Ἦταν βράδυ. Δίπλα στό φτωχικό ἐκκλησάκι τῆς ἁγ. Ἄννας, στό ἀκόμη φτωχότερο κελλί του, ὁ ἀσκητής Γεννάδιος δίδασκε ἁπλᾶ καί χαριτωμένα τούς ἐπισκέπτες του: Τόν Μοναχό Θεοδόσιο (Δαμβακεράκη) ἀπό τό κοντινό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγ.Ἀντωνίου, ἕνα κατά σάρκα ἀδελφό του, κάποιους ἄλλους, τούς ὁποίους καί φιλοξένησε. Τήν νύκτα, «μέ τόν πρῶτο ὕπνο», ἀκούστηκαν ποδοβολητά
καί μία φωνή - ἤρεμη στήν ἀρχή, ἄγρια στή συνέχεια - ἀκούστηκε νά τόν καλεῖ μέ τόὄνομά του.
«Ποίοι εἶστε; - ρώτησε ὁ Γέροντας – τί θέλετε; Νά φύγετε».
Ἀκολούθησε σιωπή. Τό πρωϊ, μετά τήν Ἀκολουθία, ταπεινά ἐπιβεβαίωσε στούςἐπισκέπτες του ὅσα εἶχαν ἀκούσει καί πρόσθεσε: «Εὐτυχῶς πού δέν μιλήσατε ἐσεῖς οἱ κοσμικοί, γιατί ὑπῆρχε περίπτωση νά ἔπαιρναν τήν φωνή σας. Ἐμᾶς τῶν Μοναχῶν δέν μποροῦν». Ἐπρόκειτο γιά μία «ἐπίσκεψη» πονηρῶν πνευμάτων.
Ἄλλοτε ἐμφανίσθηκε ὁ ἀντικείμενος στόν Γέροντα μέ ἀνθρώπινη μορφή.
«Πάτερ Γεννάδιε – τόν ρώτησε – γιατί κάθεσε καί μέ πολεμᾶς;»
«Γιατί, τί κακό σοῦ κάνω;» εἶπε ὁ Γέροντας.
«Νά διδάσκεις τούς ἀνθρώπους. Μή διδάσκεις».
«Μά οἱ ἄνθρωποι – εἶπε ὁ π. Γεννάδιος – διψοῦνε ἀπό διδασκαλία καί θέλουν νάἀκοῦνε».
«Μή διδάσκεις – συνέχισε ὁ «ἐπισκέπτης» - ἐσύ εἶσαι ἀγράμματος. Ἐσύ δέν ξέρεις.Ἄς ἀκοῦνε τούς Δεσποτάδες, τούς παπάδες καί τούς θεολόγους. Ἐσύ νά μήν τούς λέγεις τίποτα».
«Μά θέλουν νά ἀκοῦν καί μένα - ὁμολόγησε ὁ Ἀσκητής – γιατί οἱ ἄνθρωποι διψοῦν νά ἀκούσουν διδασκαλία γιά τήν σωτηρία τους καί ἔχω εὐθύνη. Ὅποιος γνωρίζει τήν ἀλήθεια καί δέν τήν λέγει, κρύβει τόν Χριστό».
Στό ἄκουσμα τοῦ Παναγίου Ὀνόματος τοῦ Κυρίου, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου «πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων καί πᾶσα γλῶσσαἐξομολογήσεται» (Φιλ. 2, 10 – 11), ὁ πονηρός ἐξαφανίσθηκε. Τόν «ζεμάτισε» θά πεῖ ἀργότερα ὁ Γέροντας χαμογελώντας ἀθῶα.
http://churchsynaxarion.blogspot.com