Και πεθαίνουμε στερημένοι σ’ έναν παράδεισο από λέξεις
(Τάσος Λειβαδίτης)
Οι τρεις εισηγήσεις που αναγνώσθηκαν στην πρόσφατη Σύνοδο της Ιεραρχίας (του αρχιεπισκόπου, του μητροπολίτη Δημητριάδος, του μητροπολίτη Σιατίστης) πιθανόν να σηματοδοτούν μια καμπή στην πορεία της ελλαδικής Εκκλησίας.
Όλες, και πιο πολύ η ομιλία του τελευταίου, περιείχαν αυτοκριτική σε βαθμό ασυνήθιστο για τον εκκλησιαστικό δημόσιο λόγο.
Δυστυχώς παραδοσιακά ο λόγος αυτός χαρακτηριζόταν από τα πάγια γνωρίσματα του κομματικού λόγου: αμυντική αυτοδικαίωση των εντός και αυστηρή επίκριση των εκτός. Οι τοποθετήσεις των τριών αυτών ιεραρχών μας για πρώτη φορά αναγνωρίζουν με παρρησία πως η Εκκλησία δεν αποτελεί εξωτερικό τιμητή της κρίσης αλλά μέρος της.
Πρόκειται για μια πραγματικότητα η οποία από καιρό κυκλοφορεί ευρέως στα χείλη κάποιων θαρραλέων κληρικών και λαϊκών. Αυτό που συζητείται είναι η διαπίστωση πως ο εκκλησιαστικός οργανισμός έχει μέχρι τώρα μιλήσει πληθωρικά, δυσανάλογα προς τα όσα έχει πράξει, αφού πάντοτε τα λόγια είναι πιο εύκολα και πιο ανώδυνα. Κάτι που ένα αναρχικό σύνθημα σε τοίχο απέδιδε με τη σχετική ωμότητα: «ή πράξτε ή σκάστε»!
Ας μην παρεξηγηθώ. Τα στελέχη της Εκκλησίας πράττουν αφάνταστα πολλά- και σε μεγάλο βαθμό άγνωστα- σε επίπεδο κοινωνικής συναντίληψης και πρόνοιας, όπως και προσωπικής και οικογενειακής συμπαράστασης στα ποικίλα προβλήματα. Ο δε εκκλησιαστικός οργανισμός είχε παντοτε την εκπληκτική ικανότητα να εμπνέει και να κινητοποιεί εθελοντική δράση, σε βαθμό που κανένας άλλος φορέας δεν έχει επιτύχει ποτέ.
Το πρόβλημα όμως βρίσκεται αλλού: στην ευκολία με την οποία ρεπουμε προς δράσεις που αλλάζουν τους άλλους και την κοινωνία, την ίδια στιγμή που εμφανίζουμε έντονη απροθυμία για δράσεις που θα αλλάξουν τους εαυτούς μας, τα εσωτερικά μας. Έτσι η κοινωνική σήψη, διαφθορά, σύγχυση, παραλογισμοί, βόλεμα, έλλειψη κινήτρων και οράματος κ.ο.κ. στηλιτεύονται -και δικαίως- ενώ φαίνεται να καταβάλλονται ελάχιστες προσπάθειες για να διορθώνονται και να προλαμβάνονται αντίστοιχα φαινόμενα στους κόλπους του εκκλησιαστικού οργανισμού.
Δεν μπορούμε να προβλέψουμε αν οι πρόσφατες εισηγήσεις θα καταφέρουν να αλλάξουν εκκλησιαστικές αγκυλώσεις αιώνων. Θα εξαρτηθή από την έκταση και την αντοχή των αντιστάσεων. Πρέπει όμως να δοθεί η μάχη. Και χρειάζεται να ομολογήσουμε ότι ο εκκλησιαστικός δημόσιος λόγος γίνεται ευγνώμονα δεκτός από τους πολίτες όταν η πρόταση του συνοδεύεται από προσωπική ασκητική συν-μετοχή. Αντίθετα, κινητοποιεί αντανακλαστικά απέχθειας ή και θυμού όταν δεν συμβαδίζει με την πραγματική βιοτή και νοοτροπία του ομιλούντος.
Οι λέξεις που αγιάστηκαν από τον ίδιο τον Χριστό και από τους αγίους που μάτωσαν για να τις δικαιώσουν, λέξεις όπως «αγάπη», «πρόσωπο», «αρετή», «αλήθεια», «κοινότητα» κ.π.ά., δεν πιάνονται με γυμνά χέρια. Η αδάπανη ρητορεία καταλήγει τελικά οδυνηρή για τον φορέα της: τον «καίει». Ο μόνος τρόπος για να αποφυγουμε αυτό το εύλογο αποτέλεσμα της «ύβρεως» είναι να αποκτήσουμε εμείς οι ίδιοι τη «θερμοκρασία» των λέξεων που χρησιμοποιούμε. Κάτι που συνιστά καρπό μακράς θυσιαστικής συνέπειας.
Και επειδή ο Θεός είναι φιλάνθρωπος, έφτιαξε και μια εναλλακτική λύση για όσους δεν διαθέτουμε την απαιτούμενη πνευματική «θερμοκρασία». Τη «λαβίδα» της μετάνοιας για όσα δεν κατορθώσαμε, μετάνοιας που για να είναι αξιόπιστη πρέπει να γίνει έμπρακτη. Με αυτήν πιάνουμε τις πυρακτωμένες λέξεις και τις φέρνουμε στο στόμα μας για να καθαρίσουν πρώτα εμας και στη συνέχεια για να τις κοινωνήσουμε στο λαό του Θεού, ώστε να μεταγγίσουμε σε αυτούς και σε μάς τη ζεστασιά τους.
Με άλλα λόγια, ή μετανοούμε ή βουλιάζουμε.
Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Θερμός
ψυχίατρος παιδιών και εφήβων
διδάκτωρ Θεολογίας
e-theologia.blogspot.com