Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

οστεοφυλάκιο του 17ου αιώνα σε ερείπια Τρίκλητου Βυζαντινού Ναού κοντά στο αρχαίο υδραγωγείο της Χαλλιδούς

Άρθρο του ποιητή και Ιστορικού της Τέχνης Ευάγγελου Ανδρέου Ολοκληρώθηκε μόλις τώρα η πρώτη φάση της ανασκαφής του δαπέδου του ναϊδρίου Αγίου Σάββα Χαλλιδούς(1) στην Παιανία, με την αποκάλυψη σημαντικού ταφικού μνημείου, που ανασκευάζει πολλές από τις αποδελτιωμένες αρχαιολογικές απόψεις γύρω από την ιστορία όχι μόνον των ναϊκών οικοδομημάτων, αλλά και ολόκληρης της περιοχής, η οποία συνδέεται ιστορικά και λαογραφικά με το σύνολο της μεταβυζαντινής και νεώτερης Μεσογαίας Αττικής.

Ο ιστορικός της τέχνης Ευάγγελος Ανδρέου με τον εκκλησιαστικό σύμβουλο του Ναού «Χριστουγέννηση» Παιανίας Γιώργο Σκουλαρίκη μπροστά στους εφαπτόμενους ναούς Αγίου Νικολάου και Αγίου Σάββα (δεξιά πόρτα – κάποτε περιφανής τρίκλιτος ναός και σήμερα αξιόλογο ταφικό μεταβυζαντινό μνημείο.

Το ναϊδριο του Αγίου Σάββα, το οποίο τοπικοί ιστοριοδίφες(2) είχαν περιγράψει ως ένα παράπλευρο συμπληρωματικό κτίσμα του ναϊδρίου του Αγίου Νικολάου Χαλλιδούς, εμφανίζεται πλέον με χειροπιαστά τεκμήρια ως το μεσαίο κλίτος κυρίου τρίκλιτου ναού, που προϋπήρχε του Αγίου Νικολάου και αποτελούσε κεντρικό-ενοριακό των εκεί κατοίκων προ και του 17ου αιώνα.

Η είσοδος του οστεοφυλάκιου 
Στη διάρκεια των χρόνων ο ναός αυτός είχε υποστεί καταστροφές με αποτέλεσμα αφ’ ενός μεν να χαθεί ολοωσδιόλου το νότιο κλίτος του και αφ’ ετέρου να κατεδαφισθεί το τέμπλο και η νοτιοδυτική τοιχοποιϊα. Παρέμεινε μόνον το ιερό με τη κεντρική κόγχη και ο βορινός τοίχος – μεσοτοιχία με το ναό του Αγίου Νικολάου. Σε μεταγενέστερα χρόνια η τοιχοποιϊα καθώς και η στέγη αποκαταστάθηκαν με τρόπο πρόχειρο(3) διότι πλέον ο ναός δεν οφελούσε λειτουργικά λόγω του ότι είχε ήδη αναπτυχθεί το λατρευτικό-λειτουργικό ενδιαφέρον προς το παράπλευρο ναϊδριο, του Αγίου Νικολάου όπου και τελούνταν τακτικά οι εκκλησιαστικές ακολουθίες μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα(4). Έτσι ο ναός αυτός περιέπεσε σε «δεύτερη μοίρα», είχε δε μετατραπεί σε ένα περίπου καθιστικό των πιστών, οι οποίοι στη γωνιά του είχαν κατασκευάσει και τζάκι !

Εσωτερικό – δυτικό τοίχωμα του οστεοφυλάκιου
Πριν από την καταστροφή του ο ναός του Αγίου Σάββα ήταν αγιογραφημένος(5). Αυτό αποδεικνύεται μέχρι και σήμερα από δυό τοιχογραφικές μαρτυρίες, που διακρίνονται στα διασωθέντα μέρη της κόγχης του ιερού και του βορινού τοίχου. Τόσον οι μαρτυρίες αυτές, όσο και το γεγονός ότι η κόγχη του ιερού είναι ασύγκριτη σε μέγεθος με τις αντίστοιχες μικρές κόγχες των περιφερειακών ναϊδρίων της υπαίθρου, δεν εκίνησε αρκούντως την περιέργεια των ερευνητών ώστε να εκτιμηθεί επακριβώς η ιστορικότητα και η κεντρική λειτουργική θέση του παραμελημένου αυτού ναού.

Τώρα η αρχαιολογική σκαπάνη δίδει την καθοριστική βεβαιότητα.

σωτερικό – οροφή του οστεοφυλάκιου

Ο τάφοι του δαπέδου

Το δάπεδο του ναού, καλυμένο από πέτρινη λιθόστρωση, ανασκάφηκε σχεδόν σε όλη την έκτασή του. Αποκαλύφθηκαν τάφοι (τρείς μικρών παιδιών) και ένα ευρύχωρο οστεοφυλάκιο στη νοτιοδυτική επιφάνειά του. Ο τύπος του οστεοφυλάκιου είναι θαλαμοειδής, με ορθογώνιο σχήμα θαλάμου, κτιστός με πελεκητή πέτρα και επίπεδες κεραμίδες. Φέρει στενή τοξοειδή κατωφερική είσοδο και κτιστή, με προσθήκη κεραμίδων, κοίλη σκεπή. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως κεραμοσκεπής. Εντυπωσιάζει ο τύπος των επίπεδων κεραμίδων, που χρησιμοποιούνταν για επένδυση των τοιχωμάτων στους τάφους της κλασικής αρχαιοελληνικής περιόδου. Το πάτωμα του οστεοφυλάκιου είναι έδαφος (χώμα) χωρίς κάποια επίστρωση.

Βρέθηκαν οστά σε στρωματική διάταξη, από το έδαφος έως την οροφή και αξιόλογα συνοδευτικά σκεύη (ιστορική συνέχεια της αρχαίας κτέρισης), φιαλίδια μύρου από μόλυβδο, κοσμήματα, κυρίως δακτυλίδια, κ.λ.π. Αξιοσημείωτο είναι το εύρημα πόρπης (αγκράφα) που παραπέμπει σε ζώνη κληρικού ή μοναχού.

Η σωζόμενη από τα βυζαντινά χρόνια κεντρική κόγχη του ιερού του Αγ. Σάββα

Το ιστορικό

Α. Είναι γνωστό το γεγονός της ταφής μέσα στους ναούς, αλλά όχι σύνηθες αφού υπήρχαν τα κοιμητήρια. Και βέβαια το γεγονός αυτό δεν απαντά μόνον στην ορθόδοξη ταφική παράδοση.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ταφής των λειψάνων, κρανίου και άλλλων οστών, του Κοπέρνικου στο δάπεδο του ρωμαιοκαθολικού καθεδρικού ναού του Φρόμπορκ, στην Πολωνία.

Από μιάν ενεδεικτική ματιά σε παρόμοιες περιπτώσεις, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι στο δάπεδο των ναών γίνονταν ταφές κυρίως επιφανών προσώπων, εκκλησιαστικών λειτουργών, ηρωϊκών λαϊκών, κ.λ.π.(6) Για παράδειγμα: Στο καθολικό της Μονής Αγίου Ανδρέα Περιστεράς τοποθετείται ο τάφος του ιδρυτή της Αγίου Ευθυμίου(7). Κάτω από το δάπεδο του κοιμητηριακού ναού του Φωτοδότη (Μεταμόρφωσης του Σωτήρα) της Μονής Παναχράντου στην Άνδρο υπάρχει μυστική κρύπτη-παλαιό οστεοφυλάκιο με οστά μοναχών, από το 17ο αιώνα. Κάτω από το δάπεδο του ναού της Παναγίας της Κρεμαστής στην Κέρκυρα υπάρχει από τον 18ο αι. ο τάφος των ευγενών Νικολάου και Μιχαήλ Τουρλινών(8). Στο νότιο κλίτος του Αγίου Αχιλλείου Πρεσπών υπάρχουν τάφοι, που οι κάτοχοί τους «θα πρέπει να ήταν σημαντικές προσωπικότητες»(9). Κάτω από το δάπεδο του καθολικού ναού της Ευαγγελίστριας στην Κέρκυρα τάφηκαν οι καθολικοί νεκροί της ναυμαχίας της Ναυπάκτου. Το ίδιο και στο ναό Αγίου Αθανασίου, της Εγνατίας οδού στη Θεσσαλονίκη, όπου βασίμως εικάζεται η ταφή ηρωϊκών νεκρών της Τουρκοκρατίας(10).

Αρχαιολογικά ευρήματα, εμφανή οικοδομικά υλικά, χρηστικά υλικά, όπως μυλόπετρες, υπολείμματα οικιστικών ερειπίων, και ιστορικά στοιχεία(11) θεμελιώνουν ισχυρά την άποψη ότι τα ναϊδρια Αγίου Σάββα και Αγίου Νικολάου ευρίσκονταν στην περιφέρεια του παλαιού οικισμού της Χαλλιδούς, όπου υπήρξε αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια από τα κλασικά χρόνια, στη βυζαντινή περίοδο, στη φραγκοκρατία και στην τουρκοκρατία.

Άρα τα λείψανα του οστεοφυλάκιου προέρχονται από τοπικό κοιμητήριο και ανήκουν σε επιφανή πρόσωπα του οικισμού – εύπορους γεωκαλλιεργητές ή κτηνοτρόφους, κληρικούς, κ.λ.π.

Β. Η τοπική παράδοση, όπως αυτή καταγράφηκε(12) κάνει λόγο για το ότι στον οικισμό αυτό «ο Τούρκος χάλασε τις εκκλησιές και τα σπίτια τους κι έκαψε τις ελιές τους. Μόνο λίγες από κείνες απόμειναν ως τώρα, γύρω στα χαλάσματα. Όμως μετά το ρημαγμό, μερικοί ξαναγύρισαν...». Η περιγραφή αυτή συμπίπτει απόλυτα με τα δραματικά (ενετοτουρκικά) γεγονότα του 1688 στην Αθήνα και κατ’ επέκταση στην Αττική, όπου το ξέσπασμα της τουρκικής βίας και καταστροφής εξανάγκασε τους κατοίκους στην εγκατάλειψη των εστιών τους και στη φυγή τους είτε προς την Κούλουρη, την Αίγινα, τα Επτάνησα και την Αργοναυπλία, είτε προς άλλη τοποθεσία της περιοχής τους, πιό ασφαλή. Και την περίοδο αυτή, οι κάτοικοι της Χαλλιδούς, μαζί με τους κατοίκους των παρακείμενων παλαιών οικισμών των τσιφλικιών Κόκλα και Καρελλά, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους αφήνοντας τον οικισμό σε πλήρη ερήμωση. Μετακινήθηκαν στους πρόποδες του Υμηττού, στη συμβολή των λόφων Καμάρθι και Βουή, όπου είχαν τη δυνατότητα εποπτείας της τρομοκρατούμενης από τους τούρκους περιοχής, αλλά και γρήγορης διαφυγής προς το βουνό σε περίπτωση ανάγκης. Εκεί έφτιαξαν το νέο χωριό τους, το Λιόπεσι (Παιανία) και εκεί οικοδόμησαν (1690-1715) τον καινούργιο ναό τους, τον Άγιο Γιάννη το Χρυσόστομο, κι αυτόν ψηλά, επάνω στο λόφο Καμάρθι.

Άρα, τα λείψανα του οστεοφυλακίου (και των αποκαλυφθέντων τάφων, όπου και τάφοι μικρών παιδιών) ανήκουν σε κάτοικους σφαγιασθέντες κατά τη διάρκεια της προαναφερόμενης δραματικής περιόδου.

Γ. Η περίπτωση ταφής μοναχών και συνεπώς η κατοχή του οστεοφυλακίου να ανήκε σε μονή μάλλον πρέπει να αποκλεισθεί αφού στα κτερίσματα βρέθηκαν κοσμήματα και βρέθηκαν οστά μικρών παιδιών. Άλλωστε δεν προέκυψε ποτέ και από πουθενά ύπαρξη μονής στην περιοχή.

Απομένει μιά ακόμα εκδοχή: Να ενταφιάζονταν στο ναό απλοί κάτοικοι, χωριανοί, χωρίς απαραίτητα να έχουν κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ή εκκλησιαστική θέση. Παραδείγματα τέτοιων τάφων υπάρχουν σε πολλές περιοχές. Ας αναφερθεί ο Ναός του Αγίου Ιωάννη Δαφνών, στο Ηράκλειο Κρήτης, που ανασκάφηκε πρόσφατα (2002) ή ο ναός του Αγίου Τρύφωνα, στις Σκούπες της Άρτας, με τη «γκλαβανή» (καταπακτή) όπου έριχναν τα οστά των νεκρών ύστερα από την εκταφή τους.

Σε κάθε πεπίπτωση αναμένονται τα αποτελέσματα της μελέτης των ευρημάτων, που θα φωτίσει πολλά σημεία της τοπικής αττικής ιστορίας και παράδοσης.-


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



(1) Αρχαιολογική περιοχή όπου εντοπίσθηκε αρχαίο υδραγωγείο. Μέχρι τα μέσα του 20ου αι. πευκόφυτη. Οικισμός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Διασώζονται ερείπια μεταβυζαντινού ναού των Αγίων Θεοδώρων. Βρίσκεται βόρεια του αρχαίου Δήμου Σφηττού, όπου αργότερα το εγκαταλελειμμένο (περ. 1700) χωριό Φιλιάτι (και –η), στο Κορωπί.

(2) Γεώργιος Δ. Χατζησωτηρίου «Ιστορία της Παιανίας και των ανατολικά του Υμηττού περιοχών – 1205-1973», Πρόλογος Σπύρου Μαρκεζίνη, Αθήνα 1973

Κώστας Ν. Πρίφτης «Απ’ το Λιόπεσι του 19ου αιώνα: η Εκκλησία», τόμος «Παιανιακά Μελετήματα», Συμβολή, Παιανία 1987

(3) Σε πρόσφατα χρόνια είχε κτισθεί με στιμεντόλιθους και σοβατιστεί το τέμπλο, όπου τοποθετήθηκαν οι εικόνες – προσφορά του τοπικού αγιογράφου και εκκλησιαστικού συμβούλου του Ναού «Χριστουγέννηση» Παιανίας, Δημήτρη Πετράκη.

(4)Από τα τέλη 17ου-αρχές 18ου αι. ο εκκλησιαστικός βίος των κατοίκων επικεντρώθηκε στο νεόδμητο τότε ναό του Αγίου Ιωάννη Χρυσόστομου (Καμάρθι). Σήμερα αξιόλογο αγιογραφικό μνημείο της σχολής Γεωργίου Μάρκου του Αργείου.

(5) Αγιογράφηση παλαιότερων του 18ου αι. χρόνων, αγνώστου ζωγράφου.

(6) Βλ. Ταφικά έθιμα/ Εργαστήριο Γεωφυσικής - Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης & Αρχαιοπεριβάλλοντος του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών (Ίδρυμα Τεχνολογίας & Έρευνας) http://www.ims.forth.gr/joint_projects/e-mem/burial_customs-gr.htm.

(7) Ν. Κ. Μουτσόπουλος «Μελέτη συντηρήσεως και αποκαταστάσεως του καθολικού της Μονής Αγίου Ανδρέα Περιστεράς» ("30 χρόνια μετά το σεισμό της Θεσσαλονίκης: Μνήμες και προοπτική", Μάϊος 2008. Εκδήλωση ΑΠΘ)

Μαυροπούλου Τσιούμη Χ. (σε συνεργασία με Κουντουρά Α. ) « Ο ναός του Αγίου Ανδρέα στην Περιστερά: Παλαιοχριστιανικό κτίσμα κατασκευασμένο στον 9ο αιώνα», 1981
(8) Ι. Γ. Τυπάλδος-Λασκαράτος και Λ. Γιαλοψός, «Εραλδικά μνημεία των Κερκυραϊκών εκκλησιών Παναγίας της Κρεμαστής και Santa Maria της Τενέδου», Δελτίον Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρείας της Ελλάδος, 1 (1979), σελ. 82-83.

(9) Περιγραφή Ε.Ο.Τ.

(10) «Και ο χριστιανικός πληθυσμός κατατρομοκρατημένος κατέφυγε στους ναούς, αυτούς τους ταπεινούς της Τουρκοκρατίας, αφού οι περίλαμπροι βυζαντινοί είχαν μετατραπεί σε τζαμιά ευθύς μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430. Στον Άγιο Αθανάσιο, στην Εγνατία οδό, όπου μόλις είχαν τελειώσει οι επισκευές του, είχον καταφύγει εκατοντάδες Ρωμηοί, οι περισσότεροι των οποίων είτε εσφάγησαν είτε πέθαναν από ασφυξία στις σαράντα μέρες του εγκλεισμού τους εκεί. Προ εικοσαετίας εγένοντο εργασίες στο δάπεδο του ναού και ευρέθησαν εκατοντάδες οστών. Να ήταν άρα γε εκείνων των δυστυχισμένων Θεσσαλονικέων;». Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης, «Στην Θεσσαλονίκη: 1821 και 1822», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2008. Σελ. 10-11.

(11) Οπ. ανωτ. (2)

(12) Οπ. ανωτ. (2)

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...