Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Κυριακή ΙΔ΄Λουκά – Ο φωτισμένος τυφλός

«Ἰησοῦ υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με.» (Λουκ. ιη΄ 38)
Οἱ ὧρες, οἱ μέρες καί οἱ νύχτες, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς περνοῦσαν μέσα σ’ ἕνα ἀτελείωτο σκοτάδι. Ἐκεῖνος μέ ὑπομονή κάθεται στήν ἄκρη τοῦ δρόμου μέ τήν παλάμη ἀνοιχτή καί τό χέρι ἁπλωμένο καί παρακαλεῖ τούς περαστικούς νά τόν εὐσπλαχνισθοῦν καί νά τοῦ ρίξουν κάποιο κέρμα γιά νά ἐξασφαλίσει τό καθημερινό ψωμί του. Τά χρόνια ἐκεῖνα ἡ ζωή θἆταν γεμάτη ἀπό τέτοιες σκηνές μέ ἀναπήρους ἀπό ποικίλες παθήσεις. Τό σημερινό σύστημα τῶν ὀργανωμένων κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν δέν ὑπῆρχε τότε.
Αὐτός ὅμως ὁ τυφλός τοῦ εὐαγγελίου φαίνεται ὅτι ἔχει κάποιες ἐκλεπτυσμένες καί διαφορετικές πνευματικές κεραῖες. Ἄς εἶναι τυφλός στά μάτια. Εἶναι ὅμως φωτισμένος στήν ψυχή, ἔχει καθαρό νοῦ καί δέχεται μέ ἀνοιχτή καρδιά τά μηνύματα ἀπό τόν οὐρανό.
Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου στόν τόπο του καί τό ἄκουσμα τῆς παρουσίας τοῦ πλήθους τόν ὁδηγοῦν νά ζητήσει καί νά μάθει τί συμβαίνει γύρω του. Πληροφορεῖται, λοιπόν, ὅτι περνᾶ ἀπό ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπό Ναζαρέτ. Τότε δέ ζήτησε οὔτε ἐξηγήσεις οὔτε ἄλλες πληροφορίες. Ἦταν τυφλός, ἐστερημένος τοῦ φυσικοῦ φωτός. Ἦταν ὅμως στολισμένος μέ μιά ὁλόφωτη ψυχή. Ὁ τυφλός κραυγάζει μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του καί τό ὕψος τῆς φωνῆς του. «Ἰησοῦ υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Ἡ σύντομη αὐτή παρακλητική προσευχή βγαίνει ἀπό τά βάθη τοῦ εἶναί του. Γίνεται μέ ὅλη τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος εἶναι σέ θέση νά τόν βοηθήσει. Δέ ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό οἰκονομική βοήθεια. Ζητᾶ ἔλεος, ζητᾶ χάρη, ζητᾶ θεραπεία καί ἱκετεύει, παρακαλεῖ καί δέεται μέ ταπείνωση καί δημόσια ὁμολογία.
Ὅσοι προχωροῦσαν μπροστά ἀπό τό πλῆθος τόν παρατηροῦν, τόν ἐπιπλήττουν καί προσπαθοῦν νά τοῦ ἐπιβάλουν σιωπή. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπιμένει. Φωνάζει πιό δυνατά καί πιό πειστικά. «υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με.» Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει ὅτι «τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω» (Ἰωαν. στ΄ 37) καί «πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει καί τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται» (Ματθ. ζ΄ διατάσσει νά τόν ὁδηγήσουν κοντά του.
Ἀφοῦ δέ πλησίασε ὁ τυφλός, ὁ Κύριος τόν ἐρωτᾶ: «τί σοι θέλεις ποιήσω;» Τί ζητᾶς νά κάμω σ΄ ἐσένα; Ὁ τυφλός ὑποβάλλει τό αἴτημά του. «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». Χωρίς περιστροφές ζητᾶ ἀπό τόν Κύριο τό φῶς του. Μέ τή λέξη «Κύριος» ὁμολογεῖ τήν πίστη του στή θεότητά του. Μέ τή λέξη «υἱέ Δαυίδ» τόν ἀναγνωρίζει ὡς τό γνήσιο Μεσσία, ὡς τόν ἀπόγονο τοῦ Δαυίδ.
Ὁ Κύριος ἔρχεται τώρα καί ἐπιβραβεύει τήν πίστη καί προβάλλει τήν ὁμολογία τοῦ τυφλοῦ στά μάτια, ἀλλά φωτισμένου πνευματικά. «ἀνάβλεψον» Λάβε τό φῶς σου. «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε. Ἀμέσως ὁ τυφλός ἀπέκτησε φῶς στά μάτια καί ἀκολούθησε τόν Ἰησοῦ Χριστό μέ δοξολογία στό Θεό. Τότε ὅλος ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος τόν εἶδε, δοξολογοῦσε τόν Θεό.
Ἐπειδή κάποιος τυφλός γνώρισε τόν Κύριο καί ἔλαβε φυσικό φῶς, ὁ κόσμος καί ὁ τυφλός μαζί δοξολόγησαν τόν Θεό. Ὅταν, λοιπόν, κάποιος ζεῖ στό σκοτάδι τῆς πλάνης, στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας κάθε εἴδους καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ἐπισκιάσει καί βρεῖ τό δρόμο του, πόσο πρέπει ὅλοι ἐμεῖς νά χαιρόμεθα καί νά δοξολογοῦμε καί νά ὑμνοῦμε τόν Τριαδικό Θεό;
Ελληνορθόδοξη Κοινότητα Απ. Βαρνάβα
blogs.sch.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...