Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Οικουμενικός Πατριἀρχης κ. Βαρθολομαίος: "Ουδείς έχει να φοβηθεί από την επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης"

Του Νικολάου Μαγγίνα / AMEN.GR
Την ελπίδα πως σύντομα θα επαναλειτουργήσει η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, έτσι ώστε να επανορθωθεί η αδικία που συντελέσθηκε το
1971 οπότε και αποφασίσθηκε με απόρρητο διάταγμα της τότε Κυβερνήσεως το κλείσιμό της, εξέφρασε σήμερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ημέρα κατά την οποία η Πρωτόθρονη Εκκλησία της Ορθοδοξίας τιμά τη μνήμη του Αγίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου, ιδρυτή της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδας Χάλκης.
«Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον...προέβαλλε πάντοτε προς τας Τουρκικάς αρχάς δια σειράς Μνημονίων και Πατριαρχικών Γραμμάτων, αλλά και προς πάσαν άλλην διεθνή κρατικήν ή μη οργάνωσιν, το δίκαιον αίτημα της επαναλειτουργίας της Σχολής, επιζητούν την επανόρθωσιν της αδικίας», είπε στην ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης και πρόσθεσε: «Τον Γολγοθάν, τον κάθε Γολγοθάν, το κάθε Πραιτώριον, την πάσαν αδικίαν ακολουθεί η Ανάστασις».

Και ο Οικουμενικός Πατριάρχης σημείωσε με νόημα:

«Ουδείς έχει να φοβηθή από την λειτουργίαν μιας τοιαύτης Σ χ ο λ η ς. Διότι εξ αυτής εξήρχοντο άνθρωποι μεμυημένοι εις την Θείαν Αγάπην, η οποία πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει και η οποία ουδέποτε εκπίπτει».

Η σημερινή ημέρα πανηγύρεως της Ιεράς Μονής συνδυάστηκε με την εγκατάσταση του νέου ηγουμένου της, Μητροπολίτη Προύσης Ελπιδοφόρου, στον οποίο ο Οικουμενικός Πατριάρχης, μετά τη θεία λειτουργία, επέδωσε και την ηγουμενική ράβδο.

Αργότερα στην αίθουσα τελετών της Σχολής, ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην ομιλία του ευχήθηκε επιτυχία στη διακονία του νέου ηγουμένου και να  « ίδη επί των ημερών του επαναλειτουργούσαν την Σχολήν, τρέφουσαν και καταρτίζουσαν τα νοσσία αυτής δια του πνεύματος και της μαρτυρίας και του ήθους της Μεγάλης Εκκλησίας».

«Περιττόν να είπω, Παναγιώτατε Δέσποτα, πόσον μικρός, ελάχιστος και ανάξιος αισθάνομαι δια την θέσιν ταύτην αναλογιζόμενος τους προκατόχους μου επιφανείς και πολιούς Ιεράρχας του Θρόνου, λογίους άνδρας καυχήματα του Γένους και αδάμαντας της Εκκλησίας, Σχολάρχας πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας της θύραθεν και της εκκλησιαστικής», είπε στην ομιλία του ο νέος ηγούμενος, Μητροπολίτης Προύσης.

«Περιδιαβαίνων τους χώρους της Μονής, αναδιφών εις την σπανίαν Βιβλιοθήκην, προσευχόμενος εν τω Ναώ, ενδιαιτώμενος εις την τράπεζαν, παρατηρών τας ευγενείς μορφάς εις τους πίνακας της παρούσης αιθούσης, αισθάνομαι βαρύ το φορτίον της πολυτίμου και παλαιφάτου κληρονομίας και κάμπτονται τα γόνατα εκ του δέους της ευθύνης».

Στην πανηγυρική θεία λειτουργία παρέστησαν οι Μητροπολίτες Γερων Δέρκων Απόστολος, Τρανουπόλεως Γερμανός, Πριγκιποννήσων Ιάκωβος, Μυριοφύτου και Περιστάσεως Ειρηναίος, Μύρων Χρυσόστομος, Σασίμων Γεννάδιος, Ελσινκίου Αμβρόσιος, ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος Νικόλαος Ματθιουδάκης, Άρχοντες του Θρόνου, καθηγητές και μαθητές από την Εκκλησιαστική Σχολή Χανίων Κρήτης και πλήθος πιστών.
Ακολουθεί η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου:
Ιερώτατοι άγιοι αδελφοί,
Ιερώτατε άγιε Καθηγούμενε  της Ιεράς ταύτης Μονής Μητρο-πολίτα Προύσης κύριε Ελπιδοφόρε,
Εντιμότατε κύριε Γενικέ Πρόξενε της Ελλάδος,
Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες,
Ελλογιμώτατοι κύριοι Καθηγηταί,
Αγαπητοί πατέρες, αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω,
 Η τελεσθείσα σήμερον εόρτιος Θεία Λειτουργία εις το Ιερόν τούτο Σταυροπήγιον, το πηχθέν προ δώδεκα περίπου αιώνων υπό του σήμερον εορταζομένου Ιερού Φωτίου του Ομολογητού, του Μεγάλου εκ των εν Αγίοις προκατόχων της ημετέρας Μετριότητος εις τον πανίερον Αποστολικόν και Πατριαρχικόν Οικουμενικόν Θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως, έχει ιδιαιτέραν εκκλησιολογικήν και θεολογικήν σημασίαν, ως άλλωστε και πάσα τέλεσις της αναιμάκτου Θείας Ευχαριστίας, διότι παραπέμπει την μνήμην και την καρδίαν ημών εις τον Γολγοθάν, και δη εις τον Χριστόν, ο Οποίος ανυψώθη και απέθανεν εν τω Σταυρώ, είτα δε Ανέστη δια την σωτηρίαν του κόσμου παντός.

 Εδώ, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος, ο Ομολογητής, ο και Καθηγητής του Πανεπιστημίου αυτής, έπηξε τον Σταυρόν της Ιεράς ταύτης Μονής, η οποία έμελλε να αναδειχθή εις τούς μετέπειτα αιώνας, και ως Μονή και ως Σχολή φυτώριον εκκλησιαστικής φιλομαθείας και παιδείας και καταρτίσεως στελεχών και κηρύκων του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού και της ομολογίας της εις Αυτόν πίστεως, ως υπήρξε και η προσωπική ζωη και η μαρτυρία του ιδίου: ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως και προάσπισις αυτής έναντι των αιρέσεων.

Σ τ α υ ρ ο ς και Α ν α σ τ α σ ι ς, αποτελούν το βίωμα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας και του αληθινού Χριστιανού, ο οποίος δέον να διακρίνεται δια το σταυροαναστάσιμον αυτού ήθος. Ο Σταυρός είναι σημείον αναγνωρίσεως του Χριστού και του αληθινού Χριστιανού. Η σταυροαναστάσιμος αύτη ατμόσφαιρα συναντάται εις την Ορθόδοξον Θεολογίαν, η οποία είναι εμπειρική δια της σταυρώσεως και ουχί στοχαστική η ηθικιστική. Επί πλέον, αυτό το σταυροαναστάσιμον ήθος συναντάται εις την μυστηριακήν και την πνευματικήν ζωήν της Εκκλησίας μας: εις την μυστηριακήν, δοθέντος ότι τα μυστήρια τελειούνται δια της Χαριτος του Θεού, η οποία παρέχεται δια του τύπου και του σημείου του Σταυρού• και εις την πνευματικήν ζωήν, ως θυσία και προσφορά, ως κένωσις και υπέρβασις εν Χριστώ των αισθήσεων και των δερματίνων χιτώνων της φθοράς και της θνητότητος.

Ο Ιερός Φωτιος, του οποίου σήμερον επικαλούμεθα την μεσιτείαν και πρεσβείαν προς τον Κυριον εν ευχαριστία πολλή, εθεολόγησε με την σταυροαναστάσιμον νοοτροπίαν. Και με την θεολογίαν αυτήν έζησε και επολιτεύθη, ως καθηγητής και ως Ποιμήν. Αν και αντιμετώπισεν αδικίας και περιφρονήσεις, αν και εγεύθη χολής και όξους, εκοιμήθη ευχαριστών και δοξάζων τον Θεόν. Ούτως ανεδείχθη διδάσκαλος λόγω και έργω, ποιμήν θυσιάζων την ζωήν αυτού υπέρ του Μεγάλου Ποιμένος και των προβάτων αυτού, εκδαπανώμενος καθ  ἡμέραν εις την εν Χριστώ διακονίαν του λαού, διδάσκων τον λόγον της αληθείας.
Ως οφθαλμός πάσης της οικουμένης, ο Ιερός Φωτιος, ενδιεφέρετο δια πάντας τούς ανθρώπους “εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν” αυτούς (Α´ Τιμ. β , 4), διο και απέστειλεν ιεραποστόλους εις τους βορείους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας λαούς ίνα κηρύξωσιν Ιησούν Εσταυρωμένον και Αναστάντα και ευαγγελισθώσι Χριστόν τοις εν σκότει και σκια θανάτου καθημένοις. Ο μεγαλόπνοος ούτος ανήρ εκοπίασε πολύ, ίνα πάντες οι άνθρωποι οι κατοικούντες επί παν το πρόσωπον της γης γνωρίσουν την Αλήθειαν, τουτέστι τον Χριστόν, και απολαύσουν του πλούτου της χρηστότητος και της φιλανθρωπίας Αυτού.

Ο σπόρος της εκκλησιαστικής φιλομαθείας ο οποίος ενυπήρχεν εις την ίδρυσιν της Μονής ταύτης, εμφυτευθείς υπό του ανιδρυτού αυτής Ιερού Φωτίου, ανεβλάστησεν εις το γόνιμον έδαφος αυτής και εκαρποφόρησεν εν έτει 1844 ότε ιδρύθη υπό ενός ετέρου εκ των προκατόχων ημών, του Πατριάρχου Γερμανού του Δ´, το ιερόν “φυτώριον των παρ  ἡμῖν εκκλησιαστικών και θεολογικών γραμμάτων”, η παγκοίνως γνωστή Ιερά Θεολογική Σχολή της Χαλκης, η οποία μέχρι της δια λόγους “τυπικούς” εν έτει 1971 απαγορεύσεως της λειτουργίας της, προσέφερεν ανεκτιμήτους υπηρεσίας και διακονίαν εις τον Οικουμενικόν Θρόνον, εις την Ορθοδοξίαν, εις τον Χριστιανισμόν, εις τα Ιερά Γράμματα και εις την εν γένει παιδείαν των καθ  ἡμᾶς κάτω τούτων χρόνων. Οι απόφοιτοι αυτής ανεδείχθησαν Πατριάρχαι, Αρχιερείς, λευίται της Χαριτος και διδάσκαλοι της Ορθοδόξου Θεολογίας εν τη καθ  ἡμᾶς Ανατολή, εν τη Εσπερία  και ανά πάσαν την υφήλιον. Επί 127 έτη υπήρξεν αληθώς το θεολογικόν και πνευματικόν εργαστήριον και επιτελείον του  Οικουμενικού Πατριαρχείου και ουχί μόνον.

Δυστυχώς, αιφνιδίως, προ τεσσαράκοντα ετών εχαρακτηρίσθη και αύτη, ως γνωστόν, υπό του Υπουργείου Παιδείας της Χωρας ημών ως Ανωτάτη Σχολή και δι   αὐτό εκλείσθη. Εν τούτοις, η Σχολή αυτή δεν είχεν ιδρυθή δυνάμει της τότε ισχυούσης σχετικής νομοθεσίας, αλλά ελειτούργει από του 1844 ως Μειονοτική Θρησκευτική και κυρίως Ιερατική (κατά τινα τρόπον επαγγελματική) Σχολή, και ως τοιαύτη ανεγνωρίζετο υπό των Κρατικών Αρχών, εκαλύπτετο δε η λειτουργία αυτής υπό των άρθρων 40 και 41 της Συνθήκης της Λωζάννης δια των προβλέψεων της οποίας ορίζεται ότι οι πολίται της Χώρας ταύτης, οι ανήκοντες εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας, έχουν ίσον δικαίωμα να συνιστούν, διευθύνουν και εποπτεύουν, ιδίαις δαπάναις, τοιαύτας σχολάς, και ότι η Τουρκία αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως αι διατάξεις αύται της Συνθήκης της Λωζάννης αναγνωρισθούν ως θεμελιώδεις νόμοι του Τουρκικού Κράτους και όπως ουδείς νόμος η κανονισμός η επίσημός τις πράξις διατελώσιν εν αντιφάσει προς τας διατάξεις ταύτας η κατισχύωσιν αυτών. Εν τούτοις, αι εγχώριοι διατάξεις κατίσχυσαν αυτών και ούτως αι πύλαι της Σχολής παραμένουν κεκλεισμέναι και αυτή σιωπώσα. Και έτσι μία Ορθόδοξος Θεολογική Σχολή εκλείσθη κατά τρόπον ανορθόδοξον!

Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, έκτοτε, δια των προκατόχων ημών Πατριαρχών Αθηναγόρου και Δημητρίου, ιδιαιτέρως όμως, επιτραπήτω ημίν, επί της εικοσαετούς και πλέον ταπεινής Πατριαρχικής διακονίας ημών, προέβαλλε πάντοτε προς τας Τουρκικάς αρχάς δια σειράς Μνημονίων και Πατριαρχικών Γραμμάτων, αλλά και προς πάσαν άλλην διεθνή κρατικήν ή μη οργάνωσιν, το δίκαιον αίτημα της επαναλειτουργίας της Σχολής, επιζητούν την επανόρθωσιν της αδικίας. Ελπίζεται πλέον ότι η φιλόλαος Κυβέρνησις της Τουρκίας, υπό την σθεναράν και ρηξικέλευθον ηγεσίαν του Πρωθυπουργού αυτής κ. Recep Tayyıp Erdoğan, μελετά υπευθύνως και θετικώς την επίλυσιν του ζητήματος, έχουσα υπ  ὄψει το διεθνώς κατωχυρωμένον  ατομικόν δικαίωμα του ανθρώπου, και ιδίως των μειονοτήτων, να διατηρούν θρησκευτικά σχολεία διδάσκοντα την θρησκείαν αυτών. Το πρόβλημα της Θεολογικής Σχολής Χαλκης είναι ήδη αμέσως συνυφασμένον προς τα γενικώτερα προβλήματά της Μειονότητός μας εν Τουρκία, ένια των οποίων ερρυθμίσθησαν ήδη υπό της Κυβερνήσεως, προς την οποίαν και από της θέσεως ταύτης εκφράζομεν ευχαριστίας.

Η σημερινή ημέρα και πανήγυρις, αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω, ας είναι προάγγελος της πολυποθήτου εκείνης ημέρας, κατά την οποίαν αι πύλαι της παλαιφάτου ταύτης Σχολής, θα ανοίξουν προς υποδοχήν ουχί μόνον του νέου ηγουμένου αλλά και των σπουδαστών, και θα αγάλλωνται τα πνεύματα του Ιερού Φωτίου, του Πατριάρχου Γερμανού του Δ´ και της μεγάλης χορείας των Σχολαρχών, Καθηγητών και αποφοίτων της Σχολής, με τελευταίους τούς αειμνήστους Σχολάρχας Μητροπολίτας Νεοκαισαρείας Χρυσόστομον, Ικονίου Ιακωβον και Σταυρουπόλεως Μαξιμον, τούς μακαριστούς Καθηγητάς Μητροπολίτην Μύρων και είτα Εφέσου Χρυσόστομον, Μ. Οικονόμον Γεώργιον Αναστασιάδην, Ιωάννην Παναγιωτίδην, Εμμανουήλ Φωτιάδην, Κωνσταντίνον Καλλίνικον και Αριστείδην Πασσαδαίον και τούς επιζώντας εξ αυτών σεβαστούς διδασκάλους και ημών Βασίλειον Αναγνωστόπουλον και Βασίλειον Σταυρίδην, τούς διατηρούντας δια της συγγραφής και προσφοράς των άσβεστον την φλόγα και το πνεύμα της Χαλκης.

 Ναι! αναμένομεν την ημέραν αυτήν, διότι, τον Γολγοθάν, τον κάθε Γολγοθάν, το κάθε Πραιτώριον, την πάσαν αδικίαν ακολουθεί η Ανάστασις. Το Καθολικόν της Ιεράς ταύτης Μονής αναμένει τας προσευχάς των σπουδαστών, τα βιβλία εις την Βιβλιοθήκην  αναμένουν τας χείρας, αι οποίαι θα τα τοποθετήσουν επί των αναγνωστηρίων προς απορρόφησιν εξ αυτών της αποτεθησαυρισμένης Πατερικής και θύραθεν γνώσεως. Αι αίθουσαι διδασκαλίας ανυπομονούν να ακούσουν και πάλιν την φωνήν των διδασκόντων και των ακροωμένων τας απορίας και ερωτήσεις. Οι διάδρομοι διερωτώνται διατί έπαυσαν να ηχούν επ  αὐτῶν τα βήματα των νέων, των δι  αὐτῶν πορευομένων προς την άνωθεν σοφίαν την πλήρη χάριτος και αληθείας. Οι κήποι προσφέρουν την ανθηφορίαν των, αλλ  οὔτε νεανικαί ούτε πρεσβυτικαί χείρες θωπεύουν τα πολύχρωμα και ευώδη άνθη. Και ταύτα πάντα άνευ οφέλους τινός δια την χώραν, δια την κοινωνίαν. Αντιθέτως! Και η μεν και η δε βλάπτονται, ζημιούνται εκ της αδίκου σιωπής. Εαν οι νόμοι ηρμηνεύοντο μετά πλείονος ευρύτητος πνεύματος, πόσον ωραιοτέρα θα ήτο η ζωη των ανθρώπων!

Η αληθής φύσις της Σχολής μας είναι ότι αύτη είναι αληθής σ χ ο λ η  μυήσεως εις τον πνευματικόν κόσμον της αμωμήτου Ορθοδόξου πίστεώς μας, εις τον τρόπον ενεργείας της Θείας Χαριτος, εις τον τρόπον προσευχής, εις τον τρόπον καταπολεμήσεως του κακού δια του αγαθού, εις τον τρόπον προσεγγίσεως Θεού και ανθρώπων εν αγάπη και ειρήνη και αληθεία. Ουδείς έχει να φοβηθή από την λειτουργίαν μιας τοιαύτης Σ χ ο λ η ς. Διότι εξ αυτής εξήρχοντο άνθρωποι μεμυημένοι εις την Θείαν Αγάπην άνθρωποι ωλοκληρωμένοι, αγαθοποιοί, ειρηνοποιοί, φιλάνθρωποι, φιλοπρόοδοι, φίλεργοι, φιλομαθείς, φίλοι του Θεού και φίλοι των ανθρώπων. Το ήθος και το εκκλησιαστικόν φρόνημα και η δημιουργική δραστηριότης των αποφοίτων της Σχολής ημών συνιστούν αξιόπιστον μαρτυρίαν περί των αποτελεσμάτων του εκπαιδευτικού και αμιγώς πνευματικού και λειτουργικού προγράμματός της.

 Χαιρόμεθα σήμερον, προς τούτοις, χαράν  ιδιαιτέραν, διότι ενθρονίζομεν εις την ιστορικήν ηγουμενικήν καθέδραν της Ιεράς ταύτης Μονής της Παναγίας Τριάδος τον νεωστί διορισθέντα υπό της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου ηγούμενον αυτής, Ιερώτατον αδελφόν Μητροπολίτην Προύσης κύριον Ελπιδοφόρον, εις τον οποίον παραδίδομεν την ευθύνην αλλά και το προνόμιον, την υποχρέωσιν αλλά και την τιμήν, να συνεχίση κοσμών την ιστορίαν και την μαρτυρίαν της Μονής και ευχόμεθα να ίδη επί των ημερών του, κατ' αυτάς τας απαρχάς της ηγουμενίας του, επαναλειτουργούσαν την Σχολήν, τρέφουσαν και καταρτίζουσαν τα νοσσία αυτής δια του οικουμενικού πνεύματος και του ήθους της Μεγάλης Εκκλησίας. Ο άγιος αδελφός, ο νέος ηγούμενος, έχει όλα τα προσόντα και τα εφόδια δια να επιτύχη εις την υψηλήν αποστολήν του, να εγκαινιάση μίαν νέαν περίοδον εις την ζωήν και την προσφοράν της Μονής και να γράψη σελίδας δόξης. Δόξης όχι δια τον εαυτόν σου, αδελφέ Άγιε Προύσης, ούτε δια τον Πατριάρχην Βαρθολομαίον, αλλά δια την Μονήν και την Σχολήν μας, δια την Μητέρα Εκκλησίαν, την Τροφόν του Γένους, δι' αυτά τα ιερώτατα πράγματα τα οποία οφείλομεν να δοξάζωμεν και να τιμώμεν, διότι αυτά υπερετίμησαν ημάς τους ταπεινούς διακόνους αυτών. Συγχαίρομέν σοι, άγιε αδελφέ,  και δεόμεθα ομού μετά του Σοφού Σολομώντος: “Θεε Πατέρων και Κυριε του ελέους[...], δος τω νέω ηγουμένω την των σων θρόνων πάρεδρον σοφίαν και μη αποδοκιμάσης αυτόν εκ παίδων σου" (πρβλ. Σοφ. Σολομ. θ  1 κ.εξ.).

 Θα ήτο παράλειψις από μέρους της ημετέρας Μετριότητος εάν δεν ελέγομεν και τον προσήκοντα λόγον ευχαριστίας και ευαρεσκείας προς τον απελθόντα Προηγούμενον άγιον Μοσχονησίων και ήδη Δέρκων κ. Απόστολον δια την επί σειράν ετών εύορκον, πιστήν και καρποφόρον διακονίαν αυτού υπό την ιεράν ταύτην στέγην, την οποίαν παρέδωκεν ανακαινισμένην και ευπαρουσίαστον εις τον άξιον διάδοχον αυτού. 
Ιερώτατοι άγιοι αδελφοί,
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Το εξ ημών, επαναλαμβάνομεν και σήμερον και πάντοτε και πάλιν και πολλάκις:

Δοξα τω Θεώ, «ότι εχαρίσθη (ημίν) το υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν,- τον αυτόν αγώνα έχοντες, οίον είδετε εν εμοί και νυν ακούετε εν εμοί” (Φιλιπ. α  29).

Δοξα τω Θεώ, δια την χαρισθείσαν ημίν  εκκλησιαστικήν διακονίαν διότι “έχομεν τον θησαυρόν τούτον εν οστρακίνοις σκεύεσιν, ίνα η υπερβολή της δυνάμεως η του Θεού και μη εξ ημών” (Β´  Κορ. δ  7-8).

Δοξα τω Θεώ, δια την δωρηθείσαν ημίν δωρεάν, την οποίαν ασκούμεν “εν παντι θλιβόμενοι αλλ  οὐ στενοχωρούμενοι, απορούμενοι αλλ  οὐκ εξαπορούμενοι, διωκόμενοι αλλ  οὐκ εγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι αλλ' ουκ απολλύμενοι, πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέροντες, ίνα και η ζωη του Ιησού εν τω σώματι ημών φανερωθή” (Β´ Κορ. δ  8-10).

Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!


Λόγος του Σεβ. Μητροπολίτου Προύσης κυρίου Ελπιδοφόρου επί τη ενθρονίσει ως Ηγουμένου της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίας Τριάδος Χάλκης
(6 Φεβρουαρίου 2012)
«Φωστήρ θεαυγέστατε
φωτός επώνυμε άγιε
το σκότος απέλασον
λαμπηδόσι φωτός
αυγάσας θείου»[1]

Παναγιώτατε Δέσποτα,
Σεβασμιώτατε Πρόεδρε της Εφορείας,
Εντιμότατε κ. Γενικέ Πρόξενε της Ελλάδος,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς,
Πανοσιολογιώτατοι,
Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες,
Αγαπητοί μου χριστιανοί.

Την ως άνω ωδήν εψάλαμε σήμερον εις τον εορτάζοντα Μέγαν εν πατράσι και κτίτορα της καθ’ ημάς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής ταύτης Μονής, η οποία τελεί λαμπράν πανήγυριν λαμπρυνομένην έτι περαιτέρω δια της αυτοπροσώπου παρουσίας και χοροστασίας της Υμετέρας Σεπτής Κορυφής, του επαξίου διαδόχου αυτού εις τον Οικουμενικόν Θρόνον της Βασιλίδος.

Ο του «φωτός επώνυμος» άγιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καλείται υπό του υμνογράφου «φωστήρ θεαυγέστατος», τουτέστιν ουχί φορεύς φωτός ιδίου, αλλ’ αυγάζων ακτίνας θείας, προερχομένας εκ της μόνης πηγής του αληθούς φωτός του φωτίζοντος πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. Δι’ ο και δεν ωνομάσθη «φως», αλλά Φώτιος. Διότι εις και μόνον ετόλμησε να είπη περί εαυτού ότι «εγώ ειμί το φως», ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο ειπών «γεννηθήτω φως και εγένετο φως», ο Δημιουργός του παντός Θεός.

Φώτιος ο εορταζόμενος και πανηγυριζόμενος Μέγας εν αγίοις Πατριάρχης και ανεδείχθη φερώνυμος του φωτός διότι «ήρθη προς το φως το άδυτον»[2], εκ του οποίου αρυσθείς τας θείας εκλάμψεις, μετέδωσε και εις ημάς πάντας δια του βίου και των έργων αυτού. Φωτισθείς ο ίδιος, εφώτισε λαούς καθημένους εν σκότει και εν σκια θανάτου∙ λαούς, οι οποίοι όχι μόνον δεν αφωμοιώθησαν πολιτισμικώς και γλωσσικώς, αλλ’ εξετινάχθησαν δια του εκχριστιανισμού αυτών εις ύψη ευσεβείας, ευημερίας, καλλιτεχνικής εκφράσεως, μοναχικής ασκήσεως, θεολογικής εκφράσεως και εθνικής αυτοσυνειδησίας.
Φωτιστής ο Μέγας Φώτιος και ένθερμος μελετητής πάντων των κατά την εποχήν αυτού σωζομένων συγγραμμάτων, διέσωσεν αυτά μεταγράψας και συνοψίσας εις την περίφημον Βιβλιοθήκην αυτού.

Το φως, λοιπόν, του Χριστού απελαύνει το σκότος, όπως το φυσικόν φως εκχυνόμενον αποκαλύπτει εις τους υγιείς οφθαλμούς απάσας τας αποχρώσεις του θαύματος της φυσικής δημιουργίας. Το φως του Χριστού, όμως, δεν είναι μόνον φως ευσεβείας οδηγούν τους ανθρώπους εις καλά έργα, εις τον παράδεισον της αιωνίας τρυφής και της απολαύσεως των θείων δωρεών. Το φως Χριστού είναι και φως γνώσεως∙ γνώσεως παραγούσης πολιτισμόν, τέχνην, μουσικήν, αρχιτεκτονικήν∙ γνώσεως εξευγενιζούσης τον άνθρωπον και ελαυνούσης τα σκότη της αγριότητος, του μίσους και της αμαθείας. Διότι, ως συνεχίζει ο υμνωδός, «το σκότος» απελαύνεται «λαμπηδόσι φωτός... θείου», φωτός, δηλαδή, προερχομένου έξωθεν της δημιουργίας, φωτός μη βαρυνομένου εκ της φθοράς, φωτός ακτίστου, φωτός θείου.

Τοιαύτης περιωπής κτίτορα έχουσα σεμνύνεται η Ιερά αύτη Μονή περιβεβλημένη, προς τούτοις, την υψηλοτέραν δυνατήν δια μίαν Μονήν τιμήν, αυτήν της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής αξίας. Και πανηγυρίζει σήμερον και πάλιν τιμώσα θεοπρεπώς την ιεράν αυτού μνήμην.

Τοιαύτης, λοιπόν, Μονής ηξίωσεν ο Θεός την ελαχιστότητά μου να ορισθώ Ηγούμενος, προτάσει της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος και αποφάσει της Αγίας και Ιεράς Συνόδου.

Περιττόν να είπω, Παναγιώτατε Δέσποτα, πόσον μικρός, ελάχιστος και ανάξιος αισθάνομαι δια την θέσιν ταύτην αναλογιζόμενος τους προκατόχους μου επιφανείς και πολιούς Ιεράρχας του Θρόνου, λογίους άνδρας καυχήματα του Γένους και αδάμαντας της Εκκλησίας, Σχολάρχας πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας της θύραθεν και της εκκλησιαστικής.
Περιδιαβαίνων τους χώρους της Μονής, αναδιφών εις την σπανίαν Βιβλιοθήκην, προσευχόμενος εν τω Ναώ, ενδιαιτώμενος εις την τράπεζαν, παρατηρών τας ευγενείς μορφάς εις τους πίνακας της παρούσης αιθούσης, αισθάνομαι βαρύ το φορτίον της πολυτίμου και παλαιφάτου κληρονομίας και κάμπτονται τα γόνατα εκ του δέους της ευθύνης.

Θαρρών, όμως, εις το έλεος του Κυρίου και εις την πατριαρχικήν επιείκειαν ευχαρίστως έκλινα αυχένα υπακοής και ασπαζόμενος την χαριτόβρυτον Υμών δεξιάν χαίρων και ευγνωμόνως παρέλαβον εξ αυτής την ηγουμενικήν ράβδον, την μεγάλην ταύτην τιμήν δι’ ένα Ιεράρχην του Θρόνου.

Παρά το γεγονός ότι είμαι ο πρώτος Ηγούμενος μη απόφοιτος της εν αναγκαστική σιωπή διατελούσης Ιεράς Θεολογικής Σχολής, θητεύσας, όμως, εν τη Πατριαρχική Αυλή και μαθητεύσας παρά τους σεπτούς πόδας του σοφού Πατρός και Πατριάρχου μου, υπόσχομαι να καταβάλω πάσαν ανθρωπίνως δυνατήν προσπάθειαν να φανώ αντάξιος της εμπιστοσύνης της Υμετέρας Σεπτής Κορυφής, αντάξιος των προσδοκιών της Μητρός Εκκλησίας και του Γένους.

Είμαι ευγνώμων, Παναγιώτατε Δέσποτα, δια την τιμήν της αναθέσεως εις την ελαχιστότητά μου της Ηγουμενείας του αδάμαντος τούτου των Ιερών Καθιδρυμάτων της Μητρός Εκκλησίας, ο οποίος κείται τόσον εγγύς εις την πατριαρχικήν Υμών καρδίαν, ώστε να μη υπάρχη ευκαιρία και περίπτωσις, καθ’ ας δεν αναφέρεσθε μετά θέρμης και νοσταλγίας είτε εις αναμνήσεις εκ της μαθητείας Υμών ενταύθα, είτε εις την ανάγκην της επαναλειτουργίας της Ιεράς Θεολογικής Σχολής. Εμπιστευόμενος την ευθύνην ενός τοιούτου Ιερού Καθιδρύματος, αισθάνομαι ότι μου εμπιστεύεσθε την καρδίαν Σας, την μυχίαν επιθυμίαν Σας να ίδητε την Σχολήν και πάλιν λειτουργούσαν, και τότε το αίσθημα της ευθύνης γίνεται βαρύτερον. Επαναλαμβάνω την υπόσχεσιν ότι θα καταβάλλω πάσαν προσπάθειαν να φανώ αντάξιος της τοιαύτης τιμής.

Έχω την τιμήν να παραλαμβάνω την Μονήν εκ των τιμίων χειρών του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γέροντος Δέρκων κ. Αποστόλου, του τιμίου τούτου και ανιδιοτελούς εργάτου του αμπελώνος του Κυρίου, ο οποίος ειργάσθη εν αυτή μετ’ αυταπαρνήσεως και ευσυνειδησίας και δυσευρέτου σήμερον αισθήματος καθήκοντος επί δεκαεξαετίαν όλην. Παραλαμβάνω, χάρις εις αυτόν, την Μονήν ανακαινισμένην, ωργανωμένην και ευρύθμως λειτουργούσαν, όθεν και εκφράζω εις αυτόν τας ευχαριστίας και την ευγνωμοσύνην μου, βέβαιος ων ότι και εκ της νέας αυτού ευθύνης της Προεδρείας της σεβαστής Εφορείας θα εξακολουθήση να νουθετή και συμβουλεύη την ελαχιστότητά μου εις την διοίκησιν αυτής.

Ευχαριστώ δε πάντα τα μέλη της σεβαστής Εφορείας δια την αγάπην και την υποστήριξιν την οποίαν επεδείξαντο άμα τη αναλήψει των καθηκόντων μου τον παρελθόντα Σεπτέμβριον.

Ευχαριστώ πάντας υμάς, φίλους και αδελφούς τους εντεύθεν και μακρόθεν ελθόντας, οι οποίοι δια της παρουσίας σας τιμάτε την ελαχιστότητά μου εις την ανάληψιν της νέας ταύτης εκκλησιαστικής διακονίας.

Παναγιώτατε Δέσποτα,

Εις την αρχήν της ομιλίας μου ανεφέρθην εις τον Ιερόν Φώτιον, τον του φωτός επώνυμον άγιον, το «των ορθοδόξων έρεισμα και καύχημα»[3], «τῶν πατέρων καλλονήν, Ἐώας τὸ θεῖον σέλας, τῆς ἐκκλησίας λαμπρότητα»[4], διότι επί τοιούτου θεμελίου εκτίσθη η Ιερά κατά Χάλκην Θεολογική Σχολή.

Η Σχολή αύτη καθ’ όλα τα έτη της λειτουργίας αυτής, αλλά και μετά την φωτοσβεστικήν κίνησιν των κρατούντων, απετέλεσε πηγήν φωτός, πηγήν γνώσεως, πηγήν πολιτισμού, αγγελτήριον ειρήνης, εργαστήριον αγάπης, διδασκαλείον ευσεβείας, φυτώριον στελεχών της Εκκλησίας φωτεινών, εμφορουμένων υπό το πνεύμα της οικουμενικότητος, φορέων της ιεράς παραδόσεως.

Η ελαχιστότης μου είναι ο τρίτος Ηγούμενος, ο οποίος ενθρονίζεται επί της ευκλεούς Πατριαρχείας Σας, μη διοριζόμενος ταυτοχρόνως και ως Σχολάρχης. Εκφράζων άπασαν την φιλέορτον ομήγυριν εύχομαι όπως η Υμετέρα Παναγιότης, «ο της ειρήνης φίλος και της αγάπης εργάτης»[5] πρεσβείαις του του φωτός επωνύμου εν αγίοις Προκατόχου Αυτής, του απελαύνοντος το σκότος αυγάσας λαμπηδόσι θείου φωτός και θεία χάριτι του Παρακλήτου του «οξέως την λύτρωσιν δίδοντος»[6], αξιωθή - και δη συντόμως - όπως ανάψη την λαμπάδα ταύτην της ιεράς επιστήμης και εγκαινιάση την επαναλειτουργίαν της Ιεράς κατά Χάλκην περιπύστου Θεολογικής Σχολής.

Γένοιτο.

[1] α’ ὠδὴ τοῦ Κανόνος τοῦ Ἁγίου.
[2] θ’ ὠδὴ τοῦ Κανόνος τοῦ Ἁγίου.
[3] η’ ὠδὴ τοῦ Κανόνος τοῦ Ἁγίου.
[4] Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου.
[5] Στιχηρὸν προσόμοιον τοῦ ὄρθρου τῆς ἑορτῆς.
[6] ε’ ὠδὴ τοῦ κανόνος τοῦ Ἁγίου.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...