Του Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές παραβολές των Ευαγγελίων ο Χριστός παρομοιάζει τον Θεό με τον βασιλιά (Ματθ. 18, 23) , ο οποίος καλεί τους δούλους του, για να του αποδώσουν λογαριασμό σε σχέση με τα δάνεια τα οποία είχαν λάβει από εκείνον. Τα δάνεια δίδονταν για να προμηθευθούν οι δούλοι σπόρους για να φυτέψουν τους αγρούς και να ζήσουν τις οικογένειές τους. Από τα χρήματα, τα οποία ελάμβαναν από την σπορά, έδιναν στον δανειστή το ανάλογο ποσό για να ξεχρεώσουν και με τα υπόλοιπα ζούσαν τις οικογένειές τους. Φαίνεται πως ο βασιλιάς ήταν πλούσιος, αλλά και γενναιόδωρος, διότι στην απόδοση του λογαριασμού εμφανίστηκε κάποιος δούλος, ο οποίος του όφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα, ποσό τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Ο βασιλιάς δεν βιαζόταν να λάβει πίσω τα όσα του είχε δώσει, αλλά εξακολουθούσε να του δανείζει, με την ευσπλαχνία και την γενναιοδωρία ότι ο δούλος θα είχε το φιλότιμο να επιστρέψει τα οφειλόμενα. Σε ανύποπτο όμως χρόνο, γίνεται η απόδοση του λογαριασμού και ο δούλος βρίσκεται οφειλέτης και αδυνατών να επιστρέψει τα όσα έλαβε. Η ποινή είναι ο εξανδραποδισμός του, η πώλησή του ως δούλου πλέον και όχι μόνο του ιδίου, αλλά και της οικογενείας του, προκειμένου να αποδοθεί το οφειλόμενο ποσό. Όμως ο δούλος παρακαλεί τον βασιλιά να μην προχωρήσει στην τιμωρία αυτή, αλλά να του δώσει χρόνο για να εξοφλήσει το χρέος του. Και ο βασιλιάς δείχνει μακροθυμία και όχι μόνο δεν τον τιμωρεί, αλλά του χαρίζει και το ποσό. Τότε εκείνος βρίσκει έναν σύνδουλο, ο οποίος του όφειλε ένα ασήμαντο ποσό και όχι μόνο δεν του δείχνει ευσπλαχνία, αλλά τον φυλακίζει για να του επιστρέψει το μικρό ποσό που του όφειλε. Οι άλλοι δούλοι ενημερώνουν τον βασιλιά για την αδικία και εκείνος καλεί τον αχάριστο δούλο, του επισημαίνει την ασπλαχνία του και τον παραδίδει στους βασανιστές, επαναφέροντας το υπέρογκο χρέος του.
Το δάνειο του Θεού στον άνθρωπο είναι ο ιστορικός και ο πνευματικός χρόνος. Ο ιστορικός χρόνος είναι η δυνατότητα της ζωής, των αγαθών, των σχέσεων που ο άνθρωπος αναπτύσσει με τους συνανθρώπους του, κάθε τι με το οποίο μπορούμε να νοηματοδοτήσουμε την παρουσία μας στην κοινωνία. Ο πνευματικός χρόνος έγκειται στην δυνατότητα της σωτηρίας, δηλαδή της αιώνιας κοινωνίας με το Θεό στη βασιλεία Του. Και οι δύο χρόνοι διαπλέκονται, είναι άμεσα συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Ο ιστορικός χρόνος γίνεται πνευματικός, εάν πορευόμαστε σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Και ο πνευματικός χρόνος ξεκινά από την ιστορία και συνεχίζεται στην αιωνιότητα.
Και οι δύο χρόνοι προϋποθέτουν την δουλεία μας στο Θεό. Δουλεία δεν σημαίνει ανελευθερία ή σκλαβιά, αλλά αναγνώριση του Θεού ως του Δοτήρος της Ζωής. Ως του δανειστή. Και ο Θεός δεν δανείζει με μέτρο, αλλά γενναιόδωρα, απλόχερα. Ακόμη και αν τα αγαθά του ιστορικού χρόνου δεν φαίνονται πάντοτε πολλά, τα αγαθά του πνευματικού χρόνου είναι χωρίς όριο. Ο δανειστής Θεός δεν είναι τοκογλύφος ούτε τραπεζίτης. Ζητά τα δάνειά του σε χρόνο που Εκείνος γνωρίζει κι ενώ υπάρχουν κανόνες που επιβάλλουν ποινές σε όσους δεν μπορούν να επιστρέψουν το κεφάλαιο που τους έχει δοθεί και που δεν είναι άλλο από την Αγάπη, ο Θεός παραμένει φιλεύσπλαχνος. Αν ο άνθρωπος Του το ζητήσει, χαρίζει κάθε τι που του οφείλεται. Ενώ ο άνθρωπος λαμβάνει πολύν ιστορικό χρόνο, με την προοπτική να τον μεταποιήσει σε πνευματικό, όταν έρχεται η ώρα της αποδόσεως του λογαριασμού, τότε διαπιστώνει ότι δεν επένδυσε καθόλου πνευματικά, αλλά έζησε τη ζωή του μακριά από το Θεό. Κι όμως. Αρκεί ένας λόγος παρακλήσεως, ένα «Μνήσθητί μου», για να επιδείξει ο Θεός τέτοια φιλευσπλαχνία, που να του διαγράψει όλο το χρέος και να του δώσει ακέραιο τον πνευματικό χρόνο της αιωνιότητας.
Εκεί όμως υπάρχει ένα κριτήριο, που έχει να κάνει με τον ίδιο τον άνθρωπο. Είναι η αγάπη και η φιλευσπλαχνία του καθενός. Ο Θεός είναι πρόθυμος να διαγράψει το χρέος και να προσφέρει την χαρά της βασιλείας Του, αρκεί ο άνθρωπος να διαγράψει τα χρέη που του οφείλουν οι άλλοι, εν αγάπη. «Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Χωρίς αγάπη δεν μπορούμε να εισέλθουμε στον πνευματικό χρόνο της βασιλείας του Θεού. Χωρίς αγάπη, που γίνεται συγχωρητικότητα και φιλευσπλαχνία, ο ιστορικός μας χρόνος μετατρέπεται σε πορεία βασάνων. Και είναι ελάχιστα αυτά που μας οφείλουν οι άλλοι, σε σχέση με τα όσα οφείλουμε εμείς στο Θεό.
Στην πραγματικότητά μας βιώνουμε την τραγωδία της οικονομικής κρίσης. Δεν μας δάνεισε υλικά αγαθά ο Θεός, αλλά οι άνθρωποι και, μάλιστα, άλλοι λαοί, σκληρόκαρδοι, που δεν πιστεύουν σ’ Εκείνον. Εμείς υποταχθήκαμε , μέσω από τα υλικά αγαθά, στον ιστορικό χρόνο του «εδώ και τώρα» και λησμονήσαμε τον πνευματικό χρόνο. Και τώρα δεν αποδίδουμε λογαριασμό στο Θεό, αλλά στους δανειστές μας, οι οποίοι θυμίζουν τον αχάριστο δούλο της παραβολής. Διότι κι εκείνοι χρωστούν στο Θεό τον πλούτο που στον ιστορικό χρόνο επέτρεψε να έχουν. Και η ίδια η ιστορία μας διδάσκει ότι αυτοί που είναι ισχυροί, αλλά άσπλαχνοι, παρέρχεται η δόξα τους. Εμείς όμως χρειάζεται να ξαναβρούμε το νόημα του πνευματικού χρόνου και να επανέλθουμε στη σχέση μας με το Θεό, παρακαλώντας Τον να μεριμνήσει για μας. Να μας αφήσει τα όσα του οφείλουμε εξαιτίας της αμαρτίας μας, για να εισέλθουμε στη βασιλεία Του, ελπίζοντας ότι θα νικηθεί η σκληρότητα των όποιων δανειστών μας. Αλλά ακόμη κι αν δεν γίνει αυτό, η ευχή μας πρέπει να είναι ο Θεός να επιτρέψει να έχουμε τον χρόνο να αποδώσουμε και σ’ Εκείνον και σ’ εκείνους ό,τι χρωστούμε, με την προοπτική να ξαναβρούμε τον προσανατολισμό μας, που είναι η αναγνώριση του Θεού ως του Δοτήρα της ζωής και της αγάπης. Γιατί κι εκείνοι τελικά και εμείς χρειάζεται να αποφύγουμε να ακουστεί για μας ο λόγος του Χριστού: «ουκ έδει σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου;».
Το δάνειο του Θεού στον άνθρωπο είναι ο ιστορικός και ο πνευματικός χρόνος. Ο ιστορικός χρόνος είναι η δυνατότητα της ζωής, των αγαθών, των σχέσεων που ο άνθρωπος αναπτύσσει με τους συνανθρώπους του, κάθε τι με το οποίο μπορούμε να νοηματοδοτήσουμε την παρουσία μας στην κοινωνία. Ο πνευματικός χρόνος έγκειται στην δυνατότητα της σωτηρίας, δηλαδή της αιώνιας κοινωνίας με το Θεό στη βασιλεία Του. Και οι δύο χρόνοι διαπλέκονται, είναι άμεσα συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Ο ιστορικός χρόνος γίνεται πνευματικός, εάν πορευόμαστε σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Και ο πνευματικός χρόνος ξεκινά από την ιστορία και συνεχίζεται στην αιωνιότητα.
Και οι δύο χρόνοι προϋποθέτουν την δουλεία μας στο Θεό. Δουλεία δεν σημαίνει ανελευθερία ή σκλαβιά, αλλά αναγνώριση του Θεού ως του Δοτήρος της Ζωής. Ως του δανειστή. Και ο Θεός δεν δανείζει με μέτρο, αλλά γενναιόδωρα, απλόχερα. Ακόμη και αν τα αγαθά του ιστορικού χρόνου δεν φαίνονται πάντοτε πολλά, τα αγαθά του πνευματικού χρόνου είναι χωρίς όριο. Ο δανειστής Θεός δεν είναι τοκογλύφος ούτε τραπεζίτης. Ζητά τα δάνειά του σε χρόνο που Εκείνος γνωρίζει κι ενώ υπάρχουν κανόνες που επιβάλλουν ποινές σε όσους δεν μπορούν να επιστρέψουν το κεφάλαιο που τους έχει δοθεί και που δεν είναι άλλο από την Αγάπη, ο Θεός παραμένει φιλεύσπλαχνος. Αν ο άνθρωπος Του το ζητήσει, χαρίζει κάθε τι που του οφείλεται. Ενώ ο άνθρωπος λαμβάνει πολύν ιστορικό χρόνο, με την προοπτική να τον μεταποιήσει σε πνευματικό, όταν έρχεται η ώρα της αποδόσεως του λογαριασμού, τότε διαπιστώνει ότι δεν επένδυσε καθόλου πνευματικά, αλλά έζησε τη ζωή του μακριά από το Θεό. Κι όμως. Αρκεί ένας λόγος παρακλήσεως, ένα «Μνήσθητί μου», για να επιδείξει ο Θεός τέτοια φιλευσπλαχνία, που να του διαγράψει όλο το χρέος και να του δώσει ακέραιο τον πνευματικό χρόνο της αιωνιότητας.
Εκεί όμως υπάρχει ένα κριτήριο, που έχει να κάνει με τον ίδιο τον άνθρωπο. Είναι η αγάπη και η φιλευσπλαχνία του καθενός. Ο Θεός είναι πρόθυμος να διαγράψει το χρέος και να προσφέρει την χαρά της βασιλείας Του, αρκεί ο άνθρωπος να διαγράψει τα χρέη που του οφείλουν οι άλλοι, εν αγάπη. «Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Χωρίς αγάπη δεν μπορούμε να εισέλθουμε στον πνευματικό χρόνο της βασιλείας του Θεού. Χωρίς αγάπη, που γίνεται συγχωρητικότητα και φιλευσπλαχνία, ο ιστορικός μας χρόνος μετατρέπεται σε πορεία βασάνων. Και είναι ελάχιστα αυτά που μας οφείλουν οι άλλοι, σε σχέση με τα όσα οφείλουμε εμείς στο Θεό.
Στην πραγματικότητά μας βιώνουμε την τραγωδία της οικονομικής κρίσης. Δεν μας δάνεισε υλικά αγαθά ο Θεός, αλλά οι άνθρωποι και, μάλιστα, άλλοι λαοί, σκληρόκαρδοι, που δεν πιστεύουν σ’ Εκείνον. Εμείς υποταχθήκαμε , μέσω από τα υλικά αγαθά, στον ιστορικό χρόνο του «εδώ και τώρα» και λησμονήσαμε τον πνευματικό χρόνο. Και τώρα δεν αποδίδουμε λογαριασμό στο Θεό, αλλά στους δανειστές μας, οι οποίοι θυμίζουν τον αχάριστο δούλο της παραβολής. Διότι κι εκείνοι χρωστούν στο Θεό τον πλούτο που στον ιστορικό χρόνο επέτρεψε να έχουν. Και η ίδια η ιστορία μας διδάσκει ότι αυτοί που είναι ισχυροί, αλλά άσπλαχνοι, παρέρχεται η δόξα τους. Εμείς όμως χρειάζεται να ξαναβρούμε το νόημα του πνευματικού χρόνου και να επανέλθουμε στη σχέση μας με το Θεό, παρακαλώντας Τον να μεριμνήσει για μας. Να μας αφήσει τα όσα του οφείλουμε εξαιτίας της αμαρτίας μας, για να εισέλθουμε στη βασιλεία Του, ελπίζοντας ότι θα νικηθεί η σκληρότητα των όποιων δανειστών μας. Αλλά ακόμη κι αν δεν γίνει αυτό, η ευχή μας πρέπει να είναι ο Θεός να επιτρέψει να έχουμε τον χρόνο να αποδώσουμε και σ’ Εκείνον και σ’ εκείνους ό,τι χρωστούμε, με την προοπτική να ξαναβρούμε τον προσανατολισμό μας, που είναι η αναγνώριση του Θεού ως του Δοτήρα της ζωής και της αγάπης. Γιατί κι εκείνοι τελικά και εμείς χρειάζεται να αποφύγουμε να ακουστεί για μας ο λόγος του Χριστού: «ουκ έδει σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου;».