας της από αποκαλούμενους χριστιανούς. Αυτή στηρίζεται στην ειρήνη της ψυχής, στην αγάπη προς τους εχθρούς, και στην ελευθερία, η οποία, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Γαλάτες, γίνεται στόχος όσων επιδιώκουν να την καταργήσουν και να μετατρέψουν τον άνθρωπο σε δούλο (Γαλ. β΄ 4).
Η ανθρωπότητα, στην πλειονότητά της, δεν θέλει να εφαρμόσει τη διδασκαλία του Θεανθρώπου, ακόμη και το μέρος της, που θεωρείται ότι αποτελείται από χριστιανούς. Έχοντας μια ροπή προς την αυτοκαταστροφή περιθωριοποιεί τον Χριστό και ακολουθεί το δικό της θέλημα και τον δικό της δρόμο. Εφαρμόζοντας το του Πλαύτου «λύκος είναι ο άνθρωπος για το συνάνθρωπό του» έχει την κατά τον Χομπς ανάγκη ενός ισχυρού κράτους, που να επιβάλει τη δικαιοσύνη και τη γαλήνη στην κοινωνία. Όμως στον κρατικό μηχανισμό οι υπάλληλοι προέρχονται από την πλειονοψηφία των πολιτών (…) και επομένως είναι δύσκολο να επικρατήσει η ειρήνη στην κοινωνία.
Αν στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε χώρα, οι άνθρωποι πετύχαιναν από «ιδιώτες» να γίνουν «πολίτες» και είχαν την ευθύνη των πράξεών τους, δεν θα αφήνονταν να χειραγωγηθούν από κάθε δημαγωγό και ισχυρό της γης. Τότε θα είχαν μιαν ελπίδα να βρουν τον εαυτό τους, να καταλάβουν ότι «μια ζωή αστόχαστη δεν αξίζει να τη ζει ο άνθρωπος» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους). Αν πάλι αντιληφθούν το πόση χάρη έχει ο άνθρωπος όταν είναι άνθρωπος (Μένανδρος), αν ακολουθήσουν τον δρόμο που έδειξε ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη» του ( ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν) και κυρίως αν βιώσουν τη ζωή του Θεανθρώπου Ιησού και ακολουθήσουν τη διδασκαλία Του, τότε υπάρχει ελπίδα για μια δίκαιη κοινωνία.-