«'Εάν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν ἀφήσει καί ὑμῖν, ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος».
πρός τούς ἀδελφούς μας· καί σήμερα τόν παρακολουθοῦμε νά ἐξαρτᾶ καί πάλι τή σωτηρία μας ἀπό τούς ἀδελφούς μας.
«'Εάν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν ἀφήσει καί ὑμῖν, ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος».
Αὐτή τή φορά ὁ Χριστός θέτει ὡς προϋπόθεση τῆς συγχωρήσεως τῶν παραπτωμάτων μας ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ τή συγχώρηση ἀπό μέρους μας τῶν παραπτωμάτων τῶν ἀδελφῶν μας.
Καί ἐπειδή σωτηρία δέν νοεῖται χωρίς τή συγχώρηση, ἐφόσον κανείς δέν εἶναι ἀναμάρτητος, ἔστω καί ἐάν ζήσει μία μόνο ἡμέρα ἐπάνω στή γῆ, ἡ συγχώρηση τοῦ Θεoῦ, ἄρα καί ἡ συγχώρηση τῶν παραπτωμάτων τῶν ἀδελφῶν μας, εἶναι ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη σέ ὅλους μας.
Ἡ ἀμοιβαιότητα τῆς συγχωρήσεως προϋποθέτει τήν ἀμοιβαιότητα τῆς ἀγάπης, γιά τήν ὁποία μᾶς μίλησε ὁ Χριστός τήν προηγούμενη Κυριακή.
Συγχωρῶ τόν ἀδελφό μου σημαίνει μπαίνω στή θέση του, ἀντιλαμβάνομαι τούς λόγους οἱ ὁποῖοι τόν ἔκαναν νά μέ λυπήσει, τόν ἔκαναν νά μέ ἀδικήσει, νά μέ προσβάλλει, νά μέ κατακρίνει, νά μέ συκοφαντήσει.
Συγχωρῶ τόν ἀδελφό μου σημαίνει ὅτι ἀντιλαμβάνομαι τή δική του ἀδυναμία ὡς δική μου, καί ἔχω τήν ταπείνωση νά ἀναγνωρίσω ὅτι τό δικό του σφάλμα θά μποροῦσε νά εἶναι καί δικό μου σφάλμα, θά μποροῦσε νά ἤμουν ἐγώ αὐτός πού θά ἔπρεπε νά ζητήσει συγγνώμη καί ἀπό τόν ἀδελφό, ἀλλά πολύ περισσότερο ἀπό τόν Θεό, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὅλοι εἴμαστε ὀφειλέται.
Συγχωρῶ τόν ἀδελφό μου σημαίνει τακτοποιῶ τίς ὑποθέσεις πού τυχόν ἔχω μαζί του, παραμερίζοντας τή λύπη ἤ τήν πικρία πού δημιουργοῦν οἱ τριβές ἤ τά προβλήματα τῆς καθημερινότητος, ὥστε νά μπορῶ νά προσέλθω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά ἐκζητήσω τή συγχώρηση τῶν δικῶν μου ἁμαρτημάτων. Διότι, ἀδελφοί μου, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἤ ἄλλος δρόμος γιά νά προσεγγίσουμε τόν Θεό ἀπό τόν δρόμο τῆς συγχωρήσεως τοῦ ἀδελφοῦ μας. Ὅ,τι καί ἐάν προσφέρουμε στόν Θεό δέν γίνεται δεκτό, ἐάν δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο πού ἔχει διευθετήσει τίς σχέσεις του μέ τούς ἀδελφούς του. Ὁ Θεός δέν δέχεται οὔτε τήν προσευχή μας, οὔτε τή λατρεία μας, οὔτε τά δῶρα μας, ἐάν δέν προέρχονται ἀπό μία ψυχή πού βιώνει τήν καταλλαγή μέ τόν πλησίον της.
«Ἦρθες στόν ναό γιά νά προσφέρεις τό δῶρο σου», λέγει ὁ Θεός, «καί θυμήθηκες ὅτι ἔχεις κάτι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου; Ἄφησε τό δῶρο καί πήγαινε συμφιλιώσου μέ τόν ἀδελφό σου, καί ὕστερα ἔλα καί πάλι γιά νά προσφέρεις τό δῶρο σου στόν Θεό»· γιατί «δέν πρέπει», ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ Θεός, «νά δύει ὁ ἥλιος καί σύ νά εἶσαι ὀργισμένος μέ τόν ἀδελφό σου».
Συγχώρηση ὅμως, ἀδελφοί μου, σημαίνει καί κάτι ἀκόμη: σημαίνει νά μήν περιμένουμε τόν ἀδελφό μας νά ἔρθει καί νά μᾶς ζητήσει συγγνώμη γιά κάτι πού μᾶς ἔκανε, ἀλλά νά εἴμαστε ἐμεῖς ἐκεῖνοι πού τόν πλησιάζουμε καί θά τοῦ δίνουμε τή συγγνώμη μας ἤ ἀκόμη καί θά ζητήσουμε τή δική του ἀναλαμβάνοντας ἐμεῖς τήν εὐθύνη γιά τό δικό του παράπτωμα. Αὐτό, ἄλλωστε, δέν ἔκανε καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Ἐμεῖς εἴμασταν ἁμαρτωλοί, ἐμεῖς εἴμασταν φταῖχτες καί ἀποστάτες ἀπό τήν ἀγάπη του, καί ὅμως Ἐκεῖνος ἦρθε νά ζητήσει συγγνώμη γιά μᾶς. Ἐκεῖνος ἦρθε καί ἔπαθε καί σταυρώθηκε γιά χάρη μας, ἀναλαμβάνοντας ὅλο τό βαρύ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας καί μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τό πλῆθος τους.
Ἀδελφοί μου, αὐτός ὁ Χριστός, πρός τό πάθος τοῦ ὁποίου θά ἀρχίσουμε νά πορευόμεθα ἀπό ἀπόψε τό βράδυ, εἰσερχόμενοι στήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ ὁποία εἶναι περίοδος πνευματικοῦ ἀγῶνος καί προετοιμασίας γιά νά ζήσουμε τό πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μᾶς καλεῖ νά προσφέρουμε τή συγχώρηση στόν ἀδελφό μας, γιά νά γίνουμε ἄξιοι τῆς δικῆς του συγγνώμης πού θά μᾶς ἐξασφαλίσει τή σωτηρία.
Γι᾽ αὐτό καί ἄς ἀρχίσουμε ἀπό ἀπόψε, ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς συγχωρήσεως, πού τελεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ἔτσι ὥστε ἐφαρμόζοντας τήν εὐαγγελική ἐπιταγή νά εἰσέλθουμε ἀποδεσμευμένοι ἀπό τά βαρίδια στόν στίβο τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος καί νά ἀρχίσουμε χαρούμενοι «τόν φαιδρόν τῆς νηστείας ἀγῶνα» πού θά μᾶς ὁδηγήσει στήν λαμπροφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καί στήν προσωπική μας σωτηρία.