Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
Το κοντάκιο της εορτής των Χριστουγέννων, από τα γνωστότερα τροπάρια της Εκκλησίας μας, μας οδηγεί στην επισήμανση σημαντικών και καίριων διαστάσεων της εορτής.
«Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει∙ άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι∙ δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός».
«Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει∙ άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι∙ δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός».
(Η Παρθένος Μαριάμ σήμερα γεννά Αυτόν που είναι πάνω από κάθε κτιστή ουσία και η γη προσφέρει στον απρόσιτο αυτόν Θεό το σπήλαιο. Άγγελοι δοξολογούν το γεγονός μαζί με τους ποιμένες, ενώ οι μάγοι οδοιπορούν (προς τη Βηθλεέμ) με οδηγό το αστέρι. Διότι για εμάς και για τη σωτηρία μας γεννήθηκε ως βρέφος ο προαιώνιος Θεός).
1. Το μυστήριο της γεννήσεως του Κυρίου.
Το πρώτο που διαπιστώνει κανείς, όταν εμβαθύνει στα Χριστούγεννα, είναι ότι πρόκειται περί μεγάλου μυστηρίου∙ περί γεγονότος δηλαδή που υπερβαίνει την οποιαδήποτε αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου, αλλά και κάθε άλλη ικανότητά του. «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον» κατά την έκφραση της υμνολογίας. Και τούτο γιατί μιλάει για τον Θεό που είναι πέρα από κάθε κτιστή, δημιουργημένη πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανείς αυτόνομος ανθρώπινος δρόμος κατανοήσεως του Θεού. Κάτι τέτοιο αν συνέβαινε, θα διέστρεφε την περί Θεού εικόνα, αφού θα υποβίβαζε κι Αυτόν σε κάτι το κτιστό. Στον Χριστιανισμό ο ίδιος ο Θεός φανερώνεται, ενώ ο μόνος δρόμος κατανοήσεώς Του είναι η από το Πνεύμα Του φωτισμένη πίστη.
Ο απόστολος Παύλος διακηρύσσει την παραπάνω αλήθεια. «Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον∙ Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α΄Τιμ. 3, 16). Το μυστήριο ακριβώς αυτό επισημαίνει και το κοντάκιο των Χριστουγέννων, όταν μιλώντας για τον Θεό που γεννάται Τον χαρακτηρίζει «υπερούσιον» (πέρα από κάθε κτιστή ουσία), «απρόσιτον» (κανείς δεν μπορεί να Τον πλησιάσει από μόνος του), «προ αιώνων Θεόν» (αυτοζωή και πηγή της ζωής ως από πάντα υπάρχων).
Η επισήμανση του μυστηρίου μέσα από το κοντάκιο επιτείνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι εκείνη που τίκτει τον υπερούσιο και απρόσιτο Θεό είναι μία απλή γυναίκα, και μάλιστα Παρθένος. Λογικά μία Παρθένος κόρη δεν στέκει να γεννά – τούτο προσκρούει στους ανθρώπινους φυσικούς νόμους. Πολύ περισσότερο δεν στέκει με τη λογική να γεννάται ως άνθρωπος ο Θεός. «Αναμφίβολα είναι φυσικός νόμος να γεννά η γυναίκα μόνον, όταν συνευρεθεί με άντρα∙ όταν όμως μία παρθένος που δεν γνώρισε άντρα γεννήσει και μετά τον τοκετό παραμείνει πάλι παρθένος, αυτό ξεπερνά τους φυσικούς νόμους» (ι. Χρυσόστομος).
Το λογικό όμως αδιέξοδο αίρεται από το γεγονός ότι όλα αυτά τα πέραν της λογικής πραγματοποιούνται όχι βεβαίως με την ανθρώπινη δύναμη, αλλά με τη δύναμη του Θεού. Διά Πνεύματος Αγίου γίνεται άνθρωπος ο Θεός και στον Θεό «ουκ αδυνατήσει παν ρήμα». Με σεβασμό, με πίστη και με ευλαβική σιωπή λοιπόν αποδεχόμαστε το γεγονός, διότι ο ίδιος ο Θεός ευδόκησε τούτο. «Ό,τι εμπίπτει στους φυσικούς νόμους αξίζει να ερευνάται, ό,τι όμως τους ξεπερνά πρέπει να περιβάλλεται με τιμητική σιωπή, όχι βέβαια επειδή του πρέπει απομόνωση, αλλ’ επειδή αξίζει να μένει μυστήριο και να τιμάται χωρίς πολυλογίες» (ι. Χρυσόστομος).
2. Τα Χριστούγεννα μηνύουν ποιος είναι ο Χριστός.
Με βάση τα παραπάνω, φανερώνεται καθαρά το ποιος είναι ο Χριστός. Γεννάται ως παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός, λοιπόν ο τεχθείς είναι ο αληθινός Θεός που έγινε αληθινός άνθρωπος. Με τα Χριστούγεννα δηλαδή διακηρύσσεται η θεμελιώδης πίστη της Εκκλησίας μας, ότι ο Χριστός έχει διπλή φύση, θεϊκή και ανθρώπινη. Ούτε μόνον Θεός είναι ο Χριστός (μονοφυσιτισμός) ούτε μόνον άνθρωπος (νεστοριανισμός). Είναι ο Θεός, το δεύτερο πρόσωπο της αγίας Τριάδος, που πήρε την ανθρώπινη φύση, σώμα και ψυχή, από το πανάχραντο σώμα της Θεοτόκου, χωρίς αμαρτία. Και η πρόσληψη αυτή της ανθρώπινης φύσης έγινε πραγματικά και αληθινά και όχι κατά φαντασία («κατά δόκησιν»), γι’ αυτό και μετά την Ανάληψή Του ο Κύριος συνεχίζει να κρατά, και μάλιστα αιωνίως, την ανθρωπότητά Του, δείχνοντας επιπροσθέτως τη μεγάλη αξία του να είναι κανείς άνθρωπος.
Το «χωρίς αμαρτίας» όμως που είπαμε, αφού γεννάται ο Χριστός εκ Πνεύματος Αγίου και άρα χωρίς να κληρονομήσει την προπατορική αμαρτία ως αναγκαστική ροπή προς την αμαρτία, σημαίνει ότι η αμαρτία δεν είναι φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος γίνεται πραγματικός και αληθινός άνθρωπος στον βαθμό που δεν αμαρτάνει, παίρνοντας τη δύναμη αυτή από την ενσωμάτωσή του στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, με το βάπτισμά του.
3. Συμμετοχή όλου του κόσμου στο μυστήριο.
Στην «εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένου» Γέννηση του Χριστού δεν συμμετέχει μόνον η Παναγία. Συμμετέχουν ακόμη ο πνευματικός κόσμος των αγαθών αγγέλων, η άλογη φύση, καθώς και όλοι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, είτε Ιουδαίοι είτε ειδωλολάτρες. «Η γη προσάγει το σπήλαιον», «οι άγγελοι δοξολογούσιν», οι ποιμένες και οι μάγοι προσέρχονται προς προσκύνηση. Με άλλα λόγια τα Χριστούγεννα αποτελούν ένα συμπαντικό πανηγύρι, το οποίο περικλείει τα πάντα. Διότι τα πάντα – άνθρωποι, άγγελοι, φύση - ανακαινίζονται εν Χριστώ. «Ιδού καινά ποιώ πάντα» κατά την έκφραση της Γραφής (Αποκ. 21, 5).
Ιδιαιτέρως όμως πρέπει να τονίσουμε την ανθρώπινη συμμετοχή. Ο Θεός έρχεται στον κόσμο δι’ ανθρώπου, της Παναγίας, μα και γίνεται αποδεκτός από τους ανθρώπους. Στα πρόσωπα των ποιμένων (των απλών και πιστών Ιουδαίων) και των μάγων (των καλοπροαιρέτων ειδωλολατρών) βλέπουμε τους ανθρώπινους τύπους που σε κάθε εποχή πιστεύουν στον Χριστό και Τον αποδέχονται. Πρόκειται για τους καλοπροαίρετους ανθρώπους, που η πονηρία δεν έχει διαβρώσει ακόμη την ψυχή και την καρδιά τους. Ο κάθε άνθρωπος, κάθε εποχής, έστω και ειδωλολάτρης, τελικώς θα κληθεί από τον Θεό για να πιστέψει στον Χριστό. Οι μόνοι που μένουν ξένοι προς τον ερχομό του Θεού είναι οι πονηροί εκείνοι, υποκριτές και εγωιστές, που δεμένοι παθολογικά με την αμαρτία του κόσμου δεν τολμούν το άλμα εκείνο, που θα τους ρίξει στην αγκαλιά του Θεού.
4. Ο σκοπός της Γεννήσεως του Χριστού.
Στο κοντάκιο επισημαίνεται, λιτά και επιγραμματικά ασφαλώς, και ο σκοπός της Γεννήσεως του Χριστού. Ο Θεός γεννάται «δι’ ημάς» τους ανθρώπους. Στο σύμβολο της πίστεως το «δι’ ημάς» αναλύεται περισσότερο: ο Χριστός «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν» κατήλθε εκ των Ουρανών και σαρκώθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και από την Παρθένο Μαρία. Έτσι σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού είναι, κατά το σύμβολο και το κοντάκιο, η σωτηρία των ανθρώπων. Σωτηρία όμως από τι; Από την καταδυνάστευση της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου. Κι αυτή η σωτηρία επιτυγχάνεται κατά τρόπο κυρίως θετικό: ο Χριστός μάς σώζει από την άρνηση στον βαθμό που μας ενώνει με τον Εαυτό Του και διά του Εαυτού Του με τον Θεόν Πατέρα. «Εγώ ειμι η θύρα. Δι’ εμού εάν τις εισέλθη σωθήσεται» (Ιωάν. 10,9).
Έτσι με την ενανθρώπηση του Θεού ανοίγεται και πάλι για τον άνθρωπο η βασιλεία του Θεού και μπορεί να επιτευχθεί από αυτόν ο αρχικός του προορισμός: το «καθ’ ομοίωσιν», η θέωση. «Ο του Θεού Λόγος ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Μ. Αθανάσιος). Ο προορισμός αυτός, που είχε δοθεί ως δυνατότητα στον άνθρωπο απαρχής της δημιουργίας του, αν καλλιεργούσε σε υπακοή προς τον Θεό τα χαρίσματα του «κατ’ εικόνα», χάθηκε με την πτώση του στην αμαρτία. Το προπατορικό λεγόμενο αμάρτημα, η ανυπακοή δηλαδή που έδειξαν οι πρωτόπλαστοι στον Θεό Πατέρα, σκοτείνιασε, «εζόφωσε», το κατ’ εικόνα και κατάφερε καίριο πλήγμα στο καθ’ ομοίωσιν. Ο ερχομός όμως του Χριστού καθάρισε και πάλι το κατ’ εικόνα και άνοιξε εκ νέου την αρχική προοπτική: το καθ’ ομοίωσιν. Με τη Γέννηση του Χριστού ο άνθρωπος άρχισε και πάλι να νιώθει τη θέρμη της αγκαλιάς του Θεού∙ να βιώνει τη βασιλεία Του ως την αληθινή πατρίδα και ως το πατρικό του σπίτι.
Τις δωρεές αυτές του ερχομού του Χριστού, που τις ξεκίνησε με τη Γέννησή Του και τις ολοκλήρωσε με όλη τη ζωή Του και μάλιστα τον Σταυρό και την Ανάστασή Του, καθώς και με την αποστολή του Πνεύματός Του την ημέρα της Πεντηκοστής, τις απολαμβάνει ο κάθε πιστός μέσα στην Εκκλησία, το ζωντανό σώμα του Χριστού. Ιδιαιτέρως στην εν μετανοία συμμετοχή στο σώμα και το αίμα του Χριστού γεύεται ο πιστός τις θεοποιές ενέργειες Εκείνου, που τον καθαρίζουν από κάθε αμαρτία και τον ενισχύουν δραστικά στην πορεία του προς τη θέωση. Έτσι η Γέννηση του Χριστού προεκτείνεται στον χρόνο μέσα από το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Στη Θεία Ευχαριστία, το κέντρο της Εκκλησίας, η ενσάρκωση του Χριστού βρίσκει την πληρότητά της. Κατά συνέπεια Χριστιανός που δεν κοινωνεί εν μετανοία το σώμα και το αίμα του Χριστού, ιδίως τα Χριστούγεννα, δεν υπάρχει.
5. Το άστρο των Χριστουγέννων.
Στο κοντάκιο μνημονεύεται και ο αστέρας της Βηθλεέμ. «Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι». Τι ήταν όμως αυτό το άστρο; Επρόκειτο για κάποια φυσική, έστω και με την επέμβαση του Θεού, πραγματικότητα ή για κάτι διαφορετικό; Κι είναι αλήθεια, πολλές προσπάθειες καταβλήθηκαν στο παρελθόν – που προεκτείνονται μέχρι και σήμερα ακόμη – με σκοπό να εξιχνιάσουν οι αστρονόμοι το φαινόμενο. Μα, ίσως, προκειμένου για το άστρο, να πρέπει να κινηθούμε περισσότερο πάνω στη γραμμή των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Κι εκείνοι από αυτούς που ασχολήθηκαν με τον αστέρα της Γεννήσεως, όπως ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, ερμήνευσαν την εμφάνισή του σε σχέση με τους αγγέλους. Λέγει συγκεκριμένα ο άγιος Χρυσόστομος ότι ο αστέρας αυτός δεν είναι κάτι το φυσικό: ένα φαινόμενο του ουρανού, αλλά πρόκειται μάλλον περί αγγέλου του Θεού, ο οποίος παρουσιάστηκε με τέτοια φωτεινότητα, ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον των μάγων-αστρονόμων της μακρινής Περσίας – ανθρώπων καλοπροαιρέτων, όπως είπαμε – και να τους καθοδηγήσει στο δρόμο τους για να βρουν τον γεννημένο πια Μεσσία. Διότι αν επρόκειτο περί φυσικού αστέρος δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί το γεγονός να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται, όποτε ήθελε. Μη ξεχνάμε ότι στα Ιεροσόλυμα χάθηκε το αστέρι, ενώ και πάλι εμφανίστηκε, όταν κίνησαν οι μάγοι προς τη Βηθλεέμ.
Έτσι κι αλλιώς, στη Γέννηση του Χριστού κινούμαστε πάντα σε επίπεδο διπλό: πατάμε σε έδαφος ιστορικό, φυσικό, αλλά τα διαδραματιζόμενα είναι θεϊκά, υπερφυσικά.
1. Το μυστήριο της γεννήσεως του Κυρίου.
Το πρώτο που διαπιστώνει κανείς, όταν εμβαθύνει στα Χριστούγεννα, είναι ότι πρόκειται περί μεγάλου μυστηρίου∙ περί γεγονότος δηλαδή που υπερβαίνει την οποιαδήποτε αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου, αλλά και κάθε άλλη ικανότητά του. «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον» κατά την έκφραση της υμνολογίας. Και τούτο γιατί μιλάει για τον Θεό που είναι πέρα από κάθε κτιστή, δημιουργημένη πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανείς αυτόνομος ανθρώπινος δρόμος κατανοήσεως του Θεού. Κάτι τέτοιο αν συνέβαινε, θα διέστρεφε την περί Θεού εικόνα, αφού θα υποβίβαζε κι Αυτόν σε κάτι το κτιστό. Στον Χριστιανισμό ο ίδιος ο Θεός φανερώνεται, ενώ ο μόνος δρόμος κατανοήσεώς Του είναι η από το Πνεύμα Του φωτισμένη πίστη.
Ο απόστολος Παύλος διακηρύσσει την παραπάνω αλήθεια. «Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον∙ Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α΄Τιμ. 3, 16). Το μυστήριο ακριβώς αυτό επισημαίνει και το κοντάκιο των Χριστουγέννων, όταν μιλώντας για τον Θεό που γεννάται Τον χαρακτηρίζει «υπερούσιον» (πέρα από κάθε κτιστή ουσία), «απρόσιτον» (κανείς δεν μπορεί να Τον πλησιάσει από μόνος του), «προ αιώνων Θεόν» (αυτοζωή και πηγή της ζωής ως από πάντα υπάρχων).
Η επισήμανση του μυστηρίου μέσα από το κοντάκιο επιτείνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι εκείνη που τίκτει τον υπερούσιο και απρόσιτο Θεό είναι μία απλή γυναίκα, και μάλιστα Παρθένος. Λογικά μία Παρθένος κόρη δεν στέκει να γεννά – τούτο προσκρούει στους ανθρώπινους φυσικούς νόμους. Πολύ περισσότερο δεν στέκει με τη λογική να γεννάται ως άνθρωπος ο Θεός. «Αναμφίβολα είναι φυσικός νόμος να γεννά η γυναίκα μόνον, όταν συνευρεθεί με άντρα∙ όταν όμως μία παρθένος που δεν γνώρισε άντρα γεννήσει και μετά τον τοκετό παραμείνει πάλι παρθένος, αυτό ξεπερνά τους φυσικούς νόμους» (ι. Χρυσόστομος).
Το λογικό όμως αδιέξοδο αίρεται από το γεγονός ότι όλα αυτά τα πέραν της λογικής πραγματοποιούνται όχι βεβαίως με την ανθρώπινη δύναμη, αλλά με τη δύναμη του Θεού. Διά Πνεύματος Αγίου γίνεται άνθρωπος ο Θεός και στον Θεό «ουκ αδυνατήσει παν ρήμα». Με σεβασμό, με πίστη και με ευλαβική σιωπή λοιπόν αποδεχόμαστε το γεγονός, διότι ο ίδιος ο Θεός ευδόκησε τούτο. «Ό,τι εμπίπτει στους φυσικούς νόμους αξίζει να ερευνάται, ό,τι όμως τους ξεπερνά πρέπει να περιβάλλεται με τιμητική σιωπή, όχι βέβαια επειδή του πρέπει απομόνωση, αλλ’ επειδή αξίζει να μένει μυστήριο και να τιμάται χωρίς πολυλογίες» (ι. Χρυσόστομος).
2. Τα Χριστούγεννα μηνύουν ποιος είναι ο Χριστός.
Με βάση τα παραπάνω, φανερώνεται καθαρά το ποιος είναι ο Χριστός. Γεννάται ως παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός, λοιπόν ο τεχθείς είναι ο αληθινός Θεός που έγινε αληθινός άνθρωπος. Με τα Χριστούγεννα δηλαδή διακηρύσσεται η θεμελιώδης πίστη της Εκκλησίας μας, ότι ο Χριστός έχει διπλή φύση, θεϊκή και ανθρώπινη. Ούτε μόνον Θεός είναι ο Χριστός (μονοφυσιτισμός) ούτε μόνον άνθρωπος (νεστοριανισμός). Είναι ο Θεός, το δεύτερο πρόσωπο της αγίας Τριάδος, που πήρε την ανθρώπινη φύση, σώμα και ψυχή, από το πανάχραντο σώμα της Θεοτόκου, χωρίς αμαρτία. Και η πρόσληψη αυτή της ανθρώπινης φύσης έγινε πραγματικά και αληθινά και όχι κατά φαντασία («κατά δόκησιν»), γι’ αυτό και μετά την Ανάληψή Του ο Κύριος συνεχίζει να κρατά, και μάλιστα αιωνίως, την ανθρωπότητά Του, δείχνοντας επιπροσθέτως τη μεγάλη αξία του να είναι κανείς άνθρωπος.
Το «χωρίς αμαρτίας» όμως που είπαμε, αφού γεννάται ο Χριστός εκ Πνεύματος Αγίου και άρα χωρίς να κληρονομήσει την προπατορική αμαρτία ως αναγκαστική ροπή προς την αμαρτία, σημαίνει ότι η αμαρτία δεν είναι φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος γίνεται πραγματικός και αληθινός άνθρωπος στον βαθμό που δεν αμαρτάνει, παίρνοντας τη δύναμη αυτή από την ενσωμάτωσή του στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, με το βάπτισμά του.
3. Συμμετοχή όλου του κόσμου στο μυστήριο.
Στην «εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένου» Γέννηση του Χριστού δεν συμμετέχει μόνον η Παναγία. Συμμετέχουν ακόμη ο πνευματικός κόσμος των αγαθών αγγέλων, η άλογη φύση, καθώς και όλοι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, είτε Ιουδαίοι είτε ειδωλολάτρες. «Η γη προσάγει το σπήλαιον», «οι άγγελοι δοξολογούσιν», οι ποιμένες και οι μάγοι προσέρχονται προς προσκύνηση. Με άλλα λόγια τα Χριστούγεννα αποτελούν ένα συμπαντικό πανηγύρι, το οποίο περικλείει τα πάντα. Διότι τα πάντα – άνθρωποι, άγγελοι, φύση - ανακαινίζονται εν Χριστώ. «Ιδού καινά ποιώ πάντα» κατά την έκφραση της Γραφής (Αποκ. 21, 5).
Ιδιαιτέρως όμως πρέπει να τονίσουμε την ανθρώπινη συμμετοχή. Ο Θεός έρχεται στον κόσμο δι’ ανθρώπου, της Παναγίας, μα και γίνεται αποδεκτός από τους ανθρώπους. Στα πρόσωπα των ποιμένων (των απλών και πιστών Ιουδαίων) και των μάγων (των καλοπροαιρέτων ειδωλολατρών) βλέπουμε τους ανθρώπινους τύπους που σε κάθε εποχή πιστεύουν στον Χριστό και Τον αποδέχονται. Πρόκειται για τους καλοπροαίρετους ανθρώπους, που η πονηρία δεν έχει διαβρώσει ακόμη την ψυχή και την καρδιά τους. Ο κάθε άνθρωπος, κάθε εποχής, έστω και ειδωλολάτρης, τελικώς θα κληθεί από τον Θεό για να πιστέψει στον Χριστό. Οι μόνοι που μένουν ξένοι προς τον ερχομό του Θεού είναι οι πονηροί εκείνοι, υποκριτές και εγωιστές, που δεμένοι παθολογικά με την αμαρτία του κόσμου δεν τολμούν το άλμα εκείνο, που θα τους ρίξει στην αγκαλιά του Θεού.
4. Ο σκοπός της Γεννήσεως του Χριστού.
Στο κοντάκιο επισημαίνεται, λιτά και επιγραμματικά ασφαλώς, και ο σκοπός της Γεννήσεως του Χριστού. Ο Θεός γεννάται «δι’ ημάς» τους ανθρώπους. Στο σύμβολο της πίστεως το «δι’ ημάς» αναλύεται περισσότερο: ο Χριστός «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν» κατήλθε εκ των Ουρανών και σαρκώθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και από την Παρθένο Μαρία. Έτσι σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού είναι, κατά το σύμβολο και το κοντάκιο, η σωτηρία των ανθρώπων. Σωτηρία όμως από τι; Από την καταδυνάστευση της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου. Κι αυτή η σωτηρία επιτυγχάνεται κατά τρόπο κυρίως θετικό: ο Χριστός μάς σώζει από την άρνηση στον βαθμό που μας ενώνει με τον Εαυτό Του και διά του Εαυτού Του με τον Θεόν Πατέρα. «Εγώ ειμι η θύρα. Δι’ εμού εάν τις εισέλθη σωθήσεται» (Ιωάν. 10,9).
Έτσι με την ενανθρώπηση του Θεού ανοίγεται και πάλι για τον άνθρωπο η βασιλεία του Θεού και μπορεί να επιτευχθεί από αυτόν ο αρχικός του προορισμός: το «καθ’ ομοίωσιν», η θέωση. «Ο του Θεού Λόγος ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Μ. Αθανάσιος). Ο προορισμός αυτός, που είχε δοθεί ως δυνατότητα στον άνθρωπο απαρχής της δημιουργίας του, αν καλλιεργούσε σε υπακοή προς τον Θεό τα χαρίσματα του «κατ’ εικόνα», χάθηκε με την πτώση του στην αμαρτία. Το προπατορικό λεγόμενο αμάρτημα, η ανυπακοή δηλαδή που έδειξαν οι πρωτόπλαστοι στον Θεό Πατέρα, σκοτείνιασε, «εζόφωσε», το κατ’ εικόνα και κατάφερε καίριο πλήγμα στο καθ’ ομοίωσιν. Ο ερχομός όμως του Χριστού καθάρισε και πάλι το κατ’ εικόνα και άνοιξε εκ νέου την αρχική προοπτική: το καθ’ ομοίωσιν. Με τη Γέννηση του Χριστού ο άνθρωπος άρχισε και πάλι να νιώθει τη θέρμη της αγκαλιάς του Θεού∙ να βιώνει τη βασιλεία Του ως την αληθινή πατρίδα και ως το πατρικό του σπίτι.
Τις δωρεές αυτές του ερχομού του Χριστού, που τις ξεκίνησε με τη Γέννησή Του και τις ολοκλήρωσε με όλη τη ζωή Του και μάλιστα τον Σταυρό και την Ανάστασή Του, καθώς και με την αποστολή του Πνεύματός Του την ημέρα της Πεντηκοστής, τις απολαμβάνει ο κάθε πιστός μέσα στην Εκκλησία, το ζωντανό σώμα του Χριστού. Ιδιαιτέρως στην εν μετανοία συμμετοχή στο σώμα και το αίμα του Χριστού γεύεται ο πιστός τις θεοποιές ενέργειες Εκείνου, που τον καθαρίζουν από κάθε αμαρτία και τον ενισχύουν δραστικά στην πορεία του προς τη θέωση. Έτσι η Γέννηση του Χριστού προεκτείνεται στον χρόνο μέσα από το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Στη Θεία Ευχαριστία, το κέντρο της Εκκλησίας, η ενσάρκωση του Χριστού βρίσκει την πληρότητά της. Κατά συνέπεια Χριστιανός που δεν κοινωνεί εν μετανοία το σώμα και το αίμα του Χριστού, ιδίως τα Χριστούγεννα, δεν υπάρχει.
5. Το άστρο των Χριστουγέννων.
Στο κοντάκιο μνημονεύεται και ο αστέρας της Βηθλεέμ. «Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι». Τι ήταν όμως αυτό το άστρο; Επρόκειτο για κάποια φυσική, έστω και με την επέμβαση του Θεού, πραγματικότητα ή για κάτι διαφορετικό; Κι είναι αλήθεια, πολλές προσπάθειες καταβλήθηκαν στο παρελθόν – που προεκτείνονται μέχρι και σήμερα ακόμη – με σκοπό να εξιχνιάσουν οι αστρονόμοι το φαινόμενο. Μα, ίσως, προκειμένου για το άστρο, να πρέπει να κινηθούμε περισσότερο πάνω στη γραμμή των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Κι εκείνοι από αυτούς που ασχολήθηκαν με τον αστέρα της Γεννήσεως, όπως ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, ερμήνευσαν την εμφάνισή του σε σχέση με τους αγγέλους. Λέγει συγκεκριμένα ο άγιος Χρυσόστομος ότι ο αστέρας αυτός δεν είναι κάτι το φυσικό: ένα φαινόμενο του ουρανού, αλλά πρόκειται μάλλον περί αγγέλου του Θεού, ο οποίος παρουσιάστηκε με τέτοια φωτεινότητα, ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον των μάγων-αστρονόμων της μακρινής Περσίας – ανθρώπων καλοπροαιρέτων, όπως είπαμε – και να τους καθοδηγήσει στο δρόμο τους για να βρουν τον γεννημένο πια Μεσσία. Διότι αν επρόκειτο περί φυσικού αστέρος δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί το γεγονός να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται, όποτε ήθελε. Μη ξεχνάμε ότι στα Ιεροσόλυμα χάθηκε το αστέρι, ενώ και πάλι εμφανίστηκε, όταν κίνησαν οι μάγοι προς τη Βηθλεέμ.
Έτσι κι αλλιώς, στη Γέννηση του Χριστού κινούμαστε πάντα σε επίπεδο διπλό: πατάμε σε έδαφος ιστορικό, φυσικό, αλλά τα διαδραματιζόμενα είναι θεϊκά, υπερφυσικά.