Του Κώστα ΠαπαδημητρίουΗ κατανυκτική αγάπη του λαού μας, ιδιαίτερα προς την Παναγία, η λατρεία και η αφοσίωση του Έλληνα προς την Θεοτόκο, είναι ανάλογη προς την άπειρη στοργή που ξεχειλίζει από τα μάτια Εκείνης προς όλον τον κόσμο. Και δεν χρειάζονται υψηλονόητοι και βαθυστόχαστοι θρησκευτικοί στοχασμοί για να νιώση κάποιος τη θαλπωρή της ματιάς Της, όταν σε κοιτάζη. Το γονάτισμα του απλοϊκού προσκυνητή μπροστά
στην εικόνα Της είναι η πιο γνήσια μεταφυσική διάσταση της ψυχής του.
Αυτό το γονάτισμα και η αφοσίωση του ελληνικού λαού στην εικόνα της Παναγίας είναι φαινόμενο που πάει πέρα από την θρησκευτική πίστη, πέρα από το δόγμα. Η Παναγία σκλαβώνει με το βλέμμα Της και τους άπιστους ακόμα. Μια ματιά ρίχνει, υψώνει το χέρι Της, σαν για να σ' ευλογήση και νιώθεις μέσα σου την παρουσία του Θεού. Αισθάνεσαι ένα ψυχικό τίναγμα, μια μυστική συγκίνηση που σε πλημμυρίζει με ανείπωτη χάρη. Σε κοιτάζει από την εικόνα Της η Μεγαλόχαρη και η ματιά Της σε γεμίζει καρτερία, ελπίδα και στοργή.
Την εικόνα και τη ματιά της Παναγίας ύμνησαν οι λογοτέχνες. Και όχι μόνον οι αληθινοί πιστοί, αυτοί που έμειναν άγγιχτοι από τις επιστημονικές αμφιβολίες του υλισμού, μα και εκείνοι οι κομματιασμένοι από αμφιβολίες και αντιφάσεις. Ανάμεσα στους δεύτερους και αυτός ο μεγάλος ελληνολάτρης ποιητής Κωστής Παλαμάς, αυτός ο διχασμένος, ο εγκεφαλικός, που, όπως τον κατηγόρησαν, του έλειπε η λυρική αίσθηση της μεταφυσικής. Κι όμως ο Παλαμάς βυθιζόταν ολοένα και πιο πολύ μέσα στα άδυτα της ψυχής του και προσπαθούσε να συλλάβη κάποια κρυφά μιλήματα που έβγαιναν από μέσα του.
Ο ίδιος παραδέχεται τον δυαδισμό του σε ελληνολάτρη και χριστιανό. Αποκαλυπτικός είναι στο ποίημά του «Απόκριση» στην «Ασάλευτη ζωή» (κεφ. ΣΤ` «Άπαντα» τομ. 10 σελ. 451). Εκεί εξηγεί την όλη πνευματική του πορεία που σημαδεύτηκε από μια διαρκή και επίπονη πάλη ανάμεσα στο νου και στην καρδιά του. Γράφει: «Ο ποιητής μου είναι, η πιο σωστά φαίνεται, να είναι Ελληνολάτρης, μα η λατρεία του πιο πολύ του νου θρησκεία αποτέλεσμα και σημάδι μιας μόρφωσης. Η καημένη του καρδιά του λέει κάτι άλλο: ....Του λέει η συνείδησή του πως δεν είναι άδολη εθνική, πως ίσα με την ευωδιά του ρόδου τον μεθά και το λιβάνι, πως μαζί με την Παρθένα την Αθηνά, που συχνά πυκνά έρχεται στην άκρη του κοντυλιού του, η Παναγία η Αθηνιώτισσα του παρουσιάζεται και την τραγουδά πιο γκαρδιακά και ειλικρινέστερα....» Το ίδιο εννοεί και στη «Φοινικιά», σε αυτό το αριστουργηματικό ποίημα της «Ασάλευτης ζωής»..
«...Ήρθε και κλείστη μέσα μου, ποιός να το πιστέψει, μια κολασμένη και μια θεία, η Σκέψη, η Σκέψη...»
Και αυτός, λοιπόν, ο δύσπιστος και κριματισμένος άνθρωπος-ποιητής γυρεύει τακτικά και εναγώνια την λυτρωτική σκέψη. Σε πολλές στιγμές, σε ώρες συνειδησιακής κρίσης, εκφράζει τη γνήσια μεταφυσική διάσταση της ψυχής του, ατενίζει τον ουρανό και δέεται με πόνο ψυχής. Στα «Κασσιανικά» του ποιήματα, όπως τα αποκαλεί ο ίδιος, αποκαλύπτει παραστατικά το σπαραγμό της ψυχής του, το παράδερμά του από την κλίση του προς την αμαρτία και αυτοτιμωρούμενος σκαλίζει τα τραύματα του ηθικού του κόσμου. Τότε είναι που βλέπει αόρατο ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του να τον ευλογή:
« Κι απάνω απ' το κεφάλι μου αόρατο ένα χέρι
κάποιο μεγάλο χέρι μ' ευλογούσε...» ( «Εκατό φωνές»)
Εύγλωττα εξομολογητικοί είναι και οι στίχοι του σε μια μύχια προσευχή του προς την Παναγία στο ποίημά του «Μυστική παράκληση», που είναι μια δραματική, καθαρά θρησκευτική έκφραση της ψυχής του. Να μερικοί στίχοι του:
«Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τη γύμνια μου
δε φτάνει να σκεπάσει
............................
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα εσένα πίστεψα
και λάτρεψα μονάχα εσένα,
κι ως τώρα μέσ' στα αιματοστάλαχτα
μιας οργισμένης δύσης
Δέσποινα, στήριξέ με εσύ
και μη μ' αφήσεις.....
Η Παναγία για τον Παλαμά είναι στήριγμα, καταφυγή και παρηγοριά. Η γλυκειά και ταπεινή μορφή της είναι γι' αυτόν λιμάνι εξαγνισμού, πρόσωπο ιερό, που εμπνέει ελπίδα και ανακούφιση στον μικρό και τον αδύνατο. Συνεχίζει στην «Μυστική Προσευχή» του:
«....Α! δείξου στο μικρό και στον ανήμπορο
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς
και φτάσε καθώς φτάνεις στους αμαρτωλούς
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους σκλάβους
η Αγία Ελεούσα......»
Πόσο εξομολογητικός και πόσο δραματικά ενδοσκοπούμενος δείχνεται και στη θερμή ικεσία του στην Παναγία στο ποίημά του «Ήθελα», που περιλαμβάνεται στη μεταθανάτια συλλογή του, που την εξέδωσε ο γιος του Λέανδρος με τίτλο: «Βραδινή φωτιά»:
«...Και τα γόνατά της ν' αγκαλιάσω
και τα χέρια της να γλυκοσκεπαστώ
και να της ξομολογηθώ και να της ξεσκεπάσω
ο,τι μέσα μου κρύβεται κλειστό
ο,τι ντρέπομαι να πω κι ο,τι φοβάμαι,
κάποιες άκαρπες, άθλιες αμαρτίες,
ο,τι σκληρό με τυραννά κι ο,τι θέλω να' μαι
τις άγριες κυνηγήτρες μου Ερινύες...»
Κατανυκτικός ύμνος στην Παναγία είναι και οι παρακάτω στίχοι του όπου εξυμνεί τη στοργική και ελπιδοφόρα ματιά της. Κοιτάζει από την εικόνα της η Μεγαλόχαρη την παρέλαση του ανθρώπινου πόνου και η ματιά της μεταδίδει καρτερία και ελπίδα:
«Η σκέπη και του ανθρώπου εσύ, τ' αγγέλου εσύ και η δόξα,
με τη χαρά σου χαίρεται, χαριτωμένη η κτίση!
Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη,
κάτω από σε και οι ανέλπιδοι κι όλος ο κόσμος ίσοι!
Μπρος στην εικόνα σου γυρτός ο κόσμος με το στόμα
τρεμουλιαστό, κρεμάμενο μόνο απ' τόνομά σου
κι από τη σκέψη σου, Κυρά, κι από τ'ανάβλεμμά σου,
μ' ένα τροπάρι μυστικό, με μια πνιχτή μουρμούρα
δυό απέραντα μονόλογα: Χαίρε Χαριτωμένη!...»
Αλλά και στη «Φλογέρα του Βασιλιά» ζωγραφίζει ζωντανά την πιο αγνή και αυθεντική μορφή της και την επίδρασή της στους προσκυνητές:
«Μοναχική, ξαρμάτωτη κι απάνω εδώ αραγμένη
μακριάθε, ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιγμένη μέσα
σ' ένα φακιόλι κόκκινο, σ' ένα μαντό γεράνιο
χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο
μ' ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της,
μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα
σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη,
μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σα να βρίσκεται όλο
σε ψήλωμα που ξετυλιέται, αγάλια, αγάλια, θάμα.
Μόνο άπλωνε τα χέρια της κι όσοι μπροστά της πέφταν
και κάτω από το χέρι της γονατιστοί λυγίζαν,
μόνο η ματιά της κοίταζε κάτω απ' τη ματιά της
μάρμαρα ανθρώπων και θεοί ραγίζανε και λιώναν...»
Και σε πολλά άλλα σημεία του ογκωδεστάτου έργου του ο Παλαμάς, όταν βρίσκεται μπροστά στην αγία μορφή της μεγάλης Κυράς, εγκαταλείπει τις αμφιβολίες του. Η μορφή της του γαληνεύει την ψυχή και οι στίχοι του στάζουν κατάνυξη και τρυφερότητα.
στην εικόνα Της είναι η πιο γνήσια μεταφυσική διάσταση της ψυχής του.
Αυτό το γονάτισμα και η αφοσίωση του ελληνικού λαού στην εικόνα της Παναγίας είναι φαινόμενο που πάει πέρα από την θρησκευτική πίστη, πέρα από το δόγμα. Η Παναγία σκλαβώνει με το βλέμμα Της και τους άπιστους ακόμα. Μια ματιά ρίχνει, υψώνει το χέρι Της, σαν για να σ' ευλογήση και νιώθεις μέσα σου την παρουσία του Θεού. Αισθάνεσαι ένα ψυχικό τίναγμα, μια μυστική συγκίνηση που σε πλημμυρίζει με ανείπωτη χάρη. Σε κοιτάζει από την εικόνα Της η Μεγαλόχαρη και η ματιά Της σε γεμίζει καρτερία, ελπίδα και στοργή.
Την εικόνα και τη ματιά της Παναγίας ύμνησαν οι λογοτέχνες. Και όχι μόνον οι αληθινοί πιστοί, αυτοί που έμειναν άγγιχτοι από τις επιστημονικές αμφιβολίες του υλισμού, μα και εκείνοι οι κομματιασμένοι από αμφιβολίες και αντιφάσεις. Ανάμεσα στους δεύτερους και αυτός ο μεγάλος ελληνολάτρης ποιητής Κωστής Παλαμάς, αυτός ο διχασμένος, ο εγκεφαλικός, που, όπως τον κατηγόρησαν, του έλειπε η λυρική αίσθηση της μεταφυσικής. Κι όμως ο Παλαμάς βυθιζόταν ολοένα και πιο πολύ μέσα στα άδυτα της ψυχής του και προσπαθούσε να συλλάβη κάποια κρυφά μιλήματα που έβγαιναν από μέσα του.
Ο ίδιος παραδέχεται τον δυαδισμό του σε ελληνολάτρη και χριστιανό. Αποκαλυπτικός είναι στο ποίημά του «Απόκριση» στην «Ασάλευτη ζωή» (κεφ. ΣΤ` «Άπαντα» τομ. 10 σελ. 451). Εκεί εξηγεί την όλη πνευματική του πορεία που σημαδεύτηκε από μια διαρκή και επίπονη πάλη ανάμεσα στο νου και στην καρδιά του. Γράφει: «Ο ποιητής μου είναι, η πιο σωστά φαίνεται, να είναι Ελληνολάτρης, μα η λατρεία του πιο πολύ του νου θρησκεία αποτέλεσμα και σημάδι μιας μόρφωσης. Η καημένη του καρδιά του λέει κάτι άλλο: ....Του λέει η συνείδησή του πως δεν είναι άδολη εθνική, πως ίσα με την ευωδιά του ρόδου τον μεθά και το λιβάνι, πως μαζί με την Παρθένα την Αθηνά, που συχνά πυκνά έρχεται στην άκρη του κοντυλιού του, η Παναγία η Αθηνιώτισσα του παρουσιάζεται και την τραγουδά πιο γκαρδιακά και ειλικρινέστερα....» Το ίδιο εννοεί και στη «Φοινικιά», σε αυτό το αριστουργηματικό ποίημα της «Ασάλευτης ζωής»..
«...Ήρθε και κλείστη μέσα μου, ποιός να το πιστέψει, μια κολασμένη και μια θεία, η Σκέψη, η Σκέψη...»
Και αυτός, λοιπόν, ο δύσπιστος και κριματισμένος άνθρωπος-ποιητής γυρεύει τακτικά και εναγώνια την λυτρωτική σκέψη. Σε πολλές στιγμές, σε ώρες συνειδησιακής κρίσης, εκφράζει τη γνήσια μεταφυσική διάσταση της ψυχής του, ατενίζει τον ουρανό και δέεται με πόνο ψυχής. Στα «Κασσιανικά» του ποιήματα, όπως τα αποκαλεί ο ίδιος, αποκαλύπτει παραστατικά το σπαραγμό της ψυχής του, το παράδερμά του από την κλίση του προς την αμαρτία και αυτοτιμωρούμενος σκαλίζει τα τραύματα του ηθικού του κόσμου. Τότε είναι που βλέπει αόρατο ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του να τον ευλογή:
« Κι απάνω απ' το κεφάλι μου αόρατο ένα χέρι
κάποιο μεγάλο χέρι μ' ευλογούσε...» ( «Εκατό φωνές»)
Εύγλωττα εξομολογητικοί είναι και οι στίχοι του σε μια μύχια προσευχή του προς την Παναγία στο ποίημά του «Μυστική παράκληση», που είναι μια δραματική, καθαρά θρησκευτική έκφραση της ψυχής του. Να μερικοί στίχοι του:
«Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τη γύμνια μου
δε φτάνει να σκεπάσει
............................
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα εσένα πίστεψα
και λάτρεψα μονάχα εσένα,
κι ως τώρα μέσ' στα αιματοστάλαχτα
μιας οργισμένης δύσης
Δέσποινα, στήριξέ με εσύ
και μη μ' αφήσεις.....
Η Παναγία για τον Παλαμά είναι στήριγμα, καταφυγή και παρηγοριά. Η γλυκειά και ταπεινή μορφή της είναι γι' αυτόν λιμάνι εξαγνισμού, πρόσωπο ιερό, που εμπνέει ελπίδα και ανακούφιση στον μικρό και τον αδύνατο. Συνεχίζει στην «Μυστική Προσευχή» του:
«....Α! δείξου στο μικρό και στον ανήμπορο
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς
και φτάσε καθώς φτάνεις στους αμαρτωλούς
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους σκλάβους
η Αγία Ελεούσα......»
Πόσο εξομολογητικός και πόσο δραματικά ενδοσκοπούμενος δείχνεται και στη θερμή ικεσία του στην Παναγία στο ποίημά του «Ήθελα», που περιλαμβάνεται στη μεταθανάτια συλλογή του, που την εξέδωσε ο γιος του Λέανδρος με τίτλο: «Βραδινή φωτιά»:
«...Και τα γόνατά της ν' αγκαλιάσω
και τα χέρια της να γλυκοσκεπαστώ
και να της ξομολογηθώ και να της ξεσκεπάσω
ο,τι μέσα μου κρύβεται κλειστό
ο,τι ντρέπομαι να πω κι ο,τι φοβάμαι,
κάποιες άκαρπες, άθλιες αμαρτίες,
ο,τι σκληρό με τυραννά κι ο,τι θέλω να' μαι
τις άγριες κυνηγήτρες μου Ερινύες...»
Κατανυκτικός ύμνος στην Παναγία είναι και οι παρακάτω στίχοι του όπου εξυμνεί τη στοργική και ελπιδοφόρα ματιά της. Κοιτάζει από την εικόνα της η Μεγαλόχαρη την παρέλαση του ανθρώπινου πόνου και η ματιά της μεταδίδει καρτερία και ελπίδα:
«Η σκέπη και του ανθρώπου εσύ, τ' αγγέλου εσύ και η δόξα,
με τη χαρά σου χαίρεται, χαριτωμένη η κτίση!
Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη,
κάτω από σε και οι ανέλπιδοι κι όλος ο κόσμος ίσοι!
Μπρος στην εικόνα σου γυρτός ο κόσμος με το στόμα
τρεμουλιαστό, κρεμάμενο μόνο απ' τόνομά σου
κι από τη σκέψη σου, Κυρά, κι από τ'ανάβλεμμά σου,
μ' ένα τροπάρι μυστικό, με μια πνιχτή μουρμούρα
δυό απέραντα μονόλογα: Χαίρε Χαριτωμένη!...»
Αλλά και στη «Φλογέρα του Βασιλιά» ζωγραφίζει ζωντανά την πιο αγνή και αυθεντική μορφή της και την επίδρασή της στους προσκυνητές:
«Μοναχική, ξαρμάτωτη κι απάνω εδώ αραγμένη
μακριάθε, ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιγμένη μέσα
σ' ένα φακιόλι κόκκινο, σ' ένα μαντό γεράνιο
χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο
μ' ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της,
μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα
σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη,
μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σα να βρίσκεται όλο
σε ψήλωμα που ξετυλιέται, αγάλια, αγάλια, θάμα.
Μόνο άπλωνε τα χέρια της κι όσοι μπροστά της πέφταν
και κάτω από το χέρι της γονατιστοί λυγίζαν,
μόνο η ματιά της κοίταζε κάτω απ' τη ματιά της
μάρμαρα ανθρώπων και θεοί ραγίζανε και λιώναν...»
Και σε πολλά άλλα σημεία του ογκωδεστάτου έργου του ο Παλαμάς, όταν βρίσκεται μπροστά στην αγία μορφή της μεγάλης Κυράς, εγκαταλείπει τις αμφιβολίες του. Η μορφή της του γαληνεύει την ψυχή και οι στίχοι του στάζουν κατάνυξη και τρυφερότητα.