Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Ήθη και έθιμα του Δωδεκαημέρου στον Πόντο

Τά Χριστούγεννα στόν Πόντο ἦταν μία ἀπό τίς σημαντικότερες γιορτές, γι’ αὐτό γιορτάζονταν μέ μεγαλοπρέπεια. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔδινε ἐλπίδες στούς Πόντιους γιά τή σωτηρία καί τήν ἀπελευθέρωσή τους. Οἱ προετοιμασίες ξεκινοῦν πολλές ἡμέρες πρίν. Τά παιδιά ἔφτιαχναν τό χριστουγεννιάτικο καράβι, τό ὁποῖο περιέφεραν τραγουδώντας τά ποντιακά κάλαντα. Τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων σταματοῦσαν κάθε ἐξωτερική δουλειά καί συμπλήρωναν τίς τελευταῖες λεπτομέρειες γιά τή μεγάλη γιορτή. Γινόταν εἰδική καθαριότητα, λούσιμο, χτένισμα, κόψιμο νυχιῶν, καί, ὅταν τελείωναν αὐτά, οἱ μικρότεροι ξεκινοῦσαν γιά τό καθιερωμένο χειροφίλημα, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς γεροντότερους, ἀπό τόν παπποῦ, τή γιαγιά, τόν πατέρα, τή μητέρα, τούς θείους, τίς θεῖες καί ὅσους βρίσκονταν στό σπίτι. Δέν ξεχνοῦσαν ποτέ τόν νονό καί τή νονά, γιατί ὅλο καί κάτι θά τούς ἔδινε. Τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων τά παιδιά ξεχύνονταν σέ ὅλες τίς πόρτες τοῦ χωριοῦ καί ἔλεγαν τά κάλαντα. Τό πρωί στίς τέσσερις χτυποῦσε ἡ καμπάνα γιά νά πᾶνε στήν ἐκκλησία. Ὅλοι φοροῦσαν τά γιορτινά τους, θά ἑτοίμαζαν τά πιό καλά φαγητά τους, θά ἔβαζαν στό…

τζάκι τό «χριτοκούρ», πού θά τό ἄναβαν μόλις χτυποῦσε ἡ καμπάνα καί θά κρατοῦσαν ἀναμμένη τή φωτιά τίς τρεῖς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων.

Τό ἔθιμο τοῦ χριστουγεννιάτικου δέντρου ἦταν γνωστό στόν Πόντο καί μάλιστα στήν Ἀργυρούπολη καί σέ πολλά χωριά τῆς περιοχῆς. Ἐπίσης στά Πλάτανα, τό μεταλλεῖο Ταύρου (Μπουγά Ματέν), στά χωριά τῆς Ματσούκας, στήν Τραπεζούντα καί στά γύρω χωριά, σέ πολλά χωριά τοῦ Κάρς, στήν Κερασούντα, τά Κοτύωρα. Ὁ στολισμός γινόταν διαφορετικός σέ κάθε περιοχή π.χ. στή Σάντα ἔκοβαν θάμνους ἀπό ἔλατο καί στίς μύτες τῶν φύλλων τοποθετοῦσαν φουντούκια.

Στήν Τραπεζούντα στόλιζαν ἔλατο μέ κλαδιά ἐλιᾶς καί στίς ἄκρες τοποθετοῦσαν φουντούκια, στήν Ἴμερα καί στήν Τσολόχενα κλαδιά φουντουκιᾶς, τά ὁποῖα ἔβαζαν σταυρωτά σέ δέντρο ἀπό πεῦκο.

Μερικές μέρες νωρίτερα μαζεύονταν παρέες – παρέες καί προπονοῦνταν στό ψάλσιμο, κατάστρωναν τό πρόγραμμα καί τό δρομολόγιο καί ἔπαιρναν γύρω τά σπίτια καί «τά ’λεγαν» – ἐθύμιζαν. Ὅλες οἱ παρέες εἶχαν φαναράκια χάρτινα, χρωματιστά, πού προσέδιδαν στή γιορταστική βραδιά τόνο χαρμόσυνο καί ὄψη φαντασμαγορική. Ἐάν τύχαινε νά χιονίζει τό θέαμα ἦταν γραφικότατο.

Στήν Τραπεζούντα τά Χριστούγεννα ὅλοι οἱ Ἕλληνες τά γιόρταζαν ἑνωμένοι, μέσα σέ κλίμα θρησκευτικῆς καί ἐθνικῆς φόρτισης. Τό βράδυ ἔκλειναν τά καταστήματά τους καί τά παιδιά κρατώντας πολύχρωμα φαναράκια ἔλεγαν τά κάλαντα. Τό ξημέρωμα τῆς χριστουγεννιάτικης νύχτας, ἑκατοντάδες πιστοί γέμισαν τίς ἐκκλησίες. Ἡ ἀπόλυση γινόταν μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου· ἡ ἡμέρα ἦταν ἀφιερωμένη στήν οἰκογένεια.

Στά Σούμερνα, τά κάλαντα τά ἔλεγαν μεγάλοι ἄνδρες πηγαίνοντας τή νύχτα τῶν Χριστουγέννων στά σπίτια καί τά ἔσοδα πού μάζευαν τά ἔδιναν στά σχολεῖα.

Στή Νικόπολη ὅλοι οἱ ἄνδρες μετά τήν ἀπόλυση τῆς ἐκκλησίας περνοῦσαν ἀπό τό σπίτι τοῦ ἱερέα καί τοῦ εὔχονταν μακροβιότητα, ζητώντας τήν εὐλογία του.

Στή Χαλδία ἔλεγαν τό τραγούδι «Ἔρθεν κι ὁ Χριστιεννάρτς, ἡ τρυγόνα, ἔπαρ’ τήν χαράν σ΄ ὀμμάτ΄ τς» μέ τό ὁποῖο παρακινοῦσαν τή νέα νά λάβει ὑπόψη τό γάμο μέ τόν ἐρχομό τῶν Χριστουγέννων.

Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες τό γιορτινό τραπέζι ἦταν γεμάτο μέ χουρμάδες, μέλι, πετμέζι, καρύδια, ἀμύγδαλα, κάστανα, λουκούμια, παστέλια, σαραγλί, κανταΐφια, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες.

Πρωτοχρονιά

Ἡ Πρωτοχρονιά στόν Πόντο γιορταζόταν μέ μεγαλοπρέπεια. Τό κάθε σπίτι εἶχε ἀποθηκεύσει τρόφιμα καί ποτά γιά ὅλους, ἄς ἦταν καί φτωχικό. Οἱ προετοιμασίες, ἰδιαίτερα τῶν δώρων γιά τά παιδιά, ξεκινοῦσαν πολλές μέρες πρίν. Καθώς ἤθελαν τίς ἅγιες μέρες ὅλοι οἱ συγχωριανοί νά εἶναι εὐτυχισμένοι, βοηθοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἰδιαίτερα δέ τόν γείτονά τους, ἀφοῦ ἔλεγαν «κάλλιο κακός χρόνος,

παρά κακός γείτονας». Ἡ εὐχή τίς ἡμέρες αὐτές ἦταν «ὁ Θεός ὅλεν τόν κόσμον κι ἐμᾶς πά νά μήν ἀνασπᾶλλ’». Τά κάλαντα τά παιδιά τά ἔψελναν τήν παραμονή. Σέ πολλά μέρη τοῦ Πόντου, ὅπως στά Σούρμενα, νέοι καί ἔφηβοι μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἔφορο τοῦ σχολείου ἔλεγαν τά κάλαντα καί μάζευαν χρήματα γιά τό σχολεῖο. Χαρακτηριστικό τῆς γιορτῆς τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς ἦταν ὅτι οἱ οἰκογένειες δέν συνήθιζαν νά στρώνουν τό τραπέζι μέ φαγητά, φροῦτα καί ποτά. Παράδοση ἦταν νά κάνουν τότε κουλουράκια καί τσουρέκια, ἐνῷ μετά τό θύμισμαν ἔκοβαν τή βασιλόπιτα, μέσα στήν ὁποία ἔβαζαν νόμισμα ἀσημένιο ἤ χρυσό. Τό κόψιμο τῆς πίτας εἶχε σοβαρότητα καί τήν ἐπισημότητα τῆς οἰκογενειακῆς τελετῆς: πρῶτα τή σταύρωναν καί ἔπειτα, ὀνομάζοντας φωναχτά ἐκεῖνον γιά τόν ὁποῖον προοριζόταν τό κομμάτι, τήν ἔκοβαν. Ἔβγαζαν πρῶτο τό κομμάτι τῆς Παναγίας καί ἔπειτα ἱεραρχικά, μέ σειρά ἡλικίας. Δέν ξεχνοῦσαν καί τά ξενιτεμένα μέλη τῆς οἰκογένειας. Μικροί-μεγάλοι, μόλις παίρνανε τό κομμάτι τους, ἄρχιζαν μέ ἀνυπομονησία «ἀνασκαφές». Σέ ὅποιον ἔπεφτε τό νόμισμα, τό θεωροῦσαν πώς θά πάει καλά ἡ χρονιά. Ἄν ἦταν κόρη τῆς ἡλικίας ἔλεγαν ὅτι θά ἀνοίξει ἡ τύχη της. Ἐάν ἔπεφτε στήν Παναγία, ἦταν καλό σημάδι γιά τήν οἰκογένεια.

Τά Θεοφάνια

Τά Θεοφάνια (τά Φῶτα, ἔλεγαν στόν Πόντο) ἦταν μία ἀπό τίς πιό λαμπρές γιορτές τῆς χριστιανοσύνης καί ὁ ἐκκλησιασμός ἔπαιρνε ἕνα ἰδιαίτερα πανηγυρικό χρῶμα. Τήν παραμονή τῶν Φώτων γινόταν μέσα στήν ἐκκλησία ὁ ἁγιασμός τῶν ὑδάτων, πάνω σέ μία ἐξέδρα στολισμένη μέ κλαδιά. Δέν ὑπῆρχε οἰκογένεια νά μήν ἔπαιρνε ἁγιασμό, πού τόν διατηροῦσαν ὅλον τόν χρόνο στό εἰκονοστάσι γιά φάρμακο, γιατί πίστευαν στήν ἰαματική του δύναμη. Τόν χρησιμοποιοῦσαν ἀκόμη καί γιά νά μεταλάβουν κανέναν ἑτοιμοθάνατο, ὅταν δέν προλάβαινε ὁ παπᾶς. Τόν ἁγιασμό τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων δέν ἐπιτρεπόταν νά φυλάξουν, μόνο πίνανε λιγάκι, ὁ δεύτερος ἁγιασμός ἦταν ἀποτελεσματικός: «τό δεύτερον κι ἄλλο δυνατό εἶν’». Τήν παραμονή ὁ παπᾶς γυρνοῦσε στά σπίτια καί τ’ ἁγίαζε μέ τήν ἁγιαστούρα του, ψάλλοντας τό «Ἐν Ἰορδάνη…», ἐνῷ οἱ πιστοί ἔριχναν κέρματα «ἀπέσ’ σό [ἀρχάτσ’», τό ὁποῖο

κρατοῦσε ἕνα μικρό ἀγόρι πού συνόδευε τόν παπᾶ. Ἐπίσης, τήν παραμονή στόν Πόντο κρατοῦσαν μεγάλη νηστεία. Στά Κοτύωρα δέν ἔτρωγαν οὔτε λάδι. Ὅποιον δέν νήστευε, οἱ συγχωριανοί του δέν τόν ἐπισκέπτονταν, καί δέν συμφιλιώνονταν μέ ἐκεῖνον πού ἦταν μαλωμένος. Ἐπιπλέον, τιμοῦσαν τούς νεκρούς, διαφορετικά σέ κάθε περιοχή. Στή Σάντα γινόταν τελετή στή μνήμη τῶν νεκρῶν μέ τό ἄναμμα κεριῶν καί τά στήριζαν σέ κομμάτια ψωμιοῦ ἤ σέ πιατάκια μέ στάρι. Ἡ γιαγιά ἄρχιζε νά ἐκφωνεῖ ὀνόματα νεκρῶν ἀπ’ τό σόι. Ἐπίσης στή Σάντα τά παιδιά γύριζαν ἀπό σπίτι σέ σπίτι καί ἔψαλαν «Σήμερα τά Φῶτα κι ὁ Φωτισμός». Στήν Τραπεζούντα μαζευόνταν ὅλη ἡ οἰκογένεια γύρω ἀπό τό τζάκι, ἄναβαν καί ἕνα κερί γιά κείνους πού τυχόν ξέχασαν ἤ γιά ἐκείνους πού δέν εἶχαν κανέναν νά τούς θυμηθεῖ.

Τήν ἡμέρα τῶν Φώτων τό τραπέζι ἦταν πλούσιο καί ἀπαραίτητο ἦταν τό φαγητό τῶν Θεοφανίων : «κεσκέκ» μαγειρεμένο ἀπό κοπανισμένο σιτάρι καί χωριάτικη κότα. Εἶχε ἕνα ἐπιβλητικό μεγαλεῖο καί ἡ πομπή τῶν παραλιακῶν πόλεων πρός τή θάλασσα, γιά νά παρακολουθήσουν οἱ πιστοί τήν κατάδυση τοῦ Σταυροῦ στή Μαύρη Θάλασσα, ἡ ὁποία πολλές φορές ἦταν φουρτουνιασμένη. Τήν πομπή μαζεύονταν νά δοῦν χιλιάδες κόσμος, ἀκόμη καί Τοῦρκοι. Κατά τήν τελετή ἄφηναν περιστέρια καί ἔριχναν φουσέκια, ἐνῷ οἱ

Στή Σάντα, στήν Ἴμερα καί σέ ἄλλες ὀρεινές περιοχές τόν σταυρό τόν ἔριχναν κατά τήν τελετή τοῦ ἁγιασμοῦ μέσα στήν ἐκκλησία σ’ ἕνα δίλαβον χαλκόν ἤ σό γουρνίν τῆς βρύσης. Μέ τόν ἁγιασμό «ἐφώτιζαν» τά χωράφια, τούς κήπους, τίς μάντρες, τίς ἀχυρῶνες, τά σπίτια. Τό ἀγόρι πού γεννιόταν τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων τό ὀνόμαζαν Φώτη, ἐνῷ τό κορίτσι Φωτεινή. Μέ τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων ἔκλεινε ἡ περίοδος τοῦ Δωδεκαήμερου ἤ καλαντόφωτων, πού ἄρχιζε τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων. νέοι πέφταν στή θάλασσα γιά νά πιάσουν τόν σταυρό. Ὁ νικητής παρέδιδε τόν σταυρό φιλώντας τό χέρι τοῦ παπᾶ καί λάμβανε ἀπό τούς ἐπιτρόπους τῆς ἐκκλησίας μία λίρα δῶρο. Τή στιγμή τῆς κατάδυσης τοῦ σταυροῦ συνήθιζαν νά σκουντοῦν καί νά ρίχνουν στή θάλασσα ἀρρώστους πού ἔπασχαν ἀπό ἐλονοσία (ψυχομέντς): πίστευαν ὅτι ἔτσι θά γίνουν καλά. Κάποτε γινόταν «ἀχπαράγουνταν καί χᾶται τό τέρτ’ν ἀτοῦν». Ἐπίσης καί κάθε λογῆς ἄρρωστοι πλένονταν στή θάλασσα, γιατί πίστευαν ὅτι τούς βοηθοῦν τ’ ἁγιασμένα νερά.

*Ἐφημ. ‘Ποντιακή Γνώμη’, Δέκ. 2009
romnios.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...