Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός στηρίχθηκε σε δύο πυλώνες: τον λόγο και τον μύθο. Η αληθινή πρόοδος του ανθρώπου μάλιστα θεωρήθηκε ότι έγινε όταν μπόρεσε να περάσει από τον μύθο στο λόγο, όταν δηλαδή επέλεξε την σκέψη, την ομιλία, το εγώ, από τον στηριγμό της ζωής του σε μύθους, σε θεότητες, σε σχήματα που είχαν να κάνουν με πιο πρωτόγονες και παρελθοντικές μορφές κοινωνίας. Η χριστιανική πίστη, ξεκινώντας από το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, μώρανε και μάρανε, τόσο τους συζητητές του λόγου, όσο και τους ποιητές των μύθων, απέδειξε δηλαδή ότι όταν ο τρόπος της ζωής στηρίζεται μόνο στη δύναμη της λογικής ή στη δύναμη του ανθρώπινου ασυνείδητου, της εγκόσμιας θρησκευτικότητας και του μύθου, δεν μπορεί να δώσει στον άνθρωπο νόημα ζωής και ευτυχία. Χρειάζεται η πίστη στο Χριστό, η οποία, παρότι έχει τον στηριγμό της στην έννοια του «μυστηρίου», εντούτοις συμπληρώνει, ολοκληρώνει και ανακαινίζει τον τρόπο του παλαιού ανθρώπου.
Η ζωή δεν βρίσκει νόημα όταν στηρίζεται μόνο στη συζήτηση, δηλαδή στα λόγια. Ούτε όταν μένει προσκολλημένη στο λόγο, τον ορθολογισμό. Χτίζει πολιτισμούς, γιατί μέσα από τα λόγια ο άνθρωπος επικοινωνεί και κοινωνεί με τον πλησίον του, άρα μπορεί να συνεργαστεί και να δημιουργήσει. Ακόμη, μέσα από τον ορθολογισμό μπορεί ο άνθρωπος να ερμηνεύσει, χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της επιστήμης, αλλά και της φιλοσοφίας, τον κόσμο βρίσκοντας αλήθειες γι’ αυτόν. Έτσι χτίζει πολιτισμούς στηριγμένους σε εφευρέσεις και ανακαλύψεις και διασπείρει ιδέες και στάσεις ζωής, οι οποίες στηρίζονται στον παρόντα χρόνο και κόσμο. Με τους μύθους ο άνθρωπος χτίζει συλλογικότητες, οδηγείται δηλαδή στο να ανήκει σε ομάδες ανθρώπων οι οποίες συνδέονται όχι μόνο με την υλική επιβίωση και τα συμφέροντα, αλλά και με πίστεις, οι οποίες ερμηνεύουν περιοχές που η επιστήμη και ο ορθός λόγος δεν μπορούν να προσεγγίσουν, όπως είναι ο θάνατος και το επέκεινα, όπως είναι η ηθική αιτία για τις δοκιμασίες, τι δίνει ευτυχία στον άνθρωπο, τι δίνει νόημα και σκοπό. Οι μύθοι στηρίζονται στην παρουσία θεοτήτων, υπάρξεων δηλαδή οι οποίες λειτουργούν ανθρωπομορφικά, είναι πλασμένες κατ’ εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας και ζωής, και οι οποίες θεότητες δίνουν τη ζωή και τον θάνατο, τιμωρούν ή επιβραβεύουν, παρηγορούν ή αποδίδουν δικαιοσύνη. Είναι χαρακτηριστικό το σχήμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, που ερμηνεύει και τον κόσμο και τις ζωές των ανθρώπων, οι οποίοι πηγαίνουν αντίθετα στη θέληση των θεοτήτων: ύβρις -τίσις-νέμεσις. Ρήτορες, συγγραφείς, ιστορικοί, πολιτικοί από την μία πλευρά, φιλόσοφοι και ποιητές από την άλλη, αποτελούσαν τα πρόσωπα εκείνα στα οποία στηρίχθηκε ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, αλλά και τα μετέπειτα από αυτόν.
Η χριστιανική πίστη, δια του προσώπου της Υπεραγίας Θεοτόκου, μας δίνει μία άλλη διάσταση, η οποία αποκαλύπτει την ανεπάρκεια του λόγου και του μύθου, και νοηματοδοτεί γνήσια και αληθινά την ανθρώπινη ζωή, τουλάχιστον εκείνων που πιστεύουν και αγωνίζονται να ζήσουν τη ζωή της Εκκλησίας. Το πρόσωπο της Παναγίας αποκαλύπτει την δύναμη της απλότητας, την δύναμη της αρετής, την δύναμη της εμπιστοσύνης, καταστάσεις οι οποίες δεν έρχονται μέσα από τον ορθό λόγο, αλλά από την σχέση του ανθρώπου με το Θεό και την ανθρώπινη προσωπικότητα. Καθίσταται μητέρα του Θεού, χώρα του αχωρήτου, που σημαίνει ότι στο πρόσωπό της συντρίβεται κάθε έννοια ορθολογισμού. Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να παραιτείται από το πλήρωμα της θεότητός Του, το οποίο είναι υπεραρκετό για να του δώσει μακαριότητα και αιωνιότητα, και να γίνεται άνθρωπος, δηλαδή να γευτεί τον πόνο και την δοκιμασία, αλλά και τον θάνατο. Και η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης δεν αποτελεί απλώς μια μεταμόρφωση του Θεού σε άνθρωπο, αλλά γίνεται «ουσία και ου φαντασία», όχι κατ’ όψιν, αλλά καθ’ υπόστασιν. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι ο Θεός πεθαίνει, και μάλιστα πάνω στο σταυρό, αποτελεί για τους Έλληνες «μωρία». Έτσι, η Παναγία μαραίνει την μυθολογία, η οποία δεν μπορούσε να διανοηθεί τον θάνατο του Θεού και μάλιστα από αγάπη για τον άνθρωπο. Διότι οι μύθοι απαιτούσαν μόνο την υποταγή και τον σεβασμό και την αγάπη των ανθρώπων για τις θεότητες. Δεν προϋπέθεταν το αντίστροφο. Και η Παναγία γίνεται η μητέρα «της μωρίας και της αγάπης για τον άνθρωπο», κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί στο βάθος του με τη δύναμη του λόγου, αλλά μόνο μ’ αυτό που ονομάζουμε «μυστήριο».
Το μυστήριο δεν σημαίνει μαγεία. Δεν σημαίνει κάτι ψεύτικο που θέλουμε να το πιστεύουμε ως αληθινό. Σημαίνει κάτι που ξεπερνά τα όρια και τις δυνατότητες της λογικής μας, αλλά και την κατ’ εικόνα του ανθρώπου παρουσίαση του θείου. Το μυστήριο μαρτυρεί το ασύλληπτο και αδιανόητο της αγάπης. Γιατί μόνο η αγάπη τελικά μπορεί να ερμηνεύσει σ’ αυτούς που πιστεύουν το θαύμα του προσώπου της Παναγίας. Η αγάπη που έρχεται τόσο από την πλευρά του Θεού (υπέρβαση και του λόγου και του μύθου), όσο και από την πλευρά του ανθρώπου (κι εδώ αντίστοιχη υπέρβαση). Μωραίνονται οι δεινοί συζητητές, γιατί δεν μπορούν να ερμηνεύσουν το θαύμα του τόκου της Παναγίας. Μαραίνονται οι ποιητές των μύθων, γιατί δεν μπορούν να ερμηνεύσουν την αγάπη, η οποία υπερβαίνει κάθε έννοια ύβρεως, τιμωρίας και δικαιοσύνης. Και όντως, στην ανθρώπινη ιστορία η παρουσία της Παναγίας και στη συνέχεια του Χριστού, αποτέλεσαν τα κομβικά εκείνα σημεία που οδήγησαν στην ήττα και τον μαρασμό της αυτάρκειας του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Η χριστιανική πίστη δεν κατήργησε ούτε τον λόγο, ούτε την θρησκευτική συλλογικότητα. Οι χριστιανοί, μάλιστα, ενίοτε υποτάχθηκαν στα σχήματα αυτά, στην προσπάθειά τους να μην αποκοπούν από την ιστορία και την κοινωνία. Ιδίως στην εποχή μας διαπιστώνουμε την προβαλλόμενη ανάγκη η πίστη να ορθολογικοποιηθεί, για να διαλεχθεί με την πρόοδο και την κοσμικότητα. Διαπιστώνουμε την ανάγκη να λειτουργήσει σε συλλογικό επίπεδο ως τρόπος εξιλέωσης του ανθρώπου για τα πολλά λάθη και τις αποτυχίες του να δράσει με αληθινή αγάπη. Να αποτελέσει στηριγμό μιας κοινωνίας που πρόταξε μόνο το «εγώ» και αρνήθηκε την καλλιέργεια του «εμείς». Η χριστιανική πίστη όμως κατέδειξε την ανεπάρκεια τόσο του λόγου όσο και του μύθου να δώσουν πληρότητα και νόημα ζωής στους ανθρώπους από μόνοι. Με την πίστη οδηγό, όλα μπορούν να γίνουν καινά. Μόνο που τώρα δεν μιλούμε για μύθους, για ανθρωπομορφισμούς, για τιμωρίες, για αλήθειες, αλλά για τον αληθινό Θεό, Αυτόν που είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» και που γίνεται άνθρωπος. Μόνο με τη σχέση μαζί Του μπορούμε να εργαστούμε τόσο για το προσωπικό μας καλό όσο και για το συλλογικό. Μόνο με την εμπιστοσύνη στις εντολές Του και την αγάπη Του, γνωρίζουμε ότι ο ορθολογισμός θα γίνει κινητήρια δύναμη δημιουργίας και όχι αφορμή αυτοθεοποίησης. Γιατί πάντοτε θα υπάρχουν τα άρρητα, τα ανερμήνευτα, τα ανοηματοδότιστα. Κι εκεί μόνο η πίστη μπορεί να στηρίξει, να ερμηνεύσει, να δώσει ζωή. Ακόμη και στον θάνατο. Και στην πίστη βρίσκεται πάντοτε η Παναγία μας. Στην πίστη βρίσκεται ο Υιός της και Θεός της και Θεός μας.
Η ζωή δεν βρίσκει νόημα όταν στηρίζεται μόνο στη συζήτηση, δηλαδή στα λόγια. Ούτε όταν μένει προσκολλημένη στο λόγο, τον ορθολογισμό. Χτίζει πολιτισμούς, γιατί μέσα από τα λόγια ο άνθρωπος επικοινωνεί και κοινωνεί με τον πλησίον του, άρα μπορεί να συνεργαστεί και να δημιουργήσει. Ακόμη, μέσα από τον ορθολογισμό μπορεί ο άνθρωπος να ερμηνεύσει, χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της επιστήμης, αλλά και της φιλοσοφίας, τον κόσμο βρίσκοντας αλήθειες γι’ αυτόν. Έτσι χτίζει πολιτισμούς στηριγμένους σε εφευρέσεις και ανακαλύψεις και διασπείρει ιδέες και στάσεις ζωής, οι οποίες στηρίζονται στον παρόντα χρόνο και κόσμο. Με τους μύθους ο άνθρωπος χτίζει συλλογικότητες, οδηγείται δηλαδή στο να ανήκει σε ομάδες ανθρώπων οι οποίες συνδέονται όχι μόνο με την υλική επιβίωση και τα συμφέροντα, αλλά και με πίστεις, οι οποίες ερμηνεύουν περιοχές που η επιστήμη και ο ορθός λόγος δεν μπορούν να προσεγγίσουν, όπως είναι ο θάνατος και το επέκεινα, όπως είναι η ηθική αιτία για τις δοκιμασίες, τι δίνει ευτυχία στον άνθρωπο, τι δίνει νόημα και σκοπό. Οι μύθοι στηρίζονται στην παρουσία θεοτήτων, υπάρξεων δηλαδή οι οποίες λειτουργούν ανθρωπομορφικά, είναι πλασμένες κατ’ εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας και ζωής, και οι οποίες θεότητες δίνουν τη ζωή και τον θάνατο, τιμωρούν ή επιβραβεύουν, παρηγορούν ή αποδίδουν δικαιοσύνη. Είναι χαρακτηριστικό το σχήμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, που ερμηνεύει και τον κόσμο και τις ζωές των ανθρώπων, οι οποίοι πηγαίνουν αντίθετα στη θέληση των θεοτήτων: ύβρις -τίσις-νέμεσις. Ρήτορες, συγγραφείς, ιστορικοί, πολιτικοί από την μία πλευρά, φιλόσοφοι και ποιητές από την άλλη, αποτελούσαν τα πρόσωπα εκείνα στα οποία στηρίχθηκε ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, αλλά και τα μετέπειτα από αυτόν.
Η χριστιανική πίστη, δια του προσώπου της Υπεραγίας Θεοτόκου, μας δίνει μία άλλη διάσταση, η οποία αποκαλύπτει την ανεπάρκεια του λόγου και του μύθου, και νοηματοδοτεί γνήσια και αληθινά την ανθρώπινη ζωή, τουλάχιστον εκείνων που πιστεύουν και αγωνίζονται να ζήσουν τη ζωή της Εκκλησίας. Το πρόσωπο της Παναγίας αποκαλύπτει την δύναμη της απλότητας, την δύναμη της αρετής, την δύναμη της εμπιστοσύνης, καταστάσεις οι οποίες δεν έρχονται μέσα από τον ορθό λόγο, αλλά από την σχέση του ανθρώπου με το Θεό και την ανθρώπινη προσωπικότητα. Καθίσταται μητέρα του Θεού, χώρα του αχωρήτου, που σημαίνει ότι στο πρόσωπό της συντρίβεται κάθε έννοια ορθολογισμού. Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να παραιτείται από το πλήρωμα της θεότητός Του, το οποίο είναι υπεραρκετό για να του δώσει μακαριότητα και αιωνιότητα, και να γίνεται άνθρωπος, δηλαδή να γευτεί τον πόνο και την δοκιμασία, αλλά και τον θάνατο. Και η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης δεν αποτελεί απλώς μια μεταμόρφωση του Θεού σε άνθρωπο, αλλά γίνεται «ουσία και ου φαντασία», όχι κατ’ όψιν, αλλά καθ’ υπόστασιν. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι ο Θεός πεθαίνει, και μάλιστα πάνω στο σταυρό, αποτελεί για τους Έλληνες «μωρία». Έτσι, η Παναγία μαραίνει την μυθολογία, η οποία δεν μπορούσε να διανοηθεί τον θάνατο του Θεού και μάλιστα από αγάπη για τον άνθρωπο. Διότι οι μύθοι απαιτούσαν μόνο την υποταγή και τον σεβασμό και την αγάπη των ανθρώπων για τις θεότητες. Δεν προϋπέθεταν το αντίστροφο. Και η Παναγία γίνεται η μητέρα «της μωρίας και της αγάπης για τον άνθρωπο», κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί στο βάθος του με τη δύναμη του λόγου, αλλά μόνο μ’ αυτό που ονομάζουμε «μυστήριο».
Το μυστήριο δεν σημαίνει μαγεία. Δεν σημαίνει κάτι ψεύτικο που θέλουμε να το πιστεύουμε ως αληθινό. Σημαίνει κάτι που ξεπερνά τα όρια και τις δυνατότητες της λογικής μας, αλλά και την κατ’ εικόνα του ανθρώπου παρουσίαση του θείου. Το μυστήριο μαρτυρεί το ασύλληπτο και αδιανόητο της αγάπης. Γιατί μόνο η αγάπη τελικά μπορεί να ερμηνεύσει σ’ αυτούς που πιστεύουν το θαύμα του προσώπου της Παναγίας. Η αγάπη που έρχεται τόσο από την πλευρά του Θεού (υπέρβαση και του λόγου και του μύθου), όσο και από την πλευρά του ανθρώπου (κι εδώ αντίστοιχη υπέρβαση). Μωραίνονται οι δεινοί συζητητές, γιατί δεν μπορούν να ερμηνεύσουν το θαύμα του τόκου της Παναγίας. Μαραίνονται οι ποιητές των μύθων, γιατί δεν μπορούν να ερμηνεύσουν την αγάπη, η οποία υπερβαίνει κάθε έννοια ύβρεως, τιμωρίας και δικαιοσύνης. Και όντως, στην ανθρώπινη ιστορία η παρουσία της Παναγίας και στη συνέχεια του Χριστού, αποτέλεσαν τα κομβικά εκείνα σημεία που οδήγησαν στην ήττα και τον μαρασμό της αυτάρκειας του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Η χριστιανική πίστη δεν κατήργησε ούτε τον λόγο, ούτε την θρησκευτική συλλογικότητα. Οι χριστιανοί, μάλιστα, ενίοτε υποτάχθηκαν στα σχήματα αυτά, στην προσπάθειά τους να μην αποκοπούν από την ιστορία και την κοινωνία. Ιδίως στην εποχή μας διαπιστώνουμε την προβαλλόμενη ανάγκη η πίστη να ορθολογικοποιηθεί, για να διαλεχθεί με την πρόοδο και την κοσμικότητα. Διαπιστώνουμε την ανάγκη να λειτουργήσει σε συλλογικό επίπεδο ως τρόπος εξιλέωσης του ανθρώπου για τα πολλά λάθη και τις αποτυχίες του να δράσει με αληθινή αγάπη. Να αποτελέσει στηριγμό μιας κοινωνίας που πρόταξε μόνο το «εγώ» και αρνήθηκε την καλλιέργεια του «εμείς». Η χριστιανική πίστη όμως κατέδειξε την ανεπάρκεια τόσο του λόγου όσο και του μύθου να δώσουν πληρότητα και νόημα ζωής στους ανθρώπους από μόνοι. Με την πίστη οδηγό, όλα μπορούν να γίνουν καινά. Μόνο που τώρα δεν μιλούμε για μύθους, για ανθρωπομορφισμούς, για τιμωρίες, για αλήθειες, αλλά για τον αληθινό Θεό, Αυτόν που είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» και που γίνεται άνθρωπος. Μόνο με τη σχέση μαζί Του μπορούμε να εργαστούμε τόσο για το προσωπικό μας καλό όσο και για το συλλογικό. Μόνο με την εμπιστοσύνη στις εντολές Του και την αγάπη Του, γνωρίζουμε ότι ο ορθολογισμός θα γίνει κινητήρια δύναμη δημιουργίας και όχι αφορμή αυτοθεοποίησης. Γιατί πάντοτε θα υπάρχουν τα άρρητα, τα ανερμήνευτα, τα ανοηματοδότιστα. Κι εκεί μόνο η πίστη μπορεί να στηρίξει, να ερμηνεύσει, να δώσει ζωή. Ακόμη και στον θάνατο. Και στην πίστη βρίσκεται πάντοτε η Παναγία μας. Στην πίστη βρίσκεται ο Υιός της και Θεός της και Θεός μας.