Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Οι άνθρωποι έχουμε μάθει να κρίνουμε ο ένας τον άλλο. Βλέπουμε ότι οι σκέψεις, οι συμπεριφορές, ο τρόπος πορείας του συνανθρώπου μας δεν είναι σύμφωνος πάντοτε με τον αντίστοιχο δικό μας τρόπο ή από τις προσδοκίες που έχουμε από αυτόν, με αποτέλεσμα να είναι αυθόρμητη η κριτική την οποία κάνουμε στον άλλο. Και δεν είναι κριτική αγάπης, συμβουλευτικής, κριτική αναζήτησης της αλήθειας για τα κίνητρα της όποιας επιλογής ή της στάσης του χαρακτήρα του άλλου. Συνήθως η κριτική είναι εξωτερική, επιφανειακή.
Πηγάζει από μία εγωκεντρική διάθεση ο άλλος να προσαρμοστεί, να εκπληρώσει τα δικά μας κριτήρια, τα οποία συχνά δεν τα γνωρίζει καν. Δεν μας ενδιαφέρει ο συνάνθρωπός μας να έχει ένα πλαίσιο το οποίο θα τον βοηθήσει να βαδίσει όχι απλώς προς την βελτίωση, αλλά προς την σωτηρία του. Δηλαδή στο να γίνει ακέραιος, πλήρης, ολοκληρωμένος, άνθρωπος που έχει βρει τον αληθινό προορισμό του, τον σκοπό της ύπαρξής του και την ίδια στιγμή που θα παλεύει να υπερβεί τα εμπόδια γι’ αυτόν τον δρόμο, όχι μόνο εκείνα που πηγάζουν από το περιβάλλον και τη ζωή, κυρίως εκείνα που προέρχονται από τον ίδιο τον εαυτό του, τα μικρότερα ή μεγαλύτερα πάθη που δεν επιτρέπουν στον άνθρωπο την αφοσίωση στην οδό της σωτηρίας, αλλά τον αποπροσανατολίζουν. Και είναι ξεκάθαρο ότι η οδός της κριτικής, αν δεν συνοδεύεται ή δεν πηγάζει από αγάπη, γίνεται βάρος στον άνθρωπο, καθώς του απομυζά όχι μόνο το χρόνο, αλλά και την διάθεση για σωτηρία.
Ο Χριστός αναφέρει ότι η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και τον Υιό Του είναι μία σχέση σταυρική. Όπως ο Υιός του ανθρώπου ανέβηκε στο Σταυρό αρνούμενος να κρίνει τον κόσμο, αλλά θέλοντας να σώσει τον κόσμο (ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού, Ιωάν. 3, 17), έτσι και οι άνθρωποι καλούμαστε να βλέπουμε και να ζούμε τη σχέση μας τόσο με το Θεό όσο και με τον συνάνθρωπο σταυρικά. Αυτό συνεπάγεται κατεξοχήν τρεις τρόπους: την ύψωσή μας εκ του πνεύματος του κόσμου και των παθών, το να βλέπουμε τόσο προς τον ουρανό και την ίδια στιγμή να ατενίζουμε έχοντας κίνητρό μας την αγάπη προς όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο προς λίγους ή μόνο προς τον εαυτό μας και, τέλος, την απόφασή μας να παραιτηθούμε από την στάση της κριτικής με σκοπό την αυτοδικαίωσή μας και να πορευθούμε προς την οδό της αλήθειας, τόσο για μας όσο και για τους άλλους.
Σταυρός είναι ύψωση. Είναι απόφαση υπακοής στο θέλημα του Θεού που δεν συμβιβάζεται, μολονότι την συγχωρεί, με την ζωή της αμαρτίας. Και αυτή η απόφαση μας κάνει να κάνει να θέλουμε να σηκώσουμε το σταυρό μας και να υπερβούμε τον εαυτό μας. Όχι ανυψώνοντάς τον στα μάτια των ανθρώπων, ούτε περιφρονώντας τους από υπερηφάνεια, αλλά επιλέγοντας την οδό της ταπείνωσης και της αγάπης. Της συγχώρεσης στα παραπτώματα των άλλων. Της αυτεπίγνωσης και της μετάνοιας για τα μικρότερα ή μεγαλύτερα δικά μας αμαρτήματα και αστοχίες που μας χωρίζουν από το Θεό. Και της παράδοσής μας στο Θεό και την αγάπη Του, ακόμη κι αν αυτή απαιτεί από τον εαυτό μας να δώσει αίμα για να λάβει πνεύμα. Ο άνθρωπος που ανεβαίνει στο σταυρό της ταπείνωσης και που αρνείται την δικαίωση του εαυτού του, μπορεί να δει καθαρότερα από ψηλά τον εαυτό του, τους άλλους, το Θεό. Μόνο που δεν θα είναι υπερήφανη αυτή η ματιά, αλλά θα ενσταλάζει στην ψυχή του αγάπη. Γιατί θα βλέπει από την μία το έλεος και την ευλογία που ο αγαπών Θεός μας δίδει και από την άλλη ότι όλοι είμαστε παραδομένοι σε μικρότερη ή μεγαλύτερη εμπάθεια, υστερούμε σε αγάπη και δεν μπορούμε, ακόμη κι αν γνωρίζουμε, να πράξουμε το θέλημα του Θεού. Πώς λοιπόν θα απορρίψουμε τους άλλους, χωρίς εμείς να είμαστε αυτό που θέλει ο Θεός; Και την ίδια στιγμή, αν επιθυμούμε να είμαστε ό,τι θέλει ο Θεός, μπορούμε να διαλέξουμε έναν άλλο δρόμο πλην της αγάπης, της συμπάθειας και του αγώνα για εύρεση της αλήθειας από όλους; Ο σταυρός, τελικά, προϋποθέτει παραίτηση από την όποια κριτική γίνεται με σκοπό την αυτοδικαίωσή μας και συμπόρευση με όλους, ακόμη κι αν εκείνοι μας αδικούνε.
Για να γίνουν αυτά όμως στην πράξη χρειάζεται η μέριμνα για τη σωτηρία μας. Ιδίως στην εποχή μας αυτό το στοιχείο μένει ανενεργό στη ζωή μας. Για όλα μεριμνούμε, συζητούμε, προβληματιζόμαστε οι άνθρωποι, εκτός από τη σωτηρία μας. Δεν πιστεύουμε οι περισσότεροι ότι υπάρχει, όπως δεν πιστεύουμε στην μεταθανάτια ζωή. Ή είμαστε βέβαιοι ότι η σωτηρία θα μας δοθεί επειδή ο Θεός μας αγαπά, αρκεί εμείς να είμαστε τυπικοί στα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Και τότε εύκολα υποκύπτουμε στην κριτική προς τους άλλους, αρνούμενοι την οδό του Σταυρού. Ο Χριστός σταυρώθηκε για τον καθέναν μας, μολονότι ήξερε ότι πολλοί από τους ανθρώπους ανά τους αιώνες θα έκλειναν τα μάτια τους βλέποντάς Τον στο σταυρό. Άλλοι θα Τον έβλεπαν και θα επέμεναν στο να αρνούνται την ύπαρξή Του. Άλλοι θα Τον έβλεπαν και θα συνέχιζαν να αρνούνται την αγάπη και την συμπάθεια, θα συνέχιζαν αδιάφοροι τη ζωή τους και τα έργα τους. Άλλοι θα αρκούνταν στο ότι το γεγονός έγινε, χωρίς να προχωρούν στην απόφαση για οικειοποίηση και βίωσή του.
Όμως η σωτηρία υπάρχει ως δωρεά. Και δίδεται σε όσους επιλέγουν να σταυρώσουν τον εαυτό τους παντού. Στις ανθρώπινες σχέσεις δια της υπομονής και της μακροθυμίας και της ειλικρινούς αγάπης. Στη σχέση με τον κόσμο με τον διάλογο και την προσευχή για όλους, ακόμη και για όσους δεν θέλουν τη σωτηρία. Στη σχέση με τον εαυτό μας τελικά όταν βλέπουμε ότι δεν είναι τα πάθη και οι επιθυμίες της σαρκός που νοηματοδοτούν την ύπαρξη, αλλά η δίψα για Θεό. Διότι, τελικά, η σωτηρία είναι το ξεδίψασμα της ψυχής για νόημα που εκτείνεται στην αιωνιότητα. Κι αυτό μόνο η σχέση με το Θεό μπορεί να το δώσει. Και αυτή η σχέση αποτελεί τον τρόπο της Εκκλησίας. Εκεί, άλλωστε, υπάρχει η σωτηρία και όχι εκτός της.
Ο Χριστός αναφέρει ότι η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και τον Υιό Του είναι μία σχέση σταυρική. Όπως ο Υιός του ανθρώπου ανέβηκε στο Σταυρό αρνούμενος να κρίνει τον κόσμο, αλλά θέλοντας να σώσει τον κόσμο (ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού, Ιωάν. 3, 17), έτσι και οι άνθρωποι καλούμαστε να βλέπουμε και να ζούμε τη σχέση μας τόσο με το Θεό όσο και με τον συνάνθρωπο σταυρικά. Αυτό συνεπάγεται κατεξοχήν τρεις τρόπους: την ύψωσή μας εκ του πνεύματος του κόσμου και των παθών, το να βλέπουμε τόσο προς τον ουρανό και την ίδια στιγμή να ατενίζουμε έχοντας κίνητρό μας την αγάπη προς όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο προς λίγους ή μόνο προς τον εαυτό μας και, τέλος, την απόφασή μας να παραιτηθούμε από την στάση της κριτικής με σκοπό την αυτοδικαίωσή μας και να πορευθούμε προς την οδό της αλήθειας, τόσο για μας όσο και για τους άλλους.
Σταυρός είναι ύψωση. Είναι απόφαση υπακοής στο θέλημα του Θεού που δεν συμβιβάζεται, μολονότι την συγχωρεί, με την ζωή της αμαρτίας. Και αυτή η απόφαση μας κάνει να κάνει να θέλουμε να σηκώσουμε το σταυρό μας και να υπερβούμε τον εαυτό μας. Όχι ανυψώνοντάς τον στα μάτια των ανθρώπων, ούτε περιφρονώντας τους από υπερηφάνεια, αλλά επιλέγοντας την οδό της ταπείνωσης και της αγάπης. Της συγχώρεσης στα παραπτώματα των άλλων. Της αυτεπίγνωσης και της μετάνοιας για τα μικρότερα ή μεγαλύτερα δικά μας αμαρτήματα και αστοχίες που μας χωρίζουν από το Θεό. Και της παράδοσής μας στο Θεό και την αγάπη Του, ακόμη κι αν αυτή απαιτεί από τον εαυτό μας να δώσει αίμα για να λάβει πνεύμα. Ο άνθρωπος που ανεβαίνει στο σταυρό της ταπείνωσης και που αρνείται την δικαίωση του εαυτού του, μπορεί να δει καθαρότερα από ψηλά τον εαυτό του, τους άλλους, το Θεό. Μόνο που δεν θα είναι υπερήφανη αυτή η ματιά, αλλά θα ενσταλάζει στην ψυχή του αγάπη. Γιατί θα βλέπει από την μία το έλεος και την ευλογία που ο αγαπών Θεός μας δίδει και από την άλλη ότι όλοι είμαστε παραδομένοι σε μικρότερη ή μεγαλύτερη εμπάθεια, υστερούμε σε αγάπη και δεν μπορούμε, ακόμη κι αν γνωρίζουμε, να πράξουμε το θέλημα του Θεού. Πώς λοιπόν θα απορρίψουμε τους άλλους, χωρίς εμείς να είμαστε αυτό που θέλει ο Θεός; Και την ίδια στιγμή, αν επιθυμούμε να είμαστε ό,τι θέλει ο Θεός, μπορούμε να διαλέξουμε έναν άλλο δρόμο πλην της αγάπης, της συμπάθειας και του αγώνα για εύρεση της αλήθειας από όλους; Ο σταυρός, τελικά, προϋποθέτει παραίτηση από την όποια κριτική γίνεται με σκοπό την αυτοδικαίωσή μας και συμπόρευση με όλους, ακόμη κι αν εκείνοι μας αδικούνε.
Για να γίνουν αυτά όμως στην πράξη χρειάζεται η μέριμνα για τη σωτηρία μας. Ιδίως στην εποχή μας αυτό το στοιχείο μένει ανενεργό στη ζωή μας. Για όλα μεριμνούμε, συζητούμε, προβληματιζόμαστε οι άνθρωποι, εκτός από τη σωτηρία μας. Δεν πιστεύουμε οι περισσότεροι ότι υπάρχει, όπως δεν πιστεύουμε στην μεταθανάτια ζωή. Ή είμαστε βέβαιοι ότι η σωτηρία θα μας δοθεί επειδή ο Θεός μας αγαπά, αρκεί εμείς να είμαστε τυπικοί στα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Και τότε εύκολα υποκύπτουμε στην κριτική προς τους άλλους, αρνούμενοι την οδό του Σταυρού. Ο Χριστός σταυρώθηκε για τον καθέναν μας, μολονότι ήξερε ότι πολλοί από τους ανθρώπους ανά τους αιώνες θα έκλειναν τα μάτια τους βλέποντάς Τον στο σταυρό. Άλλοι θα Τον έβλεπαν και θα επέμεναν στο να αρνούνται την ύπαρξή Του. Άλλοι θα Τον έβλεπαν και θα συνέχιζαν να αρνούνται την αγάπη και την συμπάθεια, θα συνέχιζαν αδιάφοροι τη ζωή τους και τα έργα τους. Άλλοι θα αρκούνταν στο ότι το γεγονός έγινε, χωρίς να προχωρούν στην απόφαση για οικειοποίηση και βίωσή του.
Όμως η σωτηρία υπάρχει ως δωρεά. Και δίδεται σε όσους επιλέγουν να σταυρώσουν τον εαυτό τους παντού. Στις ανθρώπινες σχέσεις δια της υπομονής και της μακροθυμίας και της ειλικρινούς αγάπης. Στη σχέση με τον κόσμο με τον διάλογο και την προσευχή για όλους, ακόμη και για όσους δεν θέλουν τη σωτηρία. Στη σχέση με τον εαυτό μας τελικά όταν βλέπουμε ότι δεν είναι τα πάθη και οι επιθυμίες της σαρκός που νοηματοδοτούν την ύπαρξη, αλλά η δίψα για Θεό. Διότι, τελικά, η σωτηρία είναι το ξεδίψασμα της ψυχής για νόημα που εκτείνεται στην αιωνιότητα. Κι αυτό μόνο η σχέση με το Θεό μπορεί να το δώσει. Και αυτή η σχέση αποτελεί τον τρόπο της Εκκλησίας. Εκεί, άλλωστε, υπάρχει η σωτηρία και όχι εκτός της.