χωρίς γάμο, τα παιδιά και οι μεγάλοι ήταν αβάπτιστοι. Μια μέρα σταμάτησε έξω από τον Ναό ένα αυτοκίνητο και κατέβηκε ένας ιερέας όλο το χωριό ανάστατο ήρθε παπάς φώναζαν. Πήγαν εκεί οι κάτοικοι, τον καλωσόρισαν και του είπαν: πως ήρθες στο χωρίο αφού ο πατριάρχης μας είχε πει ότι δεν έχει παπά να μας στείλει; Τότε ο ιερέας τους είπε αυτό δεν θέλατε; δεν θέλατε ιερέα; Να ήρθα. Όλο το χωριό χάρηκε στην παρουσία του νέου ιερέα. Ο Ιερέας άρχισε αμέσως δουλειά πήγε σε όλους τους τάφους και διάβαζε την εξόδιο ακολουθία, βάπτισε και πάντρεψε όλους στο χωριό λειτουργούσε τους κοινωνούσε. Μια μέρα καλεί του χωρικούς και τους λέγει ότι: θα φύγω τελείωσε η αποστολή μου. Τότε το χωριό αναστατώθηκε, τώρα που ήρθε θα φύγεις; Όμως ο ιερέας δεν άκουγε τους κατοίκους και ενέμενε στην απόφασή του. Αφού οι χωρικοί κατάλαβαν ότι δεν γινόταν τίποτε τον ευχαρίστησαν για την προσφορά του και τον κατευόδωσαν. Μετά από μέρες πήγαν στον Πατριάρχη να τον ευχαριστήσουν που τους έστειλε παπά και να του πουν όταν μπορέσει να τους ξαναστείλει κάποιον ιερέα, αλλά ο πατριάρχης δεν ήξερε τίποτε.
πηγή: Δημήτριος Βελαώρας και π. Χρυσόστομος Μυλωνάς Αρχιμανδρίτης (ειπώθηκε από Ρουμάνες μοναχές στον Οικουμενικό Πατριάρχη κατά την επίσκεψή του στην Κρήτη)
vatopaidi.wordpress.com