Catichisis.gr:
Του Ηλία Λιαμή, δρ Θεολογίας, Αρχισυντάκτη της ιστοσελίδαςΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ, ΚΟΙΜΑΤΑΙ!
Του Ηλία Λιαμή, δρ Θεολογίας, Αρχισυντάκτη της ιστοσελίδαςΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ, ΚΟΙΜΑΤΑΙ!
Αγαπητέ μου φίλε,
Όπως και να τα πούμε, όσο και να τα κρύψουμε, όπως και να τα ωραιοποιήσουμε, ο θάνατος, ούτε
αντέχεται, ούτε χωνεύεται. Είναι και θα παραμείνει το μεγάλο σκάνδαλο και ο μεγάλος εφιάλτης της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν απωθείται, δεν αποσύρεται. Σε κάθε μας σχέση, σε κάθε μας προγραμματισμό, σε κάθε μας επίτευγμα, πάντα παρών, να εμφανίζει το μισό του πρόσωπο πίσω από μια κολώνα, για να μας στείλει ένα αινιγματικό χαμόγελο. Κι άλλοτε, ξαφνικά και απρόσμενα, να εμφανίζεται ολόκληρος, σε όλο του το τραγικό μεγαλείο, ανατρέποντας ισορροπίες και σχέδια, τακτοποιήσεις και αυτονόητα, καλώντας, από τη στιγμή τη εμφάνισής του και μετά, σε μια άλλη κατάσταση, για την οποία ποτέ δεν είμαστε αρκετά προετοιμασμένοι, σαν σε παράσταση, που δεν της δόθηκε ούτε μια ώρα για γενική πρόβα.
Ας αναφέρουμε στα παιδιά, πως ουσιαστικά, όλος ο πολιτισμός και όλη η ανθρώπινη ιστορία, περιστρέφονται γύρω από το ερώτημα του θανάτου. Άλλοτε, οι θρησκείες έδωσαν την παρηγοριά μιας άλλης ζωής μετά απ αυτόν. Άλλοτε, η φιλοσοφία έστρεψε την προσοχή του ανθρώπου στην αθάνατη ψυχή του, περιφρονώντας το φθαρτό του σώμα. Άλλοτε, δάσκαλοι της Ανατολής μίλησαν για τη ζωή, ως μια ψευδαίσθηση, ένα όνειρο.
Για μας, ο θάνατος αποτελεί ένα αφύσικο τέλος σε μια αφύσικη ζωή. Όποιος όμως ξαναδώσει στη ζωή του τη χαμένη της ποιότητα και την ξανασυνδέσει με την όντως Ζωή, καταργεί την παντοδυναμία του θανάτου και τον καθιστά, από γεγονός διάλυσης της ανθρώπινης ύπαρξης, σε μετάβαση προς μια άλλη κατάσταση ζωής, με έναρξη αυτό το παρόν και τέλος την αιωνιότητα. Η συγκατάβαση του Θεού προς την ανθρώπινη φύση θα είχε μείνει ατελής, αν, στην λυτρωτική Του δράση, δεν περιελάμβανε πλήρως και ολοκληρωτικά αυτό το γεγονός, το γεγονός του θανάτου. Δεν είναι μόνον τα θαύματα της εκ νεκρών αναστάσεως, σε ένα από τα οποία αναφέρεται η σημερινή περικοπή, που το αποδεικνύουν. Είναι πρωτίστως ο δικός Του θάνατος, θάνατος μοναχικός, όσο η εγκατάλειψη των μαθητών Του στον κήπο της Γεθσημανή, επώδυνος, όσο ο πόνος των καρφιών στον Σταυρό, αληθινός, όσο και η αγάπη Του. Διότι, αληθινή αγάπη δεν μπορεί, παρά να προκύπτει από συν-πόνια και λόγος παρηγορητικός και λυτρωτικός δεν μπορεί, παρά να προκύπτει από συν-πάθεια προς τον άνθρωπο.
Τέτοια αγάπη και τέτοιον λόγο, νομίζω, πως πρέπει να προσφέρουμε στα παιδιά, κυρίως όταν ανοίγουμε θέματα, σαν κι εκείνα του ανθρωπίνου πόνο ή του θανάτου. Δεν είναι λίγες οι φορές, όπου εκπαιδευτικοί ή κατηχητές, μεταξύ των οποίων κι εγώ, «προσγειωθήκαμε ανώμαλα» από το …ύψος της αυθεντίας και του βέβαιου και στέρεου λόγου μας, όταν, σε περιπτώσεις διδασκαλίας τέτοιων περικοπών, διαπιστώσαμε, πως στο ακροατήριό μας περιλαμβανόταν παιδί, που ο πόνος ή ο θάνατος είχαν χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του. Και είδαμε τον εαυτό μας, μετά το μάθημα, καθισμένοι σ΄ ένα θρανίο μιας άδειας αίθουσας, να ζητάμε από τον Θεό να ποτίσει τα λόγια μας με την δική Του φιλανθρωπία, μήπως και γίνουμε στήριγμα μικρό ενός παιδιού, που δεν μπορούσε ν΄ αρθρώσει λέξη απ΄ τους λυγμούς.
Αν όχι λοιπόν με συμπόνια και φιλανθρωπία, τουλάχιστον με συστολή και επιφυλακτικότητα, οι συζητήσεις για τέτοια θέματα με τα παιδιά. Και, κυρίως, με προσωπική τοποθέτηση πάνω στο θέμα του θανάτου. Όσο γίνεται. Ποτέ όμως απώθηση ή υποτίμησή του. Ποτέ, ευκαιρία τρομοκράτησης, δήθεν για μετάνοια, ποτέ όμως και ωραιοποίησή του. Αυτήν την ισορροπία θα την διαπιστώσει, αλλά πολύ θα ωφεληθεί πνευματικά, εκείνος που θα καταφύγει στην Πατερική και νηπτική διδασκαλία της Εκκλησίας μας για τη «μνήμη του θανάτου». (βλ. Γεροντικό, Κλίμακα και πολλά άλλα).
Όπως και να τα πούμε, όσο και να τα κρύψουμε, όπως και να τα ωραιοποιήσουμε, ο θάνατος, ούτε
αντέχεται, ούτε χωνεύεται. Είναι και θα παραμείνει το μεγάλο σκάνδαλο και ο μεγάλος εφιάλτης της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν απωθείται, δεν αποσύρεται. Σε κάθε μας σχέση, σε κάθε μας προγραμματισμό, σε κάθε μας επίτευγμα, πάντα παρών, να εμφανίζει το μισό του πρόσωπο πίσω από μια κολώνα, για να μας στείλει ένα αινιγματικό χαμόγελο. Κι άλλοτε, ξαφνικά και απρόσμενα, να εμφανίζεται ολόκληρος, σε όλο του το τραγικό μεγαλείο, ανατρέποντας ισορροπίες και σχέδια, τακτοποιήσεις και αυτονόητα, καλώντας, από τη στιγμή τη εμφάνισής του και μετά, σε μια άλλη κατάσταση, για την οποία ποτέ δεν είμαστε αρκετά προετοιμασμένοι, σαν σε παράσταση, που δεν της δόθηκε ούτε μια ώρα για γενική πρόβα.
Ας αναφέρουμε στα παιδιά, πως ουσιαστικά, όλος ο πολιτισμός και όλη η ανθρώπινη ιστορία, περιστρέφονται γύρω από το ερώτημα του θανάτου. Άλλοτε, οι θρησκείες έδωσαν την παρηγοριά μιας άλλης ζωής μετά απ αυτόν. Άλλοτε, η φιλοσοφία έστρεψε την προσοχή του ανθρώπου στην αθάνατη ψυχή του, περιφρονώντας το φθαρτό του σώμα. Άλλοτε, δάσκαλοι της Ανατολής μίλησαν για τη ζωή, ως μια ψευδαίσθηση, ένα όνειρο.
Για μας, ο θάνατος αποτελεί ένα αφύσικο τέλος σε μια αφύσικη ζωή. Όποιος όμως ξαναδώσει στη ζωή του τη χαμένη της ποιότητα και την ξανασυνδέσει με την όντως Ζωή, καταργεί την παντοδυναμία του θανάτου και τον καθιστά, από γεγονός διάλυσης της ανθρώπινης ύπαρξης, σε μετάβαση προς μια άλλη κατάσταση ζωής, με έναρξη αυτό το παρόν και τέλος την αιωνιότητα. Η συγκατάβαση του Θεού προς την ανθρώπινη φύση θα είχε μείνει ατελής, αν, στην λυτρωτική Του δράση, δεν περιελάμβανε πλήρως και ολοκληρωτικά αυτό το γεγονός, το γεγονός του θανάτου. Δεν είναι μόνον τα θαύματα της εκ νεκρών αναστάσεως, σε ένα από τα οποία αναφέρεται η σημερινή περικοπή, που το αποδεικνύουν. Είναι πρωτίστως ο δικός Του θάνατος, θάνατος μοναχικός, όσο η εγκατάλειψη των μαθητών Του στον κήπο της Γεθσημανή, επώδυνος, όσο ο πόνος των καρφιών στον Σταυρό, αληθινός, όσο και η αγάπη Του. Διότι, αληθινή αγάπη δεν μπορεί, παρά να προκύπτει από συν-πόνια και λόγος παρηγορητικός και λυτρωτικός δεν μπορεί, παρά να προκύπτει από συν-πάθεια προς τον άνθρωπο.
Τέτοια αγάπη και τέτοιον λόγο, νομίζω, πως πρέπει να προσφέρουμε στα παιδιά, κυρίως όταν ανοίγουμε θέματα, σαν κι εκείνα του ανθρωπίνου πόνο ή του θανάτου. Δεν είναι λίγες οι φορές, όπου εκπαιδευτικοί ή κατηχητές, μεταξύ των οποίων κι εγώ, «προσγειωθήκαμε ανώμαλα» από το …ύψος της αυθεντίας και του βέβαιου και στέρεου λόγου μας, όταν, σε περιπτώσεις διδασκαλίας τέτοιων περικοπών, διαπιστώσαμε, πως στο ακροατήριό μας περιλαμβανόταν παιδί, που ο πόνος ή ο θάνατος είχαν χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του. Και είδαμε τον εαυτό μας, μετά το μάθημα, καθισμένοι σ΄ ένα θρανίο μιας άδειας αίθουσας, να ζητάμε από τον Θεό να ποτίσει τα λόγια μας με την δική Του φιλανθρωπία, μήπως και γίνουμε στήριγμα μικρό ενός παιδιού, που δεν μπορούσε ν΄ αρθρώσει λέξη απ΄ τους λυγμούς.
Αν όχι λοιπόν με συμπόνια και φιλανθρωπία, τουλάχιστον με συστολή και επιφυλακτικότητα, οι συζητήσεις για τέτοια θέματα με τα παιδιά. Και, κυρίως, με προσωπική τοποθέτηση πάνω στο θέμα του θανάτου. Όσο γίνεται. Ποτέ όμως απώθηση ή υποτίμησή του. Ποτέ, ευκαιρία τρομοκράτησης, δήθεν για μετάνοια, ποτέ όμως και ωραιοποίησή του. Αυτήν την ισορροπία θα την διαπιστώσει, αλλά πολύ θα ωφεληθεί πνευματικά, εκείνος που θα καταφύγει στην Πατερική και νηπτική διδασκαλία της Εκκλησίας μας για τη «μνήμη του θανάτου». (βλ. Γεροντικό, Κλίμακα και πολλά άλλα).