Tης φιλολόγου Χριστίνας Καρανικόλα-Σχοινά
Δεν γνωρίζουμε πώς, αλλά έχει επικρατήσει, δυστυχώς, η περίφημη πια κινέζικη (;) παροιμία, ότι μία εικόνα, λέγει, αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι, όμως, άλλη γνώμη σχημάτισαν, την οποία μάλλον συμμεριζόμαστε και εμείς: “ο γραμμάτων άπειρος, ου βλέπει βλέπων” (Μένανδρος)· ο αγράμματος, λέγει, έστω κι αν έχει μάτια, δεν βλέπει. Δεν έχουν αξία, λοιπόν, τα άπειρα ερεθίσματα του φωτός που πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα, αλλά αξία έχει ο λόγος του δέκτη που τα δέχεται, τα καταγράφει, τα αξιολογεί, τα ιεραρχεί, τα περιγράφει, τα κοσμεί, τα ζωντανεύει πάλι με το θαύμα του λόγου, αφού το μέγιστο θαύμα δεν είναι η άψυχη και η άλογη δημιουργία, αλλά αυτός ο άνθρωπος. Το βλέπουμε στις ημέρες μας, που η πλημμυρίδα των εικόνων –φυσικών, τεχνικών, φανταστικών– δεν συμπορεύεται πάντα με την ποιότητα του ανθρώπου. Οι εικόνες, όμως, τις οποίες έβλεπε και κατέγραφε ο μέγας Αλέξανδρος, ο Παπαδιαμάντης, απέκτησαν αξία, μεγάλη αξία, επειδή διηθήθησαν από το παραδοσιακό του φίλτρο, εκλεπτύνθησαν από την ευαίσθητη καρδιά του, ντύθηκαν με τον ποιητικό του λόγο, που “ψηφιοποιούσε” τις εικόνες σε γράμματα, και τα γράμματα σε βιώματα, και ανέτεμε τις ψυχές και συνέθετε πρόσωπα και ζωές.
Έτσι, λοιπόν, μία παπαδιαμαντική λέξη, αξίζει όσες χίλιες άλογες εικόνες…
Καλοκαίρι· ένεκεν του “Πάσχα του καλοκαιριού” και της Μητέρας του Θεού, και εις μνήμη του κυρ-Αλέξανδρου, και προς τέρψη των αναγνωστών μας, η κ. Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινά επιχειρεί μια φιλολογική προσέγγιση στον “Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου”. Η εργασία αυτή θα δημοσιευθή σε δύο συνέχειες.
* * *
Η νοσταλγία είναι μία διάθεση που διαπερνά το έργο του Παπαδιαμάντη στο σύνολό του. Είναι η έμπνευσή του, το κίνητρο της δημιουργίας του. Νοσταλγεί και ρεμβάζει. Ρεμβάζει και νοσταλγεί. Και από κάθε ρεμβασμό του ανασύρει βιώματα του παρελθόντος, που έχουν σφραγίσει την ψυχή του και τα μορφοποιεί σε διήγημα, άλλοτε πιο ορμητικό, άλλοτε πιο σιγανό, πάντα όμως πραγματικό, αληθινό, αυθεντικό, ζωντανό, με μια ζωή πλούσια σε εικόνες και με μια τέχνη ταπεινού και σεμνού ανώνυμου αγιογράφου.
Ο Παπαδιαμάντης ρεμβάζει και νοσταλγεί, δεν ονειροπολεί. Όλα, όσα γράφει, τοποθετούνται σε τόπο και χρόνο, όλα έχουν όνομα ήρωες, τόποι, ακόμη και τα ζώα και βέβαια όλα εντάσσονται στο ευρύτερο σκιαθίτικο πλαίσιο. Άλλωστε με τη ζωή της Σκιάθου, τις παραδόσεις της, τα καφενεία και τα έθιμα των ανθρώπων της, τα ταπεινά τους επαγγέλματα και τους καημούς τους είναι ζυμωμένη η ψυχή του, οι “απορρώγες βράχοι”, οι θαλασσόδαρτες ακτές και οι “ναΐσκοι” της υπαίθρου είναι χαρακτηριστικές και αγαπημένες του εικόνες, που προβάλλουν ποιητικά στα έργα του.
Κανένας άλλος λογοτέχνης δεν περιέγραψε με τόση λεπτομέρεια, ευλάβεια και αγάπη τα φτωχά ξωκκλήσια της ελληνικής υπαίθρου, όσο ο Παπαδιαμάντης. Μια περιγραφή που τον θέλγει ιδιαίτερα, που μοσχοβολά θυμίαμα, κερί και αγριολούλουδο και που στο αμυδρό φως από το καντηλάκι της Παναγίας ή το λιανοκέρι της χαροκαμμένης μάνας ξεπροβάλλουν μέσα στη σιωπή τους οι ασκητικές μορφές των Αγίων, τα σκαλιστά τέμπλα, τα καντήλια, τα μανουάλια.
Και στο διήγημα “Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου” υπάρχει ο “ναΐσκος” της Παναγίας της Πρέκλας, που αποτελεί και την κεντρική αναφορά του Παπαδιαμάντη, όπως και στα περισσότερα διηγήματά του. “Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον και είχε και καλάς εικόνας – και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά”.
Ο Παπαδιαμάντης απεικονίζει τα ξωκκλήσια της Παναγίας πάνω σε απόκρημνους βράχους, που τους μαστίζουν οι θύελλες, θέλει τη Μητέρα του Θεού να εποπτεύη τα ανθρώπινα και να σκέπη με άπειρη στοργή την κτίση ολόκληρη, αλλά και να δείχνη στον κόσμο την πνευματική οδό, τον ανηφορικό δρόμο προς το ύψος της θέωσης.
Ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας ευρίσκετο “ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον”. Ο Παπαδιαμάντης αγαπά τη φύση και την περιγράφει αριστουργηματικά, γοητευτικά. Με όλες τις προσωποιημένες δυνάμεις της και τους θρύλους για φαντάσματα κι αγερικά, που έπλασε με αφέλεια αλλά και χάρη η λαϊκή φαντασία, όταν με δέος προσπαθούσε να εξηγήση “τά συντρίμματα και τα ερείπια….”.
Στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας εστιάζει ο “φακός” του Παπαδιαμάντη. Στο προαύλιο υπάρχει μια μικρή προχειροκτισμένη καλύβα, όπου μόνος θλιμμένος κάθεται ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας, καπνίζοντας την πίπα του και αναπολώντας την περασμένη του ζωή. Όλα είναι έρημα γύρω του, γκρεμισμένα ερειπωμένα. Κι εκείνος ακίνητος παρακολουθεί τον “καπνόν που ανέθρωσκε από τον λουλάν και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ΄ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τί εσκέπτετο;”
Αυτή η εικόνα, που παρουσιάζεται μπροστά μας, καθώς η τεχνήτρα πέννα του Παπαδιαμάντη ανοίγει την “αυλαία” του διηγήματος, είναι η μόνη παροντική, εκ του φυσικού. Καμία κίνηση, καμία δράση, εξωτερικά τουλάχιστον. Γιατί στην ψυχή του υπάρχει μεγάλη τρικυμία, μεγάλος πόνος, απέραντος θρήνος. Μοιάζει με το ερειπωμένο χωριό, ερείπιο κι αυτός, τσακισμένος από τις συμφορές, βασανισμένος, τραγική προσωπικότητα και ολομόναχος τώρα επί “γήρατος ουδώ”. Αναπολεί τον χαμένο κόσμο του, τη ζωή που του πήρε ό,τι αγαπούσε..
Ξεκίνησε καλά τη ζωή του. Ήταν μεγαλοκτηματίας, αρχοντάνθρωπος, καλοκαμωμένος. “Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χοντρά χείλη προέχοντα. ΄Ηγάπα πολύ τα μουσικά, τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος”. Είχε παντρευτεί από έρωτα “τήν Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην” και μολονότι απόκτησαν επτά παιδιά μαζί, χώρισαν και φίλιωσαν τρεις φορές. Αιτία, ο θυμώδης χαρακτήρας του. “Ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει…΄Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν….. Είχεν αγαπήσει εξ όλης της καρδίας την Σινιωρίτσαν του….. Αλλ΄ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα και τόσον γοργός εις την οργήν. ῏Ω ατέλειαι των ανθρώπων!”
Ο Φραγκούλας είναι ένας άνθρωπος με πάθη και πάθια πολλά. Ορμητικός και ασυγκράτητος, ευαίσθητος και τρυφερός. Αγαπούσε και πείσμωνε με την ίδια ένταση. Ο Παπαδιαμάντης δεν τον ωραιοποιεί, δεν τον εξιδανικεύει. Τον δείχνει όπως ακριβώς είναι, αληθινό, πραγματικό, με τις αρετές και τις αδυναμίες του, τα καλά και τα κακά του. Δεν τον κρίνει, δεν τον προβάλλει, ούτε τον προσβάλλει. Σέβεται τις αδυναμίες του και τα ελαττώματά του και με επιείκεια και κατανόηση αφουγκράζεται το δράμα του. Αμαρτία και μετάνοια ήταν η πορεία της ζωής του. Ποιός αλήθεια είναι τέλειος; Κάπου νιώθει πώς συμμετέχει κι ο ίδιος σ΄ αυτήν την πορεία, ταυτίζεται μαζί του, γι΄ αυτό και συμμερίζεται τα πάθια του και με ειλικρίνεια αναφωνεί: “Ω ατέλειαι των ανθρώπων!”
Ο Φραγκούλας αντιμετωπίζει και σοβαρότατο οικονομικό πρόβλημα, όπως και πολλοί ακόμη συντοπίτες του. Δεν ήταν φτωχός από την αρχή. ῎Ισα-ίσα, ήταν μεγαλοκτηματίας, από παλιά αρχοντική οικογένεια “ποτέ δεν τον έμελεν περί χρημάτων”, αφού είχε αρκετό εισόδημα. “Αλλ΄ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τα έξοδα τον “έτρωγαν”! Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν “δυστυχισμένες χρονιές”, αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, δια πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν αφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί δια να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις έναν τοκογλύφον του τόπου”.
Ο Παπαδιαμάντης αφήνει εδώ να αναδυθή ένα οξύ πρόβλημα της κοινωνίας του νησιού του. Πρόκειται για τη σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό, το παραδοσιακό, δοκιμασμένο και παγιωμένο από τη μια μεριά. Και από την άλλη στο νεωτερίστικο, το πολλά υποσχόμενο και γι΄ αυτό ορμητικό και απαιτητικό, που άνοιγε νέες προοπτικές και γοήτευε. Το πρώτο εκπροσωπείται στο διήγημα από τους ντόπιους κατοίκους, οι οποίοι “είχαν αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα” και από αυτή την εργασία εξασφάλιζαν τα αναγκαία για τη ζωή τους, προνοώντας βέβαια να αποθηκεύσουν κάποια αποθέματα από τα γενήματά τους για ενδεχόμενη ακαρπία, κάτι που γινόταν συχνά. Πρόκειται για την εικόνα και τη δομή μιας αυτοκαταναλωτικής κοινωνίας, η οποία δεν έδινε σημασία στο χρήμα και το κέρδος.
Το καινούριο το φέρνουν στο νησί οι “επήλυδες”. “Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι “φερτοί”, απ΄ έξω και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν……κανείς δεν έδωκεν προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς”. Οι άνθρωποι αυτοί είσηγούνταν τη χρηματιστική οικονομία, ασχολούνταν με το εμπόριο και αξιοποιούσαν τα πάντα με σκοπό το χρήμα. “Ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. ῎Ηνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία και εμπορεύοντο και εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα….. οι εντόπιοι έλαβαν ανάγκην των χρημάτων και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά ή μία και ημίσεια και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ΄ εαυτών και τα κτήματα”. Πρόκειται για την αρχή της αστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, που έφερε πολλές ανακατατάξεις στις αντιλήψεις, τη νοοτροπία, τα ήθη και γενικά τη ζωή των ανθρώπων, αφού κλονίστηκαν τα παραδοσιακά θεμέλια της δομής της ελληνικής κοινωνίας.
Έτσι το κυνήγι του κέρδους αντιπαραβάλλεται με τις παραδοσιακές ασχολίες και η φιλαργυρία και πλεονεξία των ανθρώπων, υπερβαίνοντας τις ηθικές αναστολές των παλαιών καιρών, διαβρώνουν τις συνειδήσεις και υποσκάπτουν τα θεμέλια της παραδοσιακά οργανωμένης ζωής, κλονίζοντας τις διαπροσωπικές σχέσεις και εκφυλλίζοντας την αξία του ανθρώπου, αφού πιο ψηλά τοποθετείται το ατομικό συμφέρον.
Ο Παπαδιαμάντης έμμεσα επικρίνει αυτήν την κατάσταση. Μεγαλωμένος και γαλουχημένος με την ελληνορθόδοξη παράδοση πιστεύει απόλυτα πώς μόνο αυτή νοηματοδοτεί με πληρότητα και αυθεντικά τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου. Γιατί είναι η μόνη που μεταποιεί το κακό και κρατά σώα την ψυχή, ακόμη κι αν όλα γύρω καταρρέουν. Δεν είναι αρνητικός σε ό,τι νέο φέρνει η φυσιολογική πορεία μέσα στο χρόνο και η εξέλιξη. Θέλει όμως αυτό το νέο να έχη αναφορά στα ριζώματα και τα αρχέτυπα της ελληνορθόδοξης παράδοσης, τα οποία καθορίζουν το χαρακτήρα και τον ψυχισμό του λαού. Μόνο τότε το νέο είναι αυθεντικό, ζωντανό, αληθινό. Γι΄ αυτό και επικρίνει το πνεύμα, που κουβαλούν οι νέες οικονομικές δραστηριότητες: την τοκογλυφία, την ισοπέδωση που προκαλεί η απανθρωπιά και η εκμετάλλευση, τη διαφθορά των ηθών, το ψέμα και το δόλο που επιστρατεύονται για την ικανοποίηση του ατομικού συμφέροντος. Και εν τέλει τον εκφυλισμό της ανθρώπινης αξίας.
Θύμα μιας τέτοιας κατάστασης ήταν και ο Φραγκούλας. Τα τρία δάνεια, που χρειάστηκε να πάρη τα τελευταία τρία χρόνια από τοκογλύφους, τον οδήγησαν στην απώλεια της οικονομικής αλλά και κοινωνικής του επιφάνειας. Έτσι τώρα ζεί με τις πιέσεις και τις απειλές των δανειστών του, με το παράπονο της ξεπεσμένης αρχοντιάς του και χωρισμένος από τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Κι όμως όλα αυτά θα μπορούσε να τα αντέξη ο Φραγκούλας. Το τελευταίο όμως χτύπημα που δέχθηκε ήταν ασήκωτο, αβάσταχτο, καταλυτικό. Τον έχει συνθλίψει, τον έχει τσακίσει.
“-Τώχασα το καϋμένο μ το ευάγωγο” μονολογεί θρηνώντας και στη σκέψη του ζωγραφίζεται το όμορφο πρόσωπο της χαριτωμένης μικρής θυγατέρας του, που τόσο πρόωρα, μόλις 14 ετών, έφυγε απ τη ζωή…..
Τόσες φορές στο παρελθόν είχε καταφύγει στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας κυνηγημένος από προβλήματα οικονομικά, οικογενειακά ή παρασυρμένος από το πείσμα και το θυμό του δύσκολου χαρακτήρα του. Τότε η καλύβα του προαυλίου ήταν η επιλογή του. Τώρα όμως είναι αλλιώς. Ο πόνος ξεχειλίζει από την καρδιά του και το φορτίο της θλίψης είναι πολύ βαρύ στους ώμους του. Τώρα δεν έχει περιθώρια επιλογής, τώρα ψάχνει διέξοδο, καταφύγιο, παρηγοριά και στήριγμα, που μόνο η γλυκειά Παναγιά μπορεί να του δώση. Άλλωστε, στο παρελθόν, πριν ερειμωθή το χωριό, όλοι οι καταπονημένοι της ζωής, οι θλιμμένοι και οι “πεφορτισμένοι” σ αυτό το εκκλησάκι έρχονταν και στην εικόνα της Παναγίας της Πρέκλας ακουμπούσαν τους καημούς, τα βάσανα και τις ελπίδες τους “να εύρωσι δια της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν….. ν ακούσωσιν τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ όλον τον Δακαπενταύγουστον……”
Είναι και τώρα παραμονές του Δεκαπενταύγουστου κι ο Φραγκούλας με ασήκωτο το πένθος της ψυχής του, γερασμένος απότομα και κουρασμένος όσο ποτέ, θυμάται αυτή την ίδια χρονιάρα μέρα, πριν 15 χρόνια, τότε που είχε συμφιλιωθή με τη γυναίκα του μετά τον πρώτο χωρισμό τους. Είχε και τότε αποσυρθή χολωμένος στο σπιτάκι του προαυλίου και στον Εσπερινό της μεγάλης γιορτής, μαζί με όλους τους πανηγυριώτες είχε έρθει και η Σινιώρα του με τα τέσσερα τότε παιδιά τους. “Ήτο 40 χρονών τότε ο Φραγκούλας. Έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ είχεν πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτο έτοιμος να συγχωρήση και ν αγαπήση…. Τω όντι, όταν εβραδύασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε…….. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον σύζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά, εις ευτελές δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, το οποίον ωνόμαζε “το κελλί του” και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα. Ο Φραγκούλας ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας και έκαμνεν πώς έβλεπεν αλλού και πώς επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξυ δυο ή τριών χωρικών. Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη και εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του”.
Ήταν πολύ χαρούμενος εκείνο το βράδυ και στην αγρυπνία που ακολούθησε και κράτησε 8 ώρες, όλα τα διάβασε μόνος του, όλα τα έψαλε “μόλις επιτρέπων εις τον κυρ Δημητρόν, τον κάτοχον του αριστερού χορού, να λέγη κι αυτός από κανένα τροπαράκι, δια να ξενυστάξη” και θυμάται, σαν νάταν χθες, τις γυναίκες, που στη Λιτή δυσφορώντας γκρίνιαζαν τον νεωκόρο, γιατί έπιασε τα κεριά που είχαν λαμπαδιάσει και τα πατούσε στο έδαφος για να σβήσουν. Καθώς κι έναν νεαρό νεόπλουτο, που έβλεπε ως σπατάλη το άναμμα πολλών κεριών κι ακούστηκε να μιλά για “οικονομία στα κηρία!”….. Αλλά οι γυναίκες, μολονότι ήξεραν πολύ καλά τί θα πη οικονομία, δεν καταλάβαιναν “τί θα πη οικονομία στα κηρία”, που ήταν ταμένα να καούν στη χάρη της Παναγίας. Θυμάται καλά και το άλλο περιστατικό με τον κυρ Δημητρό, ο οποίος πειραγμένος που του άρπαζε συνεχώς την πρωτοφωνία στο ψάλσιμο, του συνέστησε να ψάλλη πιο σιγανά το “Κύριε ελέησον”, διότι οι γυναίκες ήθελαν ν ακούνε τα ονόματα, ζωντανά και πεθαμένα, που είχαν υπαγορεύσει από βραδύς στον ιερέα. Κι ο Φραγκούλας, για να τον ταπεινώση, τον άφησε να ψάλλη 40 φορές το “Κύριε ελέησον”, γνωρίζοντας ότι ο κυρ Δημητρός δεν ήξερε καλά τα τυπικά, πότε λέγεται 3 φορές το “Κύριε ελέησον” και πότε 40 φορές. Κι ενώ άρχισε να το λέγη 40 φορές, “ο παπάς εβιάσθη ν απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και, δια να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη “….υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας…..”
Ο Παπαδιαμάντης είναι βαθιά θρησκευόμενος και τα διδάγματα της Ορθοδοξίας τα έχει κάνει σύστημα ζωής. Χαίρεται και ζη τις ακολουθίες και ιεροτελεστίες της Εκκλησίας. Γνωρίζει πολύ καλά τα Συναξάρια και τα Λειτουργικά Βιβλία και γοητεύεται από την Ποίηση της Ορθοδοξίας. Ψάλλει τα τροπάρια και τους ύμνους με ζήλο και τέχνη και αναπαύεται στις ολονύκτιες Παρακλήσεις και αγρυπνίες στους ναούς και σε ερημοκκλήσια. Τον συγκινεί το Βυζάντιο και το ζη και την ατμόσφαιρά του την μεταφέρει στα πεζογραφήματά του παραθέτοντας βυζαντινά τροπάρια και κομμάτια ολόκληρα από τη Θεία Λατρεία. Και στο διήγημά μας μεταφέρει αυτήν την ατμόσφαιρα κάνοντας εκτενή αναφορά σε όλο σχεδόν το τυπικό της εορτής της Κοιμήσεως. “Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το “Πεποικιλμένη” έως το “Συνέστειλε Χορός” και όλον το “Ανοίξω το στόμα μου” έως το “Δέχου παρ ημών”. Είτα έψαλεν Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν ΄Ωρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων δια την θείαν Κοινωνίαν και εις την Λειτουργίαν πάλιν όλα Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το “Αι γενεαί πάσαι”, το Κοινωνικόν κ.τ.λ.” και ταυτόχρονα ο Παπαδιαμάντης με φιλοπαίγμονα διάθεση παρακολουθεί το εκκλησίασμα και ξεχωρίζει και σχολιάζει το χαριτωμένο μικρόκοσμο κάποιων απλοϊκών και γραφικών τύπων της μικρής κοινωνίας του χωριού, τις ιδιοτροπίες τους, τα πειράγματά τους, την ευφρόσυνη διάθεση του Φραγκούλα και το νέο ξεκίνημα για την οικογενειακή του ζωή.
Καρπός αυτής της συμφιλίωσης με την γυναίκα του ήταν το Κουμπώ, η θυγατέρα της οποίας το θάνατο τώρα θρηνεί. “Η Παναγία είχε δωρίσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της, πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου…” Αυτή η κόρη ήταν χαριτωμένο πλάσμα, η χαρμονή και η παρηγοριά του. Ξεχώριζε από όλα τα παιδιά του. “Δεν είχεν μόνον νοημοσύνην πρώϊμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης”. ΄Ηταν η μόνη από τα παιδιά του που πήγαινε κάθε μέρα στον πατέρα της “στό κελλί του” και τον γέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητες. ΄Ηταν η μόνη που δεχόταν πρόθυμα τους “πατρικούς χαλινους”, γι αυτό κι εκείνος την ονόμαζε “τό ευάγωγο”. ΄Ηταν η μόνη που πονούσε για το χωρισμό των γονιών της και καθημερινά έτρεχε να τον βρη και δεν έπαυε να τον παρακαλή “έλα στο σπίτι πατέρα!”. Αυτή άλλωστε με την επιμονή της ήταν η αιτία που φίλιωσε με τη γυναίκα του μετά το δεύτερο χωρισμό τους. ΄Υστερα από μερικούς μήνες όμως χώρισε για τρίτη φορά ο Φραγκούλας και η μικρή ήταν πολύ θλιμμένη. “-Δε μπορώ πλέον νάρχωμαι στο κελλί σου πατέρα……. Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στο μαχαλά, στο δρόμο που περνώ και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: “νά, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της”. Δεν το βαστώ πλέον πατέρα” Και πράγματι δεν πήγε για τρεις μέρες. Την τέταρτη πήγε χλωμή και μαραμένη, πνιγμένη στα δάκρυα.
“-Τί έχεις, κορίτσι μου, της είπε ο πατήρ της.
-Αν δεν έλθης, πατέρα, του είπε με παράπονο, να ξεύρης, θα πεθάνω απ τον καημό μου!
-Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλας”
Και πράγματι την άλλη μέρα πήγε στο σπίτι. Αλλά ήταν αργά. Η μικρή έπεσε άρρωστη με ψηλό πυρετό, μαράθηκε από άγνωστη ασθένεια και “εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με την λαλιάν εις το στόμα”.
“-Πατέρα! πατέρα! Στην Παναγία να κάμετε μία λειτουργία…..μέ την μητέρα μαζί!”, ήταν τα τελευταία της λόγια.
Ο Φραγκούλας έκλαψε απαρηγόρητα, έκλαψε αχόρταγα μαζί με τη γυναίκα του το χαμό της θυγατέρας του. ΄Υστερα αποσύρθηκε κι εξακολούθησε να κλαίη μόνος του στην ερημία του. “Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γίνη μοναχός”.
Έκτοτε ζη ολομόναχος ο “φιλέρημος γέρων” αφιερωμένος ως μοναχός στην Παναγία, έστω και τόσο αργά, ψιθυρίζοντας στις ώρες της θλίψης του το στίχο του Ψαλτηρίου: “Μη απώση με εις καιρόν γήρως….καί έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με”.
Έχει αποθέσει καρτερικά τον πόνο του στην πιο πονεμένη από τις μητέρες της Οικουμένης, στην “Κυρία των Ουρανών”, τον “Γλυκασμόν των Αγγέλων”, τη μόνη που μπορεί να γλυκάνη την πίκρα της ρημαγμένης του ζωής και να τον ανακουφίση τώρα που τον “εκύκλωσαν αι του βίου του ζάλαι ώσπερ μέλισσαι κηρίον”. Και μέσα από “τά νέφη των συμφορών” του ψάλλει με παράπονο:
“Απόστολοι έκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε,
Γεσθημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
καί Σύ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα”.
Και την παρακαλεί θερμά να μεσιτεύση προς τον Φιλάνθρωπον Θεόν:
“μή μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των αγγέλων”
αλλά “Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων”.
Ο Παπαδιαμάντης δεν μένει στην τραγωδία, αλλά προχωρά στην κάθαρση. Ο πόνος δεν είναι αδιέξοδος, όταν υπάρχη θερμή πίστη στη φιλανθρωπία του Θεού. Ο “πεφορτισμένος” άνθρωπος σ Εκείνον κάνει αναφορά, ανοίγει τον πόνο του στην αγάπη Του και με τη χάρη Του τον αδρανοποιεί και τον υπερβαίνει. Κι έτσι παρηγοριέται, ισορροπεί, αναπαύεται. Και κάτι ακόμα εξουδετερώνεται έτσι η φθορά του, γιατί βλέπει πέρα από τη φθορά του σώματος την αιώνια ύπαρξή του. Και ο πόνος τότε γίνεται άσκηση καρτερίας, οδός αγιότητας και αποκτά πνευματικό περιεχόμενο και νόημα. Και τότε βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της η διδασκαλία του Χριστού, της οποίας πεμπτουσία είναι η μετάλλαξη του θανάτου σε ζωή.—
πηγη.ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ
Έτσι, λοιπόν, μία παπαδιαμαντική λέξη, αξίζει όσες χίλιες άλογες εικόνες…
Καλοκαίρι· ένεκεν του “Πάσχα του καλοκαιριού” και της Μητέρας του Θεού, και εις μνήμη του κυρ-Αλέξανδρου, και προς τέρψη των αναγνωστών μας, η κ. Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινά επιχειρεί μια φιλολογική προσέγγιση στον “Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου”. Η εργασία αυτή θα δημοσιευθή σε δύο συνέχειες.
* * *
Η νοσταλγία είναι μία διάθεση που διαπερνά το έργο του Παπαδιαμάντη στο σύνολό του. Είναι η έμπνευσή του, το κίνητρο της δημιουργίας του. Νοσταλγεί και ρεμβάζει. Ρεμβάζει και νοσταλγεί. Και από κάθε ρεμβασμό του ανασύρει βιώματα του παρελθόντος, που έχουν σφραγίσει την ψυχή του και τα μορφοποιεί σε διήγημα, άλλοτε πιο ορμητικό, άλλοτε πιο σιγανό, πάντα όμως πραγματικό, αληθινό, αυθεντικό, ζωντανό, με μια ζωή πλούσια σε εικόνες και με μια τέχνη ταπεινού και σεμνού ανώνυμου αγιογράφου.
Ο Παπαδιαμάντης ρεμβάζει και νοσταλγεί, δεν ονειροπολεί. Όλα, όσα γράφει, τοποθετούνται σε τόπο και χρόνο, όλα έχουν όνομα ήρωες, τόποι, ακόμη και τα ζώα και βέβαια όλα εντάσσονται στο ευρύτερο σκιαθίτικο πλαίσιο. Άλλωστε με τη ζωή της Σκιάθου, τις παραδόσεις της, τα καφενεία και τα έθιμα των ανθρώπων της, τα ταπεινά τους επαγγέλματα και τους καημούς τους είναι ζυμωμένη η ψυχή του, οι “απορρώγες βράχοι”, οι θαλασσόδαρτες ακτές και οι “ναΐσκοι” της υπαίθρου είναι χαρακτηριστικές και αγαπημένες του εικόνες, που προβάλλουν ποιητικά στα έργα του.
Κανένας άλλος λογοτέχνης δεν περιέγραψε με τόση λεπτομέρεια, ευλάβεια και αγάπη τα φτωχά ξωκκλήσια της ελληνικής υπαίθρου, όσο ο Παπαδιαμάντης. Μια περιγραφή που τον θέλγει ιδιαίτερα, που μοσχοβολά θυμίαμα, κερί και αγριολούλουδο και που στο αμυδρό φως από το καντηλάκι της Παναγίας ή το λιανοκέρι της χαροκαμμένης μάνας ξεπροβάλλουν μέσα στη σιωπή τους οι ασκητικές μορφές των Αγίων, τα σκαλιστά τέμπλα, τα καντήλια, τα μανουάλια.
Και στο διήγημα “Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου” υπάρχει ο “ναΐσκος” της Παναγίας της Πρέκλας, που αποτελεί και την κεντρική αναφορά του Παπαδιαμάντη, όπως και στα περισσότερα διηγήματά του. “Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον και είχε και καλάς εικόνας – και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά”.
Ο Παπαδιαμάντης απεικονίζει τα ξωκκλήσια της Παναγίας πάνω σε απόκρημνους βράχους, που τους μαστίζουν οι θύελλες, θέλει τη Μητέρα του Θεού να εποπτεύη τα ανθρώπινα και να σκέπη με άπειρη στοργή την κτίση ολόκληρη, αλλά και να δείχνη στον κόσμο την πνευματική οδό, τον ανηφορικό δρόμο προς το ύψος της θέωσης.
Ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας ευρίσκετο “ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον”. Ο Παπαδιαμάντης αγαπά τη φύση και την περιγράφει αριστουργηματικά, γοητευτικά. Με όλες τις προσωποιημένες δυνάμεις της και τους θρύλους για φαντάσματα κι αγερικά, που έπλασε με αφέλεια αλλά και χάρη η λαϊκή φαντασία, όταν με δέος προσπαθούσε να εξηγήση “τά συντρίμματα και τα ερείπια….”.
Στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας εστιάζει ο “φακός” του Παπαδιαμάντη. Στο προαύλιο υπάρχει μια μικρή προχειροκτισμένη καλύβα, όπου μόνος θλιμμένος κάθεται ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας, καπνίζοντας την πίπα του και αναπολώντας την περασμένη του ζωή. Όλα είναι έρημα γύρω του, γκρεμισμένα ερειπωμένα. Κι εκείνος ακίνητος παρακολουθεί τον “καπνόν που ανέθρωσκε από τον λουλάν και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ΄ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τί εσκέπτετο;”
Αυτή η εικόνα, που παρουσιάζεται μπροστά μας, καθώς η τεχνήτρα πέννα του Παπαδιαμάντη ανοίγει την “αυλαία” του διηγήματος, είναι η μόνη παροντική, εκ του φυσικού. Καμία κίνηση, καμία δράση, εξωτερικά τουλάχιστον. Γιατί στην ψυχή του υπάρχει μεγάλη τρικυμία, μεγάλος πόνος, απέραντος θρήνος. Μοιάζει με το ερειπωμένο χωριό, ερείπιο κι αυτός, τσακισμένος από τις συμφορές, βασανισμένος, τραγική προσωπικότητα και ολομόναχος τώρα επί “γήρατος ουδώ”. Αναπολεί τον χαμένο κόσμο του, τη ζωή που του πήρε ό,τι αγαπούσε..
Ξεκίνησε καλά τη ζωή του. Ήταν μεγαλοκτηματίας, αρχοντάνθρωπος, καλοκαμωμένος. “Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χοντρά χείλη προέχοντα. ΄Ηγάπα πολύ τα μουσικά, τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος”. Είχε παντρευτεί από έρωτα “τήν Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην” και μολονότι απόκτησαν επτά παιδιά μαζί, χώρισαν και φίλιωσαν τρεις φορές. Αιτία, ο θυμώδης χαρακτήρας του. “Ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει…΄Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν….. Είχεν αγαπήσει εξ όλης της καρδίας την Σινιωρίτσαν του….. Αλλ΄ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα και τόσον γοργός εις την οργήν. ῏Ω ατέλειαι των ανθρώπων!”
Ο Φραγκούλας είναι ένας άνθρωπος με πάθη και πάθια πολλά. Ορμητικός και ασυγκράτητος, ευαίσθητος και τρυφερός. Αγαπούσε και πείσμωνε με την ίδια ένταση. Ο Παπαδιαμάντης δεν τον ωραιοποιεί, δεν τον εξιδανικεύει. Τον δείχνει όπως ακριβώς είναι, αληθινό, πραγματικό, με τις αρετές και τις αδυναμίες του, τα καλά και τα κακά του. Δεν τον κρίνει, δεν τον προβάλλει, ούτε τον προσβάλλει. Σέβεται τις αδυναμίες του και τα ελαττώματά του και με επιείκεια και κατανόηση αφουγκράζεται το δράμα του. Αμαρτία και μετάνοια ήταν η πορεία της ζωής του. Ποιός αλήθεια είναι τέλειος; Κάπου νιώθει πώς συμμετέχει κι ο ίδιος σ΄ αυτήν την πορεία, ταυτίζεται μαζί του, γι΄ αυτό και συμμερίζεται τα πάθια του και με ειλικρίνεια αναφωνεί: “Ω ατέλειαι των ανθρώπων!”
Ο Φραγκούλας αντιμετωπίζει και σοβαρότατο οικονομικό πρόβλημα, όπως και πολλοί ακόμη συντοπίτες του. Δεν ήταν φτωχός από την αρχή. ῎Ισα-ίσα, ήταν μεγαλοκτηματίας, από παλιά αρχοντική οικογένεια “ποτέ δεν τον έμελεν περί χρημάτων”, αφού είχε αρκετό εισόδημα. “Αλλ΄ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τα έξοδα τον “έτρωγαν”! Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν “δυστυχισμένες χρονιές”, αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, δια πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν αφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί δια να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις έναν τοκογλύφον του τόπου”.
Ο Παπαδιαμάντης αφήνει εδώ να αναδυθή ένα οξύ πρόβλημα της κοινωνίας του νησιού του. Πρόκειται για τη σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό, το παραδοσιακό, δοκιμασμένο και παγιωμένο από τη μια μεριά. Και από την άλλη στο νεωτερίστικο, το πολλά υποσχόμενο και γι΄ αυτό ορμητικό και απαιτητικό, που άνοιγε νέες προοπτικές και γοήτευε. Το πρώτο εκπροσωπείται στο διήγημα από τους ντόπιους κατοίκους, οι οποίοι “είχαν αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα” και από αυτή την εργασία εξασφάλιζαν τα αναγκαία για τη ζωή τους, προνοώντας βέβαια να αποθηκεύσουν κάποια αποθέματα από τα γενήματά τους για ενδεχόμενη ακαρπία, κάτι που γινόταν συχνά. Πρόκειται για την εικόνα και τη δομή μιας αυτοκαταναλωτικής κοινωνίας, η οποία δεν έδινε σημασία στο χρήμα και το κέρδος.
Το καινούριο το φέρνουν στο νησί οι “επήλυδες”. “Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι “φερτοί”, απ΄ έξω και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν……κανείς δεν έδωκεν προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς”. Οι άνθρωποι αυτοί είσηγούνταν τη χρηματιστική οικονομία, ασχολούνταν με το εμπόριο και αξιοποιούσαν τα πάντα με σκοπό το χρήμα. “Ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. ῎Ηνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία και εμπορεύοντο και εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα….. οι εντόπιοι έλαβαν ανάγκην των χρημάτων και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά ή μία και ημίσεια και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ΄ εαυτών και τα κτήματα”. Πρόκειται για την αρχή της αστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, που έφερε πολλές ανακατατάξεις στις αντιλήψεις, τη νοοτροπία, τα ήθη και γενικά τη ζωή των ανθρώπων, αφού κλονίστηκαν τα παραδοσιακά θεμέλια της δομής της ελληνικής κοινωνίας.
Έτσι το κυνήγι του κέρδους αντιπαραβάλλεται με τις παραδοσιακές ασχολίες και η φιλαργυρία και πλεονεξία των ανθρώπων, υπερβαίνοντας τις ηθικές αναστολές των παλαιών καιρών, διαβρώνουν τις συνειδήσεις και υποσκάπτουν τα θεμέλια της παραδοσιακά οργανωμένης ζωής, κλονίζοντας τις διαπροσωπικές σχέσεις και εκφυλλίζοντας την αξία του ανθρώπου, αφού πιο ψηλά τοποθετείται το ατομικό συμφέρον.
Ο Παπαδιαμάντης έμμεσα επικρίνει αυτήν την κατάσταση. Μεγαλωμένος και γαλουχημένος με την ελληνορθόδοξη παράδοση πιστεύει απόλυτα πώς μόνο αυτή νοηματοδοτεί με πληρότητα και αυθεντικά τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου. Γιατί είναι η μόνη που μεταποιεί το κακό και κρατά σώα την ψυχή, ακόμη κι αν όλα γύρω καταρρέουν. Δεν είναι αρνητικός σε ό,τι νέο φέρνει η φυσιολογική πορεία μέσα στο χρόνο και η εξέλιξη. Θέλει όμως αυτό το νέο να έχη αναφορά στα ριζώματα και τα αρχέτυπα της ελληνορθόδοξης παράδοσης, τα οποία καθορίζουν το χαρακτήρα και τον ψυχισμό του λαού. Μόνο τότε το νέο είναι αυθεντικό, ζωντανό, αληθινό. Γι΄ αυτό και επικρίνει το πνεύμα, που κουβαλούν οι νέες οικονομικές δραστηριότητες: την τοκογλυφία, την ισοπέδωση που προκαλεί η απανθρωπιά και η εκμετάλλευση, τη διαφθορά των ηθών, το ψέμα και το δόλο που επιστρατεύονται για την ικανοποίηση του ατομικού συμφέροντος. Και εν τέλει τον εκφυλισμό της ανθρώπινης αξίας.
Θύμα μιας τέτοιας κατάστασης ήταν και ο Φραγκούλας. Τα τρία δάνεια, που χρειάστηκε να πάρη τα τελευταία τρία χρόνια από τοκογλύφους, τον οδήγησαν στην απώλεια της οικονομικής αλλά και κοινωνικής του επιφάνειας. Έτσι τώρα ζεί με τις πιέσεις και τις απειλές των δανειστών του, με το παράπονο της ξεπεσμένης αρχοντιάς του και χωρισμένος από τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Κι όμως όλα αυτά θα μπορούσε να τα αντέξη ο Φραγκούλας. Το τελευταίο όμως χτύπημα που δέχθηκε ήταν ασήκωτο, αβάσταχτο, καταλυτικό. Τον έχει συνθλίψει, τον έχει τσακίσει.
“-Τώχασα το καϋμένο μ το ευάγωγο” μονολογεί θρηνώντας και στη σκέψη του ζωγραφίζεται το όμορφο πρόσωπο της χαριτωμένης μικρής θυγατέρας του, που τόσο πρόωρα, μόλις 14 ετών, έφυγε απ τη ζωή…..
Τόσες φορές στο παρελθόν είχε καταφύγει στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας κυνηγημένος από προβλήματα οικονομικά, οικογενειακά ή παρασυρμένος από το πείσμα και το θυμό του δύσκολου χαρακτήρα του. Τότε η καλύβα του προαυλίου ήταν η επιλογή του. Τώρα όμως είναι αλλιώς. Ο πόνος ξεχειλίζει από την καρδιά του και το φορτίο της θλίψης είναι πολύ βαρύ στους ώμους του. Τώρα δεν έχει περιθώρια επιλογής, τώρα ψάχνει διέξοδο, καταφύγιο, παρηγοριά και στήριγμα, που μόνο η γλυκειά Παναγιά μπορεί να του δώση. Άλλωστε, στο παρελθόν, πριν ερειμωθή το χωριό, όλοι οι καταπονημένοι της ζωής, οι θλιμμένοι και οι “πεφορτισμένοι” σ αυτό το εκκλησάκι έρχονταν και στην εικόνα της Παναγίας της Πρέκλας ακουμπούσαν τους καημούς, τα βάσανα και τις ελπίδες τους “να εύρωσι δια της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν….. ν ακούσωσιν τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ όλον τον Δακαπενταύγουστον……”
Είναι και τώρα παραμονές του Δεκαπενταύγουστου κι ο Φραγκούλας με ασήκωτο το πένθος της ψυχής του, γερασμένος απότομα και κουρασμένος όσο ποτέ, θυμάται αυτή την ίδια χρονιάρα μέρα, πριν 15 χρόνια, τότε που είχε συμφιλιωθή με τη γυναίκα του μετά τον πρώτο χωρισμό τους. Είχε και τότε αποσυρθή χολωμένος στο σπιτάκι του προαυλίου και στον Εσπερινό της μεγάλης γιορτής, μαζί με όλους τους πανηγυριώτες είχε έρθει και η Σινιώρα του με τα τέσσερα τότε παιδιά τους. “Ήτο 40 χρονών τότε ο Φραγκούλας. Έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ είχεν πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτο έτοιμος να συγχωρήση και ν αγαπήση…. Τω όντι, όταν εβραδύασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε…….. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον σύζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά, εις ευτελές δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, το οποίον ωνόμαζε “το κελλί του” και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα. Ο Φραγκούλας ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας και έκαμνεν πώς έβλεπεν αλλού και πώς επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξυ δυο ή τριών χωρικών. Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη και εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του”.
Ήταν πολύ χαρούμενος εκείνο το βράδυ και στην αγρυπνία που ακολούθησε και κράτησε 8 ώρες, όλα τα διάβασε μόνος του, όλα τα έψαλε “μόλις επιτρέπων εις τον κυρ Δημητρόν, τον κάτοχον του αριστερού χορού, να λέγη κι αυτός από κανένα τροπαράκι, δια να ξενυστάξη” και θυμάται, σαν νάταν χθες, τις γυναίκες, που στη Λιτή δυσφορώντας γκρίνιαζαν τον νεωκόρο, γιατί έπιασε τα κεριά που είχαν λαμπαδιάσει και τα πατούσε στο έδαφος για να σβήσουν. Καθώς κι έναν νεαρό νεόπλουτο, που έβλεπε ως σπατάλη το άναμμα πολλών κεριών κι ακούστηκε να μιλά για “οικονομία στα κηρία!”….. Αλλά οι γυναίκες, μολονότι ήξεραν πολύ καλά τί θα πη οικονομία, δεν καταλάβαιναν “τί θα πη οικονομία στα κηρία”, που ήταν ταμένα να καούν στη χάρη της Παναγίας. Θυμάται καλά και το άλλο περιστατικό με τον κυρ Δημητρό, ο οποίος πειραγμένος που του άρπαζε συνεχώς την πρωτοφωνία στο ψάλσιμο, του συνέστησε να ψάλλη πιο σιγανά το “Κύριε ελέησον”, διότι οι γυναίκες ήθελαν ν ακούνε τα ονόματα, ζωντανά και πεθαμένα, που είχαν υπαγορεύσει από βραδύς στον ιερέα. Κι ο Φραγκούλας, για να τον ταπεινώση, τον άφησε να ψάλλη 40 φορές το “Κύριε ελέησον”, γνωρίζοντας ότι ο κυρ Δημητρός δεν ήξερε καλά τα τυπικά, πότε λέγεται 3 φορές το “Κύριε ελέησον” και πότε 40 φορές. Κι ενώ άρχισε να το λέγη 40 φορές, “ο παπάς εβιάσθη ν απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και, δια να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη “….υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας…..”
Ο Παπαδιαμάντης είναι βαθιά θρησκευόμενος και τα διδάγματα της Ορθοδοξίας τα έχει κάνει σύστημα ζωής. Χαίρεται και ζη τις ακολουθίες και ιεροτελεστίες της Εκκλησίας. Γνωρίζει πολύ καλά τα Συναξάρια και τα Λειτουργικά Βιβλία και γοητεύεται από την Ποίηση της Ορθοδοξίας. Ψάλλει τα τροπάρια και τους ύμνους με ζήλο και τέχνη και αναπαύεται στις ολονύκτιες Παρακλήσεις και αγρυπνίες στους ναούς και σε ερημοκκλήσια. Τον συγκινεί το Βυζάντιο και το ζη και την ατμόσφαιρά του την μεταφέρει στα πεζογραφήματά του παραθέτοντας βυζαντινά τροπάρια και κομμάτια ολόκληρα από τη Θεία Λατρεία. Και στο διήγημά μας μεταφέρει αυτήν την ατμόσφαιρα κάνοντας εκτενή αναφορά σε όλο σχεδόν το τυπικό της εορτής της Κοιμήσεως. “Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το “Πεποικιλμένη” έως το “Συνέστειλε Χορός” και όλον το “Ανοίξω το στόμα μου” έως το “Δέχου παρ ημών”. Είτα έψαλεν Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν ΄Ωρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων δια την θείαν Κοινωνίαν και εις την Λειτουργίαν πάλιν όλα Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το “Αι γενεαί πάσαι”, το Κοινωνικόν κ.τ.λ.” και ταυτόχρονα ο Παπαδιαμάντης με φιλοπαίγμονα διάθεση παρακολουθεί το εκκλησίασμα και ξεχωρίζει και σχολιάζει το χαριτωμένο μικρόκοσμο κάποιων απλοϊκών και γραφικών τύπων της μικρής κοινωνίας του χωριού, τις ιδιοτροπίες τους, τα πειράγματά τους, την ευφρόσυνη διάθεση του Φραγκούλα και το νέο ξεκίνημα για την οικογενειακή του ζωή.
Καρπός αυτής της συμφιλίωσης με την γυναίκα του ήταν το Κουμπώ, η θυγατέρα της οποίας το θάνατο τώρα θρηνεί. “Η Παναγία είχε δωρίσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της, πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου…” Αυτή η κόρη ήταν χαριτωμένο πλάσμα, η χαρμονή και η παρηγοριά του. Ξεχώριζε από όλα τα παιδιά του. “Δεν είχεν μόνον νοημοσύνην πρώϊμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης”. ΄Ηταν η μόνη από τα παιδιά του που πήγαινε κάθε μέρα στον πατέρα της “στό κελλί του” και τον γέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητες. ΄Ηταν η μόνη που δεχόταν πρόθυμα τους “πατρικούς χαλινους”, γι αυτό κι εκείνος την ονόμαζε “τό ευάγωγο”. ΄Ηταν η μόνη που πονούσε για το χωρισμό των γονιών της και καθημερινά έτρεχε να τον βρη και δεν έπαυε να τον παρακαλή “έλα στο σπίτι πατέρα!”. Αυτή άλλωστε με την επιμονή της ήταν η αιτία που φίλιωσε με τη γυναίκα του μετά το δεύτερο χωρισμό τους. ΄Υστερα από μερικούς μήνες όμως χώρισε για τρίτη φορά ο Φραγκούλας και η μικρή ήταν πολύ θλιμμένη. “-Δε μπορώ πλέον νάρχωμαι στο κελλί σου πατέρα……. Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στο μαχαλά, στο δρόμο που περνώ και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: “νά, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της”. Δεν το βαστώ πλέον πατέρα” Και πράγματι δεν πήγε για τρεις μέρες. Την τέταρτη πήγε χλωμή και μαραμένη, πνιγμένη στα δάκρυα.
“-Τί έχεις, κορίτσι μου, της είπε ο πατήρ της.
-Αν δεν έλθης, πατέρα, του είπε με παράπονο, να ξεύρης, θα πεθάνω απ τον καημό μου!
-Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλας”
Και πράγματι την άλλη μέρα πήγε στο σπίτι. Αλλά ήταν αργά. Η μικρή έπεσε άρρωστη με ψηλό πυρετό, μαράθηκε από άγνωστη ασθένεια και “εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με την λαλιάν εις το στόμα”.
“-Πατέρα! πατέρα! Στην Παναγία να κάμετε μία λειτουργία…..μέ την μητέρα μαζί!”, ήταν τα τελευταία της λόγια.
Ο Φραγκούλας έκλαψε απαρηγόρητα, έκλαψε αχόρταγα μαζί με τη γυναίκα του το χαμό της θυγατέρας του. ΄Υστερα αποσύρθηκε κι εξακολούθησε να κλαίη μόνος του στην ερημία του. “Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γίνη μοναχός”.
Έκτοτε ζη ολομόναχος ο “φιλέρημος γέρων” αφιερωμένος ως μοναχός στην Παναγία, έστω και τόσο αργά, ψιθυρίζοντας στις ώρες της θλίψης του το στίχο του Ψαλτηρίου: “Μη απώση με εις καιρόν γήρως….καί έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με”.
Έχει αποθέσει καρτερικά τον πόνο του στην πιο πονεμένη από τις μητέρες της Οικουμένης, στην “Κυρία των Ουρανών”, τον “Γλυκασμόν των Αγγέλων”, τη μόνη που μπορεί να γλυκάνη την πίκρα της ρημαγμένης του ζωής και να τον ανακουφίση τώρα που τον “εκύκλωσαν αι του βίου του ζάλαι ώσπερ μέλισσαι κηρίον”. Και μέσα από “τά νέφη των συμφορών” του ψάλλει με παράπονο:
“Απόστολοι έκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε,
Γεσθημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
καί Σύ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα”.
Και την παρακαλεί θερμά να μεσιτεύση προς τον Φιλάνθρωπον Θεόν:
“μή μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των αγγέλων”
αλλά “Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων”.
Ο Παπαδιαμάντης δεν μένει στην τραγωδία, αλλά προχωρά στην κάθαρση. Ο πόνος δεν είναι αδιέξοδος, όταν υπάρχη θερμή πίστη στη φιλανθρωπία του Θεού. Ο “πεφορτισμένος” άνθρωπος σ Εκείνον κάνει αναφορά, ανοίγει τον πόνο του στην αγάπη Του και με τη χάρη Του τον αδρανοποιεί και τον υπερβαίνει. Κι έτσι παρηγοριέται, ισορροπεί, αναπαύεται. Και κάτι ακόμα εξουδετερώνεται έτσι η φθορά του, γιατί βλέπει πέρα από τη φθορά του σώματος την αιώνια ύπαρξή του. Και ο πόνος τότε γίνεται άσκηση καρτερίας, οδός αγιότητας και αποκτά πνευματικό περιεχόμενο και νόημα. Και τότε βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της η διδασκαλία του Χριστού, της οποίας πεμπτουσία είναι η μετάλλαξη του θανάτου σε ζωή.—
πηγη.ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ
fdathanasiou.wordpress.com