Κωνσταντίνου Κόλλια, Διδάκτορος Ιατρικής Σχολής Αθηνών
Η πιο δυσάρεστη και τραγική συνέπεια της κατάθλιψης είναι η αυτοκτονία. Οι σκέψεις για αυτοκτονία ή αυτοκτονικός ιδεασμός δεν αφορούν ένα μικρό ποσοστό των ανθρώπων με κατάθλιψη αλλά την πλειοψηφία τους. Το 80% των ατόμων με κατάθλιψη παρουσιάζουν αυτοκτονικό ιδεασμό.
Το 25% των πασχόντων από κατάθλιψη κάνουν απόπειρα. Το 15% όσων υποφέρουν από τη νόσο καταλήγουν αυτοκτονώντας. Από το σύνολο των αυτοκτονιών, το 65% συνδέονται με συναισθηματικές διαταραχές.
Το 25% των πασχόντων από κατάθλιψη κάνουν απόπειρα. Το 15% όσων υποφέρουν από τη νόσο καταλήγουν αυτοκτονώντας. Από το σύνολο των αυτοκτονιών, το 65% συνδέονται με συναισθηματικές διαταραχές.
Η απόπειρα αυτοκτονίας αποτελεί το έμφραγμα της ψυχιατρικής. Όπως οι ασθενείς με έμφραγμα πρέπει οπωσδήποτε να νοσηλευθούν στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης, έτσι και οι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν αυτοκτονικό ιδεασμό, έχουν απόλυτη ένδειξη για νοσηλεία, δηλαδή πρέπει οπωσδήποτε να νοσηλευθούν. Ο λόγος είναι ότι, αφού κάνουν την απόπειρα δεν σημαίνει πως αν γλιτώσουν ο κίνδυνος πέρασε. Αντίθετα, μπορεί να ξαναπροβούν σε απόπειρα για όσο χρόνο βρίσκονται σε κατάθλιψη. Για να παρέλθει όμως ένα επεισόδιο κατάθλιψης, ακόμη και με τη δράση φαρμακευτικής αγωγής χρειάζεται χρόνο, τουλάχιστον δύο εβδομάδες από την έναρξη χορήγησης κάποιου αντικαταθλιπτικού. Συνεπώς, μέχρι να δώσει αποτέλεσμα η θεραπεία, ο ασθενής είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο να ξανακάνει απόπειρα. Για αυτό πρέπει να βρίσκεται σε ένα περιβάλλον, το οποίο κατά το δυνατόν περιορίζει αυτό τον κίνδυνο και αυτό είναι ένα περιβάλλον νοσηλείας.
Εξάλλου, έχει δειχθεί ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για απόπειρα είναι όταν αρχίσει να πιάνει η θεραπεία και αρχίζουν να κινητοποιούνται οι ασθενείς, δηλαδή στα τέλη της δεύτερης εβδομάδας θεραπείας, γιατί τότε έχουν κάπως βρει δυνάμεις να κινητοποιηθούν, όμως το περιεχόμενο της σκέψης τους δεν έχει αλλάξει ακόμη.
Έτσι μπορούν ένα σχέδιο αυτοκτονίας, το οποίο είχαν σκεφθεί και δε μπορούσαν να το εφαρμόσουν επειδή δεν είχαν κουράγιο, να το πραγματοποιήσουν σε αυτή τη φάση, καθώς μπορούν κάπως καλύτερα να λειτουργήσουν. Επίσης, θέλει πολύ προσοχή μην τυχόν και προβούν σε απόπειρα αμέσως μετά από νοσηλεία, ιδίως αν η αποθεραπεία τους δεν είναι πλήρης και εξακολουθούν να έχουν αυτοκτονικό ιδεασμό.
Κάτι ακόμη, στο οποίο χρειάζεται να δοθεί προσοχή, είναι ότι μόλις το 16% των ανθρώπων, οι οποίοι πάσχουν από βαριά κατάθλιψη, πάει καλά με ψυχοθεραπεία, ενώ με φαρμακευτική αγωγή και ψυχοθεραπεία βοηθείται το 83% και με ηλεκτροσπασμοθεραπεία το 86% . Για αυτό το λόγο δεν πρέπει ένας άνθρωπος με κατάθλιψη, ο οποίος σκέφτεται την αυτοκτονία, να αντιμετωπίζεται μόνο με ψυχοθεραπεία γιατί έχει πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο, αν δε λάβει κάποια βιολογική θεραπεία, να προβεί κάποια στιγμή σε αυτοκτονία.
Επίσης, ποτέ δεν πρέπει ένας συγγενής ή φίλος, στον οποίο ο δικός του άνθρωπος του εκμυστηρεύεται ότι θέλει να αυτοκτονήσει, να παίρνει επιπόλαια την απειλή του, ιδίως αν πάσχει και από κατάθλιψη. Πρέπει οπωσδήποτε να σπεύδει σε ειδικό για βοήθεια και αν ο ψυχίατρος προτείνει φάρμακο, το φάρμακο πρέπει να δίνεται, αν προτείνει νοσηλεία, η οδηγία του πρέπει να ακολουθείται. Δεν πρέπει ο μη ειδικός να σκέφτεται ότι «δεν θέλει να αυτοκτονήσει αλλά το κάνει για να τραβήξει την προσοχή μας ή να μας εκβιάσει» ή «αυτός που θέλει να αυτοκτονήσει το κάνει και δεν το λέει ούτε αφήνει σημειώματα» ή «αφού έκανε την απόπειρα ξέσπασε και τώρα είναι καλύτερα», γιατί όλες αυτές οι σκέψεις είναι λάθος εκτιμήσεις. Ο αυτοκτονικός ιδεασμός είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να καθησυχάζεται κανείς με τέτοιες σκέψεις και θεωρείται μία από τις πιο επείγουσες και επικίνδυνες καταστάσεις στην ιατρική.
Μια άλλη πολύ σοβαρή υπόθεση, η οποία συζητείται σήμερα και στην οποία δίνεται έμφαση από τα μέσα ενημέρωσης, είναι η ευθανασία ή υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Αυτή η επιλογή συζητείται ως λύση από μερικούς για ανθρώπους, οι οποίοι πάσχουν από πολύ σοβαρά νοσήματα, ιδιαίτερα επίπονα ή αναπηρικά, από τα οποία ο άνθρωπος σχεδόν αναπόφευκτα θα καταλήξει, όπως καρκίνο, διάφορες αναπηρικές νευρολογικές παθήσεις κλπ και οι οποίοι δεν επιθυμούν πλέον να ζουν, οπότε ο συγγενής ή κάποιος τρίτος, με τη συγκατάθεση του ασθενούς, προβαίνει σε διακοπή της θεραπείας του ή σε κάποια άλλη ενέργεια, η οποία τερματίζει τη ζωή του. Όπως γίνεται αντιληπτό, το ζήτημα αυτό αποτελεί ένα τεράστιο βιοηθικό πρόβλημα. Γιατί αν και κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει τον πόνο και την ταλαιπωρία των ανθρώπων αυτών και των συγγενών τους, μια ανάλογη πράξη, τεχνικά τουλάχιστον, οδηγεί τον άνθρωπο, που πάσχει σε αυτοχειρία και τον άνθρωπο, που τον υποβοηθάει να τερματίσει τη ζωή του, σε δολοφονία. Από πλευράς ψυχιατρικής, εκείνο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι βαριά ασθενείς, από καταληκτικά ή χρόνια, επίπονα νοσήματα, πολύ συχνά πάσχουν από κατάθλιψη. Στο πλαίσιο λοιπόν της κατάθλιψής τους σκέφτονται πολλές φορές ως λύση την ευθανασία και όχι υπό συνθήκες όπου η κρίση τους λειτουργεί με επάρκεια. Συνεπώς, χρειάζεται να αντιμετωπισθεί η κατάθλιψη ανάλογων ασθενών και όχι να υποβοηθηθούν σε αυτοκτονία. Είναι γνωστό εξάλλου ότι υπάρχουν πολύ βαριά πάσχοντες άνθρωποι, οι οποίοι όχι μόνο δεν επιθυμούν να πεθάνουν αλλά και λειτουργούν, δημιουργούν και ελπίζουν, προσπαθώντας να ζουν όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένα και ποιοτικά.
Η ιατρική αποτελεί μια επιστήμη, η οποία συμβάλλει στην προστασία της ανθρώπινης ζωής και στη βελτίωση της ποιότητάς της και στην περίπτωση ανάλογων περιπτώσεων, βαρέως πασχόντων ατόμων, προς τα εκεί πρέπει να στοχεύει. Γιατί αν θεωρηθεί ότι για μια κατηγορία ασθενών ο θάνατος με ευθανασία είναι η λύση, που θα πρέπει να τοποθετηθεί ο πήχης; Πόσο βαριά πρέπει να πάσχει κάποιος ώστε να ληφθεί απόφαση, με βάση τη θέλησή του, να πεθάνει; Ο άνθρωπος με κατάθλιψη, για παράδειγμα, επιθυμεί να πεθάνει χωρίς να πάσχει από οποιοδήποτε άλλο νόσημα πλην της κατάθλιψής του. Πρέπει αυτόν τον άνθρωπο να τον βοηθήσουμε να πεθάνει επειδή δεν αντέχει τη νόσο του; Σαφώς και όχι.
Ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα, το οποίο αφορά την κατάθλιψη και την αυτοκτονία, είναι το γεγονός ότι στους άνδρες, πολύ συχνά, αντί κατάθλιψης εκδηλώνεται ευερεθιστότητα και αντί αυτοκτονικότητας, ετεροκαταστροφικότητα δηλαδή τάση για καταστροφή ή βλάβη προσώπων ή αντικειμένων του περιβάλλοντος, όχι όμως του εαυτού τους. Έτσι, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, στις οποίες στα δελτία ειδήσεων ακούει κανείς για περιπτώσεις ανδρών, ιδίως ηλικιωμένων, οι οποίοι σκότωσαν τη σύντροφό τους ή τα παιδιά τους και μετά αυτοκτόνησαν αφήνοντας και σημείωμα, επεξηγώντας τους λόγους. Βέβαια, οι λόγοι, τους οποίους αναφέρουν στο σημείωμα, δεν είναι συνήθως αυθεντικοί, δεν περιγράφουν την αλήθεια. Συνήθως, πίσω από τέτοια περιστατικά υπάρχει κατάθλιψη, η οποία δεν αντιμετωπίστηκε και οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα. Αν λοιπόν, ένας μεσήλικας ή ηλικιωμένος άνδρας έχει γίνει εξαιρετικά ευέξαπτος ή γκρινιάρης, δεν πρέπει να αποδίδεται αυτό αποκλειστικά στον «κακό» του χαρακτήρα αλλά ίσως να υποκρύπτει μια κατάθλιψη, η οποία πρέπει να αντιμετωπισθεί.
Κωνσταντίνου Κόλλια
Οικογένεια και Ψυχική Υγεία (εκδόσεις ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ)