Στοιχείο-κλειδί για τη δημιουργία της μοναστικής περιουσίας των Μετεώρων αποτέλεσε η κατάληψη ως τρόπος απόκτησης ιδιοκτησίας, όπως καταδεικνύουν στοιχεία μελέτης που αφορούν τη μοναστηριακή περιουσία των Μετεώρων, από την εμφάνιση του οργανωμένου μοναχικού βίου και των πρώτων κοινοβίων (περίπου μέσα
του 14ου αιώνα) μέχρι την Τουρκοκρατία.
Όπως αναφέρει η Μαρία Τατάγια, δρ. Νομικής, η οποία παρουσίασε τα συγκεκριμένα στοιχεία στο 8ο Συμπόσιο Τρικαλινών Σπουδών, κατά αυτόν τον τρόπο και ταυτόχρονα με την οργάνωση των πρώτων συστηματικών κοινοτήτων των Μετεώρων έχουμε και τα πρώτα νομικά έγγραφα, τα οποία αποτυπώνουν ρητές αναφορές στη μοναστηριακή ιδιοκτησία.
Και αυτό είναι απολύτως φυσικό, επισημαίνει η ερευνήτρια, καθώς με τη συγκέντρωση πολλών ατόμων υπό την ίδια στέγη δημιουργούνταν αντίστοιχες υλικές ανάγκες, οι οποίες έπρεπε αφενός να καλυφθούν με οικονομικό σχεδιασμό - και μάλιστα τις περισσότερες φορές όχι μόνον υποτυπωδώς- και αφετέρου να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του ισχύοντος δικαίου για να οριοθετηθούν οι έννομες σχέσεις που απέρρεαν από αυτές.
Μελετώντας τα έγγραφα της υπό εξέτασης περιόδου, αναφέρει η Μαρία Τατάγια, διαπιστώνουμε ότι η κατάληψη διαδραμάτισε, ως τρόπος απόκτησης ιδιοκτησίας, σοβαρό ρόλο στη δημιουργία της μοναστικής περιουσίας των Μετεώρων. Για τον τρόπο κτήσεως ιδιοκτησίας υπάρχουν αναφορές και στα αγιολογικά κείμενα, τα οποία επίσης παρέχουν ενδείξεις για τις ιδιοκτησιακές σχέσεις των μετεωριτών μοναχών, παράλληλα με την αποτύπωσή τους σε νομικά έγγραφα.
Έτσι, όπως βλέπουμε στη βιογραφία του Αγίου Αθανασίου του Μετεωρίτη, αλλά και των άλλων ιδρυτών των κελιών και των μονών, σε όλες τις περιπτώσεις οι προτιθέμενοι να εγκατασταθούν στα Μετέωρα, κατόπιν αναζητήσεως ή κατόπιν υποδείξεως και με επιτόπια εξέταση καταλαμβάνουν τόπο κατάλληλο, όπου οικοδομούν το ασκητικό τους καταφύγιο.
Ο βιογράφος μάς πληροφορεί, χωρίς νομικές λεπτομέρειες, ότι η τοποθεσία είναι αλσώδης και ακολουθεί, όπως είναι φυσικό, το ξεχέρσωμα της γης, η τακτοποίηση της διαμονής, η κατασκευή σε πρώτη φάση του ναού και στη συνέχεια των κελιών των μοναχών και των λοιπών μοναστηριακών κτισμάτων, τα οποία πολλές φορές οικοδομούνται "εξ οικείων πόνων και ιδρωτών και εξόδων".
Στις οικοδομικές εργασίες ιδιαίτερη σημασία είχε η ξυλεία των δένδρων η οποία κόπτονταν από τους παρακείμενους λόφους και η επεξεργασία της αποτελεί, όπως είναι προφανές, σημαίνοντα οικονομικό παράγοντα στη σύσταση και εξέλιξη της μοναστηριακής περιουσίας των Μετεώρων. Η συλλογή των καρπών και γενικά τα εκ της γης εκφυόμενα προϊόντα έχουν περαιτέρω ιδιαίτερη σημασία για τη σύσταση και εξέλιξη της μοναστηριακή περιουσίας, σημειώνει η ερευνήτρια. Έτσι, πρώτιστο μέλημα των ιδρυτών ήταν η φύτευση κήπων και αμπελώνων.
Για "κάρπιμα ξύλα", που όπως φαίνεται από τα συμπαρομαρτούντα στοιχεία του κειμένου, υποδηλώνουν απόκτηση περιουσίας δι' αυτού του τρόπου, γίνεται λόγος στη διαθήκη του ιερομόναχου Νεοφύτου, κτήτορα των μονών Παντοκράτορα και Αγίου Δημητρίου, τις οποίες με αυτή κληροδοτεί στη μονή του Μεγάλου Μετεώρου. Για συκαμιές και καρυδιές κάνει ακόμη λόγο το Γράμμα του μητροπολίτη της Λάρισας Ιωάσαφ, επιβεβαιωτικό της κυριότητας του Μετεώρου σε κάποιο αμπέλι (1401). Συνεπώς, και η καρποκτησία κυριαρχεί στις πηγές μας ως πρωτότυπος τρόπος κτήσεως ιδιοκτησίας στα Μετέωρα, διαπιστώνει η κ. Τατάγια.
Η κατάληψη, συνεχίζει η ερευνήτρια, είναι πρωτογενής τρόπος απόκτησης ιδιοκτησίας. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η εγκατάσταση των ασκητών λαμβάνει χώρα στη δυσπρόσιτη και έρημη περιοχή του Μετεώρου και κατ' εφαρμογή των διατάξεων που περιέχονται στα Βασιλικά, κατά τις οποίες, με την κατάληψη και καλλιέργεια έρημων ή εγκαταλελειμμένων εκτάσεων αποκτάται κατ' αρχήν αμέσως το δικαίωμα κυριότητας επί αυτών. Την κυριότητα αυτή μπορούσε στη συνέχεια ο ασκητής να τη μεταβιβάσει, με διάταξη τελευταίας βουλήσεως προφορικώς ή εγγράφως στη μονή ή "αλλαχού" και προφανώς σε άλλον ασκητή, όπως προκύπτει για παράδειγμα, από τον ορισμό του καίσαρος Αλεξίου Αγγέλου, όπου διαβάζουμε ότι ο αρχιμανδρίτης Μακάριος με διαθηκώο γράμμα του άφησε το κελί της Θεοτόκου μαζί με τα αμπέλια και όλα τα "δίκαια" στον "τιμιώτατον εν μοναχοίς κυρ Αθανάσιον [του Μετεώρου]".
Η κατάληψη είναι εύλογο να μην περιορίζεται μόνον στην έκταση επί της οποίας οικοδομείται το μοναστηριακό συγκρότημα, αλλά επεκτείνεται και στις παρακείμενες εκτάσεις, οι οποίες καλλιεργούνται με σκοπό την αυτάρκεια στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών. Έτσι, ο όσιος Αθανάσιος εξασφάλισε έκταση κοντά στους πρόποδες του βράχου, αναθέτοντας στους μονάχους που τον περιστοίχιζαν βιοποριστικές εργασίες, όπως τη φύτευση και καλλιέργεια αμπελώνων.
Κατά τον ίδιο τρόπο, αναφέρει ως παράδειγμα η Μαρία Τατάγια, όταν οι ιερομόναχοι Νεκτάριος και Θεοφάνης οι Αψαράδες το 1536 κατοίκησαν στη μονή Βαρλαάμ καλλιέργησαν στο παρακείμενο δάσος περιβόλι, το οποίο από φθόνο κατέστρεψαν οι μοναχοί του Μεγάλου Μετεώρου. Η κατάληψη και η καλλιέργεια έρημων εκτάσεων δεν φαίνεται να απαγορεύτηκε τουλάχιστον στη χρονική περίοδο που εξετάζεται. Προκύπτει, όμως, έμμεσα ότι εξαρτήθηκε από την έκδοση γραπτής άδειας. Αυτή ελάμβανε τη μορφή Σιγιλλίου του επισκόπου των Σταγών, δεδομένης της εξαρτήσεως από την επισκοπή αυτή, όπως φαίνεται από το Γράμμα του Σταγών Ξενοφώντος με το οποίο παραχωρείται γη πλησίον της Δοΰπιανης στους ασκούμενους στο σπήλαιο του ιερομόναχου Γρηγορίου, επί του βράχου του Στύλου, καταλήγει η κ. Τατάγια.
Ο τρόπος αυτός απόκτησης ιδιοκτησίας, για τον οποίο γίνεται λόγος και η καλλιέργεια των έρημων εδαφών δεν βρίσκει εφαρμογή μόνον κατά τη φάση της συστάσεως των μοναστηριών, αλλά και στα στάδια που ακολουθούσαν μετά την ίδρυση. Και αυτό, διευκρινίζει, είναι φυσικό καθώς τα μέλη των μοναστικών κοινοτήτων συνεχώς αυξάνονταν και οι ανάγκες πολλαπλασιάζονταν. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, είχαν έντονες διαμάχες οι Μετεωρίτες μεταξύ τους για μύλους και ποτιστικά χωράφια, για τα οποία σύρονταν ακόμη και στους "έξω κριτάς", δηλαδή στα τουρκικά δικαστήρια.
Ωστόσο, αναφέρει ακόμα η Μαρία Τατάγια, έρευνα του υλικού, αρχειακού και φιλολογικού, της εξεταζόμενης περιόδου, που έγινε, δεν μας παρέχει πληροφορίες αρκετές για να θεμελιώσουν απόκτηση περιουσίας από άλλους πρωτότυπους τρόπους.
Πάντως, μπορεί να εξεταστεί η εργασία των μοναχών, η οποία βέβαια είναι αυτονόητη, καθώς ανήκει στα καθήκοντα που απορρέουν από τη μοναχική ομολογία. Ο Αθανάσιος έπλεκε καλάθια τα οποία πωλούσε για να κερδίζει τα προς το ζην. Μάλιστα, αναφέρεται και καταμερισμός της εργασίας.
Η κ. Τατάγια επισημαίνει πως στην πράξη οι ιδρυτές μοναχοί φρόντιζαν να εξασφαλίζουν και να αναγνωρίζουν τα δικαιώματα επί των εκτάσεων αυτών με την έκδοση προσταγμάτων, χρυσόβουλων ή σιγιλλίων, στα οποία εκτός από την αναγνώριση της κυριότητας επί των εκτάσεων αυτών, περιέγραφαν και όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία - μάλιστα και ονομαστικά. Βέβαια, τα επικυρωτικά σιγίλλια και προστάγματα προς τις μονές, τα οποία επιδέξια εισήγαγαν οι προϊστάμενοι των ενδιαφερόμενων μοναστηριών, ήταν αλλεπάλληλα, βεβαίωναν τα δίκαια αυτών επί της περιουσίας, δημιουργούσαν τεκμήριο κυριότητας και, όταν υπήρχαν αμφισβητήσεις, τα προγενέστερα γράμματα αποδείκνυαν τον τρόπο παραγωγής της κυριότητας του επίδικου αντικειμένου.
Πέραν των προαναφερόμενων πρωτότυπων τρόπων, θεμελιώδης παράγοντας συστάσεως της ιδιοκτησίας της Μετεωρίτικης κοινότητας αποτέλεσαν οι δωρεές. Η συνήθεια αυτή εξελίχθηκε στην κύρια πηγή πλουτισμού των μονών σε ακίνητα, αλλά και σε κινητά στοιχεία, ακόμη και ζώα.
Ολες τις δωρεές, οι μονές, όπως και οι μετεωρίτικες, τις δέχονταν ευχαρίστως για λόγους που υπαγορεύονταν πρώτα από την πρακτική, καθώς τα κοινόβια έπρεπε να συντηρηθούν, αλλά και για λόγους τακτικής και διπλωματίας, οι οποίοι τελικά δεν επέτρεψαν την επικράτηση αντιλήψεων -που υποστηρίζονται ωστόσο στα τυπικά- περί αποφυγής της φιλοκτησίας εκ μέρους των μονών.
Αντιθέτως, όλοι τις δέχονται ευχαρίστως. Η δωρεά περιουσιακών στοιχείων και η επαύξηση της μοναστηριακής περιουσίας ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά διαδεδομένη, σύμφωνα με την ερευνήτρια. Όλα τα στρώματα του πληθυσμού ανταγωνίζονταν ως προς τη διάθεση προσφοράς. Έτσι, στις τάξεις των δωρητών αντικατοπτρίζονται όλες οι κοινωνικές διαστρωματώσεις από την κορυφή μέχρι τη βάση.
Όσον αφορά στον τύπο των δωρεών, εκείνες που προέρχονταν από τον αυτοκράτορα ελάμβαναν τη μορφή του χρυσόβουλου λόγου, ενώ εκείνες που προέρχονταν από τους ιδιώτες, περιβάλλονταν τη συνηθισμένη μορφή του δωρητηρίου εγγράφου. Ως δωρεοδόχος αναφέρεται ο ηγούμενος, οι μοναχοί του κοινοβίου ή ακόμη και η μονή, το δε αντικείμενο των δωρεών εμφανίζει ποικιλία. Συνήθως, μεταβίβαζαν την κυριότητα ακινήτων και εκτάσεων γης. Συνηθισμένες είναι επίσης οι δωρεές κινητών πραγμάτων, όπως ιερά λείψανα, σκεύη, βιβλία και εικόνες. Είναι γνωστή η δωρεά της "τιμίας κάρας" του Αγίου Χαραλάμπους και ένα από τα δάκτυλα του τιμίου Προδρόμου από τον ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας Ιωάννη Βλαδισλάου στη μονή του Αγίου Στεφάνου.
Στην περίπτωση που η δωρεά είχε ως αντικείμενο καλλιεργήσιμη έκταση γης η μοναχική αδελφότητα καρπωνόταν και τα εργατικά χέρια, τους ανθρώπους, οι οποίοι προφανώς ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένοι με αυτή και απαραίτητοι για την περαιτέρω εκμετάλλευση της περιουσίας, όπως αναφέρεται στα κείμενα των εγγράφων.
πηγή: ΑΠΕ - ΜΠE / anagrafes