Του Κωνσταντίνου Ερρίπη, θεολόγου - Καρδιολόγου
«ἄλογο»:Τό οὐσιαστικό εἶναι «ἵππος». Ἡ λέξη ἄλογο εἶναι ἐπίθετο καί ἀναφέρεται σέ ὅλα τά ζῶα.
«ποντικός»:Τό οὐσιαστικό εἶναι «μῦς». Τό ποντικός εἶναι ἐπίθετο καί ἀναφέρεται στούς τεράστιους μῦες πού κατέβαιναν ἀπό τά σχοινιά τῶν δεμένων στά ἑλληνικά λιμάνια πλοίων, τά ὁποῖα προέρχονταν ἀπό τόν Πόντο.
«ἀγελάδα»:Τό ἀρσενικό τοῦ ζώου εἶναι «βοῦς» καί τό θηλυκό «βάκκα» (ἐξ οὗ καί τό γαλλικό la vache). Τό ἄνομα ἀγελάδα ἀναφέρεται στά βόδια πού ζοῦν κατά ἀγέλες. Ἀπό τήν λέξη βάκκα προέρχεται καί ἡ ἀντίστοιχη «βακούφια» πού σημαίνει τόν εὔφορο τόπο γεμᾶτο ἀπό πυκνή βλάστηση, στήν ὁποία μποροῦσαν νά βοσκήσουν τά μεγάλα ζῶα. Αὐτοί οἱ τόποι παραχωρήθηκαν ἀργότερα στήν Ἐκκλησία. Τά ἐγκαταλελειμμένα βακούφια λέγονταν «μαγκούφια».
«καριοφίλι»:Τό γνωστό ὅπλο κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Καθιερώθηκε νά ὀνομάζεται ἔτσι, διότι ἡ συσκευασία τοῦ Ἰταλικοῦ ἐργοστασίου μέ τήν ὁποῖα ἀποστέλλονταν τά ὅπλα αὐτά ἔγραφε: “ Carlo e figli” δηλαδή «Κάρλος καί υἱοί».
«τραγιάσκα»:Χαιρετισμός Ρουμάνων ἐκδρομέων («τραγιάσκα Γκρέτσια» = ζήτω ἡ Ἑλλάδα) πρός τούς Ἕλληνες, στούς ὁποίους κουνοῦσαν τά καπελάκια τους, ὅμοια μέ τίς δικές μας τραγιάσκες.
«Ποντίφηξ»: Τίτλος τοῦ Πάπα πού σημαίνει «γεφυροποιός»!! Στά λατινικά “ pons” = ἡ γέφυρα καί “ facio” = κατασκευάζω. “ Pontifex” = αὐτός πού κατασκευάζει γέφυρες. Τόν τίτλο αὐτό τόν φέρει ὁ Πάπας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεσαίωνα, ὅταν οἱ συντεχνίες τῶν ἐργατῶν εἶχαν μεγίστη ἀπήχηση στήν τότε κοινωνία. Ὦ! τῆς ματαιοδοξίας του, δέν τοῦ ἔφθαναν οἱ ἱερατικοί τίτλοι!
Πάντως, χωρίς ν’ ἀστειευόμαστε, δέν θά ἦταν ἀσέβεια προσερχόμενοι στόν Πάπα καί ζητοῦντες τήν εὐλογίαν του νά τοῦ λέγαμε:
«Τά σέβη μας, μάστορα»!
«ποντικός»:Τό οὐσιαστικό εἶναι «μῦς». Τό ποντικός εἶναι ἐπίθετο καί ἀναφέρεται στούς τεράστιους μῦες πού κατέβαιναν ἀπό τά σχοινιά τῶν δεμένων στά ἑλληνικά λιμάνια πλοίων, τά ὁποῖα προέρχονταν ἀπό τόν Πόντο.
«ἀγελάδα»:Τό ἀρσενικό τοῦ ζώου εἶναι «βοῦς» καί τό θηλυκό «βάκκα» (ἐξ οὗ καί τό γαλλικό la vache). Τό ἄνομα ἀγελάδα ἀναφέρεται στά βόδια πού ζοῦν κατά ἀγέλες. Ἀπό τήν λέξη βάκκα προέρχεται καί ἡ ἀντίστοιχη «βακούφια» πού σημαίνει τόν εὔφορο τόπο γεμᾶτο ἀπό πυκνή βλάστηση, στήν ὁποία μποροῦσαν νά βοσκήσουν τά μεγάλα ζῶα. Αὐτοί οἱ τόποι παραχωρήθηκαν ἀργότερα στήν Ἐκκλησία. Τά ἐγκαταλελειμμένα βακούφια λέγονταν «μαγκούφια».
«καριοφίλι»:Τό γνωστό ὅπλο κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Καθιερώθηκε νά ὀνομάζεται ἔτσι, διότι ἡ συσκευασία τοῦ Ἰταλικοῦ ἐργοστασίου μέ τήν ὁποῖα ἀποστέλλονταν τά ὅπλα αὐτά ἔγραφε: “ Carlo e figli” δηλαδή «Κάρλος καί υἱοί».
«τραγιάσκα»:Χαιρετισμός Ρουμάνων ἐκδρομέων («τραγιάσκα Γκρέτσια» = ζήτω ἡ Ἑλλάδα) πρός τούς Ἕλληνες, στούς ὁποίους κουνοῦσαν τά καπελάκια τους, ὅμοια μέ τίς δικές μας τραγιάσκες.
«Ποντίφηξ»: Τίτλος τοῦ Πάπα πού σημαίνει «γεφυροποιός»!! Στά λατινικά “ pons” = ἡ γέφυρα καί “ facio” = κατασκευάζω. “ Pontifex” = αὐτός πού κατασκευάζει γέφυρες. Τόν τίτλο αὐτό τόν φέρει ὁ Πάπας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεσαίωνα, ὅταν οἱ συντεχνίες τῶν ἐργατῶν εἶχαν μεγίστη ἀπήχηση στήν τότε κοινωνία. Ὦ! τῆς ματαιοδοξίας του, δέν τοῦ ἔφθαναν οἱ ἱερατικοί τίτλοι!
Πάντως, χωρίς ν’ ἀστειευόμαστε, δέν θά ἦταν ἀσέβεια προσερχόμενοι στόν Πάπα καί ζητοῦντες τήν εὐλογίαν του νά τοῦ λέγαμε:
«Τά σέβη μας, μάστορα»!