ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος Γέροντας επισκέφθηκε έναν από τους Πατέρες. Έψησε εκείνος λίγα όσπρια να τον φιλοξενήσει. Όταν έδυσε ο ήλιος, πρότεινε στον επισκέπτη να πουν την προσευχή τους, πριν καθίσουν στην τράπεζα. Ο άλλος δέχτηκε πρόθυμα. Άρχισαν. Τότε ο μεν ένας είπε απ’ έξω ολόκληρο το ψαλτήρι, ενώ ο άλλος αποστήθισε τους δυο μεγάλους Προφήτες. Έτσι ξημερώθηκαν και έφυγε ο επισκέπτης χωρίς κανένας από τους δυο να θυμηθεί το φαγητό, που τους περίμενε στην τράπεζα.
ΕΝΑΣ αρχάριος Μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα πως σε μερικούς ανθρώπους έχει δοθεί το χάρισμα να βλέπουν αποκαλύψεις και να μαθαίνουν ουράνια μυστήρια.
- Μη μακαρίζεις μόνο αυτούς, παιδί μου, αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας, μα πιο πολύ εκείνους που βλέπουν διαρκώς τις αμαρτίες τους, ανακαλύπτουν τις αδυναμίες τους και γνωρίζουν καλά τον εαυτό τους.
- Πριν λίγες μέρες, Αββά, είπε πάλι ο Αδελφός, είδα ένα Μοναχό να βγάζει δαιμόνιο από κάποιον άρρωστο και τον εθαύμασα.
- Εγώ δεν επιθύμησα ποτέ, αποκρίθηκε ο Γέροντας, να διώχνω δαιμόνια και να γιατρεύω αρρώστιες. Παρακαλώ μόνο τον Θεό να μη γίνω ο ίδιος περίγελος του Σατανά και αγωνίζομαι να καθαρίσω το μυαλό μου από πονηρές σκέψεις. Αν το κατορθώσω, τότε θα είμαι άξιος θαυμασμού. Όποιος πετύχει να καθαρίσει την ψυχή του από αμαρτίες και αγαπά τον Θεό και τον πλησίον του, θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή μαζί με τους θαυματουργούς Πατέρες.
- Πριν λίγες μέρες, Αββά, είπε πάλι ο Αδελφός, είδα ένα Μοναχό να βγάζει δαιμόνιο από κάποιον άρρωστο και τον εθαύμασα.
- Εγώ δεν επιθύμησα ποτέ, αποκρίθηκε ο Γέροντας, να διώχνω δαιμόνια και να γιατρεύω αρρώστιες. Παρακαλώ μόνο τον Θεό να μη γίνω ο ίδιος περίγελος του Σατανά και αγωνίζομαι να καθαρίσω το μυαλό μου από πονηρές σκέψεις. Αν το κατορθώσω, τότε θα είμαι άξιος θαυμασμού. Όποιος πετύχει να καθαρίσει την ψυχή του από αμαρτίες και αγαπά τον Θεό και τον πλησίον του, θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή μαζί με τους θαυματουργούς Πατέρες.
ΕΠΙΘΥΜΕΙΣ αδελφέ να διώχνεις δαιμόνια; Ρώτα α Αββας Πιτυρίων, ο μαθητής του Οσίου Αντωνίου. Μάθε τώρα να υποτάσσεις τα πάθη σου. Όποιο πάθος βγάλεις από μέσα σου, διώχνεις μαζί και το δαιμόνιο που το προκαλεί, γιατί κάθε πάθος έχει και το δαιμόνιο του. Νικώντας τα πάθη, διώχνεις και τον διάβολο που τα υποκινεί.
ΛΕΓΟΥΝ πως από θεια προτροπή αγάπησε τόσο πολύ την ησυχία τούτος ο Όσιος. Ενώ προσηύχετο μια μέρα και παρακαλούσε τον Θεό να του υποδείξει με ποιο τρόπο βέβαιο θα εύρισκε την σωτηρία του, άκουσε φωνή να του λέγει. - Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε. Αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας.
ΛΕΝΕ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ για τον μακάριο Παμβώ: Ενώ ήταν πολύ μελετημένος και γνώριζε καλά την Αγια Γραφή, δεν έδινε ποτέ παρευθύς απάντηση, όταν τύχαινε να του ζητήσουν την εξήγηση κάποιου γραφικού ρητού. - Αφήστε με να σκεφτώ πρώτα, έλεγε. Περνούσαν πολλές εβδομάδες προτού δώσει απόκριση. Έτσι οι ερμηνείες που έκανε με τόση περίσκεψη ήταν γεμάτες σοφία, που του χάριζε το Άγιο Πνεύμα. Οι Αδελφοί τις δέχονταν με πολλή ευλάβεια σαν να είχαν βγει από το στόμα του Θεού.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΟΦΙΑ, γράφει ο Αββας Ησαΐας ο Αναχωρητής, να ξέρει κανείς να συζητεί αριστοτεχνικά. Σοφία είναι να ξέρεις ποτέ πρέπει να μιλήσεις και τι πρέπει να πεις. Δείχνε πως είσαι αμαθείς, για να αποφύγεις πολλούς κόπους. Πολλές ανώφελες σκοτούρες έχει εκείνος που παρουσιάζει τον εαυτό του πολυμαθή. Μη καυχάσαι για πολυμάθεια, γιατί είναι περισσότερα εκείνα που δεν ξέρεις από εκείνα που έχεις μάθει.
ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποιο Γέροντα, ποιο είναι το έργο της ξενιτείας και εκείνος, αντί άλλης απαντήσεως, διηγήθηκε το ακόλουθο περιστατικό: Ένας νέος άφησε την πατρίδα του και ξενιτεύτηκε για τον Χριστό. Πήγε σε μια σκήτη βαθιά στην έρημο και ζήτησε να γίνει Μοναχός. Τον δέχτηκαν. Οι αδελφοί της σκήτης είχαν έθιμο να τρώγουν κάθε Κυριακή, ύστερα από τη Θεια Λειτουργία, όλοι μαζί σε κοινό τραπέζι. Πήγε και ο ξένος να καθίσει μαζί τους την πρώτη Κυριακή που βρέθηκε στην εκκλησία.
- Ποιος είναι αυτός; Ρωτούσαν μεταξύ τους οι Μοναχοί. Ποιος τον προσκάλεσε να φάει;
Επειδή κανένας δεν τον ήξερε, του είπαν να σηκωθεί να φυγή. Ο νέος χωρίς αντίρρηση έφυγε αμέσως. Σε λίγο όμως μετανόησαν οι Αδελφοί για την συμπεριφορά τους στον ξένο και έστειλαν να τον φέρουν πίσω. Εκείνος παρευθύς εγύρισε. Εθαύμασαν την ακακία του οι Μοναχοί και όταν τελείωσε το φαγητό τον ρώτησαν:
- Τι να σκέφτηκες τάχα, Αδελφέ, όταν σε διώξαμε από το τραπέζι και πάλι σε φέραμε πίσω;
- Σκέφτηκα, αποκρίθηκε με απλότητα εκείνος, πως δεν είμαι καλλίτερος από το σκυλί που φεύγει, σαν το διώχνουν, και όταν πάλι το φωνάζουν έρχεται
- Ποιος είναι αυτός; Ρωτούσαν μεταξύ τους οι Μοναχοί. Ποιος τον προσκάλεσε να φάει;
Επειδή κανένας δεν τον ήξερε, του είπαν να σηκωθεί να φυγή. Ο νέος χωρίς αντίρρηση έφυγε αμέσως. Σε λίγο όμως μετανόησαν οι Αδελφοί για την συμπεριφορά τους στον ξένο και έστειλαν να τον φέρουν πίσω. Εκείνος παρευθύς εγύρισε. Εθαύμασαν την ακακία του οι Μοναχοί και όταν τελείωσε το φαγητό τον ρώτησαν:
- Τι να σκέφτηκες τάχα, Αδελφέ, όταν σε διώξαμε από το τραπέζι και πάλι σε φέραμε πίσω;
- Σκέφτηκα, αποκρίθηκε με απλότητα εκείνος, πως δεν είμαι καλλίτερος από το σκυλί που φεύγει, σαν το διώχνουν, και όταν πάλι το φωνάζουν έρχεται
ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ Πατήρ: Ο ταπεινόφρων ταπεινώνει τους δαίμονες. Ο υπερήφανος περιπαίζεται από αυτούς.