Ό άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1745 στήν Δημητσάνα. Οί γονείς του, Ιωάννης Αγγελόπουλος και Ασημίνα, ήσαν πτωχοί. Στο άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Γεωργός, έμαθε τά πρώτα του γράμματα από τον θείο του ιερομόναχο Μελέτιο και κατόπιν έφυγε και εγκαταστάθηκε μαζί του στήν Σμύρνη. Έκάρη μοναχός σε μονή στήν νήσο των Στροφάδων και ολοκλήρωσε τήν θεολογική μόρφωση του στήν Πατμιάδα Σχολή. Επιστρέφοντας στήν Σμύρνη, ο μητροπολίτης Προκόπιος, ο όποιος έτρεφε γιά τον Γρηγόριο πατρική αγάπη, τον χειροτόνησε άρχιδιάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο και οταν ανήλθε στον οικουμενικό θρόνο (1788) τον χειροτόνησε διάδοχο του στήν Μητρόπολη Σμύρνης.
Επί δώδεκα έτη, ο όσιος ιεράρχης διακυβέρνησε μέ σύνεση και αποστολικό ζήλο την μεγάλη και πλούσια πόλη τής Σμύρνης, μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού. Αναστήλωσε διάφορους ναούς, ίδρυσε σχολεία και διοργάνωσε σύστημα προνοίας για τους πτωχούς και δεινοπαθούντες. το 1797, εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης. Πάραυτα ανέλαβε να ανυψώσει την τιμή του Πατριαρχείου, αναστηλώνοντας το πατριαρχικό μέγαρο στο Φανάρι. “Ιδρυσε επίσης τυπογραφείο πού εξέδιδε βιβλία στήν δημοτική γλώσσα, τα όποΤα συνέβαλαν τά μέγιστα, στήν πολιτιστική και πνευματική αφύπνιση του ελληνικού λαού. ο άγιος ιεράρχης επαγρυπνούσε για τήν πιστή τήρηση των εκκλησιαστικών Κανόνων και για τήν ηθική ακεραιότητα του κλήρου. Τήν εποχή εκείνη των μεγάλων ζυμώσεων, όταν οι Έλληνες, μετά από σχεδόν τέσσερεις αιώνες υποδούλωσης στους Τούρκους, είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν τήν εξέγερση τους, ο πατριάρχης, έχοντας πλήρη συνείδηση τής ποιμαντικής του ευθύνης, προσπαθούσε νά μετριάσει τα οξύθυμα πνεύματα, στερεώνοντας κρυφίως το εθνικό φρόνημα.
Μετά μόλις ενάμιση χρόνο, τον κατήγγειλαν στον σουλτάνο κάποιοι επίσκοποι, τους οποίους είχε τιμωρήσει γιά τήν διαγωγή τους, και εξορίστηκε στήν Χαλκηδόνα και κατόπιν στήν Μονή Ιβήρων στο “Αγιον Όρος. Κατά τήν διάρκεια τής εξορίας του στον “Αθω, ο άγιος ιεράρχης επισκέφθηκε όλες τις μονές, κήρυττε τον λόγο του Θεού και ήταν γιά όλους υπόδειγμα μοναχικής βιοτής. Έδωσε τήν ευλογία του στον άγιο Ευθύμιο νά ομολογήσει τον Χριστό διά του μαρτυρίου κα’ι εξέφρασε χαρά κα’ι καύχηση μαθαίνοντας το μαρτύριο του αγίου Αγαθαγγέλου, καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι θεωρουσε τον θάνατο γιά τήν αγάπη του Χρίστου ώς τον υπέρτατο στόχο και τήν κορωνίδα τής χριστιανικής ζωής.
Ανακλήθηκε στο Πατριαρχείο το 1806• έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους χριστιανούς τής Πόλης και ανέλαβε έκ νέου το εργο τής διαποίμανσης και τής ανόρθωσης του εκκλησιαστικού ήθους. το 1808, ομως, Ινα πραξικόπημα έφερε στήν εξουσία τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, οπότε ο Γρηγόριος υποχρεώθηκε νά παραιτηθεί και νά άποσυρθεΤ στήν Πρίγκιπο και μετά έκ νέου στο “Αγιον Όρος• εκεί εξακολούθησε νά μελετά τους αγίους Πατέρες, συνέχισε τους ασκητικούς αγώνες και ενημερωνόταν αδιάκοπα για τήν κατάσταση τής Εκκλησίας και του λαού.
Τό 1818, τον πλησίασαν μέλη τής Φιλικής Εταιρείας, πού προετοίμαζαν τήν Επανάσταση προσπαθώντας νά συγκεντρώσουν και νά συντονίσουν τις διάσπαρτες δυνάμεις του Ελληνισμού. ο Γρηγόριος με ενθουσιασμό υποστήριξε τήν υπόθεση τής ελευθερίας, αλλά κρίνοντας ότι ο καιρός δεν ήταν ακόμη ώριμος, τους συμβούλευσε νά κάνουν υπομονή. Λίγο αργότερα, ανακλήθηκε γιά τρίτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο και δραστηριοποιήθηκε έκ νέου, ενθαρρύνοντας τήν ίδρυση σχολείων όπου τά παιδιά μπορούσαν νά λάβουν ελληνική παιδεία. Διοργάνωσε επίσης ενα φιλόπτωχο ταμείο, το οποίο μέ χρήματα πλουσίων Ελλήνων βοηθουσε τους δεινοπαθούντες χριστιανούς.
Όταν ξέσπασε, πλήρως απροετοίμαστη, ή εξέγερση των Ελλήνων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (10η Φεβρουαρίου 1821), ακολούθησαν αμέσως φρικτά και αιματηρά αντίποινα στήν Κωνσταντινούπολη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις τής Όθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έσφαξαν όλους τους Έλληνες προύχοντες πού είχαν δεσμούς με τις ηγεμονίες και συνέλαβαν τέσσερεις επισκόπους. ο σουλτάνος διέταξε νά συγκεντρωθούν στο Φανάρι Ολες οι διαπρεπείς ελληνικές οικογένειες τής Πόλης και ο πατριάρχης, γιά νά αποφευχθεί ή σφαγή, εγγυήθηκε στήν Υψηλή Πύλη τήν αφοσίωση τους. Ή εγγύηση αυτή δεν ικανοποίησε τον σουλτάνο, ο όποιος υποχρέωσε τον άγιο Γρηγόριο νά υπογράψει τον αφορισμό του πρωτεργάτη τής εξέγερσης Αλέξανδρου Υψηλάντη και των συντρόφων του.
Στις 31 Μαρτίου, μαθεύτηκε ή γενική εξέγερση στήν Πελοπόννησο, και τρεις μέρες αργότερα, τήν Μεγάλη Δευτέρα, αποκεφαλίστηκε ο Μέγας Διερμηνέας Κωνσταντίνος Μουρούζης, πού εκπροσωπούσε τήν ελληνική κοινότητα στήν Υψηλή Πύλη, μαζι μέ άλλους επιφανείς Έλληνες. Προβλέποντας ποια θά ήταν ή μοίρα του και αρνούμενος τις προτάσεις πού του έκαναν νά διαφύγει γιά νά σωθεί, ο πατριάρχης έλεγε: «Πώς νά εγκαταλείψω το ποίμνιο μου; Είμαι πατριάρχης γιά νά σώσω τον λαό μου και όχι γιά νά τον παραδώσω στά ξίφη των γενίτσαρων. ο θάνατος μου θά ωφελήσει περισσότερο από τήν ζωή μου, γιατί θά κάνει τους Έλληνες νά αγωνιστούν μέ τήν απελπισία εκείνη πού συχνά φέρνει τήν νίκη. Όχι, Οχι, δεν θά γίνω περίγελως του κόσμου βάζοντας το στά πόδια, ώστε νά μέ δείχνουν με το δάχτυλο και νά λένε: Νά, ο φονιάς πατριάρχης!»
Τήν Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου, ο άγιος Γρηγόριος τέλεσε με γαλήνη και μεγαλοπρέπεια τήν Αναστάσιμη Λειτουργία, που τήν διέκοπταν μόνον οι λυγμοί του. Στο τέλος της Λειτουργίας, του επιβεβαίωσαν τήν είδηση της επανάστασης στήν Πελοπόννησο. Απάντησε τότε: «Νυν και αεί γενηθήτω το θέλημα Κυρίου!» Λίγες ώρες αργότερα, εκπρόσωποι του σουλτάνου του ανήγγειλαν τήν έκπτωση του και αμέσως γενίτσαροι τον έσυραν βάναυσα στήν φυλακή. Υπεβλήθη σε ανάκριση και φρικτά βασανιστήρια στήν διάρκεια τών οποίων παρέμεινε μεγαλοπρεπώς σιωπηλός. Διέκοψε τήν σιωπή του μόνο όταν του πρότειναν να αρνηθεί τήν πίστη του, λέγοντας: «Ό πατριάρχης τών χριστιανών χριστιανός αποθνήσκει!» Λίγο αργότερα, μόλις εξελέγη από τήν ιερά Συνοδό ο διάδοχος του, τον άπαγχόνισαν στήν πύλη του Πατριαρχείου, ή οποία έκτοτε παραμένει κλειστή εις μνήμην του φρικτού αύτου άνοσιουργηματος. Τήν ύστατη στιγμή, ο άγιος Γρηγόριος ύψωσε τά χέρια στον ουρανό, ευλόγησε τους χριστιανούς και είπε: «Κύριε Ίησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου!» Και ενώ Τούρκοι και Εβραίοι λιθοβολούσαν το πτώμα του πατριάρχη, ο πασάς πού ανέλαβε τήν εκτέλεση καθόταν μπροστά στήν σορό και κάπνιζε άρειμανίως.
Τρεις ημέρες έμεινε το τίμιο σκήνωμα κρεμασμένο εκεί με μιά πινακίδα γύρω άπό τον λαιμό πού έγραφε το κατηγορητήριο. Τέλος οι Εβραίοι το αγόρασαν γιά 800 γρόσια, το έσυραν ανά τις όδούς με γιουχαίσματα και θριαμβικές κραυγές και κατόπιν το έριξαν στον Βόσπορο. Παρά τήν βαρειά πέτρα πού του έδεσαν, το σώμα επέπλεε καί το περισυνέλεξε ένα ελληνικό πλοίο υπό ρωσική σημαία και το μετέφερε στήν ‘Οδησσό. Επί πολλές ημέρες, πλήθος κόσμου προσκυνούσε το τίμιο λείψανο, το όποιο δεν εμφάνισε κανένα σημείο φθοράς.
Τό 1871, στήν πεντηκοστή επέτειο της ελληνικής Επανάστασης, το τίμιο λείψανο του αγίου πατριάρχη μεταφέρθηκε στήν Αθήνα και κατετέθη με μεγάλες τιμές στον μητροπολιτικό ναό.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εκδόσεις Ίνδικτος
Επί δώδεκα έτη, ο όσιος ιεράρχης διακυβέρνησε μέ σύνεση και αποστολικό ζήλο την μεγάλη και πλούσια πόλη τής Σμύρνης, μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού. Αναστήλωσε διάφορους ναούς, ίδρυσε σχολεία και διοργάνωσε σύστημα προνοίας για τους πτωχούς και δεινοπαθούντες. το 1797, εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης. Πάραυτα ανέλαβε να ανυψώσει την τιμή του Πατριαρχείου, αναστηλώνοντας το πατριαρχικό μέγαρο στο Φανάρι. “Ιδρυσε επίσης τυπογραφείο πού εξέδιδε βιβλία στήν δημοτική γλώσσα, τα όποΤα συνέβαλαν τά μέγιστα, στήν πολιτιστική και πνευματική αφύπνιση του ελληνικού λαού. ο άγιος ιεράρχης επαγρυπνούσε για τήν πιστή τήρηση των εκκλησιαστικών Κανόνων και για τήν ηθική ακεραιότητα του κλήρου. Τήν εποχή εκείνη των μεγάλων ζυμώσεων, όταν οι Έλληνες, μετά από σχεδόν τέσσερεις αιώνες υποδούλωσης στους Τούρκους, είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν τήν εξέγερση τους, ο πατριάρχης, έχοντας πλήρη συνείδηση τής ποιμαντικής του ευθύνης, προσπαθούσε νά μετριάσει τα οξύθυμα πνεύματα, στερεώνοντας κρυφίως το εθνικό φρόνημα.
Μετά μόλις ενάμιση χρόνο, τον κατήγγειλαν στον σουλτάνο κάποιοι επίσκοποι, τους οποίους είχε τιμωρήσει γιά τήν διαγωγή τους, και εξορίστηκε στήν Χαλκηδόνα και κατόπιν στήν Μονή Ιβήρων στο “Αγιον Όρος. Κατά τήν διάρκεια τής εξορίας του στον “Αθω, ο άγιος ιεράρχης επισκέφθηκε όλες τις μονές, κήρυττε τον λόγο του Θεού και ήταν γιά όλους υπόδειγμα μοναχικής βιοτής. Έδωσε τήν ευλογία του στον άγιο Ευθύμιο νά ομολογήσει τον Χριστό διά του μαρτυρίου κα’ι εξέφρασε χαρά κα’ι καύχηση μαθαίνοντας το μαρτύριο του αγίου Αγαθαγγέλου, καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι θεωρουσε τον θάνατο γιά τήν αγάπη του Χρίστου ώς τον υπέρτατο στόχο και τήν κορωνίδα τής χριστιανικής ζωής.
Ανακλήθηκε στο Πατριαρχείο το 1806• έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους χριστιανούς τής Πόλης και ανέλαβε έκ νέου το εργο τής διαποίμανσης και τής ανόρθωσης του εκκλησιαστικού ήθους. το 1808, ομως, Ινα πραξικόπημα έφερε στήν εξουσία τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, οπότε ο Γρηγόριος υποχρεώθηκε νά παραιτηθεί και νά άποσυρθεΤ στήν Πρίγκιπο και μετά έκ νέου στο “Αγιον Όρος• εκεί εξακολούθησε νά μελετά τους αγίους Πατέρες, συνέχισε τους ασκητικούς αγώνες και ενημερωνόταν αδιάκοπα για τήν κατάσταση τής Εκκλησίας και του λαού.
Τό 1818, τον πλησίασαν μέλη τής Φιλικής Εταιρείας, πού προετοίμαζαν τήν Επανάσταση προσπαθώντας νά συγκεντρώσουν και νά συντονίσουν τις διάσπαρτες δυνάμεις του Ελληνισμού. ο Γρηγόριος με ενθουσιασμό υποστήριξε τήν υπόθεση τής ελευθερίας, αλλά κρίνοντας ότι ο καιρός δεν ήταν ακόμη ώριμος, τους συμβούλευσε νά κάνουν υπομονή. Λίγο αργότερα, ανακλήθηκε γιά τρίτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο και δραστηριοποιήθηκε έκ νέου, ενθαρρύνοντας τήν ίδρυση σχολείων όπου τά παιδιά μπορούσαν νά λάβουν ελληνική παιδεία. Διοργάνωσε επίσης ενα φιλόπτωχο ταμείο, το οποίο μέ χρήματα πλουσίων Ελλήνων βοηθουσε τους δεινοπαθούντες χριστιανούς.
Όταν ξέσπασε, πλήρως απροετοίμαστη, ή εξέγερση των Ελλήνων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (10η Φεβρουαρίου 1821), ακολούθησαν αμέσως φρικτά και αιματηρά αντίποινα στήν Κωνσταντινούπολη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις τής Όθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έσφαξαν όλους τους Έλληνες προύχοντες πού είχαν δεσμούς με τις ηγεμονίες και συνέλαβαν τέσσερεις επισκόπους. ο σουλτάνος διέταξε νά συγκεντρωθούν στο Φανάρι Ολες οι διαπρεπείς ελληνικές οικογένειες τής Πόλης και ο πατριάρχης, γιά νά αποφευχθεί ή σφαγή, εγγυήθηκε στήν Υψηλή Πύλη τήν αφοσίωση τους. Ή εγγύηση αυτή δεν ικανοποίησε τον σουλτάνο, ο όποιος υποχρέωσε τον άγιο Γρηγόριο νά υπογράψει τον αφορισμό του πρωτεργάτη τής εξέγερσης Αλέξανδρου Υψηλάντη και των συντρόφων του.
Στις 31 Μαρτίου, μαθεύτηκε ή γενική εξέγερση στήν Πελοπόννησο, και τρεις μέρες αργότερα, τήν Μεγάλη Δευτέρα, αποκεφαλίστηκε ο Μέγας Διερμηνέας Κωνσταντίνος Μουρούζης, πού εκπροσωπούσε τήν ελληνική κοινότητα στήν Υψηλή Πύλη, μαζι μέ άλλους επιφανείς Έλληνες. Προβλέποντας ποια θά ήταν ή μοίρα του και αρνούμενος τις προτάσεις πού του έκαναν νά διαφύγει γιά νά σωθεί, ο πατριάρχης έλεγε: «Πώς νά εγκαταλείψω το ποίμνιο μου; Είμαι πατριάρχης γιά νά σώσω τον λαό μου και όχι γιά νά τον παραδώσω στά ξίφη των γενίτσαρων. ο θάνατος μου θά ωφελήσει περισσότερο από τήν ζωή μου, γιατί θά κάνει τους Έλληνες νά αγωνιστούν μέ τήν απελπισία εκείνη πού συχνά φέρνει τήν νίκη. Όχι, Οχι, δεν θά γίνω περίγελως του κόσμου βάζοντας το στά πόδια, ώστε νά μέ δείχνουν με το δάχτυλο και νά λένε: Νά, ο φονιάς πατριάρχης!»
Τήν Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου, ο άγιος Γρηγόριος τέλεσε με γαλήνη και μεγαλοπρέπεια τήν Αναστάσιμη Λειτουργία, που τήν διέκοπταν μόνον οι λυγμοί του. Στο τέλος της Λειτουργίας, του επιβεβαίωσαν τήν είδηση της επανάστασης στήν Πελοπόννησο. Απάντησε τότε: «Νυν και αεί γενηθήτω το θέλημα Κυρίου!» Λίγες ώρες αργότερα, εκπρόσωποι του σουλτάνου του ανήγγειλαν τήν έκπτωση του και αμέσως γενίτσαροι τον έσυραν βάναυσα στήν φυλακή. Υπεβλήθη σε ανάκριση και φρικτά βασανιστήρια στήν διάρκεια τών οποίων παρέμεινε μεγαλοπρεπώς σιωπηλός. Διέκοψε τήν σιωπή του μόνο όταν του πρότειναν να αρνηθεί τήν πίστη του, λέγοντας: «Ό πατριάρχης τών χριστιανών χριστιανός αποθνήσκει!» Λίγο αργότερα, μόλις εξελέγη από τήν ιερά Συνοδό ο διάδοχος του, τον άπαγχόνισαν στήν πύλη του Πατριαρχείου, ή οποία έκτοτε παραμένει κλειστή εις μνήμην του φρικτού αύτου άνοσιουργηματος. Τήν ύστατη στιγμή, ο άγιος Γρηγόριος ύψωσε τά χέρια στον ουρανό, ευλόγησε τους χριστιανούς και είπε: «Κύριε Ίησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου!» Και ενώ Τούρκοι και Εβραίοι λιθοβολούσαν το πτώμα του πατριάρχη, ο πασάς πού ανέλαβε τήν εκτέλεση καθόταν μπροστά στήν σορό και κάπνιζε άρειμανίως.
Τρεις ημέρες έμεινε το τίμιο σκήνωμα κρεμασμένο εκεί με μιά πινακίδα γύρω άπό τον λαιμό πού έγραφε το κατηγορητήριο. Τέλος οι Εβραίοι το αγόρασαν γιά 800 γρόσια, το έσυραν ανά τις όδούς με γιουχαίσματα και θριαμβικές κραυγές και κατόπιν το έριξαν στον Βόσπορο. Παρά τήν βαρειά πέτρα πού του έδεσαν, το σώμα επέπλεε καί το περισυνέλεξε ένα ελληνικό πλοίο υπό ρωσική σημαία και το μετέφερε στήν ‘Οδησσό. Επί πολλές ημέρες, πλήθος κόσμου προσκυνούσε το τίμιο λείψανο, το όποιο δεν εμφάνισε κανένα σημείο φθοράς.
Τό 1871, στήν πεντηκοστή επέτειο της ελληνικής Επανάστασης, το τίμιο λείψανο του αγίου πατριάρχη μεταφέρθηκε στήν Αθήνα και κατετέθη με μεγάλες τιμές στον μητροπολιτικό ναό.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εκδόσεις Ίνδικτος
vatopaidi.wordpress.com