Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για μένα να είμαι ενώπιόν σας, προκειμένου να δούμε δι᾽ολίγων ένα τεράστιο θέμα, το οποίο αναφέρεται σε ό,τι συνιστά την πνευματική μας ύπαρξη, την ίδια την εν Χριστώ ζωή μας: την Εκκλησία και την Ενορία. Και δεν πρέπει να μας παραξενεύει η ταύτιση αυτή – η εν Χριστώ ζωή να αναφέρεται στην Εκκλησία και την Ενορία – διότι τελικώς, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, η Ενορία που φανερώνει εν χρόνω και τόπω την Εκκλησία, είναι, όπως πολύ εύστοχα έχει ειπωθεί, «ο Χριστός εν μέσω ημών». Αυτό σημαίνει ότι καλούμαστε να μιλήσουμε για κάτι που συνιστά τον αυτοκαθορισμό μας ως χριστιανών, για κάτι που είναι η ίδια η οικογένειά μας.Είναι περιττό βεβαίως και να σημειώσουμε από την άλλη την κρισιμότητα και την επικαιρότητα του θέματος, διότι η εκκλησιολογία συνεχίζει να είναι τις τελευταίες ιδίως δεκαετίες το μείζον πρόβλημα της εποχής μας, όπως αποτυπώνεται και στην απλοϊκή φράση που ακούγεται από πολλούς, δυστυχώς και από θεωρούμενους χριστιανούς: «εγώ πιστεύω στον Χριστό, αλλά την Εκκλησία δεν θέλω». Σαν το παιδί που ερχόμενο στον κόσμο ζητά να αποπτύσει τους γονείς του, διαγράφει αυτούς, ζώντας πια ως περιπλανώμενος άστεγος και ορφανός άνθρωπος.
1.
Ενορία: η εν τόπω και χρόνω Εκκλησία.
Η διατύπωση του
θέματος «Εκκλησία και Ενορία» δεν
πρέπει να μας οδηγήσει σε μία διασπασμένη θεώρηση δύο πραγματικοτήτων, σαν να
είναι άλλο πράγμα η Εκκλησία και άλλο η Ενορία. Μιλώντας για την Ενορία μιλάμε
κατ’ ουσίαν για την ίδια την Εκκλησία, δεδομένου ότι στην Ενορία φανερώνεται εν
τόπω και χρόνω η Εκκλησία. Όπως δεν υπάρχει αφηρημένος Χριστός, αλλά Χριστός
που έζησε μέσα στις συντεταγμένες του χρόνου και του τόπου, κάτι που συνιστά
και το μέγιστο μυστήριο της πίστεώς μας, κατά τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου:
«ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας
μυστήριον, Θεός εφανερώθη εν σαρκί», κατά παρόμοιο τρόπο δεν υπάρχει
αφηρημένη Εκκλησία, σαν κάτι που μπορεί να πλανάται στη σφαίρα της φαντασίας.
Μόνον αιρετικοί κατανοούν με αυτόν τον πλανεμένο τρόπο την Εκκλησία, διότι
προσδίδουν σ’ αυτήν ιδιότητες που πηγάζουν από τη σύγχυση του νου τους και όχι
από την αποκάλυψη του Θεού μας εν Χριστώ.
Η μόνη διαφορά,
αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, μεταξύ Εκκλησίας και Ενορίας είναι ότι
πρόκειται, μιλώντας για την Ενορία, για τη μικρότερη μονάδα φανέρωσης της
Εκκλησίας, ενταγμένη στα όρια της Επισκοπής, η οποία (επισκοπή) κατά τους
πρώτους χριστιανικούς χρόνους ταυτιζόταν με αυτό που λέμε Εκκλησία. Και για να διευκρινίσουμε: στους πρώτους
χριστιανικούς χρόνους, μολονότι δεν έχουμε σαφείς προσδιορισμούς της έννοιας
της ενορίας, ενορία ήταν εκεί που λειτουργούσε ο επίσκοπος, εκεί δηλαδή που
ήταν ένα θυσιαστήριο με τον επίσκοπο και τους συνδεδεμένους με αυτόν
πρεσβυτέρους. Κατά τη γνωστή φράση του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου: «όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί και η
καθολική Εκκλησία», με την έννοια ότι ο επίσκοπος ήταν αυτός που συνιστούσε
τον προεστώτα της Θείας Ευχαριστίας, αυτός που «δάνειζε τα χέρια και τη γλώσσα
του» στον Χριστό για να Τον έχουν οι πιστοί παρόντα ανάμεσά τους, συνεπώς η παραπάνω φράση ταυτιζόταν με την
αντίστοιχη «όπου αν η Χριστός, εκεί και η
καθολική Εκκλησία». Με την αύξηση όμως των χριστιανών, δημιουργήθηκε η
ανάγκη να έχουμε περισσότερα του ενός θυσιαστήρια, υπό την ευθύνη των
πρεσβυτέρων, οι οποίοι φανέρωναν την «εις
τύπον και τόπον Χριστού» παρουσία του επισκόπου. Έτσι σε κάθε θυσιαστήριο,
γύρω από το οποίο τελούνται τα μυστήρια, σε κάθε δηλαδή πια ενορία, έχουμε την
Εκκλησία, συνεπώς τον Χριστό, αφού η Εκκλησία «σημαίνεται – φανερώνεται – εν
τοις μυστηρίοις».
2. Εκκλησία: «το σώμα του Χριστού».
Η Εκκλησία,
λοιπόν, όπως αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, ενσαρκωμένη στο θυσιαστήριο της
Ενορίας, είναι γεγονός πέραν των ανθρωποκεντρικών απλών κατανοήσεων. Αποτελεί
μυστήριο ως σώμα Χριστού, με κεφαλή τον Ίδιο. «Ο Θεός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο πατήρ της δόξης», θα πει ο
απόστολος Παύλος (Εφεσ. 1, 17, 22-23), «πάντα
υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού, και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία,
ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου».
Συνεπώς η Εκκλησία είναι στην πραγματικότητα ο Ίδιος ο Χριστός «παρατεινόμενος εις τους αιώνας» κατά τη
γνωστή έκφραση του ιερού Αυγουστίνου, ο Οποίος φανερώνεται μέσα από τους
πιστούς που έχουν συσσωματωθεί σ’ Αυτόν
διά του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος και συνιστούν μέλη Του. Ο
κάθε βαπτισμένος είναι μέλος Χριστού, κλαδί στο δέντρο Του, μία προέκταση
Εκείνου και «εν ετέρα μορφή» μία άλλη
παρουσία Του. Γι’ αυτό και όταν μιλάμε για τον Χριστό, μιλάμε ταυτοχρόνως και
για την Εκκλησία, όταν μιλάμε για την Εκκλησία, μιλάμε αμέσως και για τον
Χριστό. Ας θυμηθούμε εν προκειμένω και το ερώτημα που θέτει ο ίδιος ο
αναστημένος Κύριος στον διώκτη των μαθητών Του Σαούλ ή Σαύλο, τον μετέπειτα
απόστολο Παύλο: «Σαούλ, Σαούλ, τι με
διώκεις;… Εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις». Δίωκε τους χριστιανούς ο Σαούλ
και ο Κύριος το εισέπραττε για τον Ίδιο.
Ο λόγος του
Χριστού και των αγίων Του μαθητών επ’ αυτού είναι σαφής και απόλυτος: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα»
είπε ο Κύριος. Ο κάθε χριστιανός είναι «μέλος
Χριστού», ενώ μεταξύ μας οι πιστοί είμαστε «αλλήλων μέλη». Είμαστε ντυμένοι τον Χριστό, διότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν
ενεδύσασθε», κατά τον απόστολο, ενώ
ο λόγος του ίδιου αποστόλου Παύλου ηχεί διαρκώς αφυπνιστικά, αλλά και ελεγκτικά
ως προς την απιστία του ανθρώπου: «Ουκ
οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν αγίου Πνεύματός εστι…και ουκ εστέ
εαυτών;…Δοξάσατε ουν τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά
εστι του Θεού».
Τα λόγια αυτά,
και άλλα παρόμοια του Χριστού και των Αποστόλων, συνιστούν αποκάλυψη, που
σημαίνει ότι ρίχνουν φως εκεί που ανθρωπίνως δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τα
πράγματα. Εδώ κρίνεται μεταξύ άλλων και η πίστη μας. Διότι η σχέση ταύτισης που
έχουμε με τον Κύριο Ιησού Χριστό αποτελεί το θεμέλιο της Εκκλησίας. Τίποτε δεν
μπορεί να κατανοηθεί και να ερμηνευτεί στην Εκκλησία, αν δεν ξεκινά μ’ αυτήν τη βάση: ότι στην Εκκλησία γίναμε ένα
με τον Χριστό, και απλώς καλούμαστε καθημερινώς να επιβεβαιώνουμε τη συγκλονιστική
αυτή πραγματικότητα. «Άγιοι γίνεσθε, ότι
εγώ άγιός ειμι»!
Μέλη Χριστού
λοιπόν είναι όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομα του Τριαδικού Θεού, κατά συνέπεια ο
νέος αυτός λαός του Θεού, η Εκκλησία, μετέχει στον Χριστό και στα αξιώματα του
Χριστού: το προφητικό – διδασκαλικό, το αρχιερατικό, το βασιλικό. Ιδιαιτέρως
για το αρχιερατικό, σημαίνει ότι όλοι οι βαπτισμένοι, λόγω ακριβώς της
ενσωμάτωσης στον Χριστό, είναι ιερείς. Πρόκειται για τη γενική ή πνευματική
λεγόμενη ιερωσύνη, το «βασίλειον
ιεράτευμα» που λέει η Γραφή, η οποία έχει τόσο μεγάλη σημασία, ώστε από το
πώς κανείς τη διαχειρίζεται θα εξαρτήσει την είσοδό του ή όχι στη βασιλεία του
Θεού: «…και αυτοί - μας λέει ο απόστολος Πέτρος - ως λίθοι ζώντες οικοδομείσθε οίκος
πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, ανενέγκαι πνευματικάς θυσίας ευπροσδέκτους τω
Θεώ…Υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις
περιποίησιν…» (Ελάτε κι εσείς να χρησιμοποιηθείτε σαν ζωντανά λιθάρια στο
κτίσιμο του πνευματικού ναού, στον οποίο θα υπηρετείτε ως ιερατείο άγιο,
προσφέροντας θυσίες πνευματικές, ευπρόσδεκτες τον Θεό…Εσείς είστε η διαλεχτή
γενιά, το βασιλικό ιερατείο, το άγιο έθνος, ο λαός τον οποίο διάλεξε ο Θεός).
Έτσι η διάκριση
του λαού του Θεού σε κλήρο και λαό αποκτά άλλο περιεχόμενο. Στην πραγματικότητα
δεν υπάρχουν ιερείς, ως κάτι το ενδιάμεσο και ανώτερο μεταξύ των ανθρώπων. Μία
τέτοια κατανόηση της ιερωσύνης σημαίνει έκπτωση σε προ- και εξω- χριστιανικές
καταστάσεις, κατά τις οποίες οι ιερείς-μάγοι ήταν οι διάμεσοι μεταξύ Θεών και
ανθρώπων. Κατά την πίστη μας, ο Χριστός είναι ο μόνος ιερέας, ο μόνος μεσίτης
Θεού και ανθρώπων. «Εις μεσίτης Θεού και
ανθρώπων, άνθρωπος Ιησούς Χριστός» θα πει ο απόστολος Παύλος. Είναι γι’
αυτό ο μόνος ποιμένας και όλοι είμαστε ποιμαινόμενοι. Είναι ανθρώπινη η
διάκριση σε ποιμένες και ποιμαινόμενους, όταν δηλαδή αναφερόμαστε μόνον στο
ανθρώπινο της Εκκλησίας. «Πρόβατα και
ποιμένες – σημειώνει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος – προς την ανθρωπίνην εισί διαίρεσιν, προς δεν τον Χριστόν πάντες πρόβατα.
Και γαρ οι ποιμαίνοντες και οι ποιμαινόμενοι υφ’ ενός του άνω ποιμένος ποιμαίνονται». «Ο
Θεός έχει μόνον παιδιά», έχει ειπωθεί πολύ ωραία και ορθά, «δεν έχει εγγόνια». Κατά
συνέπεια η ειδική τάξη των ιερέων στην Εκκλησία κατανοείται με διαφορετικό
τρόπο: είναι εκείνα τα μέλη του σώματος του Χριστού, που καλούνται να
διακονήσουν το σώμα αυτό ως «οικονόμοι
των μυστηρίων του Χριστού». Κι είναι προνόμιο και χάρη των υπολοίπων μελών
να δέχονται τη διακονία αυτή για την εν Χριστώ αύξηση και οικοδομή τους, ώστε
να διακονούν και αυτοί με τη σειρά τους το ίδιο σώμα, από τη θέση που ο Θεός
τους έταξε.
Με άλλα λόγια
υπάρχει βεβαίως η ειδική ιερωσύνη, ως το μυστήριο με το οποίο γίνεται «προσθήκη πνεύματος» στον ήδη έχοντα τη
γενική ή πνευματική ιερωσύνη, αλλά όχι ως κάτι το υπεροχικό, με το οποίο μπορεί
κάποιος να κατακυριεύσει το ποίμνιο, αλλά ως ενίσχυση προς υπηρεσία του
ποιμνίου του Χριστού. Η κατανόηση της χριστιανικής πια ιερωσύνης ως τάξεως
ανώτερης και υπεροχικής αποτελεί διαστροφή του πνεύματος του Χριστού, όπως
ιστορικά το βλέπουμε στον Ρωμαιοκαθολικισμό και δυστυχώς το επισημαίνουμε κατά
καιρούς και σε δικά μας, των ορθοδόξων, ιερατικά εκκλησιαστικά πρόσωπα. Στην
πίστη μας, ο καλούμενος στην ειδική ιερωσύνη ουσιαστικά καλείται να αναλάβει
«σταυρό»: τον σταυρό της υπηρεσίας, όπως είπαμε, του λαού του Θεού. Αναλαμβάνει
εξουσία, αλλά εξουσία διακονίας και όχι υποταγής των άλλων. Και μάλιστα, όσο
μεγαλύτερο το αξίωμα, τόσο και μεγαλύτερη η διακονία. Διότι εννοείται ότι όλα
τα μέλη, κατεξοχήν δε οι κληρικοί, με την προσθήκη πνεύματος, «κείνται εις τύπον και τόπον Χριστού»,
άρα βρίσκονται εν μέσω του κόσμου ως διακονούντες, όπως είπε ο Κύριος: «εγώ δε ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών».
Και: «ουκ ήλθον διακονηθήναι, αλλά
διακονήσαι και δούναι την ψυχήν μου λύτρον αντί πολλών».
Ώστε, όλοι οι
πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, ως μέλη Χριστού είναι μέτοχοι όλων των αξιωμάτων
του Χριστού και συνιστούν ιερείς. Όλοι έχουν εξουσία, αλλά εξουσία να θέτουν
τον εαυτό τους στην υπηρεσία του άλλου, με την προτεραιότητα εν προκειμένω στους
κληρικούς. Είναι βασική και καίρια αλήθεια, που δεν τίθεται προς συζήτηση και
που οδηγεί σε υπέρβαση δύο εκκλησιολογικών παρεκκλίσεων: και της
κληρικοκρατίας, ως εξάρσεως του κλήρου εις βάρος του λαϊκού στοιχείου, και της
λαϊκοκρατίας, ως εξάρσεως των λαϊκών εις βάρος της ειδικής ιερωσύνης. Δεν είναι
τυχαίο ότι οι παρεκκλίσεις αυτές παρουσιάστηκαν εκεί που χάθηκε η ορθόδοξη
πίστη, δηλαδή στον Δυτικό χριστιανισμό. Στην ορθόδοξη Εκκλησία δεν ισχύει κάτι
τέτοιο, ή, αν παρουσιαστεί, ελέγχεται και πρέπει να ελέγχεται ως κάτι το
αντιχριστιανικό.
3. Η Ενορία: «εργαστήριο αγιότητας και
θεώσεως του ανθρώπου».
Τα πράγματα
λοιπόν είναι παραπάνω από σαφή: η Εκκλησία, ιδρυμένη από τον Χριστό ως το άγιο
σώμα Του και έχοντας κεφαλή Εκείνον, ψυχή δε που την ζωοποιεί το σταλμένο από
τον Ίδιο άγιον Πνεύμα, βρίσκεται στον κόσμο προκειμένου να ενώνει τους
ανθρώπους με τον Χριστό και δι’ Αυτού με όλον τον Τριαδικό Θεό. Ό,τι ο Θεός
απαρχής έθεσε ως σκοπό του ανθρώπου: το «καθ’
ομοίωσιν», ο άνθρωπος να ομοιωθεί με Εκείνον, να θεωθεί με άλλη ορολογία,
έχοντας τα δεδομένα προς τούτο: τα χαρίσματα του λεγομένου «κατ’ εικόνα», αυτό πια γίνεται πράξη
μέσα στην Εκκλησία. Μπορεί δηλαδή ο άνθρωπος να ξέπεσε από τον προορισμό του,
διότι αμάρτησε, που σημαίνει σκοτείνιασε, ζοφώθηκε, η εικόνα του Θεού μέσα του
και έχασε τη δυνατότητα θεώσεώς του, όμως ο ερχομός του Χριστού και η ίδρυση της
αγίας Του Εκκλησίας αυτό είχε ως τελικό σκοπό: να προσλάβει ο ενανθρωπήσας Θεός
τον άνθρωπο, να Του καθαρίσει την εικόνα του Θεού και να του ανοίξει και πάλι
τη χαμένη προοπτική. Κι αυτό συνιστά το βασικό έργο και τη βασική αποστολή της
Εκκλησίας. Όλα τα χαρίσματα στην Εκκλησία, όλες οι δωρεές του Θεού, αποτελούν,
όπως ήδη σημειώσαμε, διακονήματα προς αυτήν την κατεύθυνση: την οικοδομή των
πιστών, την οικοδομή και την αύξηση των μελών του Χριστού, προκειμένου αυτά με
τη χάρη βεβαίως του Θεού να γίνουν σαν τον Χριστό, να φανερώνουν στον κόσμο
τούτο Εκείνον και τη βασιλεία Του, προσβλέποντας στο τελικό όραμα: την πλήρη
ένωσή τους μαζί Του. Τώρα, στη φάση αυτή ζει κανείς τον αρραβώνα της σχέσεως με
τον Χριστό, μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα ζει τους γάμους με Εκείνον.
Ο απόστολος Παύλος, στην κατεξοχήν εκκλησιολογική
επιστολή του, την προς Εφεσίους, μας παρουσιάζει την αλήθεια αυτή ανάγλυφα: «Εν σώμα και εν Πνεύμα, καθώς και εκλήθητε εν
μιά ελπίδι της κλήσεως υμών∙ εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα∙ εις Θεός και
πατήρ πάντων, ο επί πάντων, και διά πάντων, και εν πάσιν υμίν. Ενί δε εκάστω
ημών εδόθη η χάρις κατά το μέτρον της δωρεάς του Χριστού…Και Αυτός έδωκε τους
μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους,
προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος
του Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της
επιγνώσεως του υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του
πληρώματος του Χριστού» (Ένα σώμα αποτελείτε όλοι κι ένα πνεύμα σάς ενώνει,
όπως και μία είναι η ελπίδα σας για την οποία σας κάλεσε ο Θεός. Ένας Κύριος
υπάρχει, μία πίστη, ένα βάπτισμα. Ένας Θεός και Πατέρας όλων, που κυριαρχεί σε
όλους, ενεργεί μέσα από όλους και κατοικεί σε όλους σας. Στον καθένα μας όμως
δόθηκε χάρισμα σύμφωνα με το μέτρο που δωρίζει ο Χριστός…Αυτός σε άλλους έδωσε
το χάρισμα του αποστόλου, σε άλλους του προφήτη, σε άλλους του ευαγγελιστή και
σε άλλους του ποιμένα και δασκάλου, για να καταρτίζουν και να διακονούν τους
πιστούς, ώστε να οικοδομείται το σώμα του Χριστού. Έτσι θα καταλήξουμε όλοι
στην ενότητα που δίνει η πίστη και η βαθιά γνώση του Υιού του Θεού, θα γίνουμε
ώριμοι και θα φτάσουμε στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός).
Η πορεία αυτή
ωρίμανσης και τελειότητας του πιστού, να επιβεβαιώνει αυτός καθημερινώς ότι ως
μέλος Χριστού καλείται να φανερώνει αδιάκοπα Εκείνον, δεν γίνεται κατά τρόπο
αυτόματο και μαγικό. Μέχρι να φτάσει κανείς στο σημείο της θέωσης, η οποία
κατανοείται ως «ατέλεστος τελειότης»,
δηλαδή ως πορεία που ποτέ δεν φτάνει στην απόλυτη πληρότητά της, αφού
κατανοείται ως χριστοποίηση του ανθρώπου – ποιος μπορεί να πει ότι φτάνει τον
ίδιον τον Χριστό, δηλαδή τον άπειρο Θεό; - περνά από διάφορα στάδια, τα οποία
συνιστούν την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Και στον βαθμό που ο πιστός
διαβαίνει με τη χάρη του Θεού τα στάδια αυτά ή αλλιώς ανεβαίνει τα σκαλοπάτια
της πνευματικής αυτής ζωής, θεραπεύεται. Θεραπεύεται από την αρρώστια της
αμαρτίας, δηλαδή του εγωισμού, με τα κεντρικά παρακλάδια του: τη φιληδονία, τη
φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, και γίνεται υγιής.
Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι η Εκκλησία μέσα στα πλαίσια της Ενορίας,
είναι ένα θεραπευτήριο, ένα Νοσοκομείο. Αν δεν δούμε την κάθε Ενορία ως
κυριολεκτικά θεραπευτική κοινότητα, που δίνει τα φάρμακα, λόγω της υπάρξεως και
ενεργείας σ’ αυτήν του Πρώτου και Μεγάλου Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων, του
Ιησού Χριστού, για τη θεραπεία της
κατεξοχήν θανατερής αρρώστιας, της αμαρτίας, μάλλον δεν θα έχουμε καταλάβει
τίποτε για την ουσία και την αποστολή της.
Ποια είναι τα
φάρμακα αυτά; Η ίδια η χάρη του Τριαδικού Θεού μας, η οποία στον έχοντα
καταθέσει και τη δική του θέληση σ’ Αυτήν, δίνει τη δύναμη για υπέρβαση του
εγωισμού και μεταστοιχείωσή του σε αγάπη. Ο άνθρωπος δηλαδή στην Εκκλησία
γίνεται υγιής, όσο γεύεται την αγάπη του Θεού και την αντανακλά και στους
άλλους. Ο εγωισμός είναι η αρρώστια, η αγάπη είναι η υγεία. Με διαφορετικά
λόγια, ο πιστός που θέλει να είναι με τον Θεό, που έχει βαπτιστεί και χριστεί, που
μετέχει εν μετανοία των αχράντων μυστηρίων, του σώματος και του αίματος του
Χριστού, γινόμενος ένα με Εκείνον, φανερώνει τη ζωή πια Εκείνου, δηλαδή την
αγάπη. Κι όπως τα σημάδια της αρρώστιας του εγωισμού είναι η φιληδονία ως
εμπαθής στροφή στις σαρκικές ηδονές, η φιλαργυρία, ως παθολογική διάθεση
απόκτησης υλικών αγαθών, η φιλοδοξία, ως διεστραμμένη τάση αποδοχής από τους
άλλους και κυριαρχίας επ’ αυτών, που καταλήγει στη δαιμονική υπερηφάνεια, έτσι
και τα σημάδια της υγείας της αγάπης είναι η εγκράτεια ως κυριαρχία επί των άτακτων
ορμών και ηδονών του σώματος, η ακτημοσύνη, ως απόρριψη της εμπαθούς
προσκόλλησης στα γήινα και περιορισμός στα απολύτως απαραίτητα, η ταπείνωση ως
συναίσθηση των ορίων και αναφορά στον μόνο άξιο δοξολογίας Θεό.
Η μεταστοιχείωση
του πιστού μέσα στο Νοσοκομείο αυτό, την Ενορία, η διαδικασία υγείας του, να
φτάσει δηλαδή, όπως είπαμε, την αγάπη, άρα τη χριστοποίησή του, περνά μέσα από
στάδια. Και τα στάδια αυτά είναι πρώτα από όλα η κάθαρση της καρδιάς, η οποία
στη συνέχεια φέρνει τον φωτισμό από τον Θεό, για να φτάσει σε ό,τι ονομάσαμε
θέωση. Και η θεραπευτική αυτή διαδικασία απαιτεί καθοδηγητή, έμπειρο
πνευματικό, ο οποίος κανονικά δεν πρέπει να είναι άλλος από τον κληρικό της
ενορίας. Ο έμπειρος κληρικός, ο πνευματικός - που ο ίδιος έχει περάσει ή το
λιγότερο περνά και αυτός τα στάδια αυτά - με τη χάρη του Θεού, ιδίως μέσα στο μυστήριο
της εξομολογήσεως, μπορεί να βοηθήσει το πιστό μέλος της ενορίας, για να φτάσει
στον βασικό του σκοπό: να θεραπευτεί, με την έννοια να ζει την αληθινή αγάπη,
ενούμενος με τον Θεό. Εργαστήριο λοιπόν αγιότητας και θεώσεως η Ενορία, που
κάνει τον πιστό έναν «εν σαρκί
περιπολούντα Θεόν», κατά την έκφραση εκκλησιαστικού ανδρός.
4. Αλλοιωμένες απόψεις περί Εκκλησίας.
Με βάση τα
παραπάνω είναι παραπάνω από σαφές ότι η Εκκλησία δεν είναι αυτό που έχουν
δυστυχώς πολλοί κατά νου, ακόμη και θεωρούμενοι χριστιανοί. Δηλαδή: (1)
Εκκλησία δεν είναι μόνον οι κληρικοί, «παπάδες και Δεσποτάδες», ως συνήθως
λέγεται. Οι κληρικοί είναι και αυτοί μέλη του σώματος του Χριστού, όχι όμως η
Εκκλησία. Ο ποιμήν και αυτών, όπως και για όλους, είναι η κεφαλή της Εκκλησίας,
ο Χριστός. (2) Εκκλησία δεν είναι ένα σωματείο ή ένας απλός κοινωφελής
οργανισμός. Μία τέτοια κατανόηση της Εκκλησίας συνιστά θέση απιστίας, την οποία
συναντάμε σε διάφορες αιρετικές παραφυάδες. Εδώ έχουμε πλήρη ανατροπή της εν
Χριστώ αποκαλύψεως, ολωσδιόλου δε διαγραφή του λόγου του Θεού. (3) Εκκλησία δεν
είναι ένα κατάλοιπο παρωχημένων εποχών, που η εποχή μας δεν την «σηκώνει».
Εννοείται ότι και στην άποψη αυτή προϋποτίθεται η άρνηση του θεανθρώπινου
στοιχείου της, η απιστία και πάλι στη θεανδρική φύση του αρχηγού και ιδρυτή
της. Το «πύλαι Άδου ου κατισχύσιν αυτής»
βεβαίως δεν γίνεται αποδεκτό, ενώ η μόνη
παραχώρηση που γίνεται από τους υπέρμαχους της άποψης αυτής είναι ότι η
Εκκλησία μπορεί να υφίσταται για να δημιουργεί ένα είδος φολκλόρ στη ρουτίνα
της καθημερινότητας. (4) Και βεβαίως, και πρέπει να προσεχτεί ιδιαιτέρως τούτο,
Εκκλησία δεν είναι ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, το οποίο αξίζει να υπάρχει, διότι
καλύπτει ανάγκες διαφόρων συνανθρώπων μας. Και λέμε ότι πρέπει να προσεχτεί
τούτο περισσότερο, διότι με την οικονομική και λοιπή κρίση που διερχόμαστε,
φτιαχτή ή πραγματική, οι πολλοί στρέφουν τα βλέμματα στην Εκκλησία, προκειμένου
εκεί να βρουν την κάλυψη των εξόδων τους. Θεωρούν ότι η κοινωνική προσφορά και
η φιλανθρωπία είναι το πρώτιστο έργο αυτής, γι’ αυτό και είναι εύκολοι, αν δεν
βρουν ανταπόκριση στο αίτημά τους, να την αμφισβητήσουν και να την διαβάλουν.
Αλλά το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, σημαντικότατο ασφαλώς
και αναγκαίο, έρχεται ως απόρροια της πρώτης και ουσιώδους αποστολής της με τον
τρόπο που αναφέραμε προηγουμένως: «να αρπάζει τους ανθρώπους από τα «νύχια» του
διαβόλου και της αμαρτίας και να τους προσφέρει στον Θεό». Το έργο της είναι η
συνέχεια, είπαμε, του ίδιου του Χριστού. Κι όπως Εκείνος αρνήθηκε να κατανοηθεί
ως Εκείνος που θα επέλυε το βιοποριστικό πρόβλημα των ανθρώπων – «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος»
είπε, «αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω
διά στόματος Θεού» - κάτι που συνεχίστηκε ως στάση και από τους μαθητές Του
– «ουκ αρεστόν ημάς καταλείψαντας τον
λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις» ήταν η απάντηση και αυτών – το ίδιο και
η Εκκλησία: βοηθάει τους ανθρώπους όσο μπορεί στα οικονομικά και άμεσα
κοινωνικά προβλήματά τους, διότι τούτο αποτελεί έκφραση της αγάπης της προς
αυτούς, δεν μένει όμως μόνον σ’ αυτό. Το έργο της είναι κατά πολύ βαθύτερο και
ουσιαστικότερο, όσο βαθύτερο και ουσιαστικότερο είναι το αιώνιο στοιχείο από το
επίγειο και φθαρτό. Και τι λέει μάλιστα επ’ αυτού; Όταν ο άνθρωπος κοινωνήσει
με τον Θεό και τον συνάνθρωπο εν αγάπη, που σημαίνει, όπως είπαμε, να
εκκλησιαστεί σωστά, τότε θα βρει και τρόπους υπέρβασης της όποιας ανάγκης
δημιουργείται μέσα στον κόσμο: μαθαίνει δηλαδή να προσφέρει στον άλλον, έστω
και με τη δική του στέρηση. Κι απόδειξη προς τούτο η ζωή της πρωτοχριστιανικής
κοινότητας των Ιεροσολύμων, όπου τα πάντα ήταν κοινά, διότι κοινή ήταν η πίστη
και ενωμένες οι καρδιές λόγω της αγάπης προς τον Θεό.
γ. Σεβασμιώτατε,
πριν από λίγο
καιρό πήραν συνέντευξη από τον γνωστό ανά την οικουμένη διαπρεπή ιεράρχη της
Εκκλησίας και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Επίσκοπο Διοκλείας
Κάλλιστο Γουέαρ. Μία από τις καίριες ερωτήσεις που του έθεσαν ήταν πώς από
προτεστάντης έγινε ορθόδοξος. Μολονότι έχει γράψει επ’ αυτού, απάντησε και
πάλι. Η απάντησή του νομίζουμε ότι συνιστά μία μυσταγωγικού χαρακτήρα
τοποθέτηση επί του θέματος της Εκκλησίας και της Ενορίας. Κι αυτή η απάντησή
του ας είναι και ο επίλογος της ταπεινής εισηγήσεώς μας. Είπε λοιπόν ο π.
Κάλλιστος:
«Ήμουν τότε 17 χρονών και
ετοιμαζόμουν για το Πανεπιστήμιο. Ήμουν σε ένα σχολείο στο Λονδίνο. Ένα Σάββατο
βράδυ πήγα περίπατο και είδα έναν ναό που δεν είχα ξαναδεί ως τότε. Από
περιέργεια ή μάλλον από Θεία Πρόνοια αποφάσισα να μπώ μέσα. Ήταν ο Ρώσικος
Ορθόδοξος ναός του Λονδίνου. Στην αρχή όταν μπήκα μέσα στο ναό, ήταν σκοτεινός.
Δεν είδα εύκολα τι είχε μέσα. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν μια απουσία. Είχα την
εντύπωση ότι κανείς και τίποτα δεν είναι εδώ, ότι ο ναός είναι κενός, δηλαδή
δεν είχε στασίδια, καρέκλες, μόνο το πάτωμα. Αργότερα κατάλαβα ότι υπάρχουν μέσα στο ναό εικόνες, λαμπάδες
αναμμένες, λίγος αριθμός ανθρώπων και κάπου, που δεν μπορούσα να δω υπήρχε μια
μικρή χορωδία που έψαλλε. Έτσι ήρθα στην ώρα την οποία οι Ρώσοι κάθε Σάββατο
βράδυ έχουν μια μικρή αγρυπνία. Και η πρώτη μου εντύπωση μιας απουσίας – ότι δεν
είναι τίποτε εδώ – άλλαξε ολοκληρωτικά. Απέκτησα μια άλλη εντύπωση, όχι
απουσίας, αλλά παρουσίας. Κατάλαβα ότι εμείς οι ολίγοι άνθρωποι, παρόντες σε
αυτήν την ακολουθία, συμμετέχουμε σε μια πράξη πάρα πολύ μεγαλύτερη από αυτήν
την ακολουθία που γίνεται σε μια γωνιά του Λονδίνου. Κατάλαβα ότι συμμετέχουμε σε μια λειτουργική σύναξη που
έχει πολλούς αοράτους προσκυνητάς. Πολλούς παρόντες που προσεύχονται μαζί μας,
παρ΄ ότι δεν τους βλέπουμε. Είχα την αίσθηση ότι πραγματικά η Εκκλησία είναι ουρανός επί
γης. Είχα την αίσθηση της σχέσεως που υπάρχει μεταξύ της ορατής Εκκλησίας που υπάρχει στη γη και της
επουράνιας Εκκλησίας επάνω. Κατάλαβα ότι πάνω και κάτω συμμετέχουμε
στην ίδια σύναξη. Έτσι είχα μια άμεση αίσθηση της σημασίας της κοινωνίας των
Αγίων. Ότι επάνω οι Άγγελοι, οι Άγιοι, η Παναγία, ο Χριστός ο μέγας αρχιερεύς,
όλοι συμμετέχουν στη λατρεία που προσφέρουμε εμείς κάτω οι επί γης. Ότι άνω και
κάτω υπάρχει μια Λειτουργία, μια δοξολογία, μια ενωμένη προσφορά και βέβαια
τότε κατάλαβα με το μυαλό μου την ακολουθία, διότι όλα ήταν στα Σλαβονικά. Δεν
ήξερα τη Σλαβονική γλώσσα, αλλά κατάλαβα με την καρδιά μου, τι σημαίνει αυτή η ακολουθία.
Και από τότε άρχισα να ενδιαφέρομαι για την Ορθοδοξία. Από τότε ίσως κατά
κεκρυμμένον τρόπο πήρα την απόφαση ότι πρέπει να γίνω Ορθόδοξος. Κατάλαβα
αμέσως ότι αυτό είναι για μένα. Πέρασαν βέβαια έξι χρόνια μέχρι να γίνω
Ορθόδοξος. Αλλά από τότε ήθελα να γίνω. Έτσι η πρώτη μου επαφή με την Ορθοδοξία
δεν ήταν μέσω βιβλίων ή με γνωριμία ανθρώπων, αλλά γνώρισα την Ορθοδοξία μέσω μιας
λειτουργικής ακολουθίας. Και αυτό ίσως είναι το πιο σωστό».
Η Ενορία είναι η σύναξη επί το αυτό όλης της Εκκλησίας: της ουράνιας
και της επίγειας. Βιώνουμε όλο το παρελθόν, το παρόν, αλλά και το μέλλον μέσα
στην παρουσία του Κυρίου. Μετέχουμε ήδη από τώρα στον ουρανό. Μεγαλύτερη
ευλογία και ευεργεσία από αυτό στον κόσμο τούτο δεν υπάρχει. Μακάρι να το
αισθανόμαστε».