Του Κωνσταντίνου Ερρίπη, θεολόγου - Καρδιολόγου
Φράση πού δείχνει τή λατρεία τῆς θάλασσας ἀπό τούς Ἕλληνες ἀλλά καί ἀπό τούς βόρειους λαούς, πού ἔρχονται ὡς τουρίστες νά τήν ἀπολαύσουν τό καλοκαίρι. Ἀρκετές δεκαετίες πρίν, ὅταν ἡ φυματίωση θέριζε τόν κόσμο, τό βουνό εἶχε τά πρωτεῖα. Ἡ θάλασσα ὅμως ἀνέκαθεν ἦταν τό στοιχεῖο τοῦ Ἕλληνα, ἡ πηγή τῆς ζωῆς του, ἡ ἔκφρασή του. «Λαοί τῆς θάλασσας» ἀποκαλοῦντο οἱ Ἕλληνες.
Ἡ λέξη «θάλασσα» παράγεται ἁπό τό «ἅλς» (γεν. ἁλός). Εἶναι ὁ ἦχος τοῦ κύματος, πού σέ περίοδο νηνεμίας γλείφει τά βότσαλα τῆς ἀκτῆς.
Μερικές χαρακτηριστικές λέξεις πού χρησιμοποιοῦμε στήν καθημερινή μας ὁμιλία καί προέρχονται ἀπό τό ἅλς:
«ἅλας»
«ἁλμυρός»
«ἅλ-μα»: εἶναι τό σήκωμα τῆς θάλασσας (τῆς ἁλός) κατά τήν τρικυμία, τό κῦμα
«ἅλωση»: εἶναι ἡ ἁρπαγή κάποιου ἀπό τό κῦμα καί ἡ ἐξαφάνισή του. Κατ’ ἐπέκταση ἡ κατάκτηση μιᾶς πόλης.
«κορ-άλ-λι»: ἡ κόρη τῆς ἁλός
«ὕαλος»: ὕδωρ τῆς ἁλός (διαφανές ὡς τό ὕδωρ)
«λά-τρα» ἀπό τό «ἅλ-τρα»: ὁ καθαρισμός μέ νερό
«Θεσ-αλ-ία»: θέση ἁλός, περιοχή πού παλαιά ἦταν ἐκεῖ θάλασσα
«πλούσιος» ἀπό τό «π-αλ-ούσιος»: αὐτός πού ταξιδεύει στήν θάλασσα, ὁ ἔμπορος. Ἦταν πάντοτε πιό εὐκατάστατος ἀπό τόν ταλαίπωρο τόν γεωργό.
Ἀκριβῶς τό ἀντίθετο τοῦ «ἅλς» = θάλασσα εἶναι τό «λάς» = ξηρά
«λάς»: ἐξ οὗ καί λίθος, λατομεῖο, λαός (αὐτός πού προέρχεται ἀπό τά σπλάχνα τῆς γῆς).
Ἀπό αὐτό τό ἑλληνικό «λάς» προέρχονται καί ὅλες οἱ ξένες λέξεις πού ὑποσημαίνουν χώρα, ὅπως:
Eng land, Deutch land, Hol land, κλπ.
Ἡ λέξη «θάλασσα» παράγεται ἁπό τό «ἅλς» (γεν. ἁλός). Εἶναι ὁ ἦχος τοῦ κύματος, πού σέ περίοδο νηνεμίας γλείφει τά βότσαλα τῆς ἀκτῆς.
Μερικές χαρακτηριστικές λέξεις πού χρησιμοποιοῦμε στήν καθημερινή μας ὁμιλία καί προέρχονται ἀπό τό ἅλς:
«ἅλας»
«ἁλμυρός»
«ἅλ-μα»: εἶναι τό σήκωμα τῆς θάλασσας (τῆς ἁλός) κατά τήν τρικυμία, τό κῦμα
«ἅλωση»: εἶναι ἡ ἁρπαγή κάποιου ἀπό τό κῦμα καί ἡ ἐξαφάνισή του. Κατ’ ἐπέκταση ἡ κατάκτηση μιᾶς πόλης.
«κορ-άλ-λι»: ἡ κόρη τῆς ἁλός
«ὕαλος»: ὕδωρ τῆς ἁλός (διαφανές ὡς τό ὕδωρ)
«λά-τρα» ἀπό τό «ἅλ-τρα»: ὁ καθαρισμός μέ νερό
«Θεσ-αλ-ία»: θέση ἁλός, περιοχή πού παλαιά ἦταν ἐκεῖ θάλασσα
«πλούσιος» ἀπό τό «π-αλ-ούσιος»: αὐτός πού ταξιδεύει στήν θάλασσα, ὁ ἔμπορος. Ἦταν πάντοτε πιό εὐκατάστατος ἀπό τόν ταλαίπωρο τόν γεωργό.
Ἀκριβῶς τό ἀντίθετο τοῦ «ἅλς» = θάλασσα εἶναι τό «λάς» = ξηρά
«λάς»: ἐξ οὗ καί λίθος, λατομεῖο, λαός (αὐτός πού προέρχεται ἀπό τά σπλάχνα τῆς γῆς).
Ἀπό αὐτό τό ἑλληνικό «λάς» προέρχονται καί ὅλες οἱ ξένες λέξεις πού ὑποσημαίνουν χώρα, ὅπως:
Eng land, Deutch land, Hol land, κλπ.