Του Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Μια στάση ζωής καθόλου εύκολη περιγράφει ο Απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή του, αναφερόμενος στο πώς αντιμετωπίζουν οι απόστολοι την εχθρική συμπεριφορά όχι μόνο των μη χριστιανών αλλά και των άλλων μελών της Εκκλησίας: «λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν» (Α’ Κορ. 4, 12-13). Στους εμπαιγμούς απαντάμε με καλά λόγια, στους διωγμούς με υπομονή, στις συκοφαντίες με λόγια φιλικά. Μία τέτοια στάση ζωής δεν έρχεται ως αποτέλεσμα γενναιόδωρης και μακρόθυμης καρδιάς. Αποτελεί το συστατικό στοιχείο της μίμησης του Χριστού, της παρουσίας εντός της καρδιάς της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και την ίδια στιγμή είναι σημείο μοναδικής σε έκταση και ένταση πίστης.
Ποια είναι η φυσική στάση των ανθρώπων όταν αντιμετωπίζουν λοιδορίες, διωγμούς, βλασφημίες; Πρώτα η λύπη. Κατόπιν η οργή. Και στη συνέχεια η αντίδραση είτε δια της ανταπόδοσης είτε δια της εκδίκησης είτε δια της καταφυγής σε εκείνους που μπορούν να μας κάνουν να βρούμε το δίκιο μας απέναντι σ’ αυτούς που μας συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο Απόστολος των εθνών όμως επισημαίνει ότι η χριστιανική στάση δεν μπορεί να είναι αυτή, ακόμη κι αν η εσωτερική πάλη γίνεται στην καρδιά μας. Άλλωστε, συνεχώς ο εαυτός μας καλείται να παλέψει με την ελευθερία του. Η αληθινή όμως πνευματική πρόοδος έγκειται στο να γίνεται σταδιακά η καρδιά μας τόπος και τρόπος θέασης της ζωής και της συμπεριφοράς των άλλων κατά μίμησιν του Χριστού και των Αγίων της πίστης μας και αναλόγως να διαμορφώνεται η αντίδρασή μας. Η ευλογία λοιπόν, η ανοχή και η παράκληση αποτελούν τους τρόπους εκείνους που δείχνουν πώς καλείται να φερθεί ο χριστιανός έναντι όσων τον απορρίπτουν ή του φέρονται άσχημα.
Η λοιδορία πηγάζει από ένα αίσθημα υπεροχής, το οποίο συχνά οι άνθρωποι αναπτύσσουμε έναντι των άλλων. Είτε εξαιτίας υπαρκτών χαρισμάτων, είτε εξαιτίας μιας φαντασιακής αίσθησης ότι είμαστε ικανότεροι, ευφυέστεροι, πιο δυνατοί από τους άλλους, τους ειρωνευόμαστε, μειώνοντάς τους έναντι των υπολοίπων ανθρώπων για να δείξουμε την δική μας υπεροχή. Η λοιδορία πηγάζει και από εμπάθεια και από πνεύμα εξουσιαστικό έναντι των άλλων και μαρτυρεί καρδιά ρυπαρή. Ο Παύλος, ζητώντας από τους χριστιανούς να απαντούν με καλά λόγια σε όσους τους λοιδορούν, περιγράφει μία καρδιά η οποία δεν διακατέχεται ούτε από πνεύμα εξουσίας, και γι’ αυτό δεν θέλει να αφήσει την θιγμένη υπερηφάνεια να λειτουργήσει ως τρόπος αντίδρασης, ούτε από εμπάθεια έναντι των άλλων, και γι’ αυτό δεν ανταποδίδει με οργή και εκδικητικότητα τις λοιδορίες που δέχεται. Με άλλα λόγια, ο Παύλος περιγράφει μία καρδιά ταπεινή και την ίδια στιγμή αγαπητική έναντι των λοιδορούντων, δηλαδή μία καρδιά στην οποία η χάρις του Θεού αναπαύεται.
Ο διωγμός πηγάζει και πάλι από ένα αίσθημα υπεροχής και εξουσίας εναντίον των άλλων, ενώ ενίοτε συνδέεται με το αίσθημα της επικράτησης κανόνων στην κοινωνία και στις διαπροσωπικές σχέσεις, στους οποίους οι διωκόμενοι δεν θέλουν να υπακούσουν ή να προσαρμοστούν. Και εδώ το πνεύμα της εξουσίας γεννά μια τέτοια δυναμική η οποία στερεί την ελευθερία από αυτούς που δεν θέλουν να το αποδεχτούν. Η στέρηση όμως της ελευθερίας εκ των πραγμάτων γεννά παραπικρασμούς. Γεννά αίσθημα αδικίας. Ο Παύλος, χωρίς να δικαιολογεί τους διώκοντες, μιλά για την ανοχή, ως υπομονή και έκφραση ταπεινής αγάπης έναντί τους. Η ανοχή δεν είναι παθητική στάση. Δεν είναι σιωπή, όπως κάποιος εύκολα θα μπορούσε να συμπεράνει. Είναι όμως άρνηση ανταπόδοσης της κακίας και της εξουσιαστικότητας και την ίδια στιγμή προσευχή για τους διώκτες, και υπομονή στα δεινά. Είναι ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μαρτύριο, το οποίο μπορεί να εκτείνεται χρονικά και να απαιτεί συνεχή συγχωρητικότητα, όμως φέρει μαζί του και την χάρη του Θεού. Ο ανεχόμενος καταθέτει την άρνησή του να συμμορφωθεί με τον διώκτη του, γιατί αυτή η άρνηση στηρίζεται στην πίστη στο Θεό, αλλά και στην προσπάθεια να καταδείξει τι είναι δίκαιο και τι όχι, τι αποτελεί παραβίαση της ελευθερίας. Την ίδια στιγμή όμως αρνείται να καταδιώξει τον διώκτη του, αφήνοντας τα πάντα στο έλεος του Θεού και στην δική Του δύναμη.
Η συκοφάντηση ή οι υβριστικοί λόγοι εις βάρος των άλλων αποτελούν έκφραση ζήλιας και οργής. Συκοφαντούμε αυτούς που ζηλεύουμε είτε για την θέση τους στη ζωή είτε για τα χαρίσματά τους είτε γιατί μας προκαλούν ανασφάλεια οι δυνατότητές τους μέσα στις διαπροσωπικές σχέσεις, με αποτέλεσμα να γεννιέται ένα κλίμα καχυποψίας και την ίδια στιγμή επιβολής εις βάρος τους. Συκοφαντούμε για να μειώσουμε την επιρροή τους και την ίδια στιγμή για να φανούμε χρήσιμοι σε άλλους που σκέφτονται κατ’ αυτόν τρόπο ή είναι επιπόλαιοι και έτοιμοι να αποδεχθούν τους λόγους μας. Υβρίζουμε γιατί θεωρούμε ότι μ’ αυτό τον τρόπο δείχνουμε την υπεροχή μας, φαινόμαστε ως εμείς που είμαστε οι σωστοί και θέλουμε να ταπεινώσουμε εκείνους προς τους οποίους οι ύβρεις μας απευθύνονται, προκειμένου να τους ρίξουμε χαμηλά στα μάτια των άλλων. Και είναι εύκολη η ανταπόδοση κυρίως στις ύβρεις ή ο σχηματισμός εμπάθειας έναντι εκείνων που μας συκοφαντούν και η καλλιέργεια εκδικητικότητας στην καρδιά εκείνου που συκοφαντείται ή υβρίζεται. Όμως και πάλι ο Παύλος μιλά για την παράκληση ως απάντηση στην βλασφημία της συκοφαντίας και του υβρισμού. Παράκληση σημαίνει λόγια φιλικά, λόγια που γαληνεύουν και παρηγορούν, καταλαγιάζουν τον άλλο, λόγια δηλαδή που αποκαλύπτουν την αληθινή κατάσταση εκείνου και την ίδια στιγμή μαρτυρούν την αγάπη του χριστιανού. Αυτά τα λόγια πηγάζουν από καρδιά που έχει πραότητα, συγχωρητικότητα και αγάπη, δηλαδή από ταπεινή καρδιά.
Πόσο είναι εφικτό στη χριστιανική ζωή να αποκτήσουμε μα τέτοια καρδιά, όταν συχνά οι άνθρωποι μάς προκαλούν εκνευρισμό, απογοήτευση, θυμό για την αδυναμία μας να συνεννοηθούμε ή και για την εμμονή τους στην προκλητική και αντίθετη με τα όσα θα θέλαμε συμπεριφορά τους; Η πνευματική ζωή και η εμβάθυνση σ’ αυτήν αποτελεί την αρχή. Αν κατανοήσουμε ότι είμαστε άνθρωποι ατελείς και απέναντι στο Θεό εντελώς αδύναμοι. Αν κατανοήσουμε ότι όσοι μας συμπεριφέρονται με τρόπο που δεν θα θέλαμε δεν χρειάζονται την καταδίκη μας αλλά την προσευχή και την αγάπη μας. Αν έχουμε ως πρότυπά μας την στάση του Κυρίου μας, ο οποίος «λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως» (Α’ Πέτρ. 2, 23), των αποστόλων και των αγίων. Κυρίως όμως, αν λειτουργούμε με γνώμονα την εκκλησιαστικότητα, δηλαδή την ένταξή μας στο σώμα του Χριστού, η οποία προϋποθέτει την αγάπη και την υπομονή. Την ίδια στιγμή, ο καθένας μας καλείται με την προσευχή, την νηστεία, την άσκηση, την μετάνοια να εμβαθύνει στην ανάγκη της μακροθυμίας, της ταπείνωσης, της συγχώρεσης, αφήνοντας όσο το δυνατόν έξω από την καρδιά του το πνεύμα της εξουσίας, της εμπάθειας, του φθόνου, της ανταπόδοσης έναντι των άλλων. Ο αγώνας αυτός είναι συνεχής. Ελκύει όμως την χάρη του Θεού, η οποία δεν μας αφήνει μόνους. Ταυτόχρονα είναι αυτός που μπορεί τελικά να παραδειγματίσει και όλους εκείνους που λειτουργούν από θέση ισχύος, εμπαίζουν, διώκουν, συκοφαντούν και βλασφημούν. Κι εδώ έγκειται η ευθύνη μας ως χριστιανών. Να είμαστε αληθινοί τηρητές των λόγων και των βιωμάτων του Ευαγγελίου και της εκκλησιαστικής παράδοσης. Ακόμη κι αν τελικά αδικούμαστε.
Ποια είναι η φυσική στάση των ανθρώπων όταν αντιμετωπίζουν λοιδορίες, διωγμούς, βλασφημίες; Πρώτα η λύπη. Κατόπιν η οργή. Και στη συνέχεια η αντίδραση είτε δια της ανταπόδοσης είτε δια της εκδίκησης είτε δια της καταφυγής σε εκείνους που μπορούν να μας κάνουν να βρούμε το δίκιο μας απέναντι σ’ αυτούς που μας συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο Απόστολος των εθνών όμως επισημαίνει ότι η χριστιανική στάση δεν μπορεί να είναι αυτή, ακόμη κι αν η εσωτερική πάλη γίνεται στην καρδιά μας. Άλλωστε, συνεχώς ο εαυτός μας καλείται να παλέψει με την ελευθερία του. Η αληθινή όμως πνευματική πρόοδος έγκειται στο να γίνεται σταδιακά η καρδιά μας τόπος και τρόπος θέασης της ζωής και της συμπεριφοράς των άλλων κατά μίμησιν του Χριστού και των Αγίων της πίστης μας και αναλόγως να διαμορφώνεται η αντίδρασή μας. Η ευλογία λοιπόν, η ανοχή και η παράκληση αποτελούν τους τρόπους εκείνους που δείχνουν πώς καλείται να φερθεί ο χριστιανός έναντι όσων τον απορρίπτουν ή του φέρονται άσχημα.
Η λοιδορία πηγάζει από ένα αίσθημα υπεροχής, το οποίο συχνά οι άνθρωποι αναπτύσσουμε έναντι των άλλων. Είτε εξαιτίας υπαρκτών χαρισμάτων, είτε εξαιτίας μιας φαντασιακής αίσθησης ότι είμαστε ικανότεροι, ευφυέστεροι, πιο δυνατοί από τους άλλους, τους ειρωνευόμαστε, μειώνοντάς τους έναντι των υπολοίπων ανθρώπων για να δείξουμε την δική μας υπεροχή. Η λοιδορία πηγάζει και από εμπάθεια και από πνεύμα εξουσιαστικό έναντι των άλλων και μαρτυρεί καρδιά ρυπαρή. Ο Παύλος, ζητώντας από τους χριστιανούς να απαντούν με καλά λόγια σε όσους τους λοιδορούν, περιγράφει μία καρδιά η οποία δεν διακατέχεται ούτε από πνεύμα εξουσίας, και γι’ αυτό δεν θέλει να αφήσει την θιγμένη υπερηφάνεια να λειτουργήσει ως τρόπος αντίδρασης, ούτε από εμπάθεια έναντι των άλλων, και γι’ αυτό δεν ανταποδίδει με οργή και εκδικητικότητα τις λοιδορίες που δέχεται. Με άλλα λόγια, ο Παύλος περιγράφει μία καρδιά ταπεινή και την ίδια στιγμή αγαπητική έναντι των λοιδορούντων, δηλαδή μία καρδιά στην οποία η χάρις του Θεού αναπαύεται.
Ο διωγμός πηγάζει και πάλι από ένα αίσθημα υπεροχής και εξουσίας εναντίον των άλλων, ενώ ενίοτε συνδέεται με το αίσθημα της επικράτησης κανόνων στην κοινωνία και στις διαπροσωπικές σχέσεις, στους οποίους οι διωκόμενοι δεν θέλουν να υπακούσουν ή να προσαρμοστούν. Και εδώ το πνεύμα της εξουσίας γεννά μια τέτοια δυναμική η οποία στερεί την ελευθερία από αυτούς που δεν θέλουν να το αποδεχτούν. Η στέρηση όμως της ελευθερίας εκ των πραγμάτων γεννά παραπικρασμούς. Γεννά αίσθημα αδικίας. Ο Παύλος, χωρίς να δικαιολογεί τους διώκοντες, μιλά για την ανοχή, ως υπομονή και έκφραση ταπεινής αγάπης έναντί τους. Η ανοχή δεν είναι παθητική στάση. Δεν είναι σιωπή, όπως κάποιος εύκολα θα μπορούσε να συμπεράνει. Είναι όμως άρνηση ανταπόδοσης της κακίας και της εξουσιαστικότητας και την ίδια στιγμή προσευχή για τους διώκτες, και υπομονή στα δεινά. Είναι ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μαρτύριο, το οποίο μπορεί να εκτείνεται χρονικά και να απαιτεί συνεχή συγχωρητικότητα, όμως φέρει μαζί του και την χάρη του Θεού. Ο ανεχόμενος καταθέτει την άρνησή του να συμμορφωθεί με τον διώκτη του, γιατί αυτή η άρνηση στηρίζεται στην πίστη στο Θεό, αλλά και στην προσπάθεια να καταδείξει τι είναι δίκαιο και τι όχι, τι αποτελεί παραβίαση της ελευθερίας. Την ίδια στιγμή όμως αρνείται να καταδιώξει τον διώκτη του, αφήνοντας τα πάντα στο έλεος του Θεού και στην δική Του δύναμη.
Η συκοφάντηση ή οι υβριστικοί λόγοι εις βάρος των άλλων αποτελούν έκφραση ζήλιας και οργής. Συκοφαντούμε αυτούς που ζηλεύουμε είτε για την θέση τους στη ζωή είτε για τα χαρίσματά τους είτε γιατί μας προκαλούν ανασφάλεια οι δυνατότητές τους μέσα στις διαπροσωπικές σχέσεις, με αποτέλεσμα να γεννιέται ένα κλίμα καχυποψίας και την ίδια στιγμή επιβολής εις βάρος τους. Συκοφαντούμε για να μειώσουμε την επιρροή τους και την ίδια στιγμή για να φανούμε χρήσιμοι σε άλλους που σκέφτονται κατ’ αυτόν τρόπο ή είναι επιπόλαιοι και έτοιμοι να αποδεχθούν τους λόγους μας. Υβρίζουμε γιατί θεωρούμε ότι μ’ αυτό τον τρόπο δείχνουμε την υπεροχή μας, φαινόμαστε ως εμείς που είμαστε οι σωστοί και θέλουμε να ταπεινώσουμε εκείνους προς τους οποίους οι ύβρεις μας απευθύνονται, προκειμένου να τους ρίξουμε χαμηλά στα μάτια των άλλων. Και είναι εύκολη η ανταπόδοση κυρίως στις ύβρεις ή ο σχηματισμός εμπάθειας έναντι εκείνων που μας συκοφαντούν και η καλλιέργεια εκδικητικότητας στην καρδιά εκείνου που συκοφαντείται ή υβρίζεται. Όμως και πάλι ο Παύλος μιλά για την παράκληση ως απάντηση στην βλασφημία της συκοφαντίας και του υβρισμού. Παράκληση σημαίνει λόγια φιλικά, λόγια που γαληνεύουν και παρηγορούν, καταλαγιάζουν τον άλλο, λόγια δηλαδή που αποκαλύπτουν την αληθινή κατάσταση εκείνου και την ίδια στιγμή μαρτυρούν την αγάπη του χριστιανού. Αυτά τα λόγια πηγάζουν από καρδιά που έχει πραότητα, συγχωρητικότητα και αγάπη, δηλαδή από ταπεινή καρδιά.
Πόσο είναι εφικτό στη χριστιανική ζωή να αποκτήσουμε μα τέτοια καρδιά, όταν συχνά οι άνθρωποι μάς προκαλούν εκνευρισμό, απογοήτευση, θυμό για την αδυναμία μας να συνεννοηθούμε ή και για την εμμονή τους στην προκλητική και αντίθετη με τα όσα θα θέλαμε συμπεριφορά τους; Η πνευματική ζωή και η εμβάθυνση σ’ αυτήν αποτελεί την αρχή. Αν κατανοήσουμε ότι είμαστε άνθρωποι ατελείς και απέναντι στο Θεό εντελώς αδύναμοι. Αν κατανοήσουμε ότι όσοι μας συμπεριφέρονται με τρόπο που δεν θα θέλαμε δεν χρειάζονται την καταδίκη μας αλλά την προσευχή και την αγάπη μας. Αν έχουμε ως πρότυπά μας την στάση του Κυρίου μας, ο οποίος «λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως» (Α’ Πέτρ. 2, 23), των αποστόλων και των αγίων. Κυρίως όμως, αν λειτουργούμε με γνώμονα την εκκλησιαστικότητα, δηλαδή την ένταξή μας στο σώμα του Χριστού, η οποία προϋποθέτει την αγάπη και την υπομονή. Την ίδια στιγμή, ο καθένας μας καλείται με την προσευχή, την νηστεία, την άσκηση, την μετάνοια να εμβαθύνει στην ανάγκη της μακροθυμίας, της ταπείνωσης, της συγχώρεσης, αφήνοντας όσο το δυνατόν έξω από την καρδιά του το πνεύμα της εξουσίας, της εμπάθειας, του φθόνου, της ανταπόδοσης έναντι των άλλων. Ο αγώνας αυτός είναι συνεχής. Ελκύει όμως την χάρη του Θεού, η οποία δεν μας αφήνει μόνους. Ταυτόχρονα είναι αυτός που μπορεί τελικά να παραδειγματίσει και όλους εκείνους που λειτουργούν από θέση ισχύος, εμπαίζουν, διώκουν, συκοφαντούν και βλασφημούν. Κι εδώ έγκειται η ευθύνη μας ως χριστιανών. Να είμαστε αληθινοί τηρητές των λόγων και των βιωμάτων του Ευαγγελίου και της εκκλησιαστικής παράδοσης. Ακόμη κι αν τελικά αδικούμαστε.