Ένας αναστεναγμός βγαίνει από μέσα μου αδελφοί μου, όταν περπατώντας στους δρόμους της πόλης μου, παρατηρώ –όχι από περιέργεια-, αλλά από ενδιαφέρον, τους ανθρώπους να κυκλοφορούν στους δρόμους ή στις τράπεζες, κι αυτό που εισπράττω είναι: πρόσωπα θλιμμένα, σκεφτικά… κι όχι δίχως λόγω φυσικά!
-Γιατί πώς χωρίς τα περίσσια εισοδήματα θα ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους;…
Συχνά λοιπόν και λόγω της μικρής μου κόρης, διαβάζω παραμύθια και μέσα απ’ αυτά, παίρνω τους καλούς καρπούς και τα διδάγματα…
Τον μπαρμπα Θόδωρο τον καλόκαρδο τον συμπάθησα γιατί, εκπέμπει αισιοδοξία και χαρά, και είναι αυτό ακριβώς που θάθελα να βλέπω στα πρόσωπα των πασχόντων συνανθρώπων μου.
Είχε λοιπόν τη δουλίτσα του ο μπαρμπα Θόδωρος: ήταν μπαλωματής. Την ημέρα δούλευε στο μαγαζάκι του, και τα βράδια, ευχαριστημένος μ’ότι είχε,έπινε το κρασάκι του, τραγουδούσε, κι έπαιζε το ταμπουρά του με κέφι και ξεγνοιασιά.
Κάποια φορά, ο βασιλιάς του τόπου, αποφάσισε να δει από κοντά πως περνούν οι πολίτες της χώρας του κι ένα βράδυ, έβγαλε τα βασιλικά του ρούχα, έγινε αγνώριστος, κι έπειτα βγήκε στους δρόμους για να διαπιστώσει αυτό που ήθελε.
Περνώντας έξω απ’το σπίτι του ήρωά μας, άκουσε το τραγούδι και τη μουσική, κι από περιέργεια χτύπησε τη πόρτα.
-Ποιος είναι;αποκρίνεται από μέσα ο κυρ-Θόδωρος. Καλώς τον! Κόπιασε πατριώτη!
Ο βασιλιάς απόρησε που τον βρήκε μόνο του,και τον ρώτησε:
-Μόνος σου είσαι φίλε μου; Σαν τι καλό σου ’τυχε κι είσαι έτσι κεφάτος και χαρούμενος;
-Αυτή είναι η ζωή μου κάθε μέρα ξένε μου. Τη μέρα δουλειά και το βράδυ γλέντι και καλή
καρδιά! Όποιος ξέρει να τη περνάει έτσι, δε γερνάει ποτέ!
-Μπράβο σου, φίλε μου! Βρήκες το μυστικό της ζωής εσύ πιο γρήγορα απ’ τους άλλους!
Μου αρέσει η συντροφιά σου και θα προσπαθήσω να ξανάρθω!
-Καλή νύχτα ξένε μου! κι όποτε μπορείς, ξαναπέρασε!
Ο βασιλιάς καληνύχτισε με την απόφαση να να δοκιμάσει το φίλο μας, αν λέει αλήθεια…
Γι αυτό την άλλη βραδιά ,τον επισκέφτηκε πάλι, διαπιστώνοντας πάλι τα ίδια: Tαμπουρά, τραγούδι,γλέντι.
- Φαίνεται μπαρμπα-Θόδωρε, θα βγάζεις πολλά χρήματα απ’ τη μαστορική σου, και γι αυτό έχεις τόσο κέφι!
-Όσα και να βγάζω ,πολλά ή λίγα,δε με νοιάζει!Και τίποτα να μη βγάλω η καλή μου η καρδιά, δε θα μου λείψει!
Ο βασιλιάς απόρησε: Για να δούμε! Σκέφτηκε, από αύριο αν θα συνεχίσεις έτσι! Και την άλλη μέρα, έβγαλε διαταγή να κλείσουν όλα τα μπαλωματίδικα. Όποιος θα παράκουε θα πήγαινε φυλακή! Νόμιζε πως θα κοβόταν η όρεξη του κεφάτου φίλου μας αλλά, προς έκπληξή του, εκείνος, βρήκε καινούρια δουλειά στο λιμάνι και με τις λίγες οικονομίες που είχε κατάφερε να μην αλλάξει και σήμερα τις γνωστές συνήθειές του…
Ο βασιλιάς προσπάθησε εκ νέου να τον δοκιμάσει, δίνοντας πάλι διαταγή να κλείσει το λιμάνι και φοβερή απειλή για φυλακή, σ’ όσους παράβαιναν την εντολή.
Ο μπαρμπα-Θόδωρος όμως, δε το’βαζε κάτω, έβρισκε καινούρια δουλειά, κι αυτό συνεχιζόταν ώσπου καλεί τον φίλο του να γίνει στρατιώτης!
-Τι σόι διαταγή είν αυτή; Σκέφτηκε εκείνος, αλλά αφού το ’πε ο βασιλιάς μου, ας πάω!
Όταν νύχτωσε, πήρε άδεια απ’ το λοχαγό του και γύρισε στο φτωχικό του. Έφαγε, κι άρχισε να γλεντά.
Ξαναπερνάει ο βασιλιάς, μπαίνει μέσα και ρωτάει:
- Παράξενο μου φαίνεται! που βρήκες τώρα τα χρήματα;
- Απόψε δανείστηκα ξένεμου, έβαλα ενέχυρο τη ξιφολόγχη μου.
-Εδώ σ’ έχω τώρα! είπε μέσα του ο βασιλιάς. Την άλλη μέρα διατάζει επιθεώρηση στρατού!
Τώρα τι θα κάνει ο φίλος μας; Σκέφτεται λοιπόν, πελεκάει ένα ξύλο και το βάζει στη θέση της ξιφολόγχης. Σε λίγο, πλησιάζει ο βασιλιάς και τον διατάζει να κόψει το κεφάλι του διπλανού του.
-Μα δε μου ‘φταιξε σε τίποτα βασιλιά μου! Πως να το κάνω αυτό;
-Είναι διαταγή!
Τι να κάμει τότε ο καημένος σηκώνει τα χέρια και τα μάτια ψηλά και προσεύχεται:
-Θεέ μου, αν είναι δίκιο να κόψω το κεφάλι του συντρόφου μου, ας γίνει το θέλημά σου. Αν όμως είναι άδικο, κάμε τη ξιφολόγχη μου ξύλινη! Μόλις τέλειωσε γυρίζει τάχα μ’ έκπληξη στο βασιλιά:
-Βλέπεις βασιλιά μου; δεν το θέλει τ’αδικο ο Θεός! Εκείνος ξεκαρδίστηκε στα γέλια με την εξυπνάδα του και του λέει:
-Από σήμερα σε κάνω αξιωματικό κι έμπιστο του παλατιού μου, και τα βράδια θα τα περνάμε μαζί διασκεδάζοντας!
... Νομίζω αδελφοί μου ότι σκοπός κάποιων που δε τους αρέσει το χαμόγελο, το φιλότιμο και η έξω καρδιά των Ελλήνων, που ο Θεός μας έδωσε απόχερα, είναι να μας ισοπεδώσουν…
Θαρσείτε όμως, εγώ νενίκηκα τον κόσμο… Είπε Εκείνος…
Θεέ μου,δώσε μας πίσω αυτό το χαμόγελο που πηγάζει από Σένα και με την εμπιστοσύνη ότι όλα προέρχονται απ’την ΑΓΑΠΗ σου,αλλά και απ’την αποστασία μας… να μη χάσουμε αυτό το γλέντι!
Καλή δύναμη σ’ όλους μας!
-Γιατί πώς χωρίς τα περίσσια εισοδήματα θα ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους;…
Συχνά λοιπόν και λόγω της μικρής μου κόρης, διαβάζω παραμύθια και μέσα απ’ αυτά, παίρνω τους καλούς καρπούς και τα διδάγματα…
Τον μπαρμπα Θόδωρο τον καλόκαρδο τον συμπάθησα γιατί, εκπέμπει αισιοδοξία και χαρά, και είναι αυτό ακριβώς που θάθελα να βλέπω στα πρόσωπα των πασχόντων συνανθρώπων μου.
Είχε λοιπόν τη δουλίτσα του ο μπαρμπα Θόδωρος: ήταν μπαλωματής. Την ημέρα δούλευε στο μαγαζάκι του, και τα βράδια, ευχαριστημένος μ’ότι είχε,έπινε το κρασάκι του, τραγουδούσε, κι έπαιζε το ταμπουρά του με κέφι και ξεγνοιασιά.
Κάποια φορά, ο βασιλιάς του τόπου, αποφάσισε να δει από κοντά πως περνούν οι πολίτες της χώρας του κι ένα βράδυ, έβγαλε τα βασιλικά του ρούχα, έγινε αγνώριστος, κι έπειτα βγήκε στους δρόμους για να διαπιστώσει αυτό που ήθελε.
Περνώντας έξω απ’το σπίτι του ήρωά μας, άκουσε το τραγούδι και τη μουσική, κι από περιέργεια χτύπησε τη πόρτα.
-Ποιος είναι;αποκρίνεται από μέσα ο κυρ-Θόδωρος. Καλώς τον! Κόπιασε πατριώτη!
Ο βασιλιάς απόρησε που τον βρήκε μόνο του,και τον ρώτησε:
-Μόνος σου είσαι φίλε μου; Σαν τι καλό σου ’τυχε κι είσαι έτσι κεφάτος και χαρούμενος;
-Αυτή είναι η ζωή μου κάθε μέρα ξένε μου. Τη μέρα δουλειά και το βράδυ γλέντι και καλή
καρδιά! Όποιος ξέρει να τη περνάει έτσι, δε γερνάει ποτέ!
-Μπράβο σου, φίλε μου! Βρήκες το μυστικό της ζωής εσύ πιο γρήγορα απ’ τους άλλους!
Μου αρέσει η συντροφιά σου και θα προσπαθήσω να ξανάρθω!
-Καλή νύχτα ξένε μου! κι όποτε μπορείς, ξαναπέρασε!
Ο βασιλιάς καληνύχτισε με την απόφαση να να δοκιμάσει το φίλο μας, αν λέει αλήθεια…
Γι αυτό την άλλη βραδιά ,τον επισκέφτηκε πάλι, διαπιστώνοντας πάλι τα ίδια: Tαμπουρά, τραγούδι,γλέντι.
- Φαίνεται μπαρμπα-Θόδωρε, θα βγάζεις πολλά χρήματα απ’ τη μαστορική σου, και γι αυτό έχεις τόσο κέφι!
-Όσα και να βγάζω ,πολλά ή λίγα,δε με νοιάζει!Και τίποτα να μη βγάλω η καλή μου η καρδιά, δε θα μου λείψει!
Ο βασιλιάς απόρησε: Για να δούμε! Σκέφτηκε, από αύριο αν θα συνεχίσεις έτσι! Και την άλλη μέρα, έβγαλε διαταγή να κλείσουν όλα τα μπαλωματίδικα. Όποιος θα παράκουε θα πήγαινε φυλακή! Νόμιζε πως θα κοβόταν η όρεξη του κεφάτου φίλου μας αλλά, προς έκπληξή του, εκείνος, βρήκε καινούρια δουλειά στο λιμάνι και με τις λίγες οικονομίες που είχε κατάφερε να μην αλλάξει και σήμερα τις γνωστές συνήθειές του…
Ο βασιλιάς προσπάθησε εκ νέου να τον δοκιμάσει, δίνοντας πάλι διαταγή να κλείσει το λιμάνι και φοβερή απειλή για φυλακή, σ’ όσους παράβαιναν την εντολή.
Ο μπαρμπα-Θόδωρος όμως, δε το’βαζε κάτω, έβρισκε καινούρια δουλειά, κι αυτό συνεχιζόταν ώσπου καλεί τον φίλο του να γίνει στρατιώτης!
-Τι σόι διαταγή είν αυτή; Σκέφτηκε εκείνος, αλλά αφού το ’πε ο βασιλιάς μου, ας πάω!
Όταν νύχτωσε, πήρε άδεια απ’ το λοχαγό του και γύρισε στο φτωχικό του. Έφαγε, κι άρχισε να γλεντά.
Ξαναπερνάει ο βασιλιάς, μπαίνει μέσα και ρωτάει:
- Παράξενο μου φαίνεται! που βρήκες τώρα τα χρήματα;
- Απόψε δανείστηκα ξένεμου, έβαλα ενέχυρο τη ξιφολόγχη μου.
-Εδώ σ’ έχω τώρα! είπε μέσα του ο βασιλιάς. Την άλλη μέρα διατάζει επιθεώρηση στρατού!
Τώρα τι θα κάνει ο φίλος μας; Σκέφτεται λοιπόν, πελεκάει ένα ξύλο και το βάζει στη θέση της ξιφολόγχης. Σε λίγο, πλησιάζει ο βασιλιάς και τον διατάζει να κόψει το κεφάλι του διπλανού του.
-Μα δε μου ‘φταιξε σε τίποτα βασιλιά μου! Πως να το κάνω αυτό;
-Είναι διαταγή!
Τι να κάμει τότε ο καημένος σηκώνει τα χέρια και τα μάτια ψηλά και προσεύχεται:
-Θεέ μου, αν είναι δίκιο να κόψω το κεφάλι του συντρόφου μου, ας γίνει το θέλημά σου. Αν όμως είναι άδικο, κάμε τη ξιφολόγχη μου ξύλινη! Μόλις τέλειωσε γυρίζει τάχα μ’ έκπληξη στο βασιλιά:
-Βλέπεις βασιλιά μου; δεν το θέλει τ’αδικο ο Θεός! Εκείνος ξεκαρδίστηκε στα γέλια με την εξυπνάδα του και του λέει:
-Από σήμερα σε κάνω αξιωματικό κι έμπιστο του παλατιού μου, και τα βράδια θα τα περνάμε μαζί διασκεδάζοντας!
... Νομίζω αδελφοί μου ότι σκοπός κάποιων που δε τους αρέσει το χαμόγελο, το φιλότιμο και η έξω καρδιά των Ελλήνων, που ο Θεός μας έδωσε απόχερα, είναι να μας ισοπεδώσουν…
Θαρσείτε όμως, εγώ νενίκηκα τον κόσμο… Είπε Εκείνος…
Θεέ μου,δώσε μας πίσω αυτό το χαμόγελο που πηγάζει από Σένα και με την εμπιστοσύνη ότι όλα προέρχονται απ’την ΑΓΑΠΗ σου,αλλά και απ’την αποστασία μας… να μη χάσουμε αυτό το γλέντι!
Καλή δύναμη σ’ όλους μας!