Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Το ιστορικό μυθιστόρημα έπαιξε και παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της μνήμης του λαού και ανταποκρίνεται στην ανάγκη του κάθε ανθρώπου να πληροφορηθεί με εύκολο, ευχάριστο και εποικοδομητικό τρόπο το παρελθόν του έθνους του. Ο αξιόλογος συγγραφέας Άγγελος Τερζάκης γράφοντας για το ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα, του οποίου υπήρξε εκ των σημαντικοτέρων εκπροσώπων, τονίζει ότι αυτό είναι η νεώτερη μορφή και η συνέχεια του αρχαίου έπους. Τα ηρωικά έπη του Ομήρου και τα διδακτικά και θρησκευτικά έπη του Ησιόδου δίδαξαν και γαλούχησαν γενιές Ελλήνων.
Τη σχέση μεταξύ του ιστορικού και του λογοτεχνικού κειμένου παρατηρεί εύστοχα ο Ι. Συκουτρής: «Ο ιστορικός που θα πραγματευθή την εν Σαλαμίνι ναυμαχίαν, θα αναζητήση τους στρατηγικούς και πολιτικούς λόγους, που ωδήγησαν εις την ήτταν του περσικού στόλου: σφάλματα τακτικής, άγνοια του τόπου, ασυμφωνία μεταξύ του επιτελείου των Περσών, δυσκολίαι ανεφοδιασμού, έλλειψις ψυχικής ενότητος μεταξύ των περσικών δυνάμεων, προδοσία ίσως κ .λ.π.. Ζήτημα είναι, αν θα μνημονεύση καν εν παρόδω, ότι οι Πέρσαι επυρπόλησαν και τους ναούς. Αλλ’ ο Αισχλυλος παραμερίζει όλα αυτά και βλέπει εις την ήτταν των Περσών όχι ενοχήν ανδρών, αλλά θέλημα των αθανάτων. Εκείνοι συντρίβουν με χείρα κραταιάν την υπαρφίαλον δύναμιν βαρβάρων και ασεβών δεσποτών και εμψυχώνουν υπερανθρώπως τους ολιγάριθμους αλλά θεοσεβείς υπερασπιστάς της ελληνικής ελευθερίας, Και με την μεγαλειώδη αυτήν σύλληψιν παραγόντων λογικώς ασταθμήτων, αντιμετωπίζει ο Αισχύλος φιλοσοφικώτερα το ιστορικόν γεγονός, αφού προχωρεί, όπως ελέχθη, πέραν από την πραγματικότητα: προς την αλήθειαν». ( Από την Εισαγωγή του Ι. Συκουτρή εις την «Ποιητικήν» του Αριστοτέλους (Εκδ. Ακαδημίας Αθηνών, Αριθμ. 2 Ελληνικής Βιβλιοθήκης, Βιβλιοπ. «Εστίας», σελ. 75).
Μετά την Επανάσταση του 1821 εμφανίζεται το νεοελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα. Μεταξύ των πρώτων συγγραφέων ήσαν οι Α. Ρ. Ραγκαβής, με το «Χρονικόν του Μορέως» (1845), Παύλος Καλλιγάς με τον «Θάνο Βλέκα» (1855-56), Κων. Ράμφος με το έργο του «Αι τελευταίαι ημέραι του Αλή Πασά» (1862), ο Στέφανος Ξένος με «Την ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως (1867), ο Σπ. Ζαμπέλιος με τους «Κρητικούς Γάμους» (1871), και ο Δημ. Βικέλας με τον «Λουκή Λάρα» (1879). Όπως γράφει ο Θανάσης Πετσάλης – Διομήδης « η στροφή των νεοελλήνων πεζογράφων προς τη μυθιστορικοποίηση του ταραγμένου και περιπετειώδους παρελθόντος του Γένους είναι ένα ξαναγύρισμα στις ρίζες της φυλής, ένα σκύψιμο στην εθνική βρυσομάνα».
Σημειώνεται ότι την ιστορία του ο απλός λαός στην κάθε χώρα την έχει διδαχθεί μέσα από το ιστορικό μυθιστόρημα. Υπενθυμίζεται ότι οι εγγλέζοι γνωρίζουν την ιστορία του ιπποτικού τους μεσαίωνα από τα βιβλία του Ουόλτερ Σκοτ (Ιβανόης, Ριχάρδος Λεοντόκαρδος, Κυρά της λίμνης ). Οι Ρώσοι γνώρισαν τις μάχες κατά των στρατευμάτων του Ναπολέοντα από το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι. Οι Γερμανοί τους προγόνους τους από το ομώνυμο έργο του Φράϊταγκ. Οι Γάλλοι την ιστορία επί Λουδοβίκου του ΙΓ΄ με τους «Τρεις σωματοφύλακες» και με το «Μετά από είκοσι έτη» του Αλεξάνδρου Δουμά πατέρα. Οι Ιταλοί τα δεινά που πέρασαν οι πρόγονοί τους υπό την ισπανική και, κατ΄ επέκταση, αυστριακή κυριαρχία από το έργο του Αλεσάντρο Μαντσόνι «Οι αρραβωνιασμένοι». Οι Αμερικανοί τα βάσανα των αφρικανών σκλάβων με την «Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά», της Χάριετ Ελίζαμπεθ Στόου.
Στην Ελλάδα η παράδοση των συγγραφέων ιστορικού μυθιστορήματος συνεχίστηκε και κατά τον 20ό αιώνα και συνεχίζεται έως τις ημέρες μας. Ο Άγγελος Τερζάκης με την «Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ» ζωντανεύει τις περιπέτειες των Ελλήνων κατά τη Φραγκοκρατία. Ο Κ. Μπαστιάς με τον «Μηνά τον ρέμπελο» περιγράφει τα προεπαναστατικά χρόνια, και με τον «Παπουλάκο» τα μετεπαναστατικά, επί Όθωνα. Σημαντικότατα είναι τα ιστορικά μυθιστορήματα του Θανάση Πετσάλη Διομήδη, με πρώτο τους «Μαυρόλυκους», στο οποίο διατρέχει την εποποιία της εθνικής και θρησκευτικής επιβίωσης των Ελλήνων κατά την βασανιστική σκλαβιά της τουρκοκρατίας. Εξαιρετικά είναι τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα για τα βυζαντινά χρόνια («Για την Πατρίδα», «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου») και για τους αγώνες των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας (Τα μυστικά του βάλτου).
Για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας έγραψαν, μεταξύ των άλλων, οι Ηλίας Βενέζης, Διδώ Σωτηρίου και Τάσος Αθανασιάδης και συνεχίζεται η έκδοση μυθιστορημάτων. Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Η διατήρηση της μνήμης για τις αλησμόνητες πατρίδες είναι η απάντηση στον δεύτερο ξεριζωμό που επιχειρείται, αυτή τη φορά από Έλληνες. Κι αν η γενοκτονία των Ελλήνων από το 1914 έως το 1922 θεωρείται δικαίως γεγονός τραγικότερο της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, ο σημερινός ξεριζωμός είναι χειρότερος, γιατί επιδιώκεται να συμβεί στις ψυχές μας. Η επιχείρηση λήθη στο παρελθόν έχει σκοπό να μας μετατρέψει σε λωτοφάγους, σε ανθρώπους χωρίς πατρίδα, χωρίς συνείδηση, χωρίς θρησκεία, χωρίς οικογένεια, χωρίς αρχές, χωρίς αξίες.
Το δράμα, το οποίο βίωσαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας από το 1914 έως το 1922 και μετά, στην προσφυγιά, επέλεξα να το περιγράψω ως ιστορικό μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Μέρες Αποκάλυψης στην Ιωνία» (Εκδ. Αρχονταρίκι). Αυτό μετά από τη συζήτηση που είχα με την σεβαστή και προσφιλή φίλη μου και εξαίρετη λογοτέχνιδα Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη. Αποδέχθηκα το επιχείρημά της, ότι η λογοτεχνία «έχει τη δύναμη και το εθνικό χρέος να μορφοποιεί την ιστορική ύλη με τα δικά της μέσα και στη συνέχεια να την διοχετεύει στο λαό ευκολότερα και αποδοτικότερα». Πείστηκα επίσης ότι το μυθιστόρημα διαβάζεται ευκολότερα από μια μελέτη. Όπως έγραψε ο αείμνηστος ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος ο αναγνώστης του «ψυχαγωγούμενος και τερπόμενος αισθητικώς δια της τέχνης συγχρόνως μανθάνει την Ιστορία».
Με το ιστορικό μυθιστόρημα για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας βοηθάμε να μην ξεχάσουμε και να μην μαραθούμε ως Έθνος. Ο αείμνηστος καθηγητής Βασ. Ν. Τατάκης έγραψε: « Η ζωντανή αγάπη ύψωσε τις πατρίδες των προσφύγων σε ιδανικά, σε αψεγάδιαστα πρότυπα, που ωθούν τον καθένα να τις τιμήσει, με τη δράση του, να μην φανεί κατώτερός τους, να τις κρατήσει στη ζωή… Έτσι ο πόνος για την Πατρίδα που χάθηκε γίνεται δημιουργικός. Χάθηκαν όμως αλήθεια οι Πατρίδες; Όχι! Γιατί ό, τι αγαπάμε δεν πεθαίνει».-
Τη σχέση μεταξύ του ιστορικού και του λογοτεχνικού κειμένου παρατηρεί εύστοχα ο Ι. Συκουτρής: «Ο ιστορικός που θα πραγματευθή την εν Σαλαμίνι ναυμαχίαν, θα αναζητήση τους στρατηγικούς και πολιτικούς λόγους, που ωδήγησαν εις την ήτταν του περσικού στόλου: σφάλματα τακτικής, άγνοια του τόπου, ασυμφωνία μεταξύ του επιτελείου των Περσών, δυσκολίαι ανεφοδιασμού, έλλειψις ψυχικής ενότητος μεταξύ των περσικών δυνάμεων, προδοσία ίσως κ .λ.π.. Ζήτημα είναι, αν θα μνημονεύση καν εν παρόδω, ότι οι Πέρσαι επυρπόλησαν και τους ναούς. Αλλ’ ο Αισχλυλος παραμερίζει όλα αυτά και βλέπει εις την ήτταν των Περσών όχι ενοχήν ανδρών, αλλά θέλημα των αθανάτων. Εκείνοι συντρίβουν με χείρα κραταιάν την υπαρφίαλον δύναμιν βαρβάρων και ασεβών δεσποτών και εμψυχώνουν υπερανθρώπως τους ολιγάριθμους αλλά θεοσεβείς υπερασπιστάς της ελληνικής ελευθερίας, Και με την μεγαλειώδη αυτήν σύλληψιν παραγόντων λογικώς ασταθμήτων, αντιμετωπίζει ο Αισχύλος φιλοσοφικώτερα το ιστορικόν γεγονός, αφού προχωρεί, όπως ελέχθη, πέραν από την πραγματικότητα: προς την αλήθειαν». ( Από την Εισαγωγή του Ι. Συκουτρή εις την «Ποιητικήν» του Αριστοτέλους (Εκδ. Ακαδημίας Αθηνών, Αριθμ. 2 Ελληνικής Βιβλιοθήκης, Βιβλιοπ. «Εστίας», σελ. 75).
Μετά την Επανάσταση του 1821 εμφανίζεται το νεοελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα. Μεταξύ των πρώτων συγγραφέων ήσαν οι Α. Ρ. Ραγκαβής, με το «Χρονικόν του Μορέως» (1845), Παύλος Καλλιγάς με τον «Θάνο Βλέκα» (1855-56), Κων. Ράμφος με το έργο του «Αι τελευταίαι ημέραι του Αλή Πασά» (1862), ο Στέφανος Ξένος με «Την ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως (1867), ο Σπ. Ζαμπέλιος με τους «Κρητικούς Γάμους» (1871), και ο Δημ. Βικέλας με τον «Λουκή Λάρα» (1879). Όπως γράφει ο Θανάσης Πετσάλης – Διομήδης « η στροφή των νεοελλήνων πεζογράφων προς τη μυθιστορικοποίηση του ταραγμένου και περιπετειώδους παρελθόντος του Γένους είναι ένα ξαναγύρισμα στις ρίζες της φυλής, ένα σκύψιμο στην εθνική βρυσομάνα».
Σημειώνεται ότι την ιστορία του ο απλός λαός στην κάθε χώρα την έχει διδαχθεί μέσα από το ιστορικό μυθιστόρημα. Υπενθυμίζεται ότι οι εγγλέζοι γνωρίζουν την ιστορία του ιπποτικού τους μεσαίωνα από τα βιβλία του Ουόλτερ Σκοτ (Ιβανόης, Ριχάρδος Λεοντόκαρδος, Κυρά της λίμνης ). Οι Ρώσοι γνώρισαν τις μάχες κατά των στρατευμάτων του Ναπολέοντα από το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι. Οι Γερμανοί τους προγόνους τους από το ομώνυμο έργο του Φράϊταγκ. Οι Γάλλοι την ιστορία επί Λουδοβίκου του ΙΓ΄ με τους «Τρεις σωματοφύλακες» και με το «Μετά από είκοσι έτη» του Αλεξάνδρου Δουμά πατέρα. Οι Ιταλοί τα δεινά που πέρασαν οι πρόγονοί τους υπό την ισπανική και, κατ΄ επέκταση, αυστριακή κυριαρχία από το έργο του Αλεσάντρο Μαντσόνι «Οι αρραβωνιασμένοι». Οι Αμερικανοί τα βάσανα των αφρικανών σκλάβων με την «Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά», της Χάριετ Ελίζαμπεθ Στόου.
Στην Ελλάδα η παράδοση των συγγραφέων ιστορικού μυθιστορήματος συνεχίστηκε και κατά τον 20ό αιώνα και συνεχίζεται έως τις ημέρες μας. Ο Άγγελος Τερζάκης με την «Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ» ζωντανεύει τις περιπέτειες των Ελλήνων κατά τη Φραγκοκρατία. Ο Κ. Μπαστιάς με τον «Μηνά τον ρέμπελο» περιγράφει τα προεπαναστατικά χρόνια, και με τον «Παπουλάκο» τα μετεπαναστατικά, επί Όθωνα. Σημαντικότατα είναι τα ιστορικά μυθιστορήματα του Θανάση Πετσάλη Διομήδη, με πρώτο τους «Μαυρόλυκους», στο οποίο διατρέχει την εποποιία της εθνικής και θρησκευτικής επιβίωσης των Ελλήνων κατά την βασανιστική σκλαβιά της τουρκοκρατίας. Εξαιρετικά είναι τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα για τα βυζαντινά χρόνια («Για την Πατρίδα», «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου») και για τους αγώνες των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας (Τα μυστικά του βάλτου).
Για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας έγραψαν, μεταξύ των άλλων, οι Ηλίας Βενέζης, Διδώ Σωτηρίου και Τάσος Αθανασιάδης και συνεχίζεται η έκδοση μυθιστορημάτων. Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Η διατήρηση της μνήμης για τις αλησμόνητες πατρίδες είναι η απάντηση στον δεύτερο ξεριζωμό που επιχειρείται, αυτή τη φορά από Έλληνες. Κι αν η γενοκτονία των Ελλήνων από το 1914 έως το 1922 θεωρείται δικαίως γεγονός τραγικότερο της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, ο σημερινός ξεριζωμός είναι χειρότερος, γιατί επιδιώκεται να συμβεί στις ψυχές μας. Η επιχείρηση λήθη στο παρελθόν έχει σκοπό να μας μετατρέψει σε λωτοφάγους, σε ανθρώπους χωρίς πατρίδα, χωρίς συνείδηση, χωρίς θρησκεία, χωρίς οικογένεια, χωρίς αρχές, χωρίς αξίες.
Το δράμα, το οποίο βίωσαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας από το 1914 έως το 1922 και μετά, στην προσφυγιά, επέλεξα να το περιγράψω ως ιστορικό μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Μέρες Αποκάλυψης στην Ιωνία» (Εκδ. Αρχονταρίκι). Αυτό μετά από τη συζήτηση που είχα με την σεβαστή και προσφιλή φίλη μου και εξαίρετη λογοτέχνιδα Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη. Αποδέχθηκα το επιχείρημά της, ότι η λογοτεχνία «έχει τη δύναμη και το εθνικό χρέος να μορφοποιεί την ιστορική ύλη με τα δικά της μέσα και στη συνέχεια να την διοχετεύει στο λαό ευκολότερα και αποδοτικότερα». Πείστηκα επίσης ότι το μυθιστόρημα διαβάζεται ευκολότερα από μια μελέτη. Όπως έγραψε ο αείμνηστος ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος ο αναγνώστης του «ψυχαγωγούμενος και τερπόμενος αισθητικώς δια της τέχνης συγχρόνως μανθάνει την Ιστορία».
Με το ιστορικό μυθιστόρημα για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας βοηθάμε να μην ξεχάσουμε και να μην μαραθούμε ως Έθνος. Ο αείμνηστος καθηγητής Βασ. Ν. Τατάκης έγραψε: « Η ζωντανή αγάπη ύψωσε τις πατρίδες των προσφύγων σε ιδανικά, σε αψεγάδιαστα πρότυπα, που ωθούν τον καθένα να τις τιμήσει, με τη δράση του, να μην φανεί κατώτερός τους, να τις κρατήσει στη ζωή… Έτσι ο πόνος για την Πατρίδα που χάθηκε γίνεται δημιουργικός. Χάθηκαν όμως αλήθεια οι Πατρίδες; Όχι! Γιατί ό, τι αγαπάμε δεν πεθαίνει».-