Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ἰγνατίου
Τήν ῾Αγία καί Μεγάλη Παρασκευή ἡ ᾿Εκκλησία μας μᾶς καλεῖ συνοδοιπόρους στό Θεῖο Δράμα, νά φτάσουμε νά ζήσουμε, νά βιώσουμε δηλαδή τή στιγμή τῆς ἔσχατης
ταπείνωσης τοῦ Κυρίου μας καί ταυτόχρονα νά ἐναποθέσουμε τίς ἐλπίδες μας στό μνημεῖο πού ὁ ῎Ιδιος τίθεται.
Κάτω ἀπό τό Σταυρό τοῦ Κυρίου μας στάθηκαν πολλοί. ῾Υπῆρξαν οἱ διῶκτες, αὐτοί πού Τόν συκοφάντησαν, αὐτοί πού ἐξώθησαν τό πλῆθος αὐτό, πού ὑποδέχτηκε τό Χριστό μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ὡς ἐπίγειο βασιλέα καί ἔψαλε τά «ὡσαννά». Παρέσυραν αὐτούς τούς ἴδιους στό Πραιτώριο νά φωνάξουν τό «σταύρωσον» καί νά ζητήσουν τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ληστοῦ Βαραββᾶ καί τή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ ὄχλος αὐτός πού παρασύρθηκε ἀπό τή μία στιγμή στήν ἄλλη, ἀπό αὐτούς πού πολλές φορές τοῦ λένε τό εὔκολο ψέμα γιατί ἡ ἀλήθεια εἶναι σκληρή καί δύσκολη.
Κάτω ἀπ’ τό Σταυρό εἶναι ὁ ῾Εκατόνταρχος πού βλέπει τά θαυμαστά γεγονότα, βλέπει τί συμβαίνει καί κάποια στιγμή φωνάζει «Ναί, πράγματι αὐτός εἶναι γιός Θεοῦ! Δέν μπορεῖ νά συμβαίνουν τόσα πράγματα ἀπό τή στιγμή πού τόν ἀνέβασα ἐπάνω στό Σταυρό».
῾Υπάρχουν οἱ στρατιῶτες, εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι, ὑποχρεωμένοι καί αὐτοί νά κάνουν τό καθῆκον τους. Συμμετέχουν καί αὐτοί, μέ τό δικό τους τρόπο, στό Θεῖο Δράμα.
῾Υπάρχει ὅμως κι ἕνας μαθητής, ὁ ᾿Ιωάννης. Αὐτός πού τόλμησε, αὐτός πού ἔφτασε μέχρι ἐκεῖ συνοδεύοντας τήν Παναγία, μητέρα τοῦ Κυρίου μας. Δέ φοβήθηκε τούς Φαρισαίους καί τούς Γραμματεῖς. Δέ φοβήθηκε τόν ὄχλο, μήπως τόν ἀναγνωρίσουν ὡς μαθητή τοῦ Κυρίου. Βρίσκεται ἐκεῖ δίνοντας τό μεγάλο παράδειγμα γιά τό πῶς μπορεῖ, ὅταν ἡ ψυχή ἀγαπᾶ, νά φτάνει μέχρι σ’ αὐτό τό τόσο σημαντικό σημεῖο συμπαραστάσεως καί οὐσιαστικῆς συμμετοχῆς στό Θεῖο Δράμα.
῾Υπάρχουν καί οἱ δύο ληστές. ᾿Εκεῖ διαδραματίζεται ὄντως κάτι τό ἐκπληκτικό. Εἶναι ληστές πού ἔχουν κάνει πολλά στή ζωή τους. Κι ὅμως ὑπάρχει ἕνας διάλογος μεταξύ τους. ῾Ο ἕνας ἀπ’ αὐτούς δέν παραδέχεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κάτι τό ξεχωριστό. «᾿Εάν εἶσαι κάτι» λέει «ἔλα νά κατέβουμε ὅλοι μαζί, κάνε κάτι γιά νά ἀλλάξει ἡ μοίρα μας». ῞Ομως ὁ ἄλλος ληστής νιώθει μές στή ματιά τοῦ Χριστοῦ αὐτό πού εἶναι ἡ θεότητά του. Καταλαβαίνει ὅτι ἐκείνη ἡ στιγμή εἶναι ἡ μοναδική του εὐκαιρία. Πιστεύει σ’ Αὐτόν καί Τοῦ ζητάει νά εἶναι μαζί Του στή Βασιλεία Του. Κι αὐτός ὁ κακοῦργος καί ληστής γίνεται ὁ πρῶτος πολίτης τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ παραδείσου. Λένε οἱ Πατέρες, «λήστεψε ἀκόμη καί τόν παράδεισο».
῎Αραγε ἐμεῖς ποῦ ἀνήκουμε;
Εἴμαστε οἱ Γραμματεῖς, οἱ Φαρισαῖοι, πού ἔχουμε προδώσει μέ τίς πράξεις, τίς σκέψεις μας καί τά ἔργα μας τόν Κύριο;
Εἴμαστε ἕνας ὄχλος πού παρασύρεται ἁπλῶς ἀπό τά συναισθήματα, τό ἔθιμο γιά τό «καλό», καί δέν ἔχουμε τίποτα περισσότερο νά προσφέρουμε;
Εἴμαστε ὁ ῾Εκατόνταρχος πού θέλουμε ἀκόμη πιό θαυμαστά πράγματα νά συμβοῦν καί ζητᾶμε κάθε φορά τό θαῦμα γιά νά πιστέψουμε;
Εἴμαστε ἁπλῶς οἱ ἄνθρωποι τοῦ καθήκοντος καί τό τηροῦμε ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἐπειδή μάθαμε σάν τούς στρατιῶτες, εἴτε πιστεύουμε, εἴτε δέν πιστεύουμε;
῎Η εἴμαστε μέ τό μαθητή τῆς ᾿Αγάπης; ᾿Ανήκουμε, ἄραγε, σ’ Αὐτόν; ῎Εχουμε τολμήσει νά πλησιάσουμε τό Σταυρό ὡς μαθητές Του, παραδίδοντας ἐξ ὁλοκλήρου τήν καρδιά καί τήν ἀγάπη μας στόν Κύριο, τή μοναδική μας ἐλπίδα;
Τελικά τό καθοριστικό ἐρώτημα εἶναι πάντοτε «σέ ποιόν ἀπ’ τούς ληστές ὁμοιάζουμε;» Γιατί πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι ὅλοι ἔχουμε ἁμαρτήσει, ἔχουμε ἀνομήσει, ἔχουμε προδώσει. ῾Ο ᾿Ιούδας πρόδωσε, ἀπελπίστηκε καί χάθηκε. Καί ὁ Πέτρος πρόδωσε ἀκόμη πιό σκληρά, μετάνιωσε καί σώθηκε. Τό ἐρώτημα παραμένει· Ποῦ θέλουμε νά ἀνήκουμε καί τί εἴμαστε; Μποροῦμε νά φωνάξουμε στόν Κύριό μας «μνήσθητί μου ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου»; ῎Η ἁπλῶς περιμένουμε ἄλλη μία εὐκαιρία;
῾Ο καθένας μας προσεγγίζει τή Σταύρωση μέ τίς δικές του προθέσεις, μέ τό δικό του πόνο, μέ τούς δικούς του καημούς, μέ τά δικά του αἰτήματα. ῾Η ἐποχή μας εἶναι δύσκολη. ῾Η Σταύρωση σημαίνει πολλά πράγματα γιά ὅλους μας. ᾿Αλλά ἐμεῖς οἱ ᾿Ορθόδοξοι χριστιανοί, ἔχουμε τό δικαίωμα νά τολμᾶμε νά ἐλπίζουμε. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά μας. Εἴμαστε κάτω ἀπό τό Σταυρό μέ σιωπή, μέ ζωντανή προσευχή μέσα στή λατρευτική κοινωνία, καί καταθέτουμε τή βαθιά ἐμπιστοσύνη καί ἐλπίδα μας σέ Αὐτόν πού ἔχει ὄνομα καί ὑπάρχει. Καί εἶναι ὁ Χριστός μας. Αὐτός εἶναι ἡ μοναδική μας ἐλπίδα.
῎Ετσι ἄς πορευθοῦμε κι ἄς πάρουμε ὁ καθένας τίς ἀποφάσεις του. Μήν ἀπελπιζόμαστε. Μπορεῖ νά ἔρθουν καί πιό δύσκολες στιγμές. Δέν ἐξαρτᾶται ὅμως ἡ ζωή μας οὔτε ἀπό τήν οἰκονομία, οὔτε ἀπ’ τά ὑλικά ἀγαθά. ῾Ο ἄνθρωπος δέν ἐκτιμᾶται ἀπό τό τί ἔχει. ᾿Αλλά ἀπό τό τί εἶναι.
Μήπως εἶναι ἡ ὥρα νά πλουτίσουμε στήν ψυχή μας, στήν καρδιά μας, στό ἔλεος καί στή φιλανθρωπία, στήν ἀλληλεγγύη καί στήν ἀδελφωσύνη, στή δικαιοσύνη καί στήν ἀλήθεια, στήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ;
῎Ας σταθοῦμε κάτω ἀπό τόν Σταυρό Του, ἄς ἐναποθέσουμε τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη μας καί ἄς ζητήσουμε ἀπ’ Αὐτόν τό ἔλεός Του. Τά ματωμένα Του χέρια ἔχουν ἁπλωθεῖ καί μᾶς ἀγκαλιάζουν ὅλους, μηδενός ἐξαιρουμένου. Κανέναν δέ θέλει μακριά Του. ῞Ολους μᾶς θέλει δικούς Του, πολίτες τῆς δικῆς Του Βασιλείας. ᾿Εάν ὁ ληστής ἔκλεψε τόν Παράδεισο, ἐμεῖς μποροῦμε νά τόν ζητήσουμε ἀπό τόν Κύριο καί νά εἴμαστε σίγουροι ὅτι θά μᾶς τόν δώσει!
ταπείνωσης τοῦ Κυρίου μας καί ταυτόχρονα νά ἐναποθέσουμε τίς ἐλπίδες μας στό μνημεῖο πού ὁ ῎Ιδιος τίθεται.
Κάτω ἀπό τό Σταυρό τοῦ Κυρίου μας στάθηκαν πολλοί. ῾Υπῆρξαν οἱ διῶκτες, αὐτοί πού Τόν συκοφάντησαν, αὐτοί πού ἐξώθησαν τό πλῆθος αὐτό, πού ὑποδέχτηκε τό Χριστό μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ὡς ἐπίγειο βασιλέα καί ἔψαλε τά «ὡσαννά». Παρέσυραν αὐτούς τούς ἴδιους στό Πραιτώριο νά φωνάξουν τό «σταύρωσον» καί νά ζητήσουν τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ληστοῦ Βαραββᾶ καί τή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ ὄχλος αὐτός πού παρασύρθηκε ἀπό τή μία στιγμή στήν ἄλλη, ἀπό αὐτούς πού πολλές φορές τοῦ λένε τό εὔκολο ψέμα γιατί ἡ ἀλήθεια εἶναι σκληρή καί δύσκολη.
Κάτω ἀπ’ τό Σταυρό εἶναι ὁ ῾Εκατόνταρχος πού βλέπει τά θαυμαστά γεγονότα, βλέπει τί συμβαίνει καί κάποια στιγμή φωνάζει «Ναί, πράγματι αὐτός εἶναι γιός Θεοῦ! Δέν μπορεῖ νά συμβαίνουν τόσα πράγματα ἀπό τή στιγμή πού τόν ἀνέβασα ἐπάνω στό Σταυρό».
῾Υπάρχουν οἱ στρατιῶτες, εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι, ὑποχρεωμένοι καί αὐτοί νά κάνουν τό καθῆκον τους. Συμμετέχουν καί αὐτοί, μέ τό δικό τους τρόπο, στό Θεῖο Δράμα.
῾Υπάρχει ὅμως κι ἕνας μαθητής, ὁ ᾿Ιωάννης. Αὐτός πού τόλμησε, αὐτός πού ἔφτασε μέχρι ἐκεῖ συνοδεύοντας τήν Παναγία, μητέρα τοῦ Κυρίου μας. Δέ φοβήθηκε τούς Φαρισαίους καί τούς Γραμματεῖς. Δέ φοβήθηκε τόν ὄχλο, μήπως τόν ἀναγνωρίσουν ὡς μαθητή τοῦ Κυρίου. Βρίσκεται ἐκεῖ δίνοντας τό μεγάλο παράδειγμα γιά τό πῶς μπορεῖ, ὅταν ἡ ψυχή ἀγαπᾶ, νά φτάνει μέχρι σ’ αὐτό τό τόσο σημαντικό σημεῖο συμπαραστάσεως καί οὐσιαστικῆς συμμετοχῆς στό Θεῖο Δράμα.
῾Υπάρχουν καί οἱ δύο ληστές. ᾿Εκεῖ διαδραματίζεται ὄντως κάτι τό ἐκπληκτικό. Εἶναι ληστές πού ἔχουν κάνει πολλά στή ζωή τους. Κι ὅμως ὑπάρχει ἕνας διάλογος μεταξύ τους. ῾Ο ἕνας ἀπ’ αὐτούς δέν παραδέχεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κάτι τό ξεχωριστό. «᾿Εάν εἶσαι κάτι» λέει «ἔλα νά κατέβουμε ὅλοι μαζί, κάνε κάτι γιά νά ἀλλάξει ἡ μοίρα μας». ῞Ομως ὁ ἄλλος ληστής νιώθει μές στή ματιά τοῦ Χριστοῦ αὐτό πού εἶναι ἡ θεότητά του. Καταλαβαίνει ὅτι ἐκείνη ἡ στιγμή εἶναι ἡ μοναδική του εὐκαιρία. Πιστεύει σ’ Αὐτόν καί Τοῦ ζητάει νά εἶναι μαζί Του στή Βασιλεία Του. Κι αὐτός ὁ κακοῦργος καί ληστής γίνεται ὁ πρῶτος πολίτης τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ παραδείσου. Λένε οἱ Πατέρες, «λήστεψε ἀκόμη καί τόν παράδεισο».
῎Αραγε ἐμεῖς ποῦ ἀνήκουμε;
Εἴμαστε οἱ Γραμματεῖς, οἱ Φαρισαῖοι, πού ἔχουμε προδώσει μέ τίς πράξεις, τίς σκέψεις μας καί τά ἔργα μας τόν Κύριο;
Εἴμαστε ἕνας ὄχλος πού παρασύρεται ἁπλῶς ἀπό τά συναισθήματα, τό ἔθιμο γιά τό «καλό», καί δέν ἔχουμε τίποτα περισσότερο νά προσφέρουμε;
Εἴμαστε ὁ ῾Εκατόνταρχος πού θέλουμε ἀκόμη πιό θαυμαστά πράγματα νά συμβοῦν καί ζητᾶμε κάθε φορά τό θαῦμα γιά νά πιστέψουμε;
Εἴμαστε ἁπλῶς οἱ ἄνθρωποι τοῦ καθήκοντος καί τό τηροῦμε ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἐπειδή μάθαμε σάν τούς στρατιῶτες, εἴτε πιστεύουμε, εἴτε δέν πιστεύουμε;
῎Η εἴμαστε μέ τό μαθητή τῆς ᾿Αγάπης; ᾿Ανήκουμε, ἄραγε, σ’ Αὐτόν; ῎Εχουμε τολμήσει νά πλησιάσουμε τό Σταυρό ὡς μαθητές Του, παραδίδοντας ἐξ ὁλοκλήρου τήν καρδιά καί τήν ἀγάπη μας στόν Κύριο, τή μοναδική μας ἐλπίδα;
Τελικά τό καθοριστικό ἐρώτημα εἶναι πάντοτε «σέ ποιόν ἀπ’ τούς ληστές ὁμοιάζουμε;» Γιατί πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι ὅλοι ἔχουμε ἁμαρτήσει, ἔχουμε ἀνομήσει, ἔχουμε προδώσει. ῾Ο ᾿Ιούδας πρόδωσε, ἀπελπίστηκε καί χάθηκε. Καί ὁ Πέτρος πρόδωσε ἀκόμη πιό σκληρά, μετάνιωσε καί σώθηκε. Τό ἐρώτημα παραμένει· Ποῦ θέλουμε νά ἀνήκουμε καί τί εἴμαστε; Μποροῦμε νά φωνάξουμε στόν Κύριό μας «μνήσθητί μου ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου»; ῎Η ἁπλῶς περιμένουμε ἄλλη μία εὐκαιρία;
῾Ο καθένας μας προσεγγίζει τή Σταύρωση μέ τίς δικές του προθέσεις, μέ τό δικό του πόνο, μέ τούς δικούς του καημούς, μέ τά δικά του αἰτήματα. ῾Η ἐποχή μας εἶναι δύσκολη. ῾Η Σταύρωση σημαίνει πολλά πράγματα γιά ὅλους μας. ᾿Αλλά ἐμεῖς οἱ ᾿Ορθόδοξοι χριστιανοί, ἔχουμε τό δικαίωμα νά τολμᾶμε νά ἐλπίζουμε. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά μας. Εἴμαστε κάτω ἀπό τό Σταυρό μέ σιωπή, μέ ζωντανή προσευχή μέσα στή λατρευτική κοινωνία, καί καταθέτουμε τή βαθιά ἐμπιστοσύνη καί ἐλπίδα μας σέ Αὐτόν πού ἔχει ὄνομα καί ὑπάρχει. Καί εἶναι ὁ Χριστός μας. Αὐτός εἶναι ἡ μοναδική μας ἐλπίδα.
῎Ετσι ἄς πορευθοῦμε κι ἄς πάρουμε ὁ καθένας τίς ἀποφάσεις του. Μήν ἀπελπιζόμαστε. Μπορεῖ νά ἔρθουν καί πιό δύσκολες στιγμές. Δέν ἐξαρτᾶται ὅμως ἡ ζωή μας οὔτε ἀπό τήν οἰκονομία, οὔτε ἀπ’ τά ὑλικά ἀγαθά. ῾Ο ἄνθρωπος δέν ἐκτιμᾶται ἀπό τό τί ἔχει. ᾿Αλλά ἀπό τό τί εἶναι.
Μήπως εἶναι ἡ ὥρα νά πλουτίσουμε στήν ψυχή μας, στήν καρδιά μας, στό ἔλεος καί στή φιλανθρωπία, στήν ἀλληλεγγύη καί στήν ἀδελφωσύνη, στή δικαιοσύνη καί στήν ἀλήθεια, στήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ;
῎Ας σταθοῦμε κάτω ἀπό τόν Σταυρό Του, ἄς ἐναποθέσουμε τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη μας καί ἄς ζητήσουμε ἀπ’ Αὐτόν τό ἔλεός Του. Τά ματωμένα Του χέρια ἔχουν ἁπλωθεῖ καί μᾶς ἀγκαλιάζουν ὅλους, μηδενός ἐξαιρουμένου. Κανέναν δέ θέλει μακριά Του. ῞Ολους μᾶς θέλει δικούς Του, πολίτες τῆς δικῆς Του Βασιλείας. ᾿Εάν ὁ ληστής ἔκλεψε τόν Παράδεισο, ἐμεῖς μποροῦμε νά τόν ζητήσουμε ἀπό τόν Κύριο καί νά εἴμαστε σίγουροι ὅτι θά μᾶς τόν δώσει!
Από το βιβλίο «Ὁ Χριστός πού σταυρώνουμε» τῶν ἐκδόσεων ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ