Σαν σήμερα στις 11 Iανουαρίου 1944, έγινε ο μεγάλος βομβαρδισμός του Πειραιά από τους Άγγλους με στόχο το λιμάνι.
Mε αφορμή αυτή την επέτειο δημοσιεύουμε το κατωτέρω κείμενο που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Yδραϊκού Συνδέσμου Πειραιά «Nέα Yδραϊκή Πνοή» τεύχος 93, Oκτώβριος 2009.
Η Ιστορία της Ύδρας είναι γεμάτη από ηρωϊκές σελίδες, σελίδες εθνικής προσφοράς στους αγώνες της Πατρίδας μας.
Μια μικρή και άγνωστη, αλλά για την δική μας υδραϊκή οικογένεια εξαιρετικά σημαντική σελίδα, είναι και η ακόλουθη.
Γύρω στα 1900, ο Δημήτρης και Ανέζω Σαμπαζιώτη έφυγαν από την Ύδρα με το μοναχοπαίδι τους Βασίλη και ήρθαν στον Πειραιά. Εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα «Υδρέϊκα» κοντά στον Άγιο Νικόλαο και ο νεαρός τότε Βασίλης Σαμπαζιώτης έμαθε την τέχνη του υποδηματοποιού. Με τη πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε έναν σημαίνοντα οικοτέχνη (βιοτέχνη) με πολλούς μαστόρους και εργάτες στη δούλεψή του.
Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος τον βρίσκει οικογενειάρχη, παντρεμένο με την Eλένη Ζαρακοβίτου και με 6 στη ζωή παιδιά τον Δημήτρη (πατέρα μου), Αντώνη, Γιώργο, Ματίνα, Κώστα και Άννα.
Όλα στην πορεία της οικογένειας Σαμπαζιώτη άλλαξαν με τον μεγάλο βομβαρδισμό του Λιμανιού του Πειραιά από τους Άγγλους στις 11 Ιανουαρίου του 1944. Τότε που οι δρόμοι είχαν γεμίσει από εκατοντάδες νεκρούς, οι 50 μαθήτριες της Eπαγγελματικής Σχολής τάφηκαν στο καταφύγιο της Ηλεκτρικής, ο καθεδρικός Ναός της Αγίας Τριάδος γκρεμίστηκε, η πόλη γέμισε χαλάσματα και φυσικά ερήμωσε. Ο φόβος νέου βομβαρδισμού, μια και το λιμάνι αποτελούσε στόχο, οδήγησε τους περισσότερους κατοίκους του Πειραιά στην αναζήτηση ασφαλούς προσωρινής διαμονής.
Ο Βασίλης Σαμπαζιώτης με την οικογένειά του, αποφάσισαν να μετοικήσουν για λίγο καιρό στην Κοκκινιά (σημερινή Νίκαια) στο σπίτι συγγενούς τους, ο οποίος διατηρούσε και ταβέρνα λίγα τετράγωνα πιο κάτω από την σημερινή πλατεία Δαβάκη. Η μετακίνηση αυτή έγινε μόνο και μόνο για μεγαλύτερη ασφάλεια, αφού το σπίτι τους ήταν πολύ κοντά στο λιμάνι, χωρίς να φαντάζονται τι επρόκειτο να τους συμβεί σε λίγες μέρες…
Το πρωί της Τετάρτης, 7 Μαρτίου 1944, μετά την συμμετοχή τους στη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων στο κοντινό εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος και αφού είχαν μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων, όλοι μαζί ξένοιαστοι έπαιρναν το πρωινό τους στην αυλή του σπιτιού, όταν κτύπησαν την πόρτα και εμφανίστηκαν Γερμανοί στρατιώτες. Με τη δικαιολογία της αναγνώρισης των στοιχείων συνέλαβαν τους άντρες που ευρίσκοντο εκείνη τη στιγμή στο σπίτι, δηλ. τον παππού μου Βασίλη 63 ετών, τον θείο μου Γιώργο 29 ετών (ο οποίος ήταν και εξαιρετικός ψάλτης) και τον συγγενή τους που τους φιλοξενούσε, μεγάλης ηλικίας και ανάπηρο (μονόχειρα) από προηγούμενους πολέμους. Η αιτία της σύλληψης παραμένει αδιευκρίνιστη. Είτε όμως οι Γερμανοί έκαναν έρευνα στην ευρύτερη γειτονιά, είτε αποκλειστικά και μόνο στο σπίτι από κάποια «καταγγελία», το γεγονός είναι ότι από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε ένας γολγοθάς για τον Βασίλη και το Γιώργο Σαμπαζιώτη. Στην αρχή τούς μετέφεραν στο στρατόπεδο, στο Χαϊδάρι, και από εκεί όλους τους κρατούμενους καθημερινά με τα πόδια, τους οδηγούσαν στο Πασαλιμάνι και στο Δημοτικό Θέατρο όπου έσκαβαν ολημερίς ορύγματα!
Η ταλαιπωρία αυτή κράτησε περίπου δύο μήνες οπότε καί ήρθε η στιγμή να τους μεταφέρουν στη Γερμανία. Στο σημείο αυτό συνέβη ένα συγκινητικό και ανυπέρβλητης μεγαλοσύνης γεγονός. Οι Γερμανοί, επειδή ο παππούς μου Βασίλης Σαμπαζιώτης ήταν προχωρημένης ηλικίας, του επέτρεψαν να φύγει και να μην οδηγηθεί μαζί με τους άλλους αιχμάλωτους στη Γερμανία. Εκείνος όμως απάντησε: «Δεν μπορώ εγώ να ελευθερωθώ και το παιδί μου, ο Γιώργος, να παραμείνει αιχμάλωτος και να φύγει για τη Γερμανία. Θα πάω κι εγώ μαζί του όπου κι αν πάει το παιδί μου!».
Αυτή η πατρική αγάπη όμως έμελε να μην έχει ευτυχή συνέχεια, αφού εκείνη τη στιγμή οι κατακτητές χώρισαν πατέρα και γιο στο μακρινό και χωρίς επιστροφή ταξίδι της αιχμαλωσίας!
Τον Βασίλειο Σαμπαζιώτη τον οδήγησαν μαζί με άλλους πατριώτες κάπου κοντά στο Βερολίνο, όπως γνωρίζουμε από τα δυο γράμματα που μπόρεσε να στείλει στην οικογένειά του και στα οποία εκφράζει την μεγάλη του αγωνία για την τύχη του γιού του Γιώργου, με τον οποίο πλέον δεν βλέπονταν. Ο τραγικός πατέρας, που οδηγήθηκε οικειοθελώς στην αιχμαλωσία στη Γερμανία μόνο και μόνο για να συνοδεύσει το γιό του, τώρα ζητάει να μάθει νέα για τη ζωή του παιδιού του, από την Ελλάδα!
Aπό μαρυρίες μάθαμε πως η ζωή τους ήταν εξαντλητική! Όλη την ημέρα δούλευαν σε καταναγκαστικά έργα και τη νύχτα τελείως νηστικοί βρίσκονταν σε μια διαρκή πορεία αλλάζοντας συνεχώς θέση στρατοπέδευσης. Η ιδιομορφία αυτής της αιχμαλωσίας οφειλόταν στο ότι βρισκόμασταν στο τέλος του πολέμου και τα συμμαχικά στρατεύματα καθημερινά πλησίαζαν στο Βερολίνο. Οι φύλακές τους δεν ήταν δυστυχώς οι απλοί Γερμανοί στρατιώτες αλλά τα σκληροτράχηλα ΕΣ-ΕΣ. Και λέμε δυστυχώς, γιατί, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα του πολέμου, από τους φύλακες - απλούς στρατιώτες ήταν πιο εύκολο να δραπετεύσουν οι κρατούμενοι, ενώ από τους ΕΣ-ΕΣ τα πράγματα, όσο πλησίαζε η ήττα των Γερμανών, χειροτέρευαν σε αγριάδα και αυστηρότητα. Κι αυτό γιατί τους είχε κυριεύσει πανικός και φόβος, συνδυάζοντας το τέλος του πολέμου με το δικό τους τέλος, λόγω της απάνθρωπης διαγωγής που είχαν επιδείξει καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου!
Σύμφωνα με μαρτυρίες των συγκρατουμένων του, ο παππούς μου Βασίλειος Σαμπαζιώτης σε μια από αυτές τις εξαντλητικές νυχτερινές πορείες, δεν άντεξε, έπεσε κάτω και άφησε την τελευταία του πνοή στη Γερμανία.
Αφού τελείωσε ο πόλεμος, στην Ελλάδα έφτασαν συγκρατούμενοι του θείου μου Γιώργου, οι οποίοι με μελανά χρώματα διεκτραγώδησαν την πορεία της αιχμαλωσίας του και το τέλος που βρήκε και αυτός στην μακρινή Γερμανία.
Το πιστοποιητικό τού θανάτου του Γιώργου Σαμπαζιώτη του Βασιλείου, ήρθε με την αναγνώριση από τους συγγενείς τού ρολογιού τσέπης που τους παρέδωσε ο Ερυθρός Σταυρός!
Έτσι γράφτηκε ο επίλογος για δύο αθώους πατριώτες, δύο Yδραίους, οι οποίοι παρέδωσαν το πνεύμα τους δίχως λόγο και αιτία το βωμό της παραφροσύνης του πολέμου.
Η μαρτυρία αυτή, μπορεί να έφερε στους παλαιότερους μνήμες δυσάρεστες αλλά πιστεύω να είναι συμβολή ιστορικής γνώσης για τους νεότερους.
Γιατί «οι λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους δεν έχουν μέλλον».
Y.Γ.: Tο κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό του Yδραϊκού Συνδέσμου Πειραιά «Nέα Yδραϊκή Πνοή», τ. 93, Σεπτ-Oκτ. 2009.
NIKOΣ Δ. ΣAMΠAZIΩTHΣ