Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Ο Απόστολος Πέτρος γράφει στην Β’ Καθολική του επιστολή για την συγκλονιστική εμπειρία που έζησε στο όρος Θαβώρ και η Εκκλησία μας έχει ορίσει να διαβάζεται αυτό το απόσπασμα την ημέρα της μεγάλης εορτής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας: «ου σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ’ επόπται γεννηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος. Λαβών γαρ παρά Θεού πατρός τιμήν και δόξαν φωνής ενεχθείσης αυτώ τοιάσδε υπό της μεγαλοπρεπούς δόξης, ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εις όν εγώ ευδόκησα» (Β’ Πέτρ. 1, 16-17). «Δεν βασιστήκαμε σε περίτεχνους μύθους για να σας καταστήσουμε γνωστή την δυναμική έλευση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Έχουμε δει με τα μάτια μας το μεγαλείο του. Τότε που ο Θεός Πατέρας του έδωσε τιμή και δόξα και η ένδοξη μεγαλοπρέπειά του αναφώνησε γι’ αυτόν μια τέτοια φωνή: Αυτός είναι ο αγαπητός μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου».
Η μαρτυρία του Αποστόλου αποτελεί την αποκρυστάλλωση της έννοιας που δίνει η Εκκλησία στην πίστη. Η πίστη δεν είναι ένα δημιούργημα ανθρώπινο, δεν είναι περίτεχνος μύθος, γεννημένος από ανθρώπινο μυαλό, δεν είναι ιδέα ή συμβολική απεικόνιση σε πρόσωπα αρχετύπων της ανθρώπινης ψυχής. Η πίστη είναι καρπός εμπειρίας και μάλιστα προσωπικής εποπτείας και ακρόασης, δηλαδή μετοχής των αισθήσεων στο μεγαλείο της Βασιλείας του Θεού, στην σχέση με το πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και βεβαίωση αυτής της εμπειρίας δια των λόγων και της ζωής των μαρτυρούντων. Οι μαθητές ήταν παρόντες στο Θαβώρ, άκουσαν τη φωνή του Θεού Πατέρα να διαβεβαιώνει ότι ο Κύριος είναι ο Υιός Του ο Αγαπητός και καταθέτουν αυτή την μαρτυρία σε όποιον θέλει να πιστέψει σ’ Εκείνον.
Αυτή η εμπειρία της Μεταμορφώσεως, όπως και της εν γένει παρουσίας του Κυρίου μας στον κόσμο, σηματοδοτεί την διαφορά της Εκκλησίας από οποιαδήποτε θρησκεία, την διαφορά της πίστης στο Χριστό από οποιαδήποτε πίστη σε ιδέες, αρχές και εξουσίες και οράματα του κόσμου τούτου. Και είναι η εμπειρία της Μεταμόρφωσης πρόγευση για όλους μας τους ανθρώπους αποκατάστασης της φύσης μας στην κοινωνία με τον Θεό, στην ομοίωσή μας μ’ Αυτόν, όπως θα λάβει χώρα στην πληρότητά της κατά την Δευτέρα Παρουσία. Είναι η εμπειρία της Μεταμορφώσεως η ευκαιρία να δούμε κι εμείς «καθώς δυνάμεθα» την μέλλουσα δόξα της ανθρώπινης φύσης μας.
Γιατί πιστεύουμε στη δόξα της φύσης μας, από την στιγμή που ο Υιός του Θεού την προσέλαβε και κατέστησε τον εαυτό Του και Υιό του Ανθρώπου. Και αυτή η δόξα έχει να κάνει τόσο με την λάμπρυνση των αισθήσεών μας, όσο και με την ανακαίνιση της καρδιάς μας, αλλά και με την εσχατολογική προσδοκία της οριστικής νίκης κατά του θανάτου. Μέσα από την σχέση μας με τον Χριστό ζούμε την λάμπρυνση των αισθήσεών μας. Από την μία πλευρά οι αισθήσεις μας καθαρίζονται από κάθε εμπαθή ρύπο, από κάθε δηλαδή λογισμό, επιθυμία και συναίσθημα που μας χωρίζει από το Θεό και τον συνάνθρωπο, είτε γεννιούνται από τον εαυτό μας είτε είναι αποτέλεσμα της επίθεσης του πονηρού πνεύματος, και από την άλλη η καρδιά μας ανακαινίζεται, λυτρούμενη από άλλες αγάπες που την χωρίζουν από την αγάπη του Θεού: βιοτικές μέριμνες, εξαρτήσεις και κτητικότητες, φιλοδοξίες, γνώσεις, εξουσία, φιλαυτία. Και όλα αυτά μέσα στην προοπτική της ανάστασης και της αιωνιότητας και της εσχατολογικής πληρότητας σώματος και ψυχής , δια της κατά Θεόν αγιότητας.
Η αγιότητα σώματος και ψυχής αποτελεί την τελική δόξα της φύσης μας. Και Άγιος είναι εκείνος ο οποίος κοινωνεί τον Χριστό τόσο στην παρούσα, όσο και στην αιώνια ζωή. Εδώ η κοινωνία γίνεται δια των μυστηρίων της Εκκλησίας, όπου λαμβάνουμε τον Χριστό Σώματι και Αίματι, τον ζούμε ως Πατέρα που συγχωρεί στην μετάνοια, ως ιατρό ψυχών και σωμάτων στο μυστήριο του Ευχελαίου, ως χορηγό των χαρισμάτων και των ευλογιών του Αγίου Πνεύματος στο μυστήριο του Χρίσματος, αλλά και ως αρχή βίωσης της αγάπης μέσα από την πληρότητα της αλληλοβοήθειας και του αλληλοστηριγμού του μυστηρίου του Γάμου ή μέσα από την καθαυτό ασκητική της διάσταση στη μοναχική ζωή. Ταυτόχρονα, από την στιγμή που εισερχόμαστε στην Εκκλησία δια του μυστηρίου του Βαπτίσματος, γνωρίζουμε ότι η ζωή μας δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από το τρίπτυχο Σταυρός-Ταφή-Ανάσταση, κατά μίμησιν του Χριστού. Όλη η πνευματικότητα της αγιότητας οικειοποιείται και βιώνεται μέσα από την ζωή της Εκκλησίας και αντανακλάται σε κάθε έργο της ζωής μας, ενώ αποτελεί πρόγευση η χαρά της και για την αιώνια κοινωνία με το Πρόσωπο του Χριστού, εν τη Βασιλεία Του.
Είναι διαφορετικός ο τρόπος προσέγγισης της πίστης από την Εκκλησία και του τρόπου που την εννοεί ο κόσμος. Για τον κόσμο το να πιστεύουμε σημαίνει στην καλύτερη περίπτωση να ασχολούμαστε με την μεταφυσική διάσταση της ύπαρξής μας, να τα έχουμε καλά με το Θεό για να μην τιμωρηθούμε αιώνια, ενώ, συνήθως, πίστη σημαίνει οπισθοδρόμηση στο παρελθόν, στενομυαλιά, αδυναμία παραδοχής ότι «εδώ είναι η ζωή» και δεν υπάρχει επέκεινα. Κύριο επιχείρημα των περισσότερων το δικαίωμα του ανθρώπου να είναι ελεύθερος να σκέπτεται, να αισθάνεται, να επιθυμεί, να πράττει ό,τι θέλει, χωρίς δεσμεύσεις και όρια. Επιχείρημα η λογική, ότι δηλαδή δεν βλέπουμε δια των αισθήσεών μας το Χριστό και ότι αυτό που βλέπουμε, δηλαδή οι άνθρωποι που εκφράζουν την Εκκλησία ελάχιστα ή καθόλου δεν πείθουν ότι αξίζει να πιστεύει κανείς. Όμως η πίστη είναι η βαθύτερη εκείνη κατάσταση της ύπαρξης, στην οποία όποιος πιστεύει αφήνεται στην αναζήτηση και την δίψα για το Χριστό κι Εκείνος του αποδεικνύει δια ορατών και αοράτων σημείων την παρουσία Του. Αρκεί να υπάρχει ο αγώνας για να κοπούν τα κάθε λογής ζιζάνια τα οποία συμπνίγουν την σχέση μας με το Χριστό και γεννούν υποκατάστατα πίστης.
Ο απόστολος Πέτρος διαβεβαιώνει τους χριστιανούς ότι «ταύτην την φωνήν του Πατρός ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, συν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω» (Β’ Πέτρ. 1, 18). Η πίστη των μαθητών ήταν αποτέλεσμα της συμπαρουσίας τους με το Χριστό στο όρος το άγιον Θαβώρ, αλλά και της συμμετοχής τους στην εμπειρία του να ακούσουν την φωνή του Θεού Πατρός που επιβεβαίωνε ότι Εκείνος που έβλεπαν και είχαν δίπλα τους οδηγούσε την ανθρώπινη φύση στο Θεό. Ότι τους οδηγούσε στην αληθινή δόξα. Και εκείνοι μετείχαν «καθώς ηδύναντο» σ’ αυτήν την μεταμορφωτική πορεία. Εμείς ας ακούσουμε την δική τους φωνή που μαρτυρεί τα γενόμενα και το βίωμα της αγιότητας που προσφέρει η Εκκλησία και ας πορευθούμε προς την συνεχή κοινωνία με το Χριστό, διψώντας για λάμπρυνση των αισθήσεών μας, για ανακαίνιση της καρδιάς μας και για αιώνια ζωή αγιότητας και χαράς. Ας μοιάζουμε η εξαίρεση σε έναν κόσμο βουτηγμένο σε άλλες προτεραιότητες. Η πίστη μας στον μεταμορφωθέντα Κύριο αποτελεί ελπίδα και οδοδείκτη.
Η μαρτυρία του Αποστόλου αποτελεί την αποκρυστάλλωση της έννοιας που δίνει η Εκκλησία στην πίστη. Η πίστη δεν είναι ένα δημιούργημα ανθρώπινο, δεν είναι περίτεχνος μύθος, γεννημένος από ανθρώπινο μυαλό, δεν είναι ιδέα ή συμβολική απεικόνιση σε πρόσωπα αρχετύπων της ανθρώπινης ψυχής. Η πίστη είναι καρπός εμπειρίας και μάλιστα προσωπικής εποπτείας και ακρόασης, δηλαδή μετοχής των αισθήσεων στο μεγαλείο της Βασιλείας του Θεού, στην σχέση με το πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και βεβαίωση αυτής της εμπειρίας δια των λόγων και της ζωής των μαρτυρούντων. Οι μαθητές ήταν παρόντες στο Θαβώρ, άκουσαν τη φωνή του Θεού Πατέρα να διαβεβαιώνει ότι ο Κύριος είναι ο Υιός Του ο Αγαπητός και καταθέτουν αυτή την μαρτυρία σε όποιον θέλει να πιστέψει σ’ Εκείνον.
Αυτή η εμπειρία της Μεταμορφώσεως, όπως και της εν γένει παρουσίας του Κυρίου μας στον κόσμο, σηματοδοτεί την διαφορά της Εκκλησίας από οποιαδήποτε θρησκεία, την διαφορά της πίστης στο Χριστό από οποιαδήποτε πίστη σε ιδέες, αρχές και εξουσίες και οράματα του κόσμου τούτου. Και είναι η εμπειρία της Μεταμόρφωσης πρόγευση για όλους μας τους ανθρώπους αποκατάστασης της φύσης μας στην κοινωνία με τον Θεό, στην ομοίωσή μας μ’ Αυτόν, όπως θα λάβει χώρα στην πληρότητά της κατά την Δευτέρα Παρουσία. Είναι η εμπειρία της Μεταμορφώσεως η ευκαιρία να δούμε κι εμείς «καθώς δυνάμεθα» την μέλλουσα δόξα της ανθρώπινης φύσης μας.
Γιατί πιστεύουμε στη δόξα της φύσης μας, από την στιγμή που ο Υιός του Θεού την προσέλαβε και κατέστησε τον εαυτό Του και Υιό του Ανθρώπου. Και αυτή η δόξα έχει να κάνει τόσο με την λάμπρυνση των αισθήσεών μας, όσο και με την ανακαίνιση της καρδιάς μας, αλλά και με την εσχατολογική προσδοκία της οριστικής νίκης κατά του θανάτου. Μέσα από την σχέση μας με τον Χριστό ζούμε την λάμπρυνση των αισθήσεών μας. Από την μία πλευρά οι αισθήσεις μας καθαρίζονται από κάθε εμπαθή ρύπο, από κάθε δηλαδή λογισμό, επιθυμία και συναίσθημα που μας χωρίζει από το Θεό και τον συνάνθρωπο, είτε γεννιούνται από τον εαυτό μας είτε είναι αποτέλεσμα της επίθεσης του πονηρού πνεύματος, και από την άλλη η καρδιά μας ανακαινίζεται, λυτρούμενη από άλλες αγάπες που την χωρίζουν από την αγάπη του Θεού: βιοτικές μέριμνες, εξαρτήσεις και κτητικότητες, φιλοδοξίες, γνώσεις, εξουσία, φιλαυτία. Και όλα αυτά μέσα στην προοπτική της ανάστασης και της αιωνιότητας και της εσχατολογικής πληρότητας σώματος και ψυχής , δια της κατά Θεόν αγιότητας.
Η αγιότητα σώματος και ψυχής αποτελεί την τελική δόξα της φύσης μας. Και Άγιος είναι εκείνος ο οποίος κοινωνεί τον Χριστό τόσο στην παρούσα, όσο και στην αιώνια ζωή. Εδώ η κοινωνία γίνεται δια των μυστηρίων της Εκκλησίας, όπου λαμβάνουμε τον Χριστό Σώματι και Αίματι, τον ζούμε ως Πατέρα που συγχωρεί στην μετάνοια, ως ιατρό ψυχών και σωμάτων στο μυστήριο του Ευχελαίου, ως χορηγό των χαρισμάτων και των ευλογιών του Αγίου Πνεύματος στο μυστήριο του Χρίσματος, αλλά και ως αρχή βίωσης της αγάπης μέσα από την πληρότητα της αλληλοβοήθειας και του αλληλοστηριγμού του μυστηρίου του Γάμου ή μέσα από την καθαυτό ασκητική της διάσταση στη μοναχική ζωή. Ταυτόχρονα, από την στιγμή που εισερχόμαστε στην Εκκλησία δια του μυστηρίου του Βαπτίσματος, γνωρίζουμε ότι η ζωή μας δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από το τρίπτυχο Σταυρός-Ταφή-Ανάσταση, κατά μίμησιν του Χριστού. Όλη η πνευματικότητα της αγιότητας οικειοποιείται και βιώνεται μέσα από την ζωή της Εκκλησίας και αντανακλάται σε κάθε έργο της ζωής μας, ενώ αποτελεί πρόγευση η χαρά της και για την αιώνια κοινωνία με το Πρόσωπο του Χριστού, εν τη Βασιλεία Του.
Είναι διαφορετικός ο τρόπος προσέγγισης της πίστης από την Εκκλησία και του τρόπου που την εννοεί ο κόσμος. Για τον κόσμο το να πιστεύουμε σημαίνει στην καλύτερη περίπτωση να ασχολούμαστε με την μεταφυσική διάσταση της ύπαρξής μας, να τα έχουμε καλά με το Θεό για να μην τιμωρηθούμε αιώνια, ενώ, συνήθως, πίστη σημαίνει οπισθοδρόμηση στο παρελθόν, στενομυαλιά, αδυναμία παραδοχής ότι «εδώ είναι η ζωή» και δεν υπάρχει επέκεινα. Κύριο επιχείρημα των περισσότερων το δικαίωμα του ανθρώπου να είναι ελεύθερος να σκέπτεται, να αισθάνεται, να επιθυμεί, να πράττει ό,τι θέλει, χωρίς δεσμεύσεις και όρια. Επιχείρημα η λογική, ότι δηλαδή δεν βλέπουμε δια των αισθήσεών μας το Χριστό και ότι αυτό που βλέπουμε, δηλαδή οι άνθρωποι που εκφράζουν την Εκκλησία ελάχιστα ή καθόλου δεν πείθουν ότι αξίζει να πιστεύει κανείς. Όμως η πίστη είναι η βαθύτερη εκείνη κατάσταση της ύπαρξης, στην οποία όποιος πιστεύει αφήνεται στην αναζήτηση και την δίψα για το Χριστό κι Εκείνος του αποδεικνύει δια ορατών και αοράτων σημείων την παρουσία Του. Αρκεί να υπάρχει ο αγώνας για να κοπούν τα κάθε λογής ζιζάνια τα οποία συμπνίγουν την σχέση μας με το Χριστό και γεννούν υποκατάστατα πίστης.
Ο απόστολος Πέτρος διαβεβαιώνει τους χριστιανούς ότι «ταύτην την φωνήν του Πατρός ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, συν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω» (Β’ Πέτρ. 1, 18). Η πίστη των μαθητών ήταν αποτέλεσμα της συμπαρουσίας τους με το Χριστό στο όρος το άγιον Θαβώρ, αλλά και της συμμετοχής τους στην εμπειρία του να ακούσουν την φωνή του Θεού Πατρός που επιβεβαίωνε ότι Εκείνος που έβλεπαν και είχαν δίπλα τους οδηγούσε την ανθρώπινη φύση στο Θεό. Ότι τους οδηγούσε στην αληθινή δόξα. Και εκείνοι μετείχαν «καθώς ηδύναντο» σ’ αυτήν την μεταμορφωτική πορεία. Εμείς ας ακούσουμε την δική τους φωνή που μαρτυρεί τα γενόμενα και το βίωμα της αγιότητας που προσφέρει η Εκκλησία και ας πορευθούμε προς την συνεχή κοινωνία με το Χριστό, διψώντας για λάμπρυνση των αισθήσεών μας, για ανακαίνιση της καρδιάς μας και για αιώνια ζωή αγιότητας και χαράς. Ας μοιάζουμε η εξαίρεση σε έναν κόσμο βουτηγμένο σε άλλες προτεραιότητες. Η πίστη μας στον μεταμορφωθέντα Κύριο αποτελεί ελπίδα και οδοδείκτη.