Την Ιερά Μνήμη του προστάτου της, Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου Ασκητού, εόρτασε λαμπρά η Ενορία του xωρίου Σάγκα Μαντινείας. Για μία ακόμη φορά το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο της Ενορίας μαζί με τον Ιερέα π. Αναστάσιο Καρρά, είχαν φροντίσει ώστε τα πάντα να ευρίσκονται κατά τάξιν, όπως ακριβώς αρμόζει στον τιμώμενο Άγιο Αντώνιο.
Το εσπέρας της παραμονής της Εορτής και περί ώραν έκτην απογευματινή, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εχοροστάτησε στον Πανηγυρικό Εσπερινό πλαισιωμένος εκ κληρικών της Αρχιερατικής Περιφερείας Κεντρικής Μαντινείας και της Τριπόλεως. Στην ακολουθία του Εσπερινού συμμετείχαν πλήθος ενοριτών και ευλαβών προσκυνητών και αρχόντων της τοπικής αυτοδιοικήσεως, ενώ προσφέρθηκαν Αρτοκλασίες υπέρ υγείας και βοηθείας όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών. Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του αναφέρθηκε στις δυσκολίες από τις οποίες διέρχεται η κοινωνία μας και οι συνάνθρωποι μας, ευχόμενος να μπορέσουμε όλοι να βγούμε πιο δυνατοί από αυτά τα προβλήματα, έχοντας πάντα στο νου μας τον πνευματικό αγώνα και τον βίο του Αγ. Αντωνίου που ευχήθηκε να είναι στήριγμα όλων μας.
Μετά το πέρας της ακολουθίας του Εσπερινού, ο Σεβ. Μητροπολίτης μας ευλόγησε την κοπή της Βασιλόπιτας του Πολιτιστικού Συλλόγου Σάγκα Μαντινείας. Η εκδήλωση έλαβε μέρος στο παλαιό Σχολείο του Χωριού, το οποίο έχει μεταμορφωθεί σε μία πολύ όμορφη αίθουσα πολλαπλών χρήσεων για τους κατοίκους του χωρίου Σάγκα.
Ανήμερα της Εορτής ετελέσθη ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία με πανηγυρικό τόνο και την συμμετοχή πολλών κληρικών και πλήθους ενοριτών και συνεορταστών. Ευχόμεθα ο Άγιος Αντώνιος να είναι προστάτης και βοηθός πάντων ημών.
Μετά το πέρας της ακολουθίας του Εσπερινού, ο Σεβ. Μητροπολίτης μας ευλόγησε την κοπή της Βασιλόπιτας του Πολιτιστικού Συλλόγου Σάγκα Μαντινείας. Η εκδήλωση έλαβε μέρος στο παλαιό Σχολείο του Χωριού, το οποίο έχει μεταμορφωθεί σε μία πολύ όμορφη αίθουσα πολλαπλών χρήσεων για τους κατοίκους του χωρίου Σάγκα.
Ανήμερα της Εορτής ετελέσθη ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία με πανηγυρικό τόνο και την συμμετοχή πολλών κληρικών και πλήθους ενοριτών και συνεορταστών. Ευχόμεθα ο Άγιος Αντώνιος να είναι προστάτης και βοηθός πάντων ημών.
Ο Άγιος Αντώνιος
Ο Μέγας Αντώνιος εγεννήθη περί το 251 μ.Χ. στην πόλη Κομά της Άνω Αιγύπτου, κοντά στη Μέμφιδα, από γονείς ευλαβείς και εύπορους. Έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.) μέχρι και την εποχή του ευσεβούς αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και των τέκνων αυτού. Από την παιδική του ηλικία ήταν ολιγαρκής και αυτάρκης. Σε νεαρή ηλικία, περίπου 20 ετών, έχασε τους γονείς του. Έξι μήνες μετά την κοίμηση των γονέων του, άκουσε στην εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή του πλουσίου νεανίσκου, στην οποία αναφέρεται ότι ο Χριστός είπε στον πλούσιο νέο: «πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς».
Τόσο μεγάλη εντύπωση προξένησε η Ευαγγελική αυτή προτροπή στην ψυχή του Αντωνίου, ώστε αμέσως εμοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, κρατώντας τα απολύτως αναγκαία για την συντήρηση αυτού και της μικρής του αδελφής, την οποία εφρόντισε να παραδώσει σε νέες που είχαν αφιερωθεί στη χριστιανική αρετή, βέβαιος ότι κοντά τους θα είναι πάντα ασφαλής. Από τότε ο Άγιος Αντώνιος άρχισε να ζει ασκητικό βίο, εργαζόμενος αδιάκοπα και υποβαλλόμενος σε αυστηρή νηστεία, για να κατανικήσει τους πειρασμούς της σάρκας, αγρυπνώντας ολόκληρη τη νύχτα και τρώγοντας ελάχιστα.
Στη συνέχεια απήλθε σε τόπο έρημο και μακρινό όπου η τροφή του ήταν ελάχιστη. Εκεί υπερνίκησε, με τη χάρη του Θεού, νέους πειρασμούς. Αργότερα πήγε κοντά στα ερείπια ενός φρουρίου και κατοίκησε σε σπήλαιο χωρίς να δέχεται κανέναν επισκέπτη παρά μόνο έναν γνωστό του, ο οποίος του έφερνε κάθε έξι μήνες ψωμί για ολόκληρο το εξάμηνο. Νύχτα και ημέρα έκανε ασκητικούς αγώνες με τους οποίους ενέκρωσε τα σκιρτήματα των παθών, έφτασε στο βαθμό της απαθείας, υπερβαίνοντας τα όρια της ανθρώπινης φύσης.
Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια ασκήσεως και αφού έφθασε σε ύψη πνευματικής τελειώσεως, άρχισε να δέχεται επισκέπτες προς όφελος πνευματικό. Τότε άρχισαν να συρρέουν περί αυτόν πολλοί που εθαύμαζαν τον ασκητικό του βίο και ελάμβαναν πνευματική καθοδήγηση. Μαρτυρείται ότι ενώ ο Άγιος ευρίσκετο ακόμα στην ζωή, έβλεπε τις ψυχές των ανθρώπων που εξέρχονταν από το σώμα τους, καθώς και τους αγγέλους ή τους δαίμονες που τις συνόδευαν αναλόγως της πνευματικής καταστάσεως εκάστου. Το γεγονός αυτό είναι πολύ θαυμαστό, αφού μια τέτοια δυνατότητα είναι γνώρισμα μόνο νοερής και ασώματης φύσεως. Το έτος 311 μ.Χ., κατά τον διωγμό του αυτοκράτορα Μαξιμίνου (307-313 μ.Χ.), κατήλθε στην Αλεξάνδρεια για να ενθαρρύνει και να βοηθήσει τους πιστούς, τους Ομολογητές και τους Μάρτυρες. Όταν έπαυσε ο διωγμός, ο Όσιος επανήλθε στην έρημο, αλλά επειδή αισθανόταν ενοχλημένος από την παρουσία πολλών προσκυνητών που έρχονταν να τον συναντήσουν, έφυγε από εκεί και ήλθε σε τόπο έρημο, ο οποίος βρισκόταν σε ψηλό βουνό κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Και εκεί όμως άρχισαν να προσέρχονται πολλοί για να λάβουν την ευλογία του, να διδαχθούν και να θεραπευθούν. Θεράπευε δε τους ασθενείς «ου προστάζων, αλλά ευχόμενος και τον Χριστόν ονομάζων».
Οι ενάρετες πράξεις του έγιναν γνωστές και έφεραν πλήθος μιμητών, ώστε η έρημος μεταμορφώθηκε σε «πόλη». Σ αυτήν την «πόλη» ο Μέγας Αντώνιος ήταν ο νομοθέτης και ιδρυτής του μοναχικού βίου. Στην έρημο εγνώρισαν τον Άγιο Αντώνιο δύο άλλοι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο Μέγας Βασίλειος και ο Μέγας Αθανάσιος. Ο Μέγας Αθανάσιος μάλιστα συνέγραψε τον βίο του. Η φήμη του Οσίου Αντωνίου έφθασε μέχρι τους βασιλείς, τόσο, ώστε ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι υιοί του, Κωνστάντιος και Κώνστας, έγραφαν σε αυτόν ωσάν να ήταν πατέρας τους και τον παρακαλούσαν να τους απαντήσει.
Κατά την διάρκεια του ασκητικού του βίου ποτέ δεν άλλαξε ένδυμα και ποτέ δεν ένιψε το σώμα ή τα πόδια του με νερό. Ο Όσιος, αν και αγράμματος στην ανθρώπινη σοφία, ήταν σοφός κατά Θεόν. Δίδασκε τους μαθητές του να μην θεωρούν τίποτε ανώτερο από την αγάπη του Χριστού και να μη νομίζουν ότι, επειδή απέχουν από τα κοσμικά αγαθά, στερούνται κάτι αξιόλογο. Δεν πρέπει, έλεγε, να λησμονάμε ότι ο ανθρώπινος βίος είναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος προς το μέλλοντα αιώνα. Για αυτό δεν πρέπει να κοπιάζουμε για την απόκτηση πρόσκαιρων αγαθών, τα οποία δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, αλλά για την απόκτηση αιωνίων αγαθών, δηλαδή της φρονήσεως, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης, της ανδρείας, της συνέσεως, της αγάπης.
Ο Μέγας Αντώνιος, αφού έζησε εκατόν πέντε έτη, εκοιμήθη εν Κυρίω το 356 μ.Χ. Αν και, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από τις τελευταίες επιθυμίες του Οσίου Αντωνίου ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που μόναζαν κοντά του, έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), μετεκομίσθη στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μετεφέρθη στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Μέγας Αντώνιος εγεννήθη περί το 251 μ.Χ. στην πόλη Κομά της Άνω Αιγύπτου, κοντά στη Μέμφιδα, από γονείς ευλαβείς και εύπορους. Έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.) μέχρι και την εποχή του ευσεβούς αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και των τέκνων αυτού. Από την παιδική του ηλικία ήταν ολιγαρκής και αυτάρκης. Σε νεαρή ηλικία, περίπου 20 ετών, έχασε τους γονείς του. Έξι μήνες μετά την κοίμηση των γονέων του, άκουσε στην εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή του πλουσίου νεανίσκου, στην οποία αναφέρεται ότι ο Χριστός είπε στον πλούσιο νέο: «πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς».
Τόσο μεγάλη εντύπωση προξένησε η Ευαγγελική αυτή προτροπή στην ψυχή του Αντωνίου, ώστε αμέσως εμοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, κρατώντας τα απολύτως αναγκαία για την συντήρηση αυτού και της μικρής του αδελφής, την οποία εφρόντισε να παραδώσει σε νέες που είχαν αφιερωθεί στη χριστιανική αρετή, βέβαιος ότι κοντά τους θα είναι πάντα ασφαλής. Από τότε ο Άγιος Αντώνιος άρχισε να ζει ασκητικό βίο, εργαζόμενος αδιάκοπα και υποβαλλόμενος σε αυστηρή νηστεία, για να κατανικήσει τους πειρασμούς της σάρκας, αγρυπνώντας ολόκληρη τη νύχτα και τρώγοντας ελάχιστα.
Στη συνέχεια απήλθε σε τόπο έρημο και μακρινό όπου η τροφή του ήταν ελάχιστη. Εκεί υπερνίκησε, με τη χάρη του Θεού, νέους πειρασμούς. Αργότερα πήγε κοντά στα ερείπια ενός φρουρίου και κατοίκησε σε σπήλαιο χωρίς να δέχεται κανέναν επισκέπτη παρά μόνο έναν γνωστό του, ο οποίος του έφερνε κάθε έξι μήνες ψωμί για ολόκληρο το εξάμηνο. Νύχτα και ημέρα έκανε ασκητικούς αγώνες με τους οποίους ενέκρωσε τα σκιρτήματα των παθών, έφτασε στο βαθμό της απαθείας, υπερβαίνοντας τα όρια της ανθρώπινης φύσης.
Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια ασκήσεως και αφού έφθασε σε ύψη πνευματικής τελειώσεως, άρχισε να δέχεται επισκέπτες προς όφελος πνευματικό. Τότε άρχισαν να συρρέουν περί αυτόν πολλοί που εθαύμαζαν τον ασκητικό του βίο και ελάμβαναν πνευματική καθοδήγηση. Μαρτυρείται ότι ενώ ο Άγιος ευρίσκετο ακόμα στην ζωή, έβλεπε τις ψυχές των ανθρώπων που εξέρχονταν από το σώμα τους, καθώς και τους αγγέλους ή τους δαίμονες που τις συνόδευαν αναλόγως της πνευματικής καταστάσεως εκάστου. Το γεγονός αυτό είναι πολύ θαυμαστό, αφού μια τέτοια δυνατότητα είναι γνώρισμα μόνο νοερής και ασώματης φύσεως. Το έτος 311 μ.Χ., κατά τον διωγμό του αυτοκράτορα Μαξιμίνου (307-313 μ.Χ.), κατήλθε στην Αλεξάνδρεια για να ενθαρρύνει και να βοηθήσει τους πιστούς, τους Ομολογητές και τους Μάρτυρες. Όταν έπαυσε ο διωγμός, ο Όσιος επανήλθε στην έρημο, αλλά επειδή αισθανόταν ενοχλημένος από την παρουσία πολλών προσκυνητών που έρχονταν να τον συναντήσουν, έφυγε από εκεί και ήλθε σε τόπο έρημο, ο οποίος βρισκόταν σε ψηλό βουνό κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Και εκεί όμως άρχισαν να προσέρχονται πολλοί για να λάβουν την ευλογία του, να διδαχθούν και να θεραπευθούν. Θεράπευε δε τους ασθενείς «ου προστάζων, αλλά ευχόμενος και τον Χριστόν ονομάζων».
Οι ενάρετες πράξεις του έγιναν γνωστές και έφεραν πλήθος μιμητών, ώστε η έρημος μεταμορφώθηκε σε «πόλη». Σ αυτήν την «πόλη» ο Μέγας Αντώνιος ήταν ο νομοθέτης και ιδρυτής του μοναχικού βίου. Στην έρημο εγνώρισαν τον Άγιο Αντώνιο δύο άλλοι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο Μέγας Βασίλειος και ο Μέγας Αθανάσιος. Ο Μέγας Αθανάσιος μάλιστα συνέγραψε τον βίο του. Η φήμη του Οσίου Αντωνίου έφθασε μέχρι τους βασιλείς, τόσο, ώστε ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι υιοί του, Κωνστάντιος και Κώνστας, έγραφαν σε αυτόν ωσάν να ήταν πατέρας τους και τον παρακαλούσαν να τους απαντήσει.
Κατά την διάρκεια του ασκητικού του βίου ποτέ δεν άλλαξε ένδυμα και ποτέ δεν ένιψε το σώμα ή τα πόδια του με νερό. Ο Όσιος, αν και αγράμματος στην ανθρώπινη σοφία, ήταν σοφός κατά Θεόν. Δίδασκε τους μαθητές του να μην θεωρούν τίποτε ανώτερο από την αγάπη του Χριστού και να μη νομίζουν ότι, επειδή απέχουν από τα κοσμικά αγαθά, στερούνται κάτι αξιόλογο. Δεν πρέπει, έλεγε, να λησμονάμε ότι ο ανθρώπινος βίος είναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος προς το μέλλοντα αιώνα. Για αυτό δεν πρέπει να κοπιάζουμε για την απόκτηση πρόσκαιρων αγαθών, τα οποία δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, αλλά για την απόκτηση αιωνίων αγαθών, δηλαδή της φρονήσεως, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης, της ανδρείας, της συνέσεως, της αγάπης.
Ο Μέγας Αντώνιος, αφού έζησε εκατόν πέντε έτη, εκοιμήθη εν Κυρίω το 356 μ.Χ. Αν και, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από τις τελευταίες επιθυμίες του Οσίου Αντωνίου ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που μόναζαν κοντά του, έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), μετεκομίσθη στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μετεφέρθη στην Κωνσταντινούπολη.