Με την Χάρι του Πανάγαθου Θεού και Πατέρα μας συνήλθαμε πάλι σήμερα ως Τακτική Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, κατά την συνεδρία της 16ης του παρελθόντος Ιουνίου ασχολήθηκε με την επιλογή των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως της παρούσης Συνόδου.
Το κεντρικό θέμα που επελέγη είναι: «Η σύγχρονη κρίσις από εκκλησιαστικής πλευράς», με δυό υποδιαιρέσεις-υποθέματα:
α. «Τα αίτια της σύγχρονης ποικιλομόρφου κρίσεως», και
β. «Η Εκκλησία ως ελπίδα και ενότητα της κοινωνίας και ως νοηματοδότηση της ζωής του ανθρώπου»
Η παρούσα Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος συνέρχεται σε μία χρονική στιγμή που η Πατρίδα μας, αλλά και η παγκόσμια κοινότητα, βρίσκονται στο μέσον μιας από τις σοβαρότερες κρίσεις των νεότερων χρόνων.
Τίθεται, βεβαίως, το ερώτημα: Εφόσον πρόκειται για οικονομική κρίση και προς αντιμετώπισή της επιστρατεύονται μέσα πολιτικά και οικονομικά, μήπως η ενασχόληση με αυτό το ζήτημά μας τοποθετεί εκτός των ορίων της αποστολής μας και των αρμοδιοτήτων μας;
Κάποιοι θεωρούν ότι το θέμα της οικονομικής κρίσεως δεν θα έπρεπε να αποτελέσει βασικό ζήτημα προβληματισμού της Ιεραρχίας. Άλλοι ισχυρίζονται ότι ένα τόσο σοβαρό ζήτημα οφείλει να μας απασχολήσει, διότι αφενός θα έχει επιπτώσεις στο έργο της Εκκλησίας, λόγω οικονομικών περιορισμών, αφετέρου ενδεχόμενη επιδείνωση της καταστάσεως θα σημαίνει μεγαλύτερη ανάγκη υποστήριξης των αναξιοπαθούντων και επομένως αυξημένης εγρήγορσης και ετοιμότητας.
Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι έχουμε απόλυτο καθήκον και υποχρέωση να ασχοληθούμε με το εν λόγω ζήτημα για λόγους πρωτίστως ποιμαντικούς και θεολογικούς αλλά και κοινωνικούς και προνοιακούς.
Οι δύσκολες ημέρες που διέρχεται ο τόπος μας καλούν την Εκκλησία να καταστήσει εμφανή την προφητική διάσταση της εν Αγίω Πνεύματι παρουσίας της στη ζωή του κόσμου. Οι καιροί μας καλούν να αρθρώσουμε λόγο ουσιαστικό, να διεισδύσουμε στα βαθύτερα και ουσιωδέστερα συστατικά της κρίσεως και, ακόμη, να εξετάσουμε πως μπορούμε να συμβάλλουμε στην υπέρβασή της. Όμως, στα συστατικά του προφητικού χαρίσματος συμπεριλαμβάνονται η μετάνοια, η αυθεντικότητα της πίστεως και η επίγνωση της αληθείας. Η προφητική λειτουργία εμπεριέχει την εν Πνεύματι Αγίω διάγνωση των αιτίων του προβλήματος και την κλήση σε γνήσια αλλαγή νοοτροπίας ώστε η χάρις του Θεού να ευλογήσει την μετάνοια και να ευοδώσει την υπέρβαση της εκάστοτε δοκιμασίας, στην οποία οδηγείται η ζωή του κόσμου κάθε φορά που αποστατεί και εκτροχιάζεται από το σωστό δρόμο.
Η κρίση που διέρχεται ο τόπος μας είναι πρώτιστα πνευματική και κατά συνέπεια ηθική. Η οικονομική κρίση είναι το πιο κραυγαλέο, το άμεσα ορατό και επώδυνο σύμπτωμα της νόσου. Όμως η νόσος είναι κατ οὐσίαν υπαρξιακή. Ο λόγος, επομένως, που οφείλουμε να ασχοληθούμε σοβαρά και υπεύθυνα με την λεγόμενη οικονομική κρίση είναι πρωταρχικά και θεμελιωδώς θεολογικός.
Αυτό υπαγορεύει σύνολη η εκκλησιαστική μας εμπειρία και μας υποδεικνύει με ενάργεια η Βυζαντινή μας κληρονομιά. Ο μακαριστός καθηγητής της Δογματικής Ν. Ματσούκας σημειώνει εμπεριεκτικά: «Μέγιστο και παράδοξο ιστορικό σφάλμα αποτελεί το να διακρίνεται η Βυζαντινή Ιστορία και η πολιτιστική της πραγματικότητα σε θεολογική-Εκκλησιαστική και σε βέβηλη-κοσμική, η σε θύραθεν και σε Χριστιανική. Τέτοια διάκριση, ίδια η παρόμοια, σε κανένα πολιτισμό δεν είναι δυνατό να εντοπιστεί, εκτός βέβαια από το σημερινό πολύπλοκο χώρο του δυτικού πολιτισμού- και εδώ ωστόσο υπάρχει ακόμη σοβαρή επιφύλαξη...» (Ν. Ματσούκας, Ιστορία της φιλοσοφίας, σελ. 383).
Μπορούμε, όμως, να έχουμε λόγο και ουσιαστική παρέμβαση στην κρίση χωρίς γνήσια πατερική ορθόδοξη αυτοσυνειδησία; Χωρίς επίγνωση του πως βιώνουμε και κατανοούμε την εκκλησία εμείς οι ίδιοι και για ποιό λόγο και με ποιά Εκκλησία επιθυμούν να διαλεχθούν οι σύγχρονοι φορείς της εξουσίας;
Η εισαγωγική αυτή τοποθέτηση δεν επιτρέπει λεπτομερειακή ανάπτυξη του προβληματισμού μου. Όμως υπάρχουν μερικά σημεία στα οποία είναι σκόπιμο να σταθούμε.
Από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα δύο εντελώς αντίθετες τάσεις οδήγησαν στην επικράτηση του ατομοκεντρισμού. Από τη μία πλευρά το πνεύμα του διαφωτισμού, προβάλλοντας και καλλιεργώντας την αυτοδιάθεση, τον αυτοπροσδιορισμό και την υποβάθμιση της Θρησκείας και της Παράδοσης. Και από την άλλη πλευρά η άλλοτε συνειδητή και άλλοτε ανεπίγνωστη προσπάθεια να μετατραπεί η παραδοσιακή ευσέβεια σε ευσεβισμό, ο οποίος καλλιεργούσε τη νοοτροπία της ατομικής σωτηρίας και την φοβία της συμμετοχής στα κοινά.
Όμως όλα αυτά είναι ξένα προς την παράδοσή μας. Η πίστη των Ορθόδοξων είναι Χριστοκεντρική και Εκκλησιοκεντρική και γι αὐτό καλλιεργεί ολοκληρωμένες προσωπικότητες –δηλαδή πρόσωπα και όχι ατομικές υπάρξεις- και γεννά συλλογικά πολιτισμικά επιτεύγματα.
Ο ορθόδοξος Έλληνας γνώριζε πάντοτε αυτό που εξέφραζε με τον καρδιακό του λόγο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: «τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. […] Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει η χαλάσει, να λέγει “εγώ”· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε στο “εμείς” κι όχι στο “εγώ”. Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί».
Οι σύγχρονοι αρνητές της λαϊκής μας παράδοσης, η οποία είναι ασυγχύτως και αδιαιρέτως ζυμωμένη με την εκκλησιαστική μας παράδοση, αδυνατούν να κατανοήσουν τη σπουδαιότητά της.
Όμως «η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξέχωρο η αποσπασματικά δικό του· είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία· κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα -είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος η να πεθάνει στα '21» υπογραμμίζει ο Γ. Σεφέρης.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι πως θα ξαναβρούν οι άνθρωποι αυτό το πνεύμα. Πως θα πείσουμε τους εαυτούς μας, τον λαό και τους άρχοντές μας να μετανοήσουμε. Όχι στενά, ηθικά, ατομοκεντρικά, αλλά βαθειά, ουσιαστικά, ως πρόσωπα που ζουν το «εμείς». Πως θα αλλάξουμε νοοτροπία. Πως θα διαπλάσουμε το ήθος εκείνο που περιγράφει ο Μακρυγιάννης, όπου τα ιερά και τα όσια τοποθετούνται υπεράνω οικονομικών κρίσεων και συμφερόντων. Σήμερα, που ακούγονται θρασείες προτάσεις από εταίρους μας περί εκποιήσεως των μνημείων μας, ο λόγος του ακούγεται αποκαλυπτικά επίκαιρος:
«Είχα δυό αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν [...]. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’αυτά πολεμήσαμε».
Ιδού πως σχολιάζει ο Γ. Σεφέρης αυτή τη στάση: «Καταλαβαίνετε; Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος· μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. «Γι’αυτά πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες Ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου».
Για τον ορθόδοξο Χριστιανό δεν υπάρχουν εκκλησιαστικές και πολιτικές διακρίσεις όσον αφορά την ηθική υπόσταση του πολίτη ως πιστού η του πιστού ως πολίτη: «Μπήκα στο μυστικό» (Φιλική Εταιρεία) λέει ο Μακρυγιάννης «και πήγα στο σπίτι μου κι εργαζόμουνα για την πατρίδα μου και θρησκεία μου να τη δουλέψω 'λικρινώς, καθώς τη δούλεψα, να μη με ειπεί κλέφτη και άρπαγο, αλλά να με ειπεί τέκνο της κι εγώ μητέρα μου».
Η κρίση που διαπερνά την οικουμένη δεν προέκυψε ξαφνικά. Άλλο αν, υποκριτικά και ανεύθυνα, χρόνια τώρα κωφεύουμε στις προειδοποιήσεις, αγνοούμε τα σημεία των καιρών και εθελοτυφλούμε στις ορατές επιπτώσεις της απληστίας και της αλαζονικής διαχειρίσεως του κτιστού κόσμου και των αδύναμων αδελφών μας απανταχού της γης. «Από τις παραμονές του περασμένου πολέμου οι πνευματικοί τεχνίτες της Ευρώπης -εννοώ τα ενδεικτικά έργα- έχουν καθαρά τη συνείδηση πως ζουν σ’ έναν κόσμο χαλασμένο» σημειώνει ο Γ. Σεφέρης.
Οι ειδικοί επιστήμονες της οικονομίας και των επιχειρήσεων –και όχι οι θεολόγοι- μας προειδοποιούν από καιρό, ότι η κρίση των θεσμών και η ηθική έκπτωση και αδιαφορία που διέπουν τη ζωή των ανθρώπων αλληλοτροφοδοτούνται, και το τελικό τους αποτέλεσμα γίνεται ορατό στις αποτυχίες και τα προβλήματα που σωρεύονται στην παγκόσμια οικονομία. Μεταφράζοντας αυτές τις σκέψεις σε θεολογικούς όρους, θα πρέπει να συμφωνήσουμε, ότι η φιλαυτία που διέπει τον σύγχρονο κόσμο συνεπάγεται μία αλαζονική διαχείριση της ζωής και της κτίσεως. Συνεπάγεται την άρνηση οιουδήποτε περιορισμού της απληστίας και ευοδώνει την αναίσχυντη ανοχή του πλουτισμού σε βάρος των πτωχών και των αδυνάτων.
Ο τέως αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής Μανώλης Δρεττάκης σημειώνει: «Δυό είναι οι κύριες αιτίες της κρίσης αυτής: Από τη μία μεριά η αχαλίνωτη απληστία αυτών που προκάλεσαν την κρίση για επιδίωξη μεγάλων κερδών ανεξάρτητα από τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν και τους κινδύνους που έκρυβαν και από την άλλη η ανεπάρκεια η η παντελής έλλειψη ελέγχων από αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες».
Ο σύγχρονος κόσμος πορεύεται με την ψευδαίσθηση ότι η ύβρις –με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου- θα παραμείνει άμοιρη συνεπειών. Και τώρα που άρχισαν να γίνονται αισθητές οι συνέπειες της ύβρεως, της οργάνωσης της ζωής μας σαν να μην υπάρχει Θεός -οπότε όλα επιτρέπονται- καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της αφροσύνης και του ατομικοκεντρικού πολιτισμού που οικοδομήθηκε με τα ιδεολογικά υλικά της νεωτερικής αλαζονείας.
Εάν λοιπόν θέλουμε να σταθούμε υπεύθυνα απέναντι στην πρόκληση της εποχής θα πρέπει να έχουμε κατά νουν δυό βασικές συνιστώσες:
α. Δεν είναι δυνατόν να αναμετρηθούμε με τα βαθύτερα ζητήματα που θέτει η παρούσα κρίση, εάν δεν διαλεχθούμε πρώτα με τον εαυτό μας και δεν αντιμετωπίσουμε με πνεύμα μετανοίας τα ενδοεκκλησιαστικά μας προβλήματα.
β. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε με νηφαλιότητα, ότι στον κόσμο που ζούμε, ακόμη και οι καλοπροαίρετοι και φιλικά διακείμενοι προς την Εκκλησία άνθρωποι, έχουν ανατραφεί με δεδομένη και αυτονόητη τη νοοτροπία της εκκοσμικευμένης νεοτερικότητας και, επομένως, αγνοούν η τελούν σε σύγχυση σχετικά με το τι είναι η Εκκλησία, ποιό είναι το έργο και ο σκοπός της και πως μπορούν να συνεργαστούν μαζί της.
Και βέβαια, όσο μικρότερη η αυτογνωσία μας τόσο δυσκολότερη η ουσιαστική επικοινωνία μας με όλους αυτούς.
Μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα θα υπογραμμίσουν του λόγου μου το αληθές και θα επιτρέψουν τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί να γίνουν πρακτικοί και εστιασμένοι.
Η ιστορία των νεότερων χρόνων έχει δείξει, ότι πολλές φορές, όταν η κρατική εξουσία βρέθηκε σε δύσκολη θέση πολιτική η οικονομική, η εύκολη λύση ήταν η μετάθεση της προσοχής του λαού προς στην Εκκλησία, δια της προβολής αρνητικών εικόνων η μεγαλοποιώντας μεμονωμένα ατοπήματα. Όμως, ακόμη και αν κάποιες από τις ρίζες ενός δέντρου χρειάζονται εξυγίανση, με ποιούς χυμούς θα θρέψει τον καρπό του αν καταστρέψουμε όλη τη ρίζα;
Όταν εμείς οι Ιεράρχες πολιτικολογούμε η καλλιεργούμε εντάσεις και υποθάλπουμε ιδεολογικές αντιπαλότητες είναι βέβαιο ότι αυτό εντέλει διευκολύνει το παιγνίδι της πόλωσης και αυτούς που την επιθυμούν και την εκμεταλλεύονται αλλά υπονομεύει ουσιαστικά την προσπάθειά μας. Ο λαός περιμένει από εμάς νηφαλιότητα και ειρηνοποιό παρουσία. Όχι θορυβώδη αλλά αποτελεσματική διαχείριση των σοβαρών θεμάτων που μας συνέχουν και μας απασχολούν όλους. Άλλο χύνω το αίμα μου για την πατρίδα όταν χρειαστεί και άλλο ευκαίρως –ακαίρως προβάλλω μία εικόνα της Εκκλησίας ωσάν να είναι θεσμός προσόμοιος του στρατού η των κομματικών παρατάξεων.
Η μετάνοια και η αλλαγή νοοτροπίας χρειάζεται να μας απασχολήσει και σε σχέση με άλλους, πιο υλικούς και πρακτικούς τομείς. Για παράδειγμα, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι το 96% της Εκκλησιαστικής περιουσίας έχει ξοδευτεί άλλοτε για αγαθοεργίες αλλά και πολλές φορές εξανεμιζόμενο η απαλοτριούμενο.
Μήπως είναι καιρός να γίνει μία σοβαρή ενδελεχής μελέτη ώστε να γνωρίζουμε τι και πως αξιοποιήθηκε και τι χάθηκε; Και, κυρίως, να σκεφθούμε σοβαρά και υπεύθυνα τι πρέπει να κάνουμε με το εναπομείναν 4%. Να μελετήσουμε πως είναι δυνατόν να το αξιοποιήσουμε όχι απλώς ως κερδοφόρα επένδυση αλλά με κριτήρια ορθολογικά και επιστημονικά και με απώτερο σκοπό τη διακονία του πλησίον και την αλληλέγγυα στάση προς την πολιτειακή και εθνική ευαισθησία στα προβλήματα του χειμαζόμενου λαού μας.
Αγαπητοί αδελφοί,
Η οικονομική ανάκαμψη χωρίς μετάνοια, δηλαδή χωρίς αλλαγή τρόπου ζωής όχι μόνο ατομικά αλλά και ως κοινότητα, ως ενορία, ως δήμος, ως έθνος και ως Εκκλησία θα είναι απλώς μια πρόσκαιρη μετάθεση της κρίσης, η οποία θα επανέλθει δριμύτερη.
Το καθήκον μας είναι διπλό:
Έχουμε χρέος να εργασθούμε δυναμικά και με κάθε τρόπο για τον επανευαγγελισμό του λαού μας. Τούτο σημαίνει ότι οφείλουμε πρώτιστα να μεριμνήσουμε για την αναβάθμιση της ενορίας και των κληρικών μας. Και, ταυτοχρόνως, οφείλουμε να σηκώσουμε τα μανίκια και να δραστηριοποιηθούμε στον τομέα της κοινωνικής και προνοιακής αρωγής του λαού μας.
Όχι με λόγια αλλά με έργα και συγκεκριμένες προσφορές, και το παράδειγμα πρέπει να δώσουμε πρώτοι εμείς οι Αρχιερείς.
Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας, επίσης, ότι η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον μεγεθυντικό φακό της παγκόσμιας κοινής γνώμης και το πως θα πορευθεί η Εκκλησία μας θα είναι ορατό πολύ πέρα από τα εθνικά μας σύνορα.
Αν λοιπόν κινηθούμε σύμφωνα με την παράδοση και τη θεολογία μας, αν σταθούμε όπως πρέπει και όπως πάντοτε έπραξε σε κρίσιμες ώρες η Εκκλησία μας, τότε και μόνον θα έχουμε κάθε δικαίωμα απαιτήσεων, ελέγχου, κριτικής, ακόμη και καταγγελίας ενώπιον του λαού και της Ιστορίας, όσων δεν ανταποκριθούν υπεύθυνα στις απαιτήσεις της κοινωνικής και πολιτειακής τους θέσης και απέναντι στο εθνικό και ιστορικό καθήκον.
«Οι καιροί ου μενετοί». Χρειάζεται πολλή εργασία από όλους μας.
Ευχαριστώ.