gonia.gr
Την Μεγάλη Σαρακοστή του 1966 παρακολουθώ μάθημα ηθικής στην Α΄ αίθουσα της Θεολογικής Σχολής. Διδάσκων ήταν ο Ιωάννης Καρμίρης, άνδρας σοφός και πεπαιδευμένος , ωραίος για το αρρενωπό και σοφό του χαρακτήρα…
…Αυτός ο μεγάλος δάσκαλος της δογματικής και της ηθικής αναφέρθηκε σε κάποια του παράδοση στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Μεταξύ των άλλων είπε πως την ανάγκη της εξομολογήσεως την αισθάνονται όλοι οι άνθρωποι.
- Οι τύψεις της συνειδήσεως είναι μεγάλη τυράγνια. Και οι πιο μεγάλοι ληστές και κακούργοι ψάχνουν άνθρωπο εμπιστοσύνης , παπά ευλαβή, να εξομολογηθούνε.
Και αναφέρθηκε στον αρχιληστή της Αττικής , τον Νταβέλη, που ίσως ήταν και ο τελευταίος λήσταρχος στον χώρο μας:
- O παπα-Νικόλας Πλανάς στην εποχή του λειτουργούσε σε δυο-τρία εκκλησάκια. Ο προφήτης Ελισσαίος στην πλαγιά του Λυκαβηττού του ήταν πολύ αγαπητό. Φαίνεται πως η τελευταία εκκλησία που έκλεινε την πόρτα , για να μείνουν μόνοι οι Άγιοι στα εικονοστάσιά τους , ήταν του προφήτη Ελισσαίου. Ο παπα- Νικόλας συντρόφευε τους Αγίους με τις προσευχές του, μέχρι να πέσει η βαθειά νύχτα. Έτσι ,ένα απόβραδο, αφού άναψε την κανδήλα της παρακαταθήκης κι ενώ ακόμη δεν είχε δρασκελίσει την βορεινή πόρτα του ιερού βήματος , βλέπει να ανοίγη η μικρή πόρτα της εκκλησιάς, να κλείνη βεβιασμένα και ο αρχιληστής Νταβέλης , αρματωμένος σαν αστακούδι, να αμπαρώνη την πόρτα με σύρτες και με μάνταλα. Ο παπάς μαρμάρωσε. Κοντανάσαινε. Και ο νους του ήρθε σε μεγάλη αμηχανία. Οι λογισμοί του είπαν: «Θα νομίζη ο καημένος πως οι άνθρωποι που με πλησιάζουν, μου αφήνουν χρήματα και ήρθε να με ληστέψη». «Κύριε, το τέλος μου εγγίζει∙ μη επιτρέψης να θορυβηθή η ψυχή μου». Ο ληστής ξαρματώθηκε. Άφησε την πανοπλία του στα στασίδια και με βαριά βήματα προχώρησε στον ξαφνιασμένο παπά.
- Παπά- Νικόλα, ήρθα να εξομολογηθώ, να ξεκριματιστώ. Φόρεσε το πετραχήλι.
Γονάτισε στο πετραχήλι ο κατάδικος και είπε κάθε αναισχυντία τη νύχτας και της μέρας ∙ τους θανάτους, τις ληστείες και τις βιαιότητες. Ο Όσιος άκουγε τον ληστή, χωρίς να αποδοκιμάζη την πώρωση της ψυχής του. Μόνον του είπε:
- Όλα αυτά θα σου τα συγχωρέση ο Θεός . Αν όμως η πολιτεία σε συλλάβη, με τους δικούς της νόμους δεν ξεύρω τι θα κάνη.
Και του διάβασε συγχωρητική ευχή.
Ο ληστής ασπάστηκε το πετραχήλι και την δεξιά του, τις άγιες εικόνες , φόρεσε τα άρματά του κι έφυγε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ο Όσιος ξημέρωσε στην εικόνα του Χριστού, ζητώντας την άφεση και την συγχώρηση του ληστού.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
…Αυτός ο μεγάλος δάσκαλος της δογματικής και της ηθικής αναφέρθηκε σε κάποια του παράδοση στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Μεταξύ των άλλων είπε πως την ανάγκη της εξομολογήσεως την αισθάνονται όλοι οι άνθρωποι.
- Οι τύψεις της συνειδήσεως είναι μεγάλη τυράγνια. Και οι πιο μεγάλοι ληστές και κακούργοι ψάχνουν άνθρωπο εμπιστοσύνης , παπά ευλαβή, να εξομολογηθούνε.
Και αναφέρθηκε στον αρχιληστή της Αττικής , τον Νταβέλη, που ίσως ήταν και ο τελευταίος λήσταρχος στον χώρο μας:
- O παπα-Νικόλας Πλανάς στην εποχή του λειτουργούσε σε δυο-τρία εκκλησάκια. Ο προφήτης Ελισσαίος στην πλαγιά του Λυκαβηττού του ήταν πολύ αγαπητό. Φαίνεται πως η τελευταία εκκλησία που έκλεινε την πόρτα , για να μείνουν μόνοι οι Άγιοι στα εικονοστάσιά τους , ήταν του προφήτη Ελισσαίου. Ο παπα- Νικόλας συντρόφευε τους Αγίους με τις προσευχές του, μέχρι να πέσει η βαθειά νύχτα. Έτσι ,ένα απόβραδο, αφού άναψε την κανδήλα της παρακαταθήκης κι ενώ ακόμη δεν είχε δρασκελίσει την βορεινή πόρτα του ιερού βήματος , βλέπει να ανοίγη η μικρή πόρτα της εκκλησιάς, να κλείνη βεβιασμένα και ο αρχιληστής Νταβέλης , αρματωμένος σαν αστακούδι, να αμπαρώνη την πόρτα με σύρτες και με μάνταλα. Ο παπάς μαρμάρωσε. Κοντανάσαινε. Και ο νους του ήρθε σε μεγάλη αμηχανία. Οι λογισμοί του είπαν: «Θα νομίζη ο καημένος πως οι άνθρωποι που με πλησιάζουν, μου αφήνουν χρήματα και ήρθε να με ληστέψη». «Κύριε, το τέλος μου εγγίζει∙ μη επιτρέψης να θορυβηθή η ψυχή μου». Ο ληστής ξαρματώθηκε. Άφησε την πανοπλία του στα στασίδια και με βαριά βήματα προχώρησε στον ξαφνιασμένο παπά.
- Παπά- Νικόλα, ήρθα να εξομολογηθώ, να ξεκριματιστώ. Φόρεσε το πετραχήλι.
Γονάτισε στο πετραχήλι ο κατάδικος και είπε κάθε αναισχυντία τη νύχτας και της μέρας ∙ τους θανάτους, τις ληστείες και τις βιαιότητες. Ο Όσιος άκουγε τον ληστή, χωρίς να αποδοκιμάζη την πώρωση της ψυχής του. Μόνον του είπε:
- Όλα αυτά θα σου τα συγχωρέση ο Θεός . Αν όμως η πολιτεία σε συλλάβη, με τους δικούς της νόμους δεν ξεύρω τι θα κάνη.
Και του διάβασε συγχωρητική ευχή.
Ο ληστής ασπάστηκε το πετραχήλι και την δεξιά του, τις άγιες εικόνες , φόρεσε τα άρματά του κι έφυγε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ο Όσιος ξημέρωσε στην εικόνα του Χριστού, ζητώντας την άφεση και την συγχώρηση του ληστού.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010