Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»

Νατσιός Δημήτρης, δάσκαλος-Κιλκίς
«Σε κλαίνε χώρες και χωριά
Σε κλαίνε βιλαέτια
Σε κλαίει κι η Ντρομπολιτζά
μαζί με την Αθήνα»
«Εγεννήθηκα εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέραν της Λαμπρής. Η αποστασία της Πελοποννήσου έγινε εις το 1769. Εγεννήθηκα εις ένα βουνό, εις ένα δένδρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμοβούνι». Διαβάζεις αυτά τα δωρικά λόγια και ανασαίνεις τον μoσχοβόλο και λεύτερο αέρα της Κλεφτουριάς. Είναι του αθάνατου ήρωά μας, του Θοδωρή Κολοκοτρώνη. 4 Φεβρουαρίου του 1843ο ένδοξος στρατηγός αφήνει, «εν μέσω γενικών δακρύων», την τελευταία του πνοή. Θρηνούν και μοιρολογούν οι Πανέλληνες «μαζί και η Αθήνα», η σύγχρονη Βαβυλώνα. Αυτή η Αθήνα, η πόλη που βροντούσε τότε το σπαθί του Κολοκοτρώνη, μαγαρίζεται τώρα από τους Αγαρηνούς, ποδοπατιέται από τα «ταγκαλάκια» του Iσλάμ, κοπρίζεται από τα γραικυλοκάναλα που σβήνουν την αιματογραμμένη ιστορία μας, ξαναγράφοντάς την με τα αργύρια της προδοσίας….

Παράξενα, παρανοϊκά, πράγματα συμβαίνουν. Θαρρείς πως όλος ο λαός ήπιε το «τρελό νερό» που έλεγε ο Κόντογλου. Η χρόνια ηθική παραλυσία, ο παρασιτικός καταναλωτισμός, η καλπάζουσα θεομαχία και εκκλησιομαχία τον μεταμόρφωσαν, ωσάν τους χοίρους της Κίρκης, σε μαλθακή μάζα που καταπίνει συνεχείς εξευτελισμούς. Ποιος θα το πίστευε; Στην πόλη που αναπαύονται τα κόκκαλα τα αγιασμένα του Οδυσσέα, του γερο- Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη, του μπουρλοτιέρη του Αγώνα, οι απόγονοι των γενοκτόνων μας, του Κιoυτάγια και του Ιμπραΐμη, παρελαύνουν προκλητικά, κορδωμένοι, εκβιάζοντας τα «κωλόπανα της φατρίας» (Μακρυγιάννης), τους νάνους και τους αρλεκίνους που δήθεν κυβερνούν. Βγαίνει και η ιστοριογραφική τσαραλατανιά, τα αργυρώνητα τσιράκια του νεοοθωμανισμού, και επαναφέρουν το ρεπούσειο κουρελούργημα: Η Τουρκοκρατία ήταν ευλογία για το Γένος. Οι παπάδες φταίνε για όλα…

Στο βιβλίο οι πανηγυρικοί της Ακαδημίας για την επέτειο του ’21, που επιμελήθηκε ο αείμνηστος Πέτρος Χάρης, διαβάζουμε στον λόγο που εκφώνησε στις 24 Μαρτίου του 1967, ο σπουδαίος καθηγητής Σπ. Μαρινάτος, μετάφραση της άδειας ταφής χριστιανού που έδιναν οι Τούρκοι. Το παραθέτω: «Συ ο παπάς, του οποίου το μεν ένδυμα είναι μαύρο ως πίσσα, το δε πρόσωπο ως το του σατανά, συ ο ιερεύς των μιαρών, ου ο έλκων την καταγωγήν από τον άπιστον Ιησούν, διατάσσεσαι: Τον εις τον έθνος σου ανήκοντα άπιστον Γρηγόριον, ο οποίος εψόφησε σήμερον, αν και την μεν ψυχήν του παρέδωκεν εις τον σατανά, το δε βρωμερόν πτώμα του δεν το δέχεται το χώμα, έξω και μακράν της πόλεως ανοίξατε λάκκο και διά λακτισμάτων ρίψατε αυτόν, εντός τούτου» (σελ. 774). Αυτά έλεγαν οι ακαδημαϊκοί, πριν ενσκήψει η «προοδευτική λαίλαπα». Χαρά που το ‘χουν τα βουνά/ που βλέπουν διάκους με σπαθιά/ παπάδες με ντουφέκια» τραγουδούσαν οι ηρωικοί ραγιάδες, γιατί αυτά έβλεπαν. Δεν διάβαζαν τα «έγκυρα» αρχεία της Τουρκιάς…

7 Οκτωβρίου 1838 ο στρατηγός Θ. Κολοκοτρώνης, παραβίασε, ζωσμένος με τις ασημοκαπνισμένες μπιστόλες του, το άσυλο του μοναδικού τότε Γυμνασίου των Αθηνών. «Ενθουσιασθείς από την παράδοσιν του πεπαιδευμένου Γυμνασιάρχου κ. Γενναδίου συνέλαβεν επιθυμίαν του να ομιλήσει, ει δυνατόν, και ο ίδιος προς τους νέους μαθητάς», γράφει ο Τσερτσέτης. (Τσερτσέτη «Άπαντα» τόμ. Γ΄, σελ. 279, εκδ. «Βαλέτα»). Ο λόγος εκφωνήθηκε την «επιούσαν ημέραν» στην Πνύκα. Ένας λόγος ρατσιστικός, σκοταδιστικός, έμπλεος θρησκοληψίας, όπως θα τον χαρακτήριζε η νεοταξική λίγδα των πανεπιστημιακών εδρών. Μίλησε για την όλο καλοσύνη και ευγένεια συμπεριφορά των Τούρκων έναντι των «Ελληνόφωνων» (όπως τους ονομάζει ο κυρ- Βερέμης). Αντιγράφω. «Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοιαν και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρόν πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι, και τους υπέταξαν. Ύστερα ήλθαν και οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν διά να αλλάξει ο λαός την πίστη του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος τον σταυρόν του έκαμε…». Παρένθεση. Το βιβλίο Γλώσσας Στ΄ Δημοτικού, γ΄ τεύχος, σελίδα 105, φιλοξενεί απόσπασμα του λόγου στην Πνύκα. Το κείμενο λογοκρίθηκε από το σημείο που λέει ο Γέρος του Μοριά «Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι» …. ένας τον σταυρόν του έκαμε».

Πού να ‘ξερε ο καπετάνιος ότι τα τωρινά απολειφάδια θα υπέγραφαν προσκυνοχάρτι – μνημόνια καλής συνεργασίας με τους Μεμέτηδες. Παρακάτω θα πει ο Κολοκοτρώνης, τις θρησκοληψίες του, όπως θα έλεγε η «Μη Κυβερνητική Οργάνωση» που θέλει να μαγαρίσει και να κόψει «σύρριζα» το ιστορικό μας παρελθόν.

«Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος». Συνεχίζει η φωνή της ματοκυλισμένης πατρίδας, λέει των μαθητών: «Η προκοπή σας και η μάθησί σας να μην γίνει σκερπάνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κυττάζη το καλό της Κοινότητας, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας».

Εδώ επαναλαμβάνει ο Γέρος τον παππού Θουκυδίδη, στη Β΄ 60, 3: «Καλός μεν γαρ φερόμενος ανήρ τα καθ’ εαυτόν διαφθειρομένης της πατρίδος ουδέν ήσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχών δε εν ευτυχούσι πολλώ μάλλον διασώζεται». Μεταφράζει ο Ελ. Βενιζέλος – την εποχή του οι πρωθυπουργοί μελετούσαν τον Θουκυδίδη, τώρα «επιδίδονται» σε κουμπαριές και ζεμπεκιές- «διότι ο άνθρωπος που ευδοκιμεί εις τας ιδιωτικάς του υποθέσεις, εάν η πατρίς του καταστραφεί χάνεται κι αυτός μαζί της, ενώ είναι πολύ πιθανόν ότι θα σωθεί, εάν κακοτυχεί μεν ο ίδιος, η πατρίς του όμως ευτυχεί». Ας το ξέρουν αυτό οι σημερινοί χρυσοκάνθαροι με το κλεφτοκατσικάδικο ήθος. Ήλθε ο Ιμπραΐμης, η συμφορά του Μοριά, «κιντύευε η πατρίς». Ήταν η μοναδική φορά που φοβήθηκε ο Γέρος. Όχι από τους Τουρκοαιγύπτιους. Αλλά από το προσκύνημα, την τότε «ελληνοτουρκική φιλία». «Εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνον διά την πατρίδα μου, όχι άλλη φορά, ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη όπου ήλθε με τριάντα χιλιάδες στράτευμα εκλεκτό, ούτε τότε. Μόνο εις το προσκύνημα εφοβήθηκα». Τότε βροντοφώναξε ο στρατηγός το «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Το έκαμε και σώθηκε η Πατρίς. Και σήμερα φόβος, όχι τόσο για τα χιλιάδες παράνομα «στρατεύματα» του Ισλάμ που πολιορκούν την Αθήνα, αλλά για τους προσκυνημένους που «έπιασαν όλα τα πόστα». Ο αρχιστράτηγος του Μοριά, από τα βάθη της ιστορίας, βροντοφωνάζει για να ακούσει το Γένος: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Έτσι σώζονται οι πατρίδες.

Αιωνία η μνήμη….

aktines.blogspot.com
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...