ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
κ. κ. Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Υ
ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΩΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2010)
ΜΕ ΘΕΜΑ: ΤΗΝ «ΦΤΩΧΕΙΑ» ΚΑΙ ΤΟΝ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ».
Μέ πολλή χαρά, ἀλλά καί μέ τήν προσήκουσα καί ἐπιβαλλομένη εὐθύνη, χαιρετίζω τήν ὀργάνωση τῆς Ἡμερίδος γιά Ἐκπροσώπους τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Ἠπείρου καί Θράκης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία διεξάγεται ὕστερα ἀπό ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καί θά ἤθελα νά τοποθετηθῶ κατ' ἀρχήν ἀναφορικῶς πρός τό θέμα: «Φτώχεια καί Κοινωνικός Ἀποκλεισμός».
Τό ἔτος 2010 εἶναι ἀφιερωμένο ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση στά δύο αὐτά, συχνά ἀλληλένδετα, φαινόμενα καί στούς τρόπους πού εἶναι δυνατόν νά συμβάλουν στήν καταπολέμησή τους. Εἶναι λοιπόν μία ἀφορμή γιά τήν Ἐκκλησία μας, ἰδιαίτερα στίς παροῦσες δυσμενεῖς συνθῆκες καί δυσχερεῖς καταστάσεις πού βιώνει ἡ χώρα μας, νά προτείνει δυνατότητες ἀντιμετώπισης τοῦ προβλήματος, τόσο μέσα ἀπό τόν πλοῦτο τῆς θεολογίας της καί τήν οὐσιαστική θέωρηση πού ἔχει γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνία, ὅσο καί μέσα ἀπό τό προνοιακό ἔργο καί τή φιλανθρωπική της δράση. Μέρος, ἄλλωστε, αὐτῆς τῆς γενικότερης δραστηριοποίησης καί συμβολῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποτελεῖ ἡ Ἡμερίδα αὐτή, μέσῳ τῆς ὁποίας συνυπηρετεῖται ἡ κοινωνική διακονία τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ἡ ὁποία μέ αὐτόν τόν τρόπο συμπαρατάσσεται μέ τίς Ἑλληνικές καί Εὐρωπαϊκές Ἀρχές ἔναντι τῶν ἐνεστώτων προβλημάτων.Γνωρίζουμε ὅτι πολλοί ἀδελφοί μας ἀσφυκτιοῦν οἰκονομικά, καί ἄλλοι βρίσκονται σέ ἔνδεια ἤ στά ὅρια τῆς φτώχειας, γεγονός πού ἐπιτείνεται ἀπό τόν μεγάλο ἀριθμό τῶν μεταναστῶν στίς τάξεις τους. Ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀνασφάλεια, τά οἰκονομικά ἀδιέξοδα, μέ τίς βιοτικές ἐπιπτώσεις τους στήν καθημερινή ζωή τοῦ λαοῦ μας, ἀφοροῦν σέ ὅλη τήν κοινωνία, ἀφοῦ δέν βρίσκονται ἀπό τή μιά πλευρά τοῦ δρόμου τά θύματα κι ἀπό τήν ἄλλη ὅσοι παρακολουθοῦν τό δράμα τῶν ἄλλων, ἀλλά ὅλοι συνοδοιποροῦντες ὑφιστάμεθα συνέπειες μέ κοινό ἀντίκτυπο. Πρωτίστως αὐτά τά φαινόμενα καλοῦν ὅλους μας, θεσμικούς φορεῖς καί τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, σέ αὐτοκριτική, σέ συνειδητοποίηση τοῦ ἐλλείμματος καί τῆς ἀνεπάρκειάς μας καί σέ συνεργασία, καθώς ἡ φτώχεια καί ὅλα τά παρεπόμενά της στήν ἀκραία τους μορφή, μέ τήν δημιουργία μιᾶς τάξεως ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι εἶναι καταδικασμένοι νά ζοῦν στή σκιά τῆς κοινωνίας, ἀπειλεῖ τήν συνοχή τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ.
Πλοῦτος καί φτώχεια, ὅσο καί ἐλευθερία καί δουλεία, μέ τόν τρόπο πού τίς ἐννοοῦμε κοινωνικά καί πολιτικά, εἶναι καταστάσεις πού ἐμφανίζονται σέ χρόνια πολύ μεταγενέστερα ἀπό τήν δημιουργία καί στόν μεταπτωτικό πλέον κόσμο, ἀφοῦ ὁ Θεός ἔπλασε ἀπ' ἀρχῆς τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο, αὐτεξούσιο καί «πλούσιο» μέσα στήν τρυφή τοῦ παραδείσου. Ἐπιπλέον ὁ Θεός «ἐποίησεν ἐξ ἑνός αἷματος πᾶν γένος ἐπί τῆς γῆς». Δημιούργησε δηλαδή ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό ἕνα ζεῦγος ἀνθρώπων, ὅλους ἴσους μεταξύ τους. Ὅπως λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «τό τε τῆς φύσεως ὁμότιμον ἰσότητι τῆς δωρεᾶς τιμῶν προέθηκεν, δεικνύς τόν πλοῦτον τῆς ἑαυτοῦ χρηστότητος» (Περί φιλοπτωχίας). Ὥς σήμερα, ὁ Θεός «βρέχει μέν ἐπί δικαίους καί ἁμαρτωλούς, ἀνατέλλει δέ πᾶσιν ὁμοίως τόν ἥλιον».
Γιά τήν Ἐκκλησία μας κάθε ἄνθρωπος εἶναι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη προσωπικότητα κατ' εἰκόνα Θεοῦ, ἀσχέτως χρώματος, γλώσσας, θρησκείας καί πολιτισμικῶν καταβολῶν, γεγονός πού ἐπιτάσσει τήν εἰλικρινῆ διακονία τοῦ ἀνθρώπου σέ πλήρη ἀναφορά πρός τόν Δημιουργό του. Καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, δηλαδή κοινωνία προσώπων καί πλήρωμα μελῶν ἐν ἀγάπῃ, κατά τό πρότυπο τῆς Τριαδικῆς σχέσεως. «Καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη» (Α΄ Κορ. ιβ' 26).
Στήν ἀγαπητική αὐτή κοινωνία τῶν προσώπων δέν ὑπάρχουν περιθώρια γιά κοινωνικούς φραγμούς καί δυσμενεῖς διακρίσεις μέ βάση τό φῦλο, τήν ἐθνική ἤ ἐθνοτική καταγωγή, τήν κοινωνική καί οἰκονομική κατάσταση. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κατηγορηματικῶς δι-ακηρύσσει αὐτή τήν ἐν Χριστῷ ἰσότητα κατ' ἐπανάληψη στίς Ἐπιστολές του: «Οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, δοῦλος ἤ ἐλεύθερος, ἄρσεν καὶ θῆλυ· ἀλλά πάντες εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Τρία διαχωριστικά τείχη καταρρέουν μέ αὐτή τήν φράση: τῶν φυλετικῶν καί ἐθνικιστικῶν φραγμῶν, τῶν κοινωνικῶν διακρίσεων, καί τῆς ἀνισότητος μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός.
Τό μήνυμα αὐτό τοῦ χριστιανισμοῦ ἦταν τόσο ἐπαναστατικό ὥστε ἡ πρώτη Ἐκκλησία καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διώχθηκαν μέ τήν κατηγορία τῆς κοινωνικῆς καί πολιτικῆς ἀνατροπῆς καί ὡς ἀπειλή κατά τῆς κατεστημένης θρησκευτικῆς τάξεως, ἐπειδή «τό Εὐαγγέλιον διελόμενοι, τούς πτωχούς κοινωνούς ἐποιήσαντο» (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Περί φιλοπτωχίας). Ἡ ἐπανάσταση ὅμως τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ὀντολογική καί πνευματική. Καί δέν καταθέτει θεωρητικές προτάσεις, ἀλλά βιωματικές ἀλήθειες. Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει τήν προστασία τοῦ πάσχοντος καί τήν κοινωνική ἀλληλεγγύη, ὄχι ὡς πολιτικό πρόγραμμα, οὔτε ὡς μία ἁπλῆ δέσμη προτάσεων. Γιά τήν Ἐκκλησία, οἱ φτωχοί εἶναι «οἱ θυρωροί τῆς βασιλείας [τοῦ Θεοῦ], οἱ ἀνοίγοντες τάς θύρας τοῖς χρηστοῖς, καί κλείοντες τοῖς δυσκόλοις καί μισανθρώποις» (Γρηγόριος Νύσσης, Περί εὐποιίας, PG 46, 460C).
Ἡ ἐξάλειψη τῶν διακρίσεων καί ἡ ἑνότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς ἤ οἰκονομικῆς καταστάσεως, πραγματώνεται στήν Ἐκκλησία μας μέσα στή σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Παρά τό ὅτι πλοῦτος καί φτώχεια δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τήν πραγματική, ὀντολογική ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων καί παρά τό γεγονός ὅτι οἱ ἀνισότητες πού δημιουργοῦνται ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ὡς πρός τήν περιουσία, δυνατόν νά ὀφείλονται καί στήν καλή χρήση τῆς ἐλευθερίας καί τῶν δυνατοτήτων τους, ὁ Χριστιανισμός ζητεῖ καί σ' αὐτές τίς περιπτώσεις τήν κατά τό δυνατόν οἰκονομική ἰσότητα καί ἀλληλεγγύη, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νά ἔχουν ἴσες δυνατότητες ἀνάπτυξης κι εὐδοκίμησης. Αὐτή ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γονιμοποίησε τόν Δυτικό πολιτισμό καί ἔγινε ἡ αἰτία, πολλές φορές στήν ἱστορία, τῆς κατάργησης κοινωνικῶν διακρίσεων καί τῆς εὐημερίας τῆς Χριστιανικῆς Δύσεως.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, προκειμένου νά καταπολεμηθεῖ ὁ κοινωνικός ἀποκλεισμός, νά ἐκλείψουν τέτοιες ἀδικίες καί στρεβλώσεις καί νά ἐμπεδωθεῖ τό μήνυμα τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, δραστηριοποιεῖται σήμερα σέ πολλούς τομεῖς διακονίας καί μέριμνας μέσῳ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καί τῶν κατά τόπους Ἱερῶν Μητροπόλεων. Συγκεκριμένα: Δημιουργεῖ κέντρα κοινωνικῆς συμπαραστάσεως καί εὑρέσεως ἐργασίας, φοιτητικά οἰκοτροφεῖα καί κέντρα νεότητος. Χρηματοδοτεῖ ξενῶνες ἀστέγων, ἱδρύματα συμπαραστάσεως ἀπόρων καί ἀγάμων μητέρων, γηροκομεῖα, στέγες γερόντων, βρεφονηπιακούς καί παιδικούς σταθμούς, γιά παροχή ὑπηρεσιῶν στούς ἔχοντες ἀνάγκη. Δίνει ὑποτροφίες σέ ἐνδεεῖς νέους καί νέες γιά σπουδές. Παρέχει ἔνδυση, στέγη καί τροφή, μέ συσσίτια πού διοργανώνει, σέ ἀπόρους, Ἕλληνες καί ἀλλοδαπούς. Μέ τά ἐνοριακά φιλόπτωχα ταμεῖα βρίσκεται στό πλευρό καθενός πού ἔχει ἀνάγκη. Μέσῳ λοιπόν τῆς πολύτροπης προνοιακῆς δράσης καί ποιμαντικῆς διακονίας Της, ἡ Ἐκκλησία, πάντοτε συμπαραστάτις τῆς Πολιτείας καί τῶν Εὐρωπαϊκῶν ἀρχῶν καί, ὡς ὁ Χριστός «ἐν ἡμῖν» καί ἐν μέσῳ ἡμῶν, ἀρωγός σέ κάθε δοκιμαζόμενο ἄνθρωπο, προσ-παθεῖ νά ἐγκαθιδρύσει στήν πράξη τήν ἀληθινή κοινωνία ἐν ἀγάπῃ καί, ἐπ' ἐλπίδι, νά ἀπαλείψει τήν ἀπόρριψη ἐξαιτίας τῆς φτώχειας καί τόν κοινωνικό ἀποκλεισμό.
Μέ αὐτές τίς Ἡμερίδες λοιπόν ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ αὐτό ἀποβλέπει. Νά προτρέψει ὅλους νά κάνουμε βίωμα τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ στίς παροῦσες σύγχρονες συνθῆκες τῆς πατρίδος μας καί τοῦ εὐρωπαϊκοῦ καί παγκοσμίου ὁρίζοντος, καθώς πέρα ἀπό τά θεσμικά καί οἰκονομικά μέτρα, προσαπαιτεῖται καί ἡ εὐρύτερη συνεργασία καί συσπείρωση ὅλων σέ μιά κοινή προσπάθεια στή βάση τῆς ἀκεραιότητας καί τῆς καταξιώσεως τοῦ ἀνθρώπου πού ἡ Ἐκκλησία προέβαλε καί διηκόνησε μέσα στήν ἱστορία.
Ἀπονέμοντας σέ ὅλους τήν εὐλογία μου, χαιρετίζω τήν προσπάθεια πού καταβάλλει ὁ Πρόεδρος τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Παρακολουθήσεως Εὐρωπαϊκῶν Θεμάτων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ καί τά μέλη αὐτῆς, γιά τήν ἐνημέρωση τῶν Στελεχῶν τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπί τῶν θεμάτων τῆς «Φτώχειας» καί τοῦ «Κοινωνικοῦ Ἀποκλεισμοῦ», ὅπως καί τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος προθύμως ἐδέχθη τήν διοργάνωση τῆς Ἡμερίδος αὐτῆς στήν Ἱερά Μητρόπολή του καί κατέβαλε κάθε φιλότιμη προσπάθεια γιά τήν ἐπιτυχία τῆς διεξαγωγῆς της. Τέλος, θά ἤθελα νά συγχαρῶ γιά τήν πο-λύτιμη συνεργασία καί συμβολή τους τήν Εἰδική Συνοδική Ἐπιτροπή Παρακολουθήσεως Εὐρωπαϊκῶν Θεμάτων, τήν Συνοδική Ἐπιτροπή Κοινωνικῆς Προνοίας καί Εὐποιίας, τήν Μ.Κ.Ο. «Ἀγάπη» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τά Γραφεῖα τῶν Ἀντιπροσωπειῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς καί τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου στήν Ἑλλάδα.
Μέ αὐτά τά λόγια εὔχομαι ὅ,τι ἀγαθόν καί εὐάρεστον «τῷ Κυρίῳ ἐν οἷς πράττομεν».