Τοῦ Διακόνου π. Ἰωαννικίου Ζαμπέλη
Ἀπό τόν προσεχῆ Αὔγουστο μία νέα ἐκκλησιαστική πανήγυρη εἰσάγεται στό τοπικό μας ἑορτολόγιο. Στό ἑξῆς, κάθε πρώτη Κυριακή μετά τήν 15η Αὐγούστου ἡ τοπική μας Ἐκκλησία θά τιμᾶ μέ ἕναν κοινό ἑορτασμό τό σύνολο τῶν Ἁγίων, τούς ὁποίους ὁ «χριστώνυμος λαός τῆς νήσου Λευκάδος» ἀναγνωρίζει διαχρονικά ὡς εὐεργέτες του
σέ δύσκολες στιγμές καί μεσῖτες ὑπέρ του στόν Θρόνο τῆς Χάριτος.
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ὁ «Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης» ἀνέτειλε καί στή Λευκάδα, θερμαίνοντας τίς καρδιές τῶν πρώην εἰδωλολατρῶν κατοίκων της καί διαλύοντας τά σκοτάδια τῆς πλάνης, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἐγκατέλειψε τό νησί. Στίς δυσοίωνες, πολλές φορές, ἱστορικές συγκυρίες, ὅταν τά κύματα τῶν λοιμικῶν νόσων, τῶν ἐχθρικῶν ἐπιδρομῶν, τῶν αἱρέσεων καί τῆς πλάνης ἀπειλοῦσαν νά καταποντίσουν τό ἱερώτατο σκάφος τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας καί αὔτανδρο τό νησί, ὡς ἄγκυρα «ἀσφαλής καί βεβαία» πρόβαλλε ἡ πίστη στόν Χριστό, τόν ἀπλανῆ Κυβερνήτη. Ὡς πηγές ἐλπίδας καί παρηγοριᾶς φωτίζουν τό πέλαγος τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου, προσωπικοῦ καί συλλογικοῦ, οἱ ἁγιασμένες μορφές τῶν Ἁγίων μας, πού ἐτάχθησαν φᾶροι τηλαυγεῖς μεσοπέλαγα, νά προφυλάσσουν τούς πιστούς ἀπό τά «χαλεπά κλυδώνια» τῶν δοκιμασιῶν.
Καθιερώνοντας τή νέα αὐτή ἑορτή ἡ τοπική μας Ἐκκλησία, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας π. Θεόφιλο, μιμεῖται τόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη λεπρό τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε γιά νά ἀποδώσει τήν ὀφειλόμενη εὐχαριστία στόν Εὐεργέτη Του.
Πέρα ὅμως ἀπό τή θέσπιση τῆς κοινῆς αὐτῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων πού, οὕτως ἤ ἄλλως, μεμονωμένα τιμῶνται καί ἐν γένει συνδέονται μέ τό νησί μας, τή συστηματοποίηση τῆς τιμῆς τους βοηθοῦν:
α) ἡ ἔκδοση τόμου ἱερῶν ἀκολουθιῶν, μέ τόν τίτλο «Λειμωνάριον Λευκάδος καί Ἰθάκης», ἡ ὁποία ἀναμένεται μέσα στόν Ἰούλιο, ἀπό τό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἐνορίας μας, καί
β) ἡ ἁγιογράφιση τῆς κοινῆς ἱερᾶς εἰκόνας τῶν Ἁγίων (βλ. ἐξώφυλλο περιοδικοῦ), μέ τήν ἐπωνυμία «Οἱ Ἅγιοι τῆς νήσου Λευκάδος», ἔργο τῶν ἀδελφῶν τῆς Ἱ. Μονῆς Παναχράντου Μεγάρων (τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου), μέ εὐθύνη καί δαπάνη τῆς Ἐνορίας μας, ἡ ὁποία θά τεθεῖ μόνιμα γιά νά τήν ἀσπάζονται τιμητικά οἱ πιστοί σέ εἰδικό προσκυνητάρι, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Εὐαγγελιστρίας.
Πρόκειται γιά μία πρωτότυπη ἁγιογραφική σύνθεση καί ταυτόχρονα γιά ἕνα ἐξαιρετικό εἰκαστικό ἔργο. Χωρίς νά ἀφίσταται ἀπό τούς κανόνες τῆς Ὀρθόδοξης ἁγιογραφίας, ἀποτυπώνει τίς μορφές τῶν Ἁγίων μας μέ ζωντανά χρώματα καί γλυκιές (ὄχι γλυκερές) ὄψεις. Τίς συνδυάζει ἀκόμη μέ τήν ἀποτύπωση προσκυνηυματικῶν τόπων καί ἱστορικῶν στιγμῶν τῆς ἁγιολογίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τοῦ νησιοῦ μας. Τό στιλβωτό χρυσό φόντο αἰσθητοποιεῖ τήν ὑπερουράνια λαμπρότητα, τῆς ὁποίας μέτοχοι εἶναι οἱ Ἅγιοί μας.
Περιγράφοντας τήν εἰκόνα αὐτή ἐπιχειροῦμε νά προσεγγίσουμε συνοπτικά τίς ἁγιασμένες μορφές πού θά τιμῶνται στό ἑξῆς ἀπό κοινοῦ, ὅπως προαναφέραμε:
Στό κέντρο τῆς εἰκόνας δεσπόζει ἡ παράσταση τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης, πολιούχου τῆς νήσου Λευκάδος. Ὡς Βασίλισσα Οὐρανοῦ καί γῆς ἡ Θεοτόκος, κάθεται σέ ψηλό θρόνο καί κρατάει στά γόνατά Της, ὡς Θεομάνα, τόν Ποιητή τοῦ κόσμου. Δεξιά καί ἀριστερά, ἀπονέμουν προσκυνήματα στόν Κύριο καί τήν Παναγία Μητέρα Του («σεβίζουν») δύο «Ἄγγελοι Κυρίου», ὅπως ἀναγράφεται στά φωτοστέφανά τους.
Λίγο πιό κάτω, στέκεται ὄρθια ἡ πολιοῦχος τῆς πόλης τῆς Λευκάδας, Ἁγία μεγαλομάρτυς Μαύρα καί, μέ τά χέρια ὑψωμένα ἱκετευτικά, παρακαλεῖ τόν Κύριο γιά τήν πόλη πού τῆς ἐμπιστεύθηκε νά προστατεύει.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ θρόνος τῆς Θεομήτορος, ὡς προστάτιδος καί ἐφόρου τοῦ νησιοῦ, στήν εἰκόνα ἐμφανίζεται νά ἑδράζεται πάνω στά λευκαδίτικα βουνά, ἐνῶ τά πόδια τῆς Ἁγίας Μαύρας, πολιούχου τῆς πόλεως εἰδικότερα, στηρίζονται πάνω στήν πόλη τῆς Ἁμαξικῆς ἤ Ἁγίας Μαύρας, τῆς σημερινῆς πόλης τῆς Λευκάδας δηλαδή.
Στά ἀριστερά τοῦ θεατῆ καί δεξιᾶ τῆς Παναγίας, στήν πρώτη σειρά, φαίνεται νά ἀπονέμει σέβη καί νά ἱκετεύει τόν Χριστό ὁ φωτιστής τοῦ νησιοῦ μας καί ὁλόκληρου σχεδόν τοῦ πρώην «ἐθνικοῦ» κόσμου, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος. Συμπαραστᾶτες καί στή δέηση αὐτή ἔχει τούς δύο «συνεργούς» του στόν εὐαγγελισμό τῶν «ἐθνῶν», Ἁγίους Ἀποστόλους Ἀκύλα καί Ἡρωδίωνα.
Στήν ἀπέναντι πλευρά ὁριζοντίως, δεξιά τοῦ θεατῆ, παρακαλοῦν ὄρθιοι τόν Κύριο οἱ «διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων», οἱ τέσσερις πρῶτοι γνωστοί ἐπίσκοποι Λευκάδος: ὁ συνοδός τοῦ Ἁγ. Ἡρωδίωνα, Ἅγιος Σωσίων, πρῶτος ἐπίσκοπος Λευκάδος καί τρεῖς Ἐπίσκοποι Λευκάδος, οἱ ὁποῖοι ὀρθοτόμησαν τόν Λόγο τῆς Ἀληθείας σέ ἰσάριθμες Οἰκουμενικές Συνόδους: ὁ Ἅγιος Ἀγάθαρχος τῆς Α΄, ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας τῆς Β΄ καί ὁ Ἅγιος Πελάγιος τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Στήν ἴδια πλευρά τῆς εἰκόνας, πίσω ἀπό τούς Ἁγίους Ἐπισκόπους τοῦ νησιοῦ μας, εἰκονίζονται οἱ πέντε ἀνώνυμοι Ἅγιοι Θεοφόροι Πατέρες τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι ἀκολούθησαν τόν Ἅγιο Ἀγάθαρχο κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τή Σύνοδο ἐκείνη στό νησί καί τήν ἱερά ἐπαρχία του. Μόνο ὁ Θεός γνωρίζει τά ὀνόματά τους. Ἐμεῖς πληροφορούμαστε μόνο ἀπό τήν παράδοση ὅτι οἱ δύο ἐξ αὐτῶν μόνασαν στό σημεῖο πού βρίσκεται σήμερα ἡ Ἱ. Μονή Φανερωμένης καί οἱ ἄλλοι τρεῖς στό ὁμώνυμό τους ἱερό Ἡσυχαστήριο, στήν περιοχή τοῦ Ἀλεξάνδρου. Κατέχουν παρά ταῦτα ξεχωριστή θέση στήν εὐλάβεια τῶν Λευκαδιτῶν.
Ἀκόμη, στά ἀριστερά τοῦ θεατῆ ἀπεικονίζονται πέντε Ἅγιοι Ἐπίσκοποι πού συνδέονται μέ τό νησί: ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας καί ὁ Ἅγιος Δονᾶτος, ἐπίσκοπος Εὐροίας, τῶν ὁποίων τά σκηνώματα πέρασαν ἀπό τό νησί, καθώς οἱ ἅρπαγες τῶν τιμαλφῶν καί τῶν ὁσίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς Σταυροφόροι τά μετέφεραν πρός τή Δύση (τό μέν στό Μπάρι, τό δέ στή Βενετία)· ὁ Ἅγιος Βησσαρίων, μητροπολίτης Λαρίσης, ὁ ὁποῖος θαυματουργικά ἀπήλλαξε τό νησί ἀπό τήν πανώλη τό 1743, μετά τήν μετακομιδή τῆς «Ἁγίας Κάρας» του· ὁ Ἅγιος Διονύσιος, ἀρχιεπίσκοπος Αἰγίνης, ὁ γόνος καί πολιοῦχος τῆς Ζακύνθου, πού διέσωσε τό νησί ἀπό τόν φοβερό σεισμό τῆς 16ης πρός 17η Δεκεμβρίου 1869, ἀνήμερα τῆς μνήμης του· ὁ Ἅγιος Νικήτας, μητροπολίτης Χαλκηδόνος, τέλος, σπουδαία πατερική μορφή ἀπό τήν ἐποχή τῆς Εἰκονομαχίας, τοῦ ὁποίου ἡ ἱερά εἰκόνα θαυματουργικά βρέθηκε στό χωριό (ἀπόκρημνη ἀκτή τότε) πού σήμερα φέρει τό ὄνομά του καί τόν τιμᾶ ὡς προστάτη του.
Στήν ἴδια πλευρά τῆς εἰκόνας ἡ ἁγιογράφος μοναχή παρέστησε ἀκόμη μέ τόν χρωστῆρα της τόν Ἅγιο νέο Ἱερομάρτυρα καί Ἰσαπόστολο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, ὁ ὁποῖος πέρασε ἀπό τήν ἑνετοκρατούμενη Λευκάδα λίγο πρίν τό μαρτυρικό του τέλος· τόν Ὅσιο Λουκᾶ τόν ἐν Στειρίῳ, αὐτόν τόν τηλαυγῆ φάρο τῆς βυζαντινῆς Ἑλλάδος (σημ. Βοιωτίας) τοῦ 10ου αἰ., τοῦ ὁποίου τό λείψανο πέρασε ἀπό τή Λευκάδα πάλι ἐξαιτίας τῶν Σταυροφόρων· τόν Ὅσιο Γεράσιμο, τό Νέο Ἀσκητή, τόν ἐν Κεφαλληνίᾳ, στόν ὁποῖο πιθανώτατα οἱ Λευκαδῖτες ἀπέδωσαν τή σωτηρία τους ἀπό τήν φοβερά ἀπειλητική πολιορκία τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων τό 1807, ἀνήμερα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἱ. σκηνώματός του· ἕναν νέο, Ρῶσο στήν καταγωγή, Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Ὅσιο Θεόδωρο Οὐσακώφ, τόν ὁποῖο ἡ Λευκάδα καί τά ὑπόλοιπα Ἑπτάνησα γνώρισαν ὡς ναύαρχο τοῦ Ρωσικοῦ στόλου καί ἰσχυρό ἄνδρα τῆς Ρωσοτουρκικῆς συμμαχίας πού ἀπελευθέρωσε τά νησιά ἀπό τούς «Δημοκρατικούς Γάλλους» τό 1799, ἐγκαταβίωσε ὅμως στή μονή Σαναξαρίου τῆς Οὐκρανίας μετά τήν ἀποστρατεία του καί εἶχε τέλη ὁσιακά.
Στήν ἀπέναντι πλευρά τῆς εἰκόνας, δεξιά τοῦ θεατῆ, ἀπεικονίζεται ἡ μαρτυρική τριάδα τῆς 11ης Νοεμβρίου –οἱ Ἅγιοι Μηνᾶς, Βίκτωρ καί Βικέντιος- οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν μέν σέ διαφορετιό τόπο καί χρόνο, διέσωσαν ὅμως ἀπό κοινοῦ τή Λευκάδα ἀπό τήν «φοβερά τοῦ σεισμοῦ ἀπειλή» στίς 11.11.1704, κατά τή μαρτυρία κατοίκων τῆς πόλεως, ἀλλά καί τοῦ τότε Ἑνετοῦ Ἀνώτερου Προνοητῆ Λευκάδας. Πίσω ἀπό αὐτούς, δύο γυναῖκες μάρτυρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων: ἡ Ἁγία Βαρβάρα, πού ἀπάλλαξε τό νησί ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς «εὐλογιᾶς» τό 1922 καί ἡ Ἁγία Κυριακή, τῆς ὁποίας τό εἰκόνισμα βρέθηκε μέ θ8αυμαστό τρόπο ἀνάμεσα στά βράχια τῆς ἀκτῆς στή χερσόνησο Γένι, ἀπέναντι ἀπό τό σημερινό Νυδρί.
Διαπιστώνει κανείς πώς ἡ Λευκάδα δέν εὐμοίρησε νά διαθέτει κάποιον ἐπώνυμο, πασίγνωστο Ἅγιο ἤ νά φιλοξενεῖ κάποιο ἄφθαρτο σκήνωμα, ὅπως τά ὑπόλοιπα Ἑπτάνησα, δέν ὑστερεῖ ὅμως σέ χάρη καί εὐλογία ἀπό τόν Θεό καί δέ μένει ἀτείχιστη ἀπέναντι στίς προσβολές τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν.
Ἡ ἁγιότητα ὅμως δέν εἶναι ὑπόθεση τῶν ἁγιολογικῶν δέλτων καί τῶν συναξαρίων μόνο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν «ἁγιοποιεῖ», δέν κατασκευάζει Ἁγίους, ἀλλά μέ τήν κεκανονισμένη διαδικασία τῆς ἔκδοσης Πατριαρχικῶν Πράξεων, μέ τίς ἱερές ἀκολουθίες, μέ τά εἰκονίσματα κ.ἄ. τρόπους διακηρύσσει ἁπλῶς αὐτό πού ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματός της, κλήρου καί λαοῦ, ἔχει προηγουμένως συνειδητοποιήσει -ἀφοῦ εἶναι συνήθως ἡ «ἁγιότης μαρτυρουμένη» μέ θαυμαστά σημεῖα- καί ἀναγνωρίσει: ὅτι κάποια μέλη Της ἔγιναν «εὐάρεστα τῷ Θεῷ» γιά τόν πνευματικό τους ἀγῶνα ἤ ἔστω γιά τήν ὁλόθυμη μετάνοιά τους τήν ὕστατη στιγμή (ὅπως ὁ Ληστής πάνω στό Σταυρό) καί ἀξιώθηκαν νά κοινωνοῦν τῆς Θεότητός Του στή Βασιλεία Του, «εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Οἱ ἄνθρωποι, λοιπόν, δέν μποροῦμε νά γνωρίζουμε τά ἑκατομμύρια ὀνόματα «τῶν ἀπ’ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων», πού ἐξεμέτρησαν τό ζῆν «ἐν ὁσιότητι καί δικαιοσύνῃ» εἴτε «ἐν ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» εἴτε διά τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματος ἤ τῆς συνειδήσεως εἴτε ἀκόμη καί μέ τό σιωπηλό μαρτύριο τῆς ἀφάνειας, δίπλα μας, ταπεινά καί ἀθόρυβα, στήν πόλη καί στή γειτονιά μας, «τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ φέροντες».
Γιά τόν Χριστιανό ἰσχύει τό «οὐχ ὁ τόπος, ἀλλ’ ὁ τρόπος». Δεν χρειάζεται νά καταφύγουν ὅλοι σέ ἀσκητήρια ἤ μονές γιά νά σωθοῦν, μακριά ἀπό τόν «κόσμο». Φτάνει νά θυμηθοῦμε τόν φτωχό, ταπεινό μπαλωματή πού συνάντησε μέσα στήν πολύβουη Ἀλεξάνδρεια ὁ μέγας ἀσκητής καί «καθηγητής τῆς ἐρήμου», Ὅσιος Ἀντώνιος καί ἔνοιωσε νά ὑστεροῦν οἱ ἀσκητικοί του κάματοι μπροστά στήν ταπείνωση τοῦ ἄσημου «σκυτοτόμου». Ἐπίσης, ἄς φέρουμε στό νοῦ τήν ἄτεκνη γυναίκα τοῦ Κουμπῆ, στόν παπαδιαμαντικό «Γάμο τοῦ Καραχμέτη», πού ὑπέστη μύριες ὅσες κακοπάθειες καί προσβολές ἀπ’ τό σύζυγό της γιά τήν ἀτυχία της, ἀλλά ὑπέμεινε καρτερικά τήν προσβολή τοῦ χωρισμοῦ, τή συμβίωση μέ τή νέα σύζυγο κάτω ἀπ’ τήν ἴδια στέγη καί τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν του, γιά νά βρεθοῦν τά λείψανά της μετά τήν καθιερωμένη ἀνακομιδή, τρία χρόνια ἀπ’ τήν κοίμησή της, στό χρῶμα τοῦ κεχριμπαριοῦ εἰς ἔνδειξιν ὁσιότητος καί ἁγιασμοῦ.
Ἀλλά καί πόσες εὐλαβεῖς καί ταπεινές ὑπάρξεις δέν πέρασαν δίπλα μας, «ἀλαφροπατώντας», μέ πέρασμα σιγανό καί ταπεινό ἀπ’ τίς γειτονιές, τίς ἐνορίες μας ἤ τά παλαίφατα μοναστήρια καί τά ταπεινά μονύδρια τοῦ νησιοῦ μας... Ὁ καθένας, λοιπόν, δίνει τόν ἀγῶνα του «ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη», μέ ξεκάθαρο τόν στόχο τοῦ ἁγιασμοῦ καί ἀδιάκοπη λαχτάρα τήν μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, τό βάδισμα στά ἴχνη Του.
Ἀντιπροσωπεύοντας ὅλες αὐτές τίς ἀφανεῖς ὁσιακές μορφές, στό πάνω μέρος τῆς εἰκόνας, καί στά δεξιά καί στ’ ἀριστερά, ἀπεικονίσθηκαν οἱ κορυφές μερικῶν κεφαλῶν, ἐστεμμένων μέ φωτοστέφανα, χωρίς νά φαίνονται τά πρόσωπα ἤ νά ὑπάρχει ἐπιγραφή. Τά ὀνόματά τους «μόνος Θεός γινώσκει» καί εἶναι γραμμένα ἀνεξίτηλα «ἐν βίβλῳ ζωῆς».
Στή βάση τῆς εἰκόνας, μέ νατουραλιστικό σχεδόν τρόπο καί μέ τή χρήση φωτογραφιῶν –προτύπων, ἀποτυπώθηκε ἡ πόλη τῆς Λευκάδας μέ τούς σημαντικότερους ἱερούς τόπους τοῦ λευκαδίτικου ἁγιολογίου: τήν Ἱερά Μονή Φανερωμένης, ὅπου φυλάσσεται ἡ πάντιμη εἰκόνα τῆς Κυρᾶς τοῦ νησιοῦ, ὅπου συνέτριψαν οἱ Ἅγιοι Ἡρωδίων καί Σωσίων τό ξόανο τῆς «θεᾶς» Ἀρτέμιδος τῆς Λευκαδίας, ὅπου ἐγκαταβίωσαν οἱ δύο ἐκ τῶν πέντε Θεοφόρων Πατέρων, ὅπως εἴπαμε· τό Ἱερό Ἡσυχαστήριο τῶν (ὑπολοίπων τριῶν) Ἁγίων Πατέρων· τό σπηλαιῶδες ἐξωκλήσι τοῦ Ἅη-Γιάννη τοῦ Ἀντζούση, στήν ὁμώνυμη βορειοδυτική παραλία τῆς πόλεως καί, τέλος, καλλιτεχνικῇ ἀδείᾳ ἑνωμένο μέ τό νησί τῆς Λευκάδας, «τό ἐν Λευκάδι φρούριον τῆς Ἁγίας Μαύρας», μέ τόν φερώνυμο τῆς Ἁγίας ναό.
Ἐπίσης, στή θάλασσα πού ἁπλώνεται στό κατώτερο μέρος τῆς εἰκόνας, ἀπεικονίζονται δύο πλεούμενα μέ πάνσεπτα «φορτία». Στό ἕνα, ἐξ ἀριστερῶν, ἐπιβαίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ τούς «ἐν Κυρίῳ συνεργούς» του, Ἀποστόλους Ἀκύλα καί Ἡρωδίωνα καί τόν Ἅγιο Σωσίωνα, πρῶτο ἐπίσκοπο Λευκάδος. Μοιάζει νά εἶναι «ἡ ναῦς (τό πλοῖο) τῆς Ἐκκλησίας», πού κατευθύνεται γιά νά προσορμισθεῖ στά φιλόξενα, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἀκρογιάλια τῶν λευκαδίτικων ψυχῶν. Στό δεύτερο, στά δεξιά μας, ἀπεικονίζεται μιά σπουδαία καί κομβικῆς, γιά τήν τοπική μας ἐκκλησιαστική ἱστορία, σημασίας μορφή, ἡ βυζαντινοσέρβα βασίλισσα Ἑλένη Παλαιολογίνα –Βράνκοβιτς, μέ τό συνοδό της, ἱστορικό τῆς Ἁλώσεως, Γεώργιο Φραντζῆ καί τή θυγατέρα της, Μηλίτσα, πού πηγαίνει ὡς ὑποψήφια νύφη στό νησί. Ἡ βασίλισσα Ἑλένη, πού συνέβαλε στήν οἰκοδόμηση μονῶν καί ναῶν στή Λευκάδα, μέ τή στήριξη τοῦ γαμπροῦ της, ἡγεμόνα τοῦ νησιοῦ, Λεονάρδου Γ΄ Τόκκου, κρατάει στά χέρια της τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Μαύρας, ἡ ὁποία διέσωσε τό πλεούμενο καί τή βασιλική συνοδεία ἀπό καταποντισμό.
Εὐελπιστοῦμε ὅτι ἡ εἰκόνα αὐτή, πού προβάλλει μέ τέτοια ἀξιοζήλευτη ἐνάργεια τούς μόνους ἀλάνθαστους ὁδοδεῖκτες μας πρός τήν ὄντως Ζωή, τούς Ἁγίους τοῦ τόπου μας, θά μᾶς βοηθήσει νά προσανατολιστοῦμε καί πάλι πρός τό σωτήριο, ἀλλά –φεῦ!- τόσο λησμονημένο στίς μέρες μας, ὅραμα τῆς ἁγιότητας.
σέ δύσκολες στιγμές καί μεσῖτες ὑπέρ του στόν Θρόνο τῆς Χάριτος.
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ὁ «Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης» ἀνέτειλε καί στή Λευκάδα, θερμαίνοντας τίς καρδιές τῶν πρώην εἰδωλολατρῶν κατοίκων της καί διαλύοντας τά σκοτάδια τῆς πλάνης, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἐγκατέλειψε τό νησί. Στίς δυσοίωνες, πολλές φορές, ἱστορικές συγκυρίες, ὅταν τά κύματα τῶν λοιμικῶν νόσων, τῶν ἐχθρικῶν ἐπιδρομῶν, τῶν αἱρέσεων καί τῆς πλάνης ἀπειλοῦσαν νά καταποντίσουν τό ἱερώτατο σκάφος τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας καί αὔτανδρο τό νησί, ὡς ἄγκυρα «ἀσφαλής καί βεβαία» πρόβαλλε ἡ πίστη στόν Χριστό, τόν ἀπλανῆ Κυβερνήτη. Ὡς πηγές ἐλπίδας καί παρηγοριᾶς φωτίζουν τό πέλαγος τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου, προσωπικοῦ καί συλλογικοῦ, οἱ ἁγιασμένες μορφές τῶν Ἁγίων μας, πού ἐτάχθησαν φᾶροι τηλαυγεῖς μεσοπέλαγα, νά προφυλάσσουν τούς πιστούς ἀπό τά «χαλεπά κλυδώνια» τῶν δοκιμασιῶν.
Καθιερώνοντας τή νέα αὐτή ἑορτή ἡ τοπική μας Ἐκκλησία, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας π. Θεόφιλο, μιμεῖται τόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη λεπρό τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε γιά νά ἀποδώσει τήν ὀφειλόμενη εὐχαριστία στόν Εὐεργέτη Του.
Πέρα ὅμως ἀπό τή θέσπιση τῆς κοινῆς αὐτῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων πού, οὕτως ἤ ἄλλως, μεμονωμένα τιμῶνται καί ἐν γένει συνδέονται μέ τό νησί μας, τή συστηματοποίηση τῆς τιμῆς τους βοηθοῦν:
α) ἡ ἔκδοση τόμου ἱερῶν ἀκολουθιῶν, μέ τόν τίτλο «Λειμωνάριον Λευκάδος καί Ἰθάκης», ἡ ὁποία ἀναμένεται μέσα στόν Ἰούλιο, ἀπό τό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἐνορίας μας, καί
β) ἡ ἁγιογράφιση τῆς κοινῆς ἱερᾶς εἰκόνας τῶν Ἁγίων (βλ. ἐξώφυλλο περιοδικοῦ), μέ τήν ἐπωνυμία «Οἱ Ἅγιοι τῆς νήσου Λευκάδος», ἔργο τῶν ἀδελφῶν τῆς Ἱ. Μονῆς Παναχράντου Μεγάρων (τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου), μέ εὐθύνη καί δαπάνη τῆς Ἐνορίας μας, ἡ ὁποία θά τεθεῖ μόνιμα γιά νά τήν ἀσπάζονται τιμητικά οἱ πιστοί σέ εἰδικό προσκυνητάρι, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Εὐαγγελιστρίας.
Πρόκειται γιά μία πρωτότυπη ἁγιογραφική σύνθεση καί ταυτόχρονα γιά ἕνα ἐξαιρετικό εἰκαστικό ἔργο. Χωρίς νά ἀφίσταται ἀπό τούς κανόνες τῆς Ὀρθόδοξης ἁγιογραφίας, ἀποτυπώνει τίς μορφές τῶν Ἁγίων μας μέ ζωντανά χρώματα καί γλυκιές (ὄχι γλυκερές) ὄψεις. Τίς συνδυάζει ἀκόμη μέ τήν ἀποτύπωση προσκυνηυματικῶν τόπων καί ἱστορικῶν στιγμῶν τῆς ἁγιολογίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τοῦ νησιοῦ μας. Τό στιλβωτό χρυσό φόντο αἰσθητοποιεῖ τήν ὑπερουράνια λαμπρότητα, τῆς ὁποίας μέτοχοι εἶναι οἱ Ἅγιοί μας.
Περιγράφοντας τήν εἰκόνα αὐτή ἐπιχειροῦμε νά προσεγγίσουμε συνοπτικά τίς ἁγιασμένες μορφές πού θά τιμῶνται στό ἑξῆς ἀπό κοινοῦ, ὅπως προαναφέραμε:
Στό κέντρο τῆς εἰκόνας δεσπόζει ἡ παράσταση τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης, πολιούχου τῆς νήσου Λευκάδος. Ὡς Βασίλισσα Οὐρανοῦ καί γῆς ἡ Θεοτόκος, κάθεται σέ ψηλό θρόνο καί κρατάει στά γόνατά Της, ὡς Θεομάνα, τόν Ποιητή τοῦ κόσμου. Δεξιά καί ἀριστερά, ἀπονέμουν προσκυνήματα στόν Κύριο καί τήν Παναγία Μητέρα Του («σεβίζουν») δύο «Ἄγγελοι Κυρίου», ὅπως ἀναγράφεται στά φωτοστέφανά τους.
Λίγο πιό κάτω, στέκεται ὄρθια ἡ πολιοῦχος τῆς πόλης τῆς Λευκάδας, Ἁγία μεγαλομάρτυς Μαύρα καί, μέ τά χέρια ὑψωμένα ἱκετευτικά, παρακαλεῖ τόν Κύριο γιά τήν πόλη πού τῆς ἐμπιστεύθηκε νά προστατεύει.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ θρόνος τῆς Θεομήτορος, ὡς προστάτιδος καί ἐφόρου τοῦ νησιοῦ, στήν εἰκόνα ἐμφανίζεται νά ἑδράζεται πάνω στά λευκαδίτικα βουνά, ἐνῶ τά πόδια τῆς Ἁγίας Μαύρας, πολιούχου τῆς πόλεως εἰδικότερα, στηρίζονται πάνω στήν πόλη τῆς Ἁμαξικῆς ἤ Ἁγίας Μαύρας, τῆς σημερινῆς πόλης τῆς Λευκάδας δηλαδή.
Στά ἀριστερά τοῦ θεατῆ καί δεξιᾶ τῆς Παναγίας, στήν πρώτη σειρά, φαίνεται νά ἀπονέμει σέβη καί νά ἱκετεύει τόν Χριστό ὁ φωτιστής τοῦ νησιοῦ μας καί ὁλόκληρου σχεδόν τοῦ πρώην «ἐθνικοῦ» κόσμου, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος. Συμπαραστᾶτες καί στή δέηση αὐτή ἔχει τούς δύο «συνεργούς» του στόν εὐαγγελισμό τῶν «ἐθνῶν», Ἁγίους Ἀποστόλους Ἀκύλα καί Ἡρωδίωνα.
Στήν ἀπέναντι πλευρά ὁριζοντίως, δεξιά τοῦ θεατῆ, παρακαλοῦν ὄρθιοι τόν Κύριο οἱ «διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων», οἱ τέσσερις πρῶτοι γνωστοί ἐπίσκοποι Λευκάδος: ὁ συνοδός τοῦ Ἁγ. Ἡρωδίωνα, Ἅγιος Σωσίων, πρῶτος ἐπίσκοπος Λευκάδος καί τρεῖς Ἐπίσκοποι Λευκάδος, οἱ ὁποῖοι ὀρθοτόμησαν τόν Λόγο τῆς Ἀληθείας σέ ἰσάριθμες Οἰκουμενικές Συνόδους: ὁ Ἅγιος Ἀγάθαρχος τῆς Α΄, ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας τῆς Β΄ καί ὁ Ἅγιος Πελάγιος τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Στήν ἴδια πλευρά τῆς εἰκόνας, πίσω ἀπό τούς Ἁγίους Ἐπισκόπους τοῦ νησιοῦ μας, εἰκονίζονται οἱ πέντε ἀνώνυμοι Ἅγιοι Θεοφόροι Πατέρες τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι ἀκολούθησαν τόν Ἅγιο Ἀγάθαρχο κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τή Σύνοδο ἐκείνη στό νησί καί τήν ἱερά ἐπαρχία του. Μόνο ὁ Θεός γνωρίζει τά ὀνόματά τους. Ἐμεῖς πληροφορούμαστε μόνο ἀπό τήν παράδοση ὅτι οἱ δύο ἐξ αὐτῶν μόνασαν στό σημεῖο πού βρίσκεται σήμερα ἡ Ἱ. Μονή Φανερωμένης καί οἱ ἄλλοι τρεῖς στό ὁμώνυμό τους ἱερό Ἡσυχαστήριο, στήν περιοχή τοῦ Ἀλεξάνδρου. Κατέχουν παρά ταῦτα ξεχωριστή θέση στήν εὐλάβεια τῶν Λευκαδιτῶν.
Ἀκόμη, στά ἀριστερά τοῦ θεατῆ ἀπεικονίζονται πέντε Ἅγιοι Ἐπίσκοποι πού συνδέονται μέ τό νησί: ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας καί ὁ Ἅγιος Δονᾶτος, ἐπίσκοπος Εὐροίας, τῶν ὁποίων τά σκηνώματα πέρασαν ἀπό τό νησί, καθώς οἱ ἅρπαγες τῶν τιμαλφῶν καί τῶν ὁσίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς Σταυροφόροι τά μετέφεραν πρός τή Δύση (τό μέν στό Μπάρι, τό δέ στή Βενετία)· ὁ Ἅγιος Βησσαρίων, μητροπολίτης Λαρίσης, ὁ ὁποῖος θαυματουργικά ἀπήλλαξε τό νησί ἀπό τήν πανώλη τό 1743, μετά τήν μετακομιδή τῆς «Ἁγίας Κάρας» του· ὁ Ἅγιος Διονύσιος, ἀρχιεπίσκοπος Αἰγίνης, ὁ γόνος καί πολιοῦχος τῆς Ζακύνθου, πού διέσωσε τό νησί ἀπό τόν φοβερό σεισμό τῆς 16ης πρός 17η Δεκεμβρίου 1869, ἀνήμερα τῆς μνήμης του· ὁ Ἅγιος Νικήτας, μητροπολίτης Χαλκηδόνος, τέλος, σπουδαία πατερική μορφή ἀπό τήν ἐποχή τῆς Εἰκονομαχίας, τοῦ ὁποίου ἡ ἱερά εἰκόνα θαυματουργικά βρέθηκε στό χωριό (ἀπόκρημνη ἀκτή τότε) πού σήμερα φέρει τό ὄνομά του καί τόν τιμᾶ ὡς προστάτη του.
Στήν ἴδια πλευρά τῆς εἰκόνας ἡ ἁγιογράφος μοναχή παρέστησε ἀκόμη μέ τόν χρωστῆρα της τόν Ἅγιο νέο Ἱερομάρτυρα καί Ἰσαπόστολο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, ὁ ὁποῖος πέρασε ἀπό τήν ἑνετοκρατούμενη Λευκάδα λίγο πρίν τό μαρτυρικό του τέλος· τόν Ὅσιο Λουκᾶ τόν ἐν Στειρίῳ, αὐτόν τόν τηλαυγῆ φάρο τῆς βυζαντινῆς Ἑλλάδος (σημ. Βοιωτίας) τοῦ 10ου αἰ., τοῦ ὁποίου τό λείψανο πέρασε ἀπό τή Λευκάδα πάλι ἐξαιτίας τῶν Σταυροφόρων· τόν Ὅσιο Γεράσιμο, τό Νέο Ἀσκητή, τόν ἐν Κεφαλληνίᾳ, στόν ὁποῖο πιθανώτατα οἱ Λευκαδῖτες ἀπέδωσαν τή σωτηρία τους ἀπό τήν φοβερά ἀπειλητική πολιορκία τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων τό 1807, ἀνήμερα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἱ. σκηνώματός του· ἕναν νέο, Ρῶσο στήν καταγωγή, Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Ὅσιο Θεόδωρο Οὐσακώφ, τόν ὁποῖο ἡ Λευκάδα καί τά ὑπόλοιπα Ἑπτάνησα γνώρισαν ὡς ναύαρχο τοῦ Ρωσικοῦ στόλου καί ἰσχυρό ἄνδρα τῆς Ρωσοτουρκικῆς συμμαχίας πού ἀπελευθέρωσε τά νησιά ἀπό τούς «Δημοκρατικούς Γάλλους» τό 1799, ἐγκαταβίωσε ὅμως στή μονή Σαναξαρίου τῆς Οὐκρανίας μετά τήν ἀποστρατεία του καί εἶχε τέλη ὁσιακά.
Στήν ἀπέναντι πλευρά τῆς εἰκόνας, δεξιά τοῦ θεατῆ, ἀπεικονίζεται ἡ μαρτυρική τριάδα τῆς 11ης Νοεμβρίου –οἱ Ἅγιοι Μηνᾶς, Βίκτωρ καί Βικέντιος- οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν μέν σέ διαφορετιό τόπο καί χρόνο, διέσωσαν ὅμως ἀπό κοινοῦ τή Λευκάδα ἀπό τήν «φοβερά τοῦ σεισμοῦ ἀπειλή» στίς 11.11.1704, κατά τή μαρτυρία κατοίκων τῆς πόλεως, ἀλλά καί τοῦ τότε Ἑνετοῦ Ἀνώτερου Προνοητῆ Λευκάδας. Πίσω ἀπό αὐτούς, δύο γυναῖκες μάρτυρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων: ἡ Ἁγία Βαρβάρα, πού ἀπάλλαξε τό νησί ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς «εὐλογιᾶς» τό 1922 καί ἡ Ἁγία Κυριακή, τῆς ὁποίας τό εἰκόνισμα βρέθηκε μέ θ8αυμαστό τρόπο ἀνάμεσα στά βράχια τῆς ἀκτῆς στή χερσόνησο Γένι, ἀπέναντι ἀπό τό σημερινό Νυδρί.
Διαπιστώνει κανείς πώς ἡ Λευκάδα δέν εὐμοίρησε νά διαθέτει κάποιον ἐπώνυμο, πασίγνωστο Ἅγιο ἤ νά φιλοξενεῖ κάποιο ἄφθαρτο σκήνωμα, ὅπως τά ὑπόλοιπα Ἑπτάνησα, δέν ὑστερεῖ ὅμως σέ χάρη καί εὐλογία ἀπό τόν Θεό καί δέ μένει ἀτείχιστη ἀπέναντι στίς προσβολές τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν.
Ἡ ἁγιότητα ὅμως δέν εἶναι ὑπόθεση τῶν ἁγιολογικῶν δέλτων καί τῶν συναξαρίων μόνο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν «ἁγιοποιεῖ», δέν κατασκευάζει Ἁγίους, ἀλλά μέ τήν κεκανονισμένη διαδικασία τῆς ἔκδοσης Πατριαρχικῶν Πράξεων, μέ τίς ἱερές ἀκολουθίες, μέ τά εἰκονίσματα κ.ἄ. τρόπους διακηρύσσει ἁπλῶς αὐτό πού ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματός της, κλήρου καί λαοῦ, ἔχει προηγουμένως συνειδητοποιήσει -ἀφοῦ εἶναι συνήθως ἡ «ἁγιότης μαρτυρουμένη» μέ θαυμαστά σημεῖα- καί ἀναγνωρίσει: ὅτι κάποια μέλη Της ἔγιναν «εὐάρεστα τῷ Θεῷ» γιά τόν πνευματικό τους ἀγῶνα ἤ ἔστω γιά τήν ὁλόθυμη μετάνοιά τους τήν ὕστατη στιγμή (ὅπως ὁ Ληστής πάνω στό Σταυρό) καί ἀξιώθηκαν νά κοινωνοῦν τῆς Θεότητός Του στή Βασιλεία Του, «εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Οἱ ἄνθρωποι, λοιπόν, δέν μποροῦμε νά γνωρίζουμε τά ἑκατομμύρια ὀνόματα «τῶν ἀπ’ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων», πού ἐξεμέτρησαν τό ζῆν «ἐν ὁσιότητι καί δικαιοσύνῃ» εἴτε «ἐν ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» εἴτε διά τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματος ἤ τῆς συνειδήσεως εἴτε ἀκόμη καί μέ τό σιωπηλό μαρτύριο τῆς ἀφάνειας, δίπλα μας, ταπεινά καί ἀθόρυβα, στήν πόλη καί στή γειτονιά μας, «τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ φέροντες».
Γιά τόν Χριστιανό ἰσχύει τό «οὐχ ὁ τόπος, ἀλλ’ ὁ τρόπος». Δεν χρειάζεται νά καταφύγουν ὅλοι σέ ἀσκητήρια ἤ μονές γιά νά σωθοῦν, μακριά ἀπό τόν «κόσμο». Φτάνει νά θυμηθοῦμε τόν φτωχό, ταπεινό μπαλωματή πού συνάντησε μέσα στήν πολύβουη Ἀλεξάνδρεια ὁ μέγας ἀσκητής καί «καθηγητής τῆς ἐρήμου», Ὅσιος Ἀντώνιος καί ἔνοιωσε νά ὑστεροῦν οἱ ἀσκητικοί του κάματοι μπροστά στήν ταπείνωση τοῦ ἄσημου «σκυτοτόμου». Ἐπίσης, ἄς φέρουμε στό νοῦ τήν ἄτεκνη γυναίκα τοῦ Κουμπῆ, στόν παπαδιαμαντικό «Γάμο τοῦ Καραχμέτη», πού ὑπέστη μύριες ὅσες κακοπάθειες καί προσβολές ἀπ’ τό σύζυγό της γιά τήν ἀτυχία της, ἀλλά ὑπέμεινε καρτερικά τήν προσβολή τοῦ χωρισμοῦ, τή συμβίωση μέ τή νέα σύζυγο κάτω ἀπ’ τήν ἴδια στέγη καί τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν του, γιά νά βρεθοῦν τά λείψανά της μετά τήν καθιερωμένη ἀνακομιδή, τρία χρόνια ἀπ’ τήν κοίμησή της, στό χρῶμα τοῦ κεχριμπαριοῦ εἰς ἔνδειξιν ὁσιότητος καί ἁγιασμοῦ.
Ἀλλά καί πόσες εὐλαβεῖς καί ταπεινές ὑπάρξεις δέν πέρασαν δίπλα μας, «ἀλαφροπατώντας», μέ πέρασμα σιγανό καί ταπεινό ἀπ’ τίς γειτονιές, τίς ἐνορίες μας ἤ τά παλαίφατα μοναστήρια καί τά ταπεινά μονύδρια τοῦ νησιοῦ μας... Ὁ καθένας, λοιπόν, δίνει τόν ἀγῶνα του «ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη», μέ ξεκάθαρο τόν στόχο τοῦ ἁγιασμοῦ καί ἀδιάκοπη λαχτάρα τήν μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, τό βάδισμα στά ἴχνη Του.
Ἀντιπροσωπεύοντας ὅλες αὐτές τίς ἀφανεῖς ὁσιακές μορφές, στό πάνω μέρος τῆς εἰκόνας, καί στά δεξιά καί στ’ ἀριστερά, ἀπεικονίσθηκαν οἱ κορυφές μερικῶν κεφαλῶν, ἐστεμμένων μέ φωτοστέφανα, χωρίς νά φαίνονται τά πρόσωπα ἤ νά ὑπάρχει ἐπιγραφή. Τά ὀνόματά τους «μόνος Θεός γινώσκει» καί εἶναι γραμμένα ἀνεξίτηλα «ἐν βίβλῳ ζωῆς».
Στή βάση τῆς εἰκόνας, μέ νατουραλιστικό σχεδόν τρόπο καί μέ τή χρήση φωτογραφιῶν –προτύπων, ἀποτυπώθηκε ἡ πόλη τῆς Λευκάδας μέ τούς σημαντικότερους ἱερούς τόπους τοῦ λευκαδίτικου ἁγιολογίου: τήν Ἱερά Μονή Φανερωμένης, ὅπου φυλάσσεται ἡ πάντιμη εἰκόνα τῆς Κυρᾶς τοῦ νησιοῦ, ὅπου συνέτριψαν οἱ Ἅγιοι Ἡρωδίων καί Σωσίων τό ξόανο τῆς «θεᾶς» Ἀρτέμιδος τῆς Λευκαδίας, ὅπου ἐγκαταβίωσαν οἱ δύο ἐκ τῶν πέντε Θεοφόρων Πατέρων, ὅπως εἴπαμε· τό Ἱερό Ἡσυχαστήριο τῶν (ὑπολοίπων τριῶν) Ἁγίων Πατέρων· τό σπηλαιῶδες ἐξωκλήσι τοῦ Ἅη-Γιάννη τοῦ Ἀντζούση, στήν ὁμώνυμη βορειοδυτική παραλία τῆς πόλεως καί, τέλος, καλλιτεχνικῇ ἀδείᾳ ἑνωμένο μέ τό νησί τῆς Λευκάδας, «τό ἐν Λευκάδι φρούριον τῆς Ἁγίας Μαύρας», μέ τόν φερώνυμο τῆς Ἁγίας ναό.
Ἐπίσης, στή θάλασσα πού ἁπλώνεται στό κατώτερο μέρος τῆς εἰκόνας, ἀπεικονίζονται δύο πλεούμενα μέ πάνσεπτα «φορτία». Στό ἕνα, ἐξ ἀριστερῶν, ἐπιβαίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ τούς «ἐν Κυρίῳ συνεργούς» του, Ἀποστόλους Ἀκύλα καί Ἡρωδίωνα καί τόν Ἅγιο Σωσίωνα, πρῶτο ἐπίσκοπο Λευκάδος. Μοιάζει νά εἶναι «ἡ ναῦς (τό πλοῖο) τῆς Ἐκκλησίας», πού κατευθύνεται γιά νά προσορμισθεῖ στά φιλόξενα, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἀκρογιάλια τῶν λευκαδίτικων ψυχῶν. Στό δεύτερο, στά δεξιά μας, ἀπεικονίζεται μιά σπουδαία καί κομβικῆς, γιά τήν τοπική μας ἐκκλησιαστική ἱστορία, σημασίας μορφή, ἡ βυζαντινοσέρβα βασίλισσα Ἑλένη Παλαιολογίνα –Βράνκοβιτς, μέ τό συνοδό της, ἱστορικό τῆς Ἁλώσεως, Γεώργιο Φραντζῆ καί τή θυγατέρα της, Μηλίτσα, πού πηγαίνει ὡς ὑποψήφια νύφη στό νησί. Ἡ βασίλισσα Ἑλένη, πού συνέβαλε στήν οἰκοδόμηση μονῶν καί ναῶν στή Λευκάδα, μέ τή στήριξη τοῦ γαμπροῦ της, ἡγεμόνα τοῦ νησιοῦ, Λεονάρδου Γ΄ Τόκκου, κρατάει στά χέρια της τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Μαύρας, ἡ ὁποία διέσωσε τό πλεούμενο καί τή βασιλική συνοδεία ἀπό καταποντισμό.
Εὐελπιστοῦμε ὅτι ἡ εἰκόνα αὐτή, πού προβάλλει μέ τέτοια ἀξιοζήλευτη ἐνάργεια τούς μόνους ἀλάνθαστους ὁδοδεῖκτες μας πρός τήν ὄντως Ζωή, τούς Ἁγίους τοῦ τόπου μας, θά μᾶς βοηθήσει νά προσανατολιστοῦμε καί πάλι πρός τό σωτήριο, ἀλλά –φεῦ!- τόσο λησμονημένο στίς μέρες μας, ὅραμα τῆς ἁγιότητας.