Στο σπίτι του είχε δούλες δύο αιχμάλωτες Ρωσίδες.
Μια νέα και μία ηλικιωμένη. Και οι δύο ήταν ευσεβείς.
Η τελευταία συνήθιζε να πηγαίνει στην εκκλησία σε κάθε γιορτή. Εκεί έπαιρνε αντίδωρα και αγιασμό, κι έφερνε απ’ αυτά και στη νέα.
Αλλά κάθε φορά που γινόταν αυτό, ο Αχμέτ ένιωθε να βγαίνει από το στόμα της κοπέλας μια υπέροχη ευωδία.
Τί είναι αυτό που τρως, κι ευωδιάζει το στόμα σου; τη ρωτούσε.
Τίποτα ιδιαίτερο, απαντούσε εκείνη. Δεν μπορεί. Κάτι συμβαίνει, επέμενε ο Τούρκος.
Να τι συμβαίνει, διευκρίνισε η νέα.
Συνηθίζω να τρώω ευλογημένο άρτο, που μου φέρνει η γερόντισσα από την εκκλησία των χριστιανών.
Τότε ο Αχμέτ θέλησε από περιέργεια να δει πώς λειτουργούν οι χριστιανοί στις εκκλησίες τους.
Ντύθηκε λοιπόν σαν χριστιανός και πήγε στην εκκλησία του Πατριαρχείου, όπου παρακολούθησε τη θεία λειτουργία.
Στη διάρκειά της ο Δεσπότης Χριστός επέτρεψε και δεύτερο θαύμα:
Την ώρα που βάδιζε ο ιερέας προς την ωραία πύλη, τον είδε ο Αχμέτ υψωμένο στον αέρα και ολόφωτο.
Φωτεινές ακτίνες έπεφταν από το σώμα του και φώτιζαν τα κεφάλια των χριστιανών.
Δεν φώτιζαν όμως το κεφάλι του Αχμέτ. Συγκλονίστηκε με όσα είδε ο αλλόθρησκος.
Τα μάτια της ψυχής του άνοιξαν και πίστεψε χωρίς δισταγμό στον αληθινό Θεό. Ζήτησε από τον ιερέα να τον βαπτίσει, και αργότερα, στις 3 Μαΐου 1682, ομολόγησε την πίστη του σε μια συνάθροιση μεγιστάνων, οπότε αξιώθηκε να λάβει και το βάπτισμα του μαρτυρίου.
πηγή: Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδ. Εκκλησίας